theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΠΕΜΠΗΣ, 15ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ !!!

 

ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΌ 
ΤΟ ΚΑΤΠΛΗΚΤΙΚΟ  ΒΙΒΛΙΟ 

ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΚΟΡΟΒΙΝΗ

........ἕνα μόνο μοῦ ἔμεινε, ποὺ ξεκινήσαμε, χειμώνα τοῦ '42, ἀπομεσήμερο, δεκαπεντάχρονοι κι οἱ δυό, η κυρα-Καλλιόπη ἔβαλε τις φωνὲς ἀπ' τὴν πόρτα, νὰ μᾶς μάσει μέσα, οἱ Γερμανοί, ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος, ἐμεῖς τραγουδούσαμε, ἀστόχαστοι, ἄιντε, μου 'ρχεται νὰ κάνω γιούργια στὸν ταβὰ μὲ τὰ κουλούρια, με παντελονάκια κοντά, παπουτσάκια φορούσαμε, γουρουνόδερμα, κάτι ἀρβυλάκια, ἀλειμμένα μὲ λίπος, δὲν τὰ περνοῦσε ἡ βροχή, κι ἀπὸ ἕνα σακάκι καὶ σκοῦφο, τριμμένα, σχεδόν νυχτωθήκαμε ἀληταμπουρέ, είχαμε κλέψει καὶ δυὸ ξινά-μήλα ἀπὸ ἕναν φράχτη, γουστάρεις να περπατήσουμε στὰ πονηρά, ξέρω γώ, ἂν εἶναι νὰ δοκιμάσουμε κανένα νόστιμο φοντάν, όμορφα, ἀγορίνα μου, θὰ σὲ πάω στὶς πουτάνες, λέω, ξέρω μια μαργιόλα, κάτσε καλά φιλαράκο, και νεκρούς ανασταίνει, σιγά να μην είχα ιδέα από  οἴκους ἀνοχῆς, μονάχα μιὰ φορὰ ποὺ μὲ εἶχαν τραβήξει κάτι πιο μπασμένοι στα Βούρλα, όμως ψαρωμένος ἐλόγουμου μου δεν προχώρησα στὰ περαιτέρω, να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ μέσα στην «μπούκα»' κι ἔμεινα σα μαλάκας σύζυλος στο «μπανιστήρι μ', ἀλλά, ἀφοῦ όχι δεν είπες, ποῦ νὰ καταλήξουμε γνώριζα, πρωτάρηδες και οι δυο μας, στη Φωφώ, στα Καμίνια, ανάμεσα στους νοικοκυραίους, αταίριαστα, ένα μπουρδελάκι, κρυφό, πολύ κρυφό, σε μια πάροδο, ένα τυφλοσόκακο τέλος παντων, έκανες τρεις φορές τη φωνή του κούκου για να σου ανοίξουν, δούλευε ἀδήλωση, με υπηρεσία μια γριούλα ''πορτιέρισσα", κάπου τριανταπεντάρα ήταν η Φωφώ ἀπ' τὴν παλιά πατρίδα τῶν παππούδων απ΄ το Καραγάτσι, φώς μου, ή απ' το Κορδελιό, αλλιώς συνεννούνται τὰ πατριωτάκια, έμοιαζε, λέγανε, της Τζην Χάρλοου, αὐτοὶ ποὺ ξέρανε, που βλέπανε σινεμά, από φυσικού της ξανθιά, μπούκλες μπούκλες το μαλλί σαν τον ήλιο, κι είχε πελατεία ουρά, μεγάλοι άντρες, ἴσαμε με είκοσι στη σειρά, τα χρειάστηκα, ένας σκυλόμαγκας ντερέκι, νόμισα πως εἶναι ὁ Κύκλωπας Πολύφημος, τα δυο του μάτια τὰ ἔβλεπα για ένα, κι ένας τρελαμένο νάνος, που μουρμούριζε συνέχεια με κλειστά μάτια το « Πάτερ ἡμῶν», 

βγαίνει ή Σμυρνιά στο κατώφλι, ο θεοκόματος, με ρομπίτσα καφτή, αγγελοκαμωμένη μου και λαμπαδοχυτή μου, καὶ τοὺς παρατάει ὅλους, μπ΄ράκ, λέει, σὲ διαλέγει ἀπ' τὸ σωρὸ καὶ σὲ πιάνει ἀπ' τὸ χέρι, ἀμάν, δερβισάκι μου, ομορφονιὰ τῆς μάνας σου καὶ συντροφιὰ δική μου, πῶς εἶναι τ' ὄνομά σου, πασάκα μου, Δημήτρης, ἔλα μαζί μου, Δημητράκη, καὶ στὸ κοινό, μάγκες ΄πομονή, καὶ σὲ χώνει στὸν ὀντά, κλειδαμπαρώνεστε καὶ δὲ λέει νὰ βγεῖ, πέρασε κοντὰ μισὴ ὥρα, δὲν ἔτριζε κι ἡ παλιὰ καριόλα, νὰ κάνει φασαρία ὁ σομιές ν' ἀνθιστοῦμε τί γίνεται, ἡσυχία τάφου, μὰ τί κάνουν ἐκεῖ μέσα, νταμίρα φουμάρουνε, τὴν μπουγάδα ξεπλένουνε, τῆς ἀσπρίζει τὰ ντουβάρια, παίζουνε σκαμπίλι, τοῦ δίνει τὴ ρώγα της γιὰ μπιμπερό, τῆς σαπουνίζει τὸ πρά- μα της, τὸν ξεψειρίζει, σπάτουλα τῆς κάνει, σπάτουλα, παίρνει τοὺς πόντους του μὲ τὴ μεζούρα, τοῦ ἀφηγεῖται τὰ ἔργα της,

ὡς πότε θὰ τὴν κουνᾶνε τὴν ἀχλαδιὰ στὰ μουλωχτά, μούγκριζαν οἱ ἀνυπόμονοι, εἶχαν τσιτώσει τὰ νεῦρα τους, «σικτὶρ ὀλσουνλὰρ » ἔφτυσε ἕνας τουρκόφωνος, μερικοὶ ἡδονίζονταν, μ' ἔχει φτάσει ὡς τὸ νταβάνι, ἄντε ρέ, τὴν πίστη μου μέσα, νὰ ξεκαυλώσουμε ἐπιτέλους, μὲ τὸν παρά μας, ἡ οὐρὰ εἶχε γίνει διπλή, τούς, λέει ἡ τσατσά, σούς, ὅπου να 'ναι θὰ βγοῦν, ἄντε μωρή χλαπάτσα, οὔτε πουτανόσημο δὲν πλερώνετε, είναι καὶ ἀνήλικο, καλέ μαντάμ, θὰ σᾶς καρφώσει κάνας βαλτός, μὴ μιλᾶτε ντίπ, μὲ εἴκοσι δραχμούλες γλεντᾶτε μ' ἕναν ἄγγελο, ἔπρεπε νὰ στάζετε μια πενηντάρα τουλάχιστον καὶ νὰ κάνετε καὶ τὸ σταυρό σας, ὕστερα ξέρετε ποιός εἶναι τοῦτος ὁ πιτσιρικάς, εἶναι φτασμένος μουσικός, τὸ πρῶτο μαντολίνο στὸν Περαία, τὸν ἔχω ἀκούσει, εἶναι τσάκαλος, εἶναι μάγος, βρὲ σκάσε, γαμῶ τὸ ἔλεός σου, δὲν πά' νά 'ναι κι ὁ ῞Αγιος Διονύσης, μὲ τὰ πολλὰ ἀγριεύουν τ' ἀρσενικὰ καὶ σπᾶνε τὴν πόρτα, καὶ τότε, μᾶς παίρνουν μυρουδιὲς ἀπὸ θυμίαμα, ἄγριο γιασεμί, λάβδανο καὶ μύρο, καὶ τί νὰ δοῦμε, βιοὺ μάστερ, ωωωωωω !, ἀκούστηκε με μια φωνή, «Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον», οὐρλιάζει σὰ σφαχτάρι ὁ νάνος, καὶ τῆς λέει ὁ Κύκλωπας, μωρή καρακαχπέ, ἄσε καὶ γιὰ μᾶς λίγη κόλαση, ὅλη ἐσὺ θὰ τὴν πάρεις ἐπάνω σου, σὲ εἶχε ξαπλωμένο στὴν ἀγκαλιά της γυμνούλη ἡ Φωφὼ καὶ τὴν ἔβρισκε ἡ καριόλα, σὲ νανούριζε, μάρε γιέ, μάρε γιέ, μάρε γιέ μου, κανακάρη, μάρε γιέ, κι ἐσύ, είχες γητευτεί κι εἶχες παραδοθεῖ, ποιά γυναί-, ποιά γυναί-, ποιά γυναίκα θὰ σὲ πάρει, ποιά γυναί-, τὰ ποδαράκια σου ἀνοιχτὰ ἀπ' τὴ μιὰ μπάντα, τὰ χεράκια σου λυγισμένα ἀπ' τὴν ἄλλη, ποιά κυρά, ποιά κυρά, ποιά κυρὰ καὶ ποιά μαντόνα, ποιά κυρά, στὸ προσωπάκι σου εἶχε ἁπλωθεῖ ἡ γαλήνη τῶν ἁγίων, θὰ σοῦ πλέ-, θὰ σοῦ πλέ-, θὰ σοῦ πλένει τὰ σεντόνια, μάρε γιέ, ὡραῖος καὶ ἁγνός, ὅπως ήσουνα, σὲ μιὰ στάση σὰν τοῦ Χριστοῦ στην Αποκαθήλωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου