Πόσα δεν μείνανε προικιά,δίπατα σπίτια αρχοντικάχωρίς καινούριο νοικοκύρη,πίσω από γρίλιες σιωπηλέςκαι σφαλισμένο παραθύρι.Πόσοι δεν στάθηκαν καημοί,και αγάπης αναστεναγμοίδίχως ποτέ να ακουστούνε,και, πόσα χείλη δροσεράαρνήθηκαν πεισματικάαυτό που θέλανε να πούνε.Πόσες δεν χτύπησαν καρδιές,κάθε που φτάνανε οι βραδιέςκαι διάβαιναν τα μεσημέριακαι καρτερούσαν στωικάκαι, κλείνανε, οριστικάτης τύχης τα τεφτέρια.
Πόσοι δεν πνίγηκαν λυγμοίσαν, της αλήθειας η στιγμή,ήρθε για να θυμίσει,πως, είναι ο εγωισμόςκούφιος κοινωνικός θεσμόςπου στο χαμό θα οδηγήσει.Στον κόσμο τούτο το φθαρτό,τούτο το είδος το κακότου εγωισμού το κρύο ποτήρι,έκανε, σπίτια, αρχοντικά,χρήματα, ρούχα, ασημικά,Χωρίς καινούριο να χαρούνε νοικοκύρη.Σε σύνολα κοινωνικά,οι άνθρωποι, ζουν αρμονικά,όταν τη φύση δεν αλλάζουν,γιατί, οι μικροεγωισμοί,ολέθρου γίνονται αφορμήκαι πίκρα στην ψυχή σταλάζουν .!
** Αφορμή:Κάποιο εγκαταλειμμένο χωριότης ορεινής Μεσσηνίας.
Κυπαρισσία 1η Σεπτέμβρη ´25
Θυμιάκο αυτό
που πάει;
που πάει;

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου