theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

ΤΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΛΙΑΣ: Αναμνήσεις από τον εμφύλιο πόλεμο και τον Δημοκρατικό Στρατό [3]

Ετος 1946

   Φλεβάρης μήνας και η κατάσταση είναι χειρότερη από εκείνη του 1945. Μιλάει ο Πορφυρογένης στο συνέδριο του Γ.Κ.Κ. ότι θα απαντήσουμε με τα ίδια μέσα που χρησιμοποιεί η αντίδραση. Περιμένουμε υλοποίηση των όσων είπε ο Πορφυρογένης, αλλά δυστυχώς τίποτε.


Ιουνιος 1946

 Ψηφίζονται τα έκτακτα μέτρα. Μια νέα περίοδος  φόβου και τρόμου. Στήνονται στρατοδικεία, υπάλληλοι κατά χιλιάδες πετάγονται στο δρόμο. Νέο κύμα διώξεων και συμφοράς στους δημοκρατικούς. Ο φόβος και ο τρόμος ζωγραφισμένος στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ακόμη και εκείνοι που είχαν κάποια συμπάθεια απλή ή αλληθώριζαν προς τ’αριστερά θα πληρώσουν. Ακόμη και δεξιοί νοικοκυραίοι, ήσυχοι άνθρωποι, θα υποστούν και αυτοί συνέπειες. Θέλουν με κάθε τρόπο και μέσο να σπάσουν εκείνη την περηφάνια και την αξιοπρέπεια που απόκτησαν κατά την αντίσταση και να την εξαφανίσουν. Οι οργανώσεις, ότι είχε απομείνει, σμπαράλιασαν κυριολεκτικά. Οι μήνες περνούν και ο μονόπλευρος εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται αδυσώπητος και με αμείωτη ένταση σε βάρος των αριστερών. Οι φυλακές γεμάτες και τα ξερονήσια επίσης
    Η αδράνεια από την πλευρά την δική μας συνεχίζεται ακόμη και μέχρι το 1947, αποτέλεσμα το κίνημα να κατρακυλάει από το κακό στο χειρότερο και να βρεθεί αργότερα σε πολύ μειονεκτική θέση από κάθε άποψη. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι γίνεται και τι φταίει. Στην Βόρειο Ελλάδα εμφανίζονται ομάδες και αρχίζουν τις μικροσυγκρούσεις, αλλά από ότι βλέπαμε βγάζαμε το συμπέρασμα ότι ήταν ατομικές πρωτοβουλίες και ασυντόνιστες ενέργειες.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 1946

    Ένα βράδυ κατά το τέλος Οκτωβρίου γύρω στα μεσάνυχτα, κάποιος χτύπησε το τζάμι του σπιτιού. Καταλάβαμε ότι κάποιος άνθρωπος δικός μας κυνηγημένος θα
είναι γιατί είχαμε ακόμα και τα χτυπήματα συνηθίσει αν είναι δικών μας ή όχι. Ήταν ο Κώστας Γιακουμής από την Μεσσηνία και συγκεκριμένα από το Βαρυμπόπι. Τον Κώστα τον γνώριζα από το 1945. Είχε περάσει τότε και κάθησε λίγες ημέρες για να χάσουν τα ίχνη του από την Μεσσηνία. Ο Κώστας ήταν από τα καλύτερα παιδιά της Μεσσηνίας και όχι μόνο αυτό, ήταν και σαν χαρακτήρας εξαίρετος νέος. Ακόμα και αν πέθαινε της πείνας δεν σου ζητούσε αυτός τίποτε. Σκοτώθηκε αργότερα στο Δ.Σ. στην μάχη της Δημητσάνας στις 29 Αυγούστου 1948 με τον βαθμό διμοιρίτη. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει.
   Είχε έλθει με μια μικρή ομαδούλα με τον Κώστα Σταυρόπουλο  (Καλαμάτας) από την Μεσσηνία κι αυτός. Ο Σταυρόπουλος ήταν το φόβητρο των χιτών στην Μεσσηνία. Τολμώ να πω ότι αν ο Σταυρόπουλος δεν ήταν τόσο σκληρός θα θρηνούσαμε και άλλα θύματα στην περιοχή. Πολλοί δεν εκτελέστηκαν από φόβο από τον Σταυρόπουλο.
Η ομαδούλα αυτή είχε υποφέρει πολύ, όσο που δεν μπορεί να φαντασθεί κανείς. Δεν ήταν ότι τους καταδίωκαν τα αποσπάσματα, τους γύριζαν τις πλάτες και οι δικοί μας άνθρωποι. Γιατί; Για να μην μας κατηγορήσουν ότι προστατεύουμε και τροφοδοτούμε παράνομους που ετοιμάζουν τον τρίτο γύρο, όπως συνήθιζαν να λένε οι σαπιοκοιλιές. Περιμέναμε χαρτί καλής διαγωγής και τήρηση της συμφωνίας της Βάρκιζας που την είχαν κάνει ένα κουρελόχαρτο. Μια τέτοια διαγωγή θα περίμενε και εκείνος ο φίλος από την Μεσσηνία  που ανέφερα λίγο πιο πάνω.
    Η ομαδούλα αυτή που αναφέρω ήταν στα κακά της χάλια από κάθε άποψη. Κυνηγημένοι από την Μεσσηνία πέρασαν στην Ολυμπία κι έφτασαν στο σπίτι όπως ανάφερα. Ξελιγωμένοι της πείνας, κουρελιασμένοι, παπούτσια σχισμένα, τα δάκτυλα τους έξω σε κακά χάλια. Τους πήραμε με τα αδέλφια μου και τους τοποθετήσαμε σε ασφαλές σημείο. Αφού τους περιποιηθήκαμε όσο μπορούσαμε,  συνήλθαν από τις ταλαιπωρίες και ήθελαν να φύγουν. Τους είπαμε να μην φύγουν διότι όπως είχαμε μάθει είχε έρθει ο Νίκος Γκότσης από την Αθήνα, που είχε καταφύγει το 1945, με αποστολή ίσως για το ξεκίνημα.
   Πράγματι ο Νίκος Γκότσης είχε έλθει αλλά δεν ήταν εύκολο να επικοινωνήσουμε. Απογοητεύτηκαν και ήθελαν να φύγουν. Τους είπαμε να καθίσουν πιστεύοντας ότι θα παίρναμε επαφή. Έπειτα από κοπιώδεις προσπάθειες πήραμε επαφή. Αμέσως ο Γκότσης με τον Αρίστο Βασιλόπουλο από το Μπισκίνι έφτασαν στην Κωστομέρα. Η συνάντηση έγινε στο σπίτι μας μεσάνυχτα. Η στιγμή πράγματι ήταν συγκινητική διότι από δω και πέρα θα άρχιζε μια καινούργια περίοδος δράσης με άγνωστα όμως αποτελέσματα για το μέλλον.
   Εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση στην αφήγηση για να ασχοληθώ για λίγο ποιά ήταν η τύχη των πρωταγωνιστών της ομάδας αυτής, ποιοί ήταν και από που.
   Μετά την συνάντηση αυτή μεταξύ Γκότση και Σταυρόπουλου αρχίζουν συζητήσεις για την συγκρότηση της ομάδας και το ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα. Το πρόβλημα δύσκολο. Που θα πηγαίναμε, ποια θα ήταν τα προβλήματα που θα αντιμετωπίζαμε. Θα βαδίζαμε μέσα σε ένα χάος, δεδομένου ότι δεν υπήρχε πουθενά οργάνωση να μας βοηθήσει. Εκείνο που έμενε να κάνουμε ήταν να περάσουμε σε άλλες περιοχές, να συναντήσουμε ορισμένους παράνομους που υπήρχαν στον Ταΰγετο, Πάρνωνα κ.λ.π. Και εδώ ακόμα θα συναντούσαμε δυσκολίες στην επαφή. Είχε χαθεί κάθε σύνδεση και επαφή. Του Γκότση του ανέφερα τον Μπρούμα ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα θα εκρύβετο στα μέρη του.
   Ο Γκότσης όταν άκουσε το όνομα αναπήδησε από την χαρά του. Του ανέφερα όλα όσα έγιναν και συζητήθηκαν πριν 13-14 μήνες, το 1945 μεταξύ Μπρούμα και τοπικών στελεχών. Για λίγο έμεινε συλλογισμένος  κοιτάζοντας αφηρημένα και ακαθόριστα προς το άπειρον. Μου είπε μονάχα πόσο δίκιο είχε ο Μπρούμας. Εστράφη απότομα και με ρώτησε πως μπορούμε να τον βρούμε. Του εξήγησα. Πρώτιστο καθήκον για την ώρα η ανεύρεση του Μπρούμα. Και σηκώθηκε.


Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ  /  26-11-1946

   Αφού ετοιμαστήκαμε, προγραμματίσαμε το δρομολόγιο που θα ακολουθούσαμε και ποιά θα ήταν η δράσις μας. Δεν έπρεπε να γίνουμε αντιληπτοί, και για την ώρα να μην κάνουμε καμιά εμφάνιση. Αφού κανονίσαμε το δρομολόγιο εστείλαμε άνθρωπο πρός τα εκεί χωριά να συναντηθεί με έμπιστο πρόσωπο και να μας φέρει σε επαφή με τον Μπρούμα, αφού του δώσαμε λεπτομερή στοιχεία και ώρα συνάντησης.
Ώρα συνάντησης 2 μετά τα μεσάνυχτα, 27 πρός 28 Νοέμβρη 1946.
    Η δύναμη της ομάδας ήταν έντεκα άτομα. Είχαμε ένα οπλοπολυβόλο Τσέχικο, δύο αυτόματα και πέντε ατομικά τουφέκια. Οι άλλοι άοπλοι. Εγώ θα έπαιρνα το οπλοπολυβόλο γιατί ήμουν σχετικά ο γερότερος και πιο νέος από τους άλλους. Θα προχωρούσα μπροστά μια και ήξερα καλά τα μέρη, όχι όμως από δρόμους αλλά από βουνό σε βουνό. Πρός στιγμή κάποιος έριξε την ιδέα να αφοπλίσουμε το αστυνομικό τμήμα της Αλβαινας που βρισκόταν μπροστά  στο πέρασμα μας. Αυτό απορρίφθηκε, μια και άλλη ήταν η αποστολή μας  για την ώρα.
   Πριν ξεκινήσουμε, ο Γκότσης είπε λίγα λόγια, προφανώς για να ενθαρρύνει μερικούς που είχαν έλθει για πρώτη φορά να αναλάβουν ένοπλη δράση και για το ιστορικό ξεκίνημα της ομάδας αυτής. Οι περισσότεροι από αυτή την ομαδούλα είχαμε υπηρετήσει στον Ε.Λ.Α.Σ. Είμασταν ψημένοι και γνωρίζαμε τι μας περιμένει. Αν και αυτή την φορά θα ήταν ασύγκριτα σκληρότερος ο αγώνας από αυτόν της κατοχής στον Ε.Λ.Α.Σ. Όσοι υπηρέτησαν στον Ε.Λ.Α.Σ  και στο Δ.Σ θα συμφωνήσουν μαζί μου. Δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης.
   Το σούρουπο ξεκινήσαμε σιωπηλοί με κατεύθυνση πρός Ζάχα, όπως ανέφερα παραπάνω, για να συναντήσουμε τον άνθρωπο που θα μας έφερνε σε επαφή με τον Μπρούμα. Στις δύο η ώρα την νύχτα εφθάσαμε στο σημείο που είχαμε δώσει ραντεβού.
Περιμέναμε τον άνθρωπο με το σχετικό σύνθημα αλλά τίποτα. Πρώτη σοβαρή δυσκολία. Αρχίσαμε να ανησυχούμε και λάβαμε τα ανάλογα μέτρα. Δεν ξέραμε τι συμβαίνει. Για να μην καθυστερούμε περισσότερο αποφασίσαμε να φύγουμε αμέσως. Πλησίαζε να ξημερώσει. Εκεί που ήμασταν ήταν όλο χιτοχώρια. Με νοητή γραμμή πιάσαμε το δάσος που εβρίσκετο πάνω από το χωριό. Κοντά όμως στο χωριό που στείλαμε τον άνθρωπο από την Κωστομέρα. Πρίν ξημερώσει είχαμε γίνει αφάνεια.
Στα γρήγορα πάρθηκε απόφαση να στείλουν εμένα πρός αναζήτηση του ανθρώπου που ήξερε το σπίτι. Φεύγοντας ο Σταυρόπουλος μου λέγει: ‘‘ Αν σε κοιτάξει κανένας ύποπτα να τον σκοτώσεις’’. ‘‘Όχι’’, είπε ο Γκότσης ‘‘αν σε ρωτήσει ποιος είσαι και διαπιστώσεις ότι είναι ύποπτος, να τον σκοτώσεις, ασυζητητί’’. Είχα μόνον πιστόλι επάνω μου.
   Έφθασα στο σπίτι ευτυχώς, χωρίς να με δη κανείς. Χτύπησα την πόρτα και πρόβαλε με μισάνοιχτη την πόρτα ο άνθρωπος  που ζητούσαμε. Είχε κιτρινίσει από τον φόβο του. Από την μέση και κάτω ήταν μούσκεμα. Πέρασα μέσα χωρίς να ρωτήσω. Του εζήτησα εξηγήσεις, γιατί δεν ήλθαν στο ραντεβού. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ο άλλος που στείλαμε από Κωστομέρα δεν εμφανίστηκε καθόλου.  Την στιγμή  εκείνη που συζητούσαμε, φωνάζει κάποιος απ’έξω. Κοιτάζω στα κρυφά από το παράθυρο που ήταν μεσάνυχτα, και βλέπω έναν ένοπλο. Εγώ φοβούμενος μήπως έλθει μέσα, έπιασα την πόρτα και περίμενα. Ευτυχώς γι’αυτόν και για μας και για το σπίτι αυτό, είπε μια καλημέρα απέξω κατευθυνόμενος πρός το σπίτι και απομακρύνθηκε.
     Την στιγμή εκείνη η γυναίκα του σπιτιού πέφτει λιπόθυμη. Αφού μου έδωσε ορισμένες γελοίες δικαιολογίες, εκανονίσαμε να συναντηθούμε την νύχτα στις 12 η ώρα στο εκκλησάκι του βουνού. Πήδησα στο δάσος και είπα τα καθέκαστα στην ομάδα και από εκεί ψηλότερα στο δάσος. Ο Γκότσης και όλοι μας είμαστε αγανακτισμένοι από τη συμπεριφορά και τη στάση αυτού του ανθρώπου. Περάσαμε κρυμμένοι εκεί  όλη την ημέρα.
    Το απόγευμα κατά τις 3 περίπου πλησίαζε ένα κοπάδι γίδια. Πάνω από μας ήλθε και στάθηκε ένας τσοπάνος. Σωστός κουμαρόλυκος. Και συγκεκριμένα στο σημείο που βρισκόταν ο Σταυρόπουλος. Έφερε μαζί του πολεμικό όπλο εγγλέζικο. Ο Σταυρόπουλος τον κοιτούσε και τον ζύγιζε καλά καλά. Εμείς κοιτούσαμε και γελούσαμε συγχρόνως μέσα μας πως θα αντιδράσει ο Σταυρόπουλος γιατί ξέραμε ότι δεν χωράτευε. Σε μια στιγμή βλέπουμε τον Σταυρόπουλο να κινείται σιγά σιγά και με ένα σάλτο τον βουτάει. Ο άνθρωπος τα χάνει. Δεν προλαβαίνει να αντιδράσει, βλέπει και μας, τα χάνει κυριολεκτικά. Εκοιτούσε σαν  λαβωμένο αγρίμι. Τον καθησυχάσαμε ότι δεν θα τον πειράζαμε. Τον ρωτήσαμε τι το θέλει το πολεμικό όπλο. Μας έλεγε ότι το θέλει για τα τσακάλια. Αυτό το έλεγε για δικαιολογία. Τελικά παραδέχτηκε ότι ήταν χίτης και ότι παρασύρθηκε κ.λ.π κ.λ.π.
    Τον κρατήσαμε μέχρι αργά το βράδυ και τον αφοπλίσαμε κάνοντας αυστηρές συστάσεις να μην πεί τίποτε. Και όπως αποδείχθη αργότερα δεν είπε τίποτε, γιατί είδε τον χάρο με τα μάτια του. Ένας άοπλος οπλίστηκε ακόμη. Την νύχτα βρεθήκαμε στο σημείο εκείνο που είχαμε πεί με τον φίλο, ας τον πούμε φίλο για την ιστορία.
    Ήλθε πράγματι, μας έφερε και φαγητό, αλλά εκείνο που θέλαμε εμείς δεν έγινε. Δηλαδή την σύνδεση με τον Μπρούμα. Αποδείχθη ότι από το φόβο του δεν κινήθηκε καθόλου. Κατόπιν τούτου αποφασίσαμε να φύγουμε. Πρίν φύγουμε του έκανε πρόταση ο Γκότσης να ακολουθήσει την ομάδα. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Σκέτο μουσκίδι από την μέση και κάτω. Απορούσαμε πως στάθηκε στα πόδια του και έφτασε στο ύψωμα με το φαγητό.
    Αυτός με μισόλογα αρνήθηκε να ακολουθήσει προφασιζόμενος ότι θα μείνει πίσω να εργαστεί σαν οργάνωση. Ο Γκότσης του είπε: ‘‘Πίσω δεν υπάρχει, δεν είναι όπως στην κατοχή. Η θα έλθεις μαζί μας ή θα καθίσεις εδώ και θα πιαστείς να πλουτίσεις τις φυλακές’’. Δεν ακολούθησε. Και μετά από λίγες μέρες πιάστηκε και καταδικάστηκε  χωρίς σχεδόν καμία κατηγορία 15 χρόνια φυλακή. Βγήκε αργότερα από την φυλακή ήρωας και αυτός.
    Πριν αναχωρήσουμε μας έδωσε δύο ονόματα που θα συναντούσαμε στο πέρασμα μας για να μας βοηθήσουν. Του είπαμε ότι δεν τους γνωρίζουμε αυτούς τους ανθρώπους, πως θα έδιναν εμπιστοσύνη; Πως θα δώσουν πίστη; Ποιοί είμαστε; Του είπαμε να πάμε μαζί μέχρι εκεί αλλά και πάλι αρνήθηκε. Μόλις που στεκόταν στα πόδια του. Κατόπιν τούτου ξεκινήσαμε μόνοι μας με κάθε προφύλαξη και φθάσαμε στο χωριό Ζελέχωβα. Το σπίτι το βρήκαμε σχετικά εύκολα με τα στοιχεία που μας είχε δώσει αυτός. Ηταν στην άκρη του χωριού. Πως συνεννοούνται τώρα; Πως θα δώσει ο άνθρωπος πίστη και βάση για το ποίοι είμαστε; Χτυπήσαμε την πόρτα και  δεν άνοιγε, φοβόταν ο άνθρωπος. Επιτέλους κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα. Ήταν ένας κατατρομοκρατημένος άνθρωπος που δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Εδώσαμε και πήραμε να μας πάρει μέσα. Είχε τέσσερα παιδιά μικρά. Η εικόνα που παρουσίαζε το σπίτι έδειχνε ότι ήταν πτωχή οικογένεια, όπως άλλωστε όλες οι αγροτικές ορεινές οικογένειες που δεν είχαν ούτε ψωμί να φαν εκείνα τα χρόνια.
    Περιμέναμε κλεισμένοι μέσα στο σπίτι. Σε κάποια στιγμή κατά το μεσημέρι μας έφερε λίγο αραποσιτένιο ψωμί με λίγες ελιές και κρεμμύδια. Ο Γκότσης δεν μπόρεσε να φάει ούτε μπουκιά. Είπε όμως συγκινημένος: ‘‘Δεν θα πάρουμε καμιά φορά στρουμπί στα χέρια μας;’’ και γύρισε βηματίζοντας  λίγο στο δωμάτιο κατά εκείθε δακρυσμένος. Εδώ καταλάβαμε περισσότερο το ψυχικό μεγαλείο του Γκότση.
     Το απόγευμα της ίδιας μέρας αποφασίστηκε να στείλουν εμένα στο χωριό Κουφόπουλου να συναντήσω άνθρωπο ο οποίος θα μας βοηθούσε να περάσουμε στο Λύκαιο, στο χωριό Καρυές, που εκεί ήταν παράνομος ο Ηλίας Σπανός. Αργότερα το 1949 πιάστηκε και αυτός και εκτελέστηκε στην Τρίπολη.
    Αποφασίστηκε να στείλουν εμένα για δύο λόγους:Πρώτον γιατί εγνώριζα τα μέρη και δεύτερον είχα επάνω μου ταυτότητα. Παρέλειψα να αναφέρω ότι ήμουν μισοπαράνομος και είχα κατορθώσει και είχα βγάλει ταυτότητα. Εδώ υπήρξε μια μικρή διαφωνία μεταξύ Γκότση και Σταυρόπουλου.  Ο Σταυρόπουλος έλεγε να μην πάω καθόλου ή τουλάχιστον αν πάω, να πάρω πιστόλι μαζί μου. Ο Γκότσης είχε αντίθετη γνώμη να πάω με πολιτικά και εντελώς άοπλος. Τελικά επικράτησε η γνώμη του Γκότση.
    Εδώ αποδείχθη ότι ο Σταυρόπουλος είχε δίκιο και τούτο από την μεγάλη εμπειρία που είχε αποκτήσει από την παρανομία. Εγώ από λόγους πειθαρχίας δεν έφερα καμία αντίδραση αν και έβλεπα ότι η ενέργεια αυτή δεν ήταν σωστή για την εποχή εκείνη. Ο Γκότσης επηρεασμένος ακόμη κατά κάποιο τρόπο από τον κατοχικό αγώνα δεν  διέκρινε την διαφορά μεταξύ κατοχής και κείνου του αγώνα που ξεκινούσαμε το 1946. Στην κατοχή υπήρχαν γερές και δεμένες ΕΑΜικές οργανώσεις με τεράστια λαϊκή βάση. Ενώ το 1946 ήταν εντελώς το αντίθετο. Πόσο είχαν αλλάξει τα πράγματα.
     Ετοιμάστηκα, έβγαλα τα στρατιωτικά μου και εφόρεσα τα πολιτικά του Γκότση και αυτός τα δικά μου. Εκανονίσαμε το ραντεβού που θα συναντηθούμε και την ώρα. Θα συναντιόμαστε στο σταυροδρόμι του δημόσιου δρόμου πρός Ανδρίτσαινα - Κουφόπουλου,  στις 12 η ώρα την νύχτα της ίδιας ημέρας αφού θα τους σταματούσα εγώ με το σχετικό παρασύνθημα.
    Έφυγα χωρίς να γίνω αντιληπτός, δύο ώρες μέρα περίπου και έφθασα στο χωριό του Κουφόπουλου χωρίς καμία δυσκολία. Δεν γνώριζα το σπίτι του ανθρώπου που ζητούσα μα ούτε και τον ίδιο προσωπικά. Ηταν και αυτός της ίδιας ψυχικής αντοχής όπως αποδείχθη με τον άλλο φίλο που ανέφερα παραπάνω και που αυτός άλλωστε μας τον υπέδειξε για να μας βοηθήσει. Κατά τύχη  βρίσκω στο κάτω μέρος του χωριού έναν γνωστό μου και καλό άνθρωπο, όπως αποδείχθη με την ενέργεια του. Ηταν πολύ συμπαθών πρός εμάς και το έλεγε η καρδιά του, αν και προχωρημένης ηλικίας. Λεγόταν Μπιρμπίλης Γιώργος. Μου είπε ότι θα έβλεπε εκείνος τον άνθρωπο και θα τον έστελνε εκεί σε μένα, αφού προηγουμένως μου υπέδειξε και το σπίτι του.
     Περίμενα κάπου μισή ώρα, αλλά τίποτε. Αποφάσισα να πάω μόνος μου στο σπίτι. Τι είχε συμβεί. Ο Μπιρμπίλης τον βρήκε και του το είπε, αλλά αυτός αντί να έλθει σε μένα, πήγε στην αστυνομία και είπε ότι κάποιος τον ζητά αλλά δεν γνωρίζει τι άνθρωπος είναι. Η αστυνομία έστειλε τρεις χίτες και παρακολουθούσαν το σπίτι του. Όταν μπήκα εγώ στο σπίτι δεν είχα καλά καλά καθήσει και άρχισα τη συζήτηση με τον πατέρα του κυρίου αυτού, χτυπάει η πόρτα, ανοίγουν και με προτεταμένα τα όπλα μπαίνουν μέσα οι τρεις χίτες.
     Αρχίζουν οι σχετικές ερωτήσεις ποιος είμαι και που πάω, κ.λ.π κ.λ.π. Μου ζήτησαν ταυτότητα. Όταν  τους έδειξα ταυτότητα και τους είπα ότι πάω στην Αθήνα, πείστηκαν και γύρισαν να φύγουν. Η γριά του σπιτιού που ήταν φαίνεται του ιδίου χαρακτήρα με το γιο της τους είπε ‘‘δεν ξέρω εγώ τι άνθρωπος είναι αυτός’’, φοβάμαι. Τότε γύρισαν πίσω και μου λεν, πάμε μέχρι την αστυνομία. Από εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου αρχίζει να  δουλεύει για το πως θα αντιμετωπίσω τις ανακρίσεις της αστυνομίας και ποία θα είναι η τύχη της ομάδας.
    Φθάσαμε στην αστυνομία. Μετά από λίγο αρχίζει η ανάκριση. Εγώ υποστήριζα πως πάω στην Αθήνα. Λεφτά όμως δεν είχα και αυτό δεν έπειθε την αστυνομία. Η αστυνομία έπειτα από κρισάρισμα με θεώρησε ύποπτο και άρχισε τις πιέσεις. Εγώ επέμεινα. Αφού έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να βγάλουν τίποτε, άρχισαν τους βασανισμούς, οι οποίοι συνεχίστηκαν μέχρι τις πρωινές ώρες. Το μυαλό μου γύριζε πάντα στην ομάδα, τι και τι θα βάζουν στο μυαλό τους για εμένα. Εδώ θα κάνω μια μικρή διακοπή στην αφήγηση και θα επανέλθω αμέσως.
    Η αστυνομία από όλα αυτά με θεώρησε σοβαρά ύποπτο, μου έστησε την συνηθισμένη για την εποχή κατηγορία περί συστάσεως  ενόπλου συμμορίας κ.λ.π κ.λ.π και κατευθείαν στο στρατοδικείο της Κορίνθου. Την άλλη μέρα με φόρτωσαν σε ένα αμάξι σε κακά χάλια από τους βασανισμούς, μεταφέρθηκα στην Κυπαρισσία και από εκεί στις στρατιωτικές φυλακές Κορίνθου. Εκεί είδα και τους πρώτους θανατοποινίτες από στρατοδικείο. Ηταν ο Σπύρος Τσετσέκος από το Αργος και ένας άλλος που δεν θυμάμαι το όνομα του. Λίγο αργότερα εκτελέστηκαν.
    Εκεί βρήκα και τον μακαρίτη τον Μπρούμα, που ανάφερα στην αρχή της αφήγησης, ο οποίος ωρύετο κυριολεκτικά με την κατάσταση και το χάος που επικρατούσε από τη μεριά μας, μου υπενθύμιζε όσα μας έλεγε το 1945 πρίν 20 περίπου μήνες. Μου ζητούσε εξηγήσεις, γιατί δεν πήγαινα εγώ ο ίδιος να τον βρω και αναθέσαμε σε αυτό το γελοίο υποκείμενο (φράσεις δικές του αυτές) να έλθει σε επαφή μαζί μας, κ.λ.π  κ.λ.π. Εκεί ήταν και ο άνθρωπος που είχαμε στείλει για το Μπρούμα και μας έριξε σε όλη αυτή την περιπέτεια και που αρνήθηκε να μας ακολουθήσει όταν του είπε ο Γκότσης ή στο βουνό ή σε συμβιβασμό και στη φυλακή.
    Πέρασα στρατοδικείο στις 5 Φλεβάρη 1947 και αθωώθηκα. Εδώ αξίζει να μνημονεύσω κάτι πολύ σημαντικό. Την ώρα που καθόμουν στο εδώλιο και το δικαστήριο έκανε μεσημβρινή διακοπή, πέρασε από μπροστά μου χωρίς να με κοιτάει ο πρόεδρος του στρατοδικείου και μου λέει στα πεταχτά: ‘‘Να πας στο καλό και να πεις χαιρετίσματα στον ανηψιό μου’’. Εγώ τα έχασα και δεν ήξερα τι να υποθέσω. Μετά από λίγο έρχεται ο δικηγόρος μου Κώστας Σαρλής από την Αθήνα και μου λέει στο αυτί: ‘‘Το άκουσες τι σου είπε ο Πρόεδρος’’; Του είπα ‘‘ναι αλλά δεν ξέρω ποιός είναι και τι εννοεί’’. ‘‘Είναι ο Μπαρσακίδης’’ μου λέει, ‘‘είναι θείος του Κώστα Μπαρσακίδη που έχει βγει αυτές τις μέρες στο βουνό. Να περάσεις αύριο που θα αποφυλακιστείς να σε δεί’’. Την άλλη μέρα βγήκα και άρχισα να ψάχνω να τον βρω. Δεν ήξερε κανένας να μου πεί που είναι. Τελικά δεν μπόρεσα να τον έβρω.
     Αξίζει εδώ να αναφέρω ότι σε όσες δίκες προέδρευε ο Μπαρσακίδης και πριν τη δίκη την δική μου και μετά, κανέναν δεν δίκασε σε σοβαρή ποινή, ότι μπορούσε και ότι ήταν ανθρώπινα δυνατό, να μην ρίχνει λάδι στη φωτιά. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω τη δίκη του Σπύρου Μυλωνά, νομίζω ότι ήταν από το Λουτράκι ή Κόρινθο, δεν είμαι σίγουρος. Τον δίκασε σε δύο χρόνια εξορία, και το έκανε αυτό για να τον προφυλάξει. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσε να τον σώσει. Τον έφεραν από την εξορία και τον δίκασαν με ένα νόμο που έφτιαξαν το1948-1949, όχι για όλη την Ελληνική επικράτεια, αλλά μόνο για την Πελοπόννησο. Με αυτό το νόμο πέρασαν το Μυλωνά και μερικούς άλλους και τους εκτέλεσαν το 1949. Ευτυχώς όμως έπειτα από γενική κατακραυγή και εδώ και στο εξωτερικό, καταργήθηκε αυτός ο δολοφονικός νόμος που έγινε ειδικά για την Πελοπόννησο.
    Από την Κόρινθο με έδιωξαν άρον-άρον, ούτε το ξενοδοχείο δεν με εδέχθη (κατόπιν πιέσεως) για να μείνω και να πάρω το τραίνο την άλλη μέρα να κατέβω στο χωριό. Έμεινα κει λίγο καιρό και μετά από ένα μπλόκο στις Κουκουβάουνες, έπεσα πάνω στον σταθμάρχη Καραθανάση από το γειτονικό μου χωριό Μπισκίνι, μου θεώρησε ταυτότητα (πράγμα δυσκολότατο για την εποχή εκείνη) και όχι μόνο τη δική μου, αλλά έβγαλε ταυτότητα σε άλλους δύο κοντοχωριανούς μου, Ανδρίκουλα Κώστα και Λώλο Θεόδωρο από Βερβίτσα Ολυμπίας. Λίγο αργότερα ήλθαν και αυτοί στον Δ.Σ. Σκοτώθηκαν το 1949. Τελείωσα με την ατομική μου περίπτωση και μπαίνω πάλι στην αφήγηση και εξιστόρηση των γεγονότων.
     Όταν έφτασα στο χωριό, έμαθα την περιπέτεια της ομάδας από την μάνα μου και τα αδέλφια μου. Η ομάδα όπως είχαμε συνεννοηθεί προχωρούσε την νύχτα με την πεποίθηση ότι θα την σταματούσα εγώ όπως είχαμε πεί. Προχωρώντας έφτασε πλησίον της Ανδρίτσαινας. Για  μια στιγμή βλέπουν τα φώτα. Σταμάτησαν. Δεν τους εχώριζαν από την Ανδρίτσαινα παρά μόνο 500 μέτρα. Κατάλαβαν ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει με μένα.  Από εδώ αρχίζει η μεγάλη περιπέτεια για την ομάδα. Γύρισαν πίσω πέφτοντας σε χαράδρες με απότομες καταπτώσεις, χωρίς να γνωρίζουν τον τόπο και τα μέρη. Ένα παιδί δεν άντεξε και το έπαιρναν στον ώμο. Άλλοι δύο τους έφυγαν. Η ομάδα βρέθηκε σε απελπιστική θέση. Όλα τα σχέδια ανατρέπονταν. Έπειτα από τρομερές περιπέτειες έφτασαν στο χωριό μου Κωστομέρα, από κει που πρωτοξεκινήσαμε. Εκεί έμαθαν για μένα. Η ομάδα συνέχισε την πορεία της από άλλα περάσματα. Και να κατορθώσει επιτέλους να συνδεθεί με άλλους παρανόμους πρός Μεσσηνία και Αρκαδία. Ας  σημειωθεί ότι παράνομους κρατούσε μόνο η Μεσσηνία και Λακωνία ( Ταΰγετος- Πάρνωνας) και ελάχιστους η Αρκαδία.
      Από το τέλος του 1946 έως αρχές 1947 προσπαθούν να συνδεθούν μεταξύ τους. Μετά από πολλές προσπάθειες το καταφέρνουν. Τον Σφακιανό τον βρίσκουν κάπου στην Λακωνία σε κακά χάλια, μέσα σε βαρειά παρανομία και σχεδόν ετοιμοθάνατο. Η υπόλοιπη Πελοπόννησος δεν είχε παρανόμους για αυτό δυσκολεύτηκε στην συγκρότηση ομάδων. Μετά την σύνδεση των ομάδων, αρχίζει η ένοπλος πλέον δράση.
    Χίτες αφοπλίζονται κατά εκατοντάδες, αστυνομικά τμήματα και υποδιοικήσεις χωροφυλακής πιάνονται αιχμάλωτοι και απολύονται, γιατί το επέβαλε τότε η συμφιλιωτική πολιτική, πιστεύοντας ακόμη  σε έναν πολιτικό διακανονισμό. Η ηγεσία μας συνεχίζει την μονόπλευρη κατευναστική πολιτική του ακήρυκτου πολέμου, περιχαρακωμένη μέσα σε 100 τετραγωνικά μέτρα στην Εδουάρδου Λώ, συνεχίζει την νόμιμη πολιτική  της μέχρι τον Οκτώβρη του 1947, που βγάζουν εκτός νόμου η κυβέρνηση Σοφούλη-Τσαλδάρη.
     Ο εμφύλιος πόλεμος κηρύσσεται πια επίσημα και από τις δυο πλευρές και που θα πάρει τρομερές διαστάσεις αργότερα. Το δόγμα Τρούμαν  που είχε εξαγγείλει ο Πρόεδρος της Αμερικής τον Απρίλη 1947, μπαίνει σε πλήρη εφαρμογή και υλοποίηση. Χιλιάδες τόνοι παντός είδους όπλα και πυρομαχικά του Βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού ξεφορτώνονται στα ελληνικά λιμάνια με προορισμό τον εφοδιασμό του μονοφασιστικού στρατού και σωμάτων ασφαλείας.
   Στην Πελοπόννησο όλο και μεγαλώνει το ένοπλο κίνημα δημιουργώντας γερές βάσεις εξορμήσεως, Ταύγετο-Μαίναλο-Πάρνωνα. ΄Η μεγαλύτερη επιτυχία μας είναι η απελευθέρωση των 220 φυλακισμένων από τις φυλακές της Σπάρτης. Η απελευθέρωση των φυλακισμένων είχε τεράστοιο αντίκτυπο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, δεδομένου ότι ευρίσκετο στην Ελλάδα η ερευνητική επιτροπή του Ο.Η.Ε για να εξετάσει τις καταγγελίες της κυβέρνησης της Αθήνας, ότι η Ελλάδα δέχεται εισβολή από τις βαλκανικές χώρες και ότι ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι εσωτερική υπόθεση.
      Οι καταγγελίες αυτές κατέρρευσαν, γιατί αποδείχθησαν αβάσιμες. Καλά στα σύνορα, στην Πελοπόννησο, στη Σάμο και σε άλλες απομακρυσμένες περιοχές, ποιός μας ενισχούσε; Οι φυλακισμένοι αυτοί δεν απέδωσαν και  πολλά πράγματα, λίγοι ακολούθησαν τον Δ.Σ. Οι άλλοι έφυγαν δώθε και εκείθε για να μην ταλαιπωρηθούν και τσακίσουν τα νύχια τους.
    Άλλη μεγάλη επιτυχία για τις αρχές του 1947 ήταν η καταστροφή λόχου χωροφυλάκων του μοιράρχου Παναγέα στον Πάρνωνα. Μια άλλη επίσης επιτυχία ήταν η απελευθέρωση 28 μελλοθάνατων από το τραίνο στο σιδηροδρομικό σταθμό του Ισαρη Αρκαδίας. Τους φυλακισμένους τους μετέφεραν από τις φυλακές της Καλαμάτας στις φυλακές της Αίγινας. Θα μπορούσα να αναφερθώ σε σωρεία μικρομαχών αλλά θα σταθώ στις σπουδαιότερες και τις σημαντικότερες που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη του ένοπλου αγώνα και το Δ.Σ  Πελοποννήσου.
    Φθάνοντας στο χωριό αναγκάστηκα να παραμείνω κει, διότι δεν μπορούσα να συνδεθώ με ομάδα. Οι οργανώσεις είχαν κυριολεκτικά καταστραφεί από το 1945. Την θέση των εαμικών οργανώσεων την πήραν τώρα άλλες οργανώσεις. Οι χίτικες οργανώσεις εκάλυπταν όλη την ύπαιθρο που κανείς δεν μπορούσε να κινηθεί από χωριό σε χωριό. Πόσοι δεν εχάθησαν έτσι που ξεκίνησαν για το Δ.Σ πέφτοντας στο κενό. Θα αναφέρω μερικά παραδείγματα να δώσω στον αναγνώστη τις τεράστιες δυσκολίες που περάσαμε για να δημιουργήσουμε το Δ.Σ Πελοποννήσου.
    Είχαν έλθει κατά το 1947 τρία παιδιά από την Μεσσηνία για να καταταγούν στο Δ.Σ. Έφτασαν στο χωριό Τουρκολέκα του Ταΰγετου. Εκεί κρύφτηκαν με την ελπίδα ότι θα κατορθώσουν να πάρουν σύνδεση. Παρέμειναν λίγες μέρες κρυμμένοι, όμως ήθελαν τρόφιμα για να ζήσουν. Πως όμως; Αναγκάστηκαν να καταφύγουν στου παπά το σπίτι. Ο παπάς τους έδωσε τρόφιμα, αλλά παράλληλα ειδοποίησε το απόσπασμα, τους κύκλωσαν και τους σκότωσαν έξω από το χωριό Τουρκολέκα.  Μετά από έρευνες που έκανε ο Κλαρίνης διαπιστώθηκε ότι τους είχε προδώσει ο παπάς. Ο παπάς τιμωρήθηκε όπως του άξιζε. Ποιος ήταν ο Κλαρίνης; Καταγόταν  από την Μερόπη Μεσσηνίας. Ηταν από τους πρωτοπόρους αντάρτες τόσο στην κατοχή όσο και στο Δ.Σ. Σκοτώθηκε το 1949 στην κατάρρευση.
     Άλλη περίπτωση: είχαν έλθει κατά τα τέλη 1947 τρία άλλα παιδιά, και οι τρεις ήταν
αστυνομικοί, από Ζούρτσα και Γάρδιτσα Ολυμπίας για να περάσουν στον Δ.Σ. Παρέμειναν κρυμμένοι σε ένα μήνα περίπου μέχρι που κατά σύμπτωση πέρασε ένα τμήμα δικό μας από κει (ήμουν κι εγώ στο τμήμα αυτό) και έτσι πέρασαν στο Δ.Σ. Ο ένας λεγόταν Καφίρης Μήτσος, ήταν από την Γάρδιτσα. Οι άλλοι δύο από την Ζούρτσα, Μάρκος Δέδες και Βάγιας Γιώργος.
    Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλες περιπτώσεις των τεραστίων δυσκολιών που υπήρχαν από υποκειμενικούς και αντικειμενικούς λόγους, αλλά και αυτά που ανέφερα είναι νομίζω αρκετά, να βγάλει κανείς το συμπέρασμα, με τι κόπους και βάσανα φτιάξαμε αυτό το μεγαλείο που λεγόταν Δημοκρατικός Στρατός. Δεν ξέρω τι θα γράψουν οι ειδικοί που θα ασχοληθούν με αυτά, με τον Δ.Σ και γενικότερα με τον εμφύλιο πόλεμο, εγώ ένα έχω να πώ: Αν υπήρχε ένα καλό τιμόνι, με τέτοιο λαό που εθυσιάζετο σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσε να είναι άλλη η μοίρα μας.

ΜΙΑ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ

   Όπως ανέφερα παραπάνω παρέμενα με την ελπίδα ότι θα περάσουν από κει τίποτε αντάρτες για να συνδεθώ μαζί τους. Ένα βράδυ κατά τις δύο η  ώρα, κτυπάει η πόρτα. Από τα χτυπήματα και τον τρόπο που χτυπούσε, καταλαβαίναμε αν ήταν δικός μας άνθρωπος ή εχθρός. Θα ρωτήσει ο αναγνώστης πως αυτό; Είχαμε πλέον συνηθίσει. Το κτύπημα των δικών μας ανθρώπων είχε ικετευτικό και παρακαλετό ύφος, ζητούσε βοήθεια, προστασία. Το άλλο ήταν επιτακτικό και βίαιο. Ανοίγουμε την πόρτα και βρίσκουμε τον Αρίστο Βασιλόπουλο από Μπισκίνι, που είμαστε μαζί αρχικά με την ομάδα το 1946, όταν πρωτοξεκινήσαμε. Τι είχε συμβεί: Ο Αρίστος είχε αποκοπεί από την ομάδα του σε μια ενέδρα που έπεσαν κάπου στην Ηλεία, στην προσπάθεια τους να περάσουν στο χώρο της περιοχής αυτής, να δημιουργήσουν περάσματα και βάσεις. Αντιμετώπισαν όμως τρομακτικές δυσκολίες. Στην πρώτη εξόρμηση προς τα κει δεν πέτυχαν. Μέρα και νύχτα  τους κυνηγούσαν, που δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα. Επικεφαλής του μικρού αυτού αποσπάσματος ήταν ο αείμνηστος Σφακιανός.
    Ο Σφακιανός ήταν ταγματάρχης του αστικού στρατού. Μετά την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου πέρασε στο προοδευτικό κίνημα. Πήρε μέρος στην αντίσταση, υπηρετώντας στον Ε.Λ.Α.Σ της Πελοποννήσου. Με την παράδοση του Ε.Λ.Α.Σ παρέμεινε στην Πελοπόννησο παράνομος. Το τι τράβηξε ο άνθρωπος αυτός κατά την διάρκεια της παρανομίας είναι εκτός πάσης περιγραφής. Είχε και αυτός δραματικό τέλος. Σκοτώθηκε στην κατάρρευση το 1949.
    Η κατάρρευση τον βρήκε αποστρατευμένο με τον τιμητικό βαθμό του αντιστρατήγου για το λόγο ότι είχε πολύ ταλαιπωρηθεί και δεν μπορούσε να αποδώσει και να ξεκουραστεί. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού από όλους. Και από τα στελέχη και τους μαχητές. Ο πρωθυπουργός Σοφούλης αποπειράθηκε πολλές φορές και με επιστολές ακόμη να τον αποσπάσει από το Δ.Σ και του υποσχόταν θέσεις και αμοιβές. Τις επιστολές αυτές τις είχε πάντα στο σακίδιο του μέχρι που σκοτώθηκε.
Και συνεχίζω:
    Όταν ο Αρίστος αποκόπηκε, σε μια νυχτερινή συμπλοκή, τράβηξε κατά τα δικά του μέρη. Πέρασε στον ποταμό Αλφειό που λίγο έλειψε να πνιγεί την νύχτα. Έφθασε στο χωριό του σε κακά χάλια. Εκεί παρέμεινε για αρκετές μέρες κρυμμένος περιμένοντας κι αυτός να περάσει καμία ομάδα για να ξανασυνδεθεί. Εκεί έμαθε ότι εγώ βρισκόμουν στο χωριό και αμέσως χωρίς να χρονοτριβεί έφτασε την νύχτα στο χωριό όπως ανέφερα παραπάνω. Εκανονίσαμε το δρομολόγιο που θα ακολουθούσαμε και ξεκινήσαμε. Είχαμε μόνο ένα όπλο. Προορισμός μας το χωριό Καρυές Λυκαίου. Εκεί είχε δημιουργηθεί βάση και μπορούσαμε πιο εύκολα να συνδεθούμε.
Εφθάσαμε στο χωριό Καρυές εύκολα, χωρίς κανένα εμπόδιο. Σημειωτέον ότι η δράση των χιτών είχε περιοριστεί πολύ από τη δράση την δική μας έστω και περιορισμένη για την εποχή εκείνη. Φθάνοντας στις Καρυές μάθαμε από την γιάφκα  που υπήρχε εκεί ότι μια ομάδα με επικεφαλής τον Γκότση και Σταυρόπουλο θα κτυπούσαν τη Ζαχάρω. Στεναχωρηθήκαμε πολύ διότι εμείς ανεβαίναμε και κείνοι κατέβαιναν για Ζαχάρω. Τι ατυχία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου