Παρά τις έντονες πιέσεις
του Αμερικανού προέδρου, η δικαιοσύνη της Βραζιλίας δεν υπαναχώρησε. Ο Τραμπ, σε μια άνευ προηγουμένου κίνηση, επέβαλε τιμωρητικούς δασμούς 50% στις βραζιλιάνικες εξαγωγές και κυρώσεις κατά του δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Alexandre de Moraes, που επέβλεπε την υπόθεση. Η προσπάθειά του στόχευε στην αποτροπή της καταδίκης, αλλά απέτυχε.Η στάση της Βραζιλίας απέναντι στις πιέσεις ενίσχυσε πολιτικά τον πρόεδρο Λούλα, ο οποίος είδε τα ποσοστά δημοτικότητάς του να ανεβαίνουν καταδικάζοντας δημοσίως τις ενέργειες του Τραμπ. Ο δικαστής Moraes, στόχος των αμερικανικών κυρώσεων, υποστηρίχθηκε από τα δημοκρατικά θεσμικά όργανα της χώρας. Ο συνάδελφός του, δικαστής Flávio Dino, σχολίασε καυστικά: «Πιστεύει κανείς ότι ένα tweet από έναν ξένο κυβερνητικό αξιωματούχο θα αλλάξει μια απόφαση στο Ανώτατο Δικαστήριο;».
Η οικονομική διάσταση ήταν εξίσου σημαντική. Οι αμερικανικοί δασμοί δεν μείωσαν τις συνολικές εξαγωγές της Βραζιλίας. Aντίθετα, αυτές αυξήθηκαν κατά 4%, χάρη στην ενίσχυση των αγορών από την Κίνα κατά 31% τον Αύγουστο, σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο. Την ίδια στιγμή, οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 18,5%. Το αποτέλεσμα ήταν μια ενίσχυση των ήδη στενών εμπορικών δεσμών Βραζιλίας–Κίνας. Ο Λούλα, από την επιβολή των δασμών και μετά, μίλησε δύο φορές με τον πρόεδρο της Κίνας, αλλά καμία με τον Τραμπ.
Διαβάστε: «Σπέρνουμε τροφή, όχι μίσος» / Ο Λούλα στα αμπέλια κατά του Τραμπ
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δικαιολόγησε τις ενέργειές της υποστηρίζοντας
ότι οι αποφάσεις του δικαστή Moraes περιορίζουν την ελευθερία του λόγου, καθώς διέταξε τα κοινωνικά δίκτυα να αποκλείσουν λογαριασμούς που απειλούσαν τη δημοκρατία της χώρας. Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Karoline Leavitt, τόνισε ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει την οικονομική και στρατιωτική ισχύ της χώρας για να προστατεύσει την ελευθερία του λόγου παγκοσμίως. Η απειλή στρατιωτικής επέμβασης προκάλεσε την έντονη αντίδραση της βραζιλιάνικης κυβέρνησης. Ο Λούλα απάντησε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να καταλάβουν πως «δεν έχουν να κάνουν με μια μπανανία». Ο Τραμπ υποβάθμισε αργότερα τη σημασία της καταδίκης του συμμάχου του, συγκρίνοντάς την με όσα, όπως ισχυρίστηκε, προσπάθησαν να κάνουν και στον ίδιο. Η επιθετική στρατηγική του Λευκού Οίκου όχι μόνο δεν απέτρεψε την ποινή, αλλά έπληξε σοβαρά την αμερικανική εικόνα στη Βραζιλία. Η αλλαγή στην κοινή γνώμη ήταν ορατή. Το ποσοστό των Βραζιλιάνων που έβλεπαν θετικά τις ΗΠΑ υποχώρησε από 58% τον Φεβρουάριο 2024 σε 44% τον Αύγουστο, ενώ η θετική εικόνα για την Κίνα αυξήθηκε από 38% σε 49% την ίδια περίοδο .Σε ανάρτησή του, ο Αμερικανός αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Christopher Landau, χαρακτήρισε την κατάσταση ως «το σκοτεινότερο σημείο των σχέσεων μεταξύ των δύο εθνών εδώ και δύο αιώνες» . Ωστόσο, πολλοί στην αριστερά της Βραζιλίας αντέτειναν ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1964, που οδήγησε σε 21 χρόνια δικτατορίας, ήταν σαφώς πιο σκοτεινή στιγμή. Από την οπτική αυτή, η τρέχουσα αμερικανική πολιτική θυμίζει μια ακόμη επέμβαση υπέρ συνωμοτών πραξικοπήματος.
Παράλληλα, η υπόθεση Μπολσονάρο κατέδειξε τον νέο γεωπολιτικό ρόλο της Κίνας στη Νότια Αμερική και ανέδειξε τη φθορά της αμερικανικής επιρροής στο Δυτικό Ημισφαίριο. Η Βραζιλία δεν έχει πάθει ζημιά που είπε όχι στις επεμβάσεις στα εσωτερικά της. «Η μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής δίνει ένα παράδειγμα για το πώς να αψηφήσει κανείς τον πρόεδρο Τραμπ», σχολιάζουν οι New York Times.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου