Η φάση της εφηβείας μου συνέπιπτε με την εμφάνιση του "νέου κύματος".
Το αρπάξαμε από τα μαλλιά, ως την πρώτη και σαφή διαφοροποίηση από τα ακούσματα και το είδος της διασκέδασης της προηγούμενης γενιάς.
Από το καφενείο, το "μαγαζί", διαλέξαμε το "πάρτυ" στο σπίτι, ένα κιλό χύμα βερμούτ και μισό κιλό στραγάλια με σταφίδες, ένα φορητό πικάπ και δίσκους δανεικούς και να το γλέντι μας.
Το κλίμα αυτό δεν συγκίνησε τους μεγαλύτερους και έτσι δεν κινδυνεύαμε από κάποιου είδους συνύπαρξη. Μόνοι μας, με τις "ντάμες" μας.
Από το βαρύ, μελό λαϊκό και το γλυκερό "ελαφρύ", διαλέξαμε τον ανάλαφρο, φρέσκο, με πινελιές ποιητικότητας στίχο των "νεαρών" τραγουδοποιών του νέου κύματος.
Δεν αμφισβητούσε κάτι ο στίχος, η φωνή, η μελωδία ούτε μας ζητούσε να κάνουμε κάτι. Δεν θέλαμε να μετατρέπουμε σε γλέντι τις ολοήμερες δυσκολίες της επιβίωσης. Να μην μερακλώνουμε με τις "αδικίες" της ζωής, να μην σουρώνουμε για να ξεχνάμε, αλλά μόνο ένα σφίξιμο στο χέρι της ντάμας και μια υπόσχεση συγκίνησης που ξεχείλιζε στα άγουρα χρόνια μιας αδιόρατης ωρίμανσης.
Τα ανακατεύαμε με ενδιάμεσες δόσεις από κάτι σαν ροκ, ελληνικό και ξένο και όλο αυτό το μείγμα μας έδινε μια διακριτή ταυτότητα. Δεν ήταν μια τυπική εναλλαγή γενιών, ήταν κάτι πολύ περισσότερο, να αλλάξουμε εποχή, να αλλάξουμε άρδην, να μην αντιγράψουμε τους παλιότερους έστω και αν το κάναμε καλύτερα από αυτούς. Να αποδράσουμε θέλαμε σε κάτι που δεν ξέραμε, σε κάτι αδιόρατο που δεν ήταν καν υπόσχεση, αλλά βεβαιότητα ότι θα είναι "διαφορετικό". Διαφορετικό από κάτι που ζούσαμε όχι τραυματικά, αλλά μάλλον στενόχωρα και αμήχανα
Ήταν η δική μας "νεοτερικότητα". Σίγουρα δεν ήταν η κεντρική λεωφόρος της ούτε καν κάποιο ξέφωτό της, μπορεί να ήταν ένα στενό σοκάκι, ίσως και αδιέξοδο, αλλά εμείς ακούγαμε κάποιους ήχους από κάπου, που σίγουρα δεν ήταν από πίσω μας, αλλά από κάπου μακριά, από "αλλού" όμως.
Όλοι αυτοί έγιναν οι δικοί μας οικείοι, τους είδαμε και στο σινεμά, μας κάλεσαν αργότερα στις μπουάτ.
Πήγαμε και εκεί. Κάποιοι πήγαμε και στα στάδια και υψώσαμε τη γροθιά και ζητούσαμε ακόμη και ότι δεν μπορούσε να συλλάβει η φαντασίωσή μας.
Γρήγορα τους εγκαταλείψαμε και "διεκδικούσαμε", μόνο! Ζητούσαμε όχι αυτό που μας έδιναν ο Πουλόπουλος και η παρέα του. Δεν το είχαν, δεν μας υποσχέθηκαν άλλα, δεν μας υποσχέθηκαν καν, τίποτα!
Ήταν η δική μας "νεοτερικότητα". Σίγουρα δεν ήταν η κεντρική λεωφόρος της ούτε καν κάποιο ξέφωτό της, μπορεί να ήταν ένα στενό σοκάκι, ίσως και αδιέξοδο, αλλά εμείς ακούγαμε κάποιους ήχους από κάπου, που σίγουρα δεν ήταν από πίσω μας, αλλά από κάπου μακριά, από "αλλού" όμως.
Όλοι αυτοί έγιναν οι δικοί μας οικείοι, τους είδαμε και στο σινεμά, μας κάλεσαν αργότερα στις μπουάτ.
Πήγαμε και εκεί. Κάποιοι πήγαμε και στα στάδια και υψώσαμε τη γροθιά και ζητούσαμε ακόμη και ότι δεν μπορούσε να συλλάβει η φαντασίωσή μας.
Γρήγορα τους εγκαταλείψαμε και "διεκδικούσαμε", μόνο! Ζητούσαμε όχι αυτό που μας έδιναν ο Πουλόπουλος και η παρέα του. Δεν το είχαν, δεν μας υποσχέθηκαν άλλα, δεν μας υποσχέθηκαν καν, τίποτα!
Η πρόωρη -για τη δική μας γενιά- μεταπολίτευση τα έκανε όλα διεκδίκηση, αίτημα, αγώνα. Κι εμείς εγκαταλείψαμε τις μικρές συγκινήσεις με τα σφιγμένα δάχτυλα συνοδεία "μπλουζ", με τις σφιγμένες γροθιές.
Πώς να συναγωνιστεί η μελωδία της μπουάτ την υστερική έκσταση των "αντάρτικων"!
Έχασε χωρίς μάχη!
Ή μάλλον, για μια εποχή, την πρώτη της μεταπολίτευσης, αυταπατήθηκε ότι θα συντονιστεί με το κλίμα της έντονης πολιτικοποίησης, αφού στις μπουάτ πηγαίναμε οι ίδιοι, Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο -και Δευτέρα, Τετάρτη και Κυριακή στα "αντάρτικα". Το ίδιο περίπου κοινό. Αγώνας και φλερτ, εναλλάξ! Νίκησε ο αγώνας, τότε, όχι σε βάρος του φλερτ βέβαια, αλλά η νέα μας ταυτότητα απαιτούσε άλλες, δημόσιες, εγγραφές. Το δημόσιο αγωνιστικό επισκίασε τον ιδιωτικό συναισθηματισμό.
Το "νέο κύμα" έγινε για μας "παλιό ". Δεν μπόρεσε να κάνει το επόμενο βήμα και εμείς δεν ξέραμε ποιο θα "έπρεπε" ή πώς θα ήταν αυτό το "Νέο-νέο κύμα". Βρήκαμε το έτοιμο, που έμοιαζε να παίρνει τη ρεβάνς γενεών και μας "χωρούσε" κι εμάς.
Εκεί κρίθηκαν όλα. Αντί να απαιτήσουμε αυτό το "Νέο-νέο κύμα", διασπαστήκαμε ανάμεσα στον ...Τζαβέλα και το Ταμπούρι -αυτή ήταν η πραγματική "διάσπαση" που καθήλωσε δυο τρεις γενιές, χαμένους στα ...τσιτάτα.Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο "Νέο-νέο κύμα".
Το "νέο κύμα" έγινε για μας "παλιό ". Δεν μπόρεσε να κάνει το επόμενο βήμα και εμείς δεν ξέραμε ποιο θα "έπρεπε" ή πώς θα ήταν αυτό το "Νέο-νέο κύμα". Βρήκαμε το έτοιμο, που έμοιαζε να παίρνει τη ρεβάνς γενεών και μας "χωρούσε" κι εμάς.
Εκεί κρίθηκαν όλα. Αντί να απαιτήσουμε αυτό το "Νέο-νέο κύμα", διασπαστήκαμε ανάμεσα στον ...Τζαβέλα και το Ταμπούρι -αυτή ήταν η πραγματική "διάσπαση" που καθήλωσε δυο τρεις γενιές, χαμένους στα ...τσιτάτα.Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο "Νέο-νέο κύμα".
Ξέρω όμως το κανονικό Νέο Κύμα στη ζωή μας (μου).
Γιάννη Πουλόπουλε, σε (σας) ευχαριστούμε και γιατί, μετά από το κλείσιμο του κύκλου, δεν πήγατε και δεν μας ζητήσατε κι εμάς να μπούμε στον "πειρασμό" να λοξοκοιτάξουμε σε κάποια ασφυκτικά γεμάτα "παλιοσόκακα", που ενίοτε γαυγίζουν οι θαμώνες τους για να συστηθούνε.
Γιάννη Πουλόπουλε, σε (σας) ευχαριστούμε και γιατί, μετά από το κλείσιμο του κύκλου, δεν πήγατε και δεν μας ζητήσατε κι εμάς να μπούμε στον "πειρασμό" να λοξοκοιτάξουμε σε κάποια ασφυκτικά γεμάτα "παλιοσόκακα", που ενίοτε γαυγίζουν οι θαμώνες τους για να συστηθούνε.
Δεν είναι όλα αυτά νοσταλγία. Είναι μια κάποια ευαισθησία στο άκουσμα του θανάτου του. Γιατί "ευαισθητοποιούμαι" δεν σημαίνει την επίκληση γνώσεων αλλά την ενεργοποίηση βιωμάτων που προϋπάρχουν. Κι εγώ τώρα συνειδητοποιώ ότι 'έζησα" αυτή την εποχή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου