Από την καλή μας φίλη τη
Λίτσα από τα Σεπόλια
Ένας Σπετσιώτης γέροντας σκυφτός από τα χρόνια
σαν πλάτανος θεόρατος γερμένος απ` τα χρόνια
περνούσε πάντα στο νησί τα έρμα γηρατειά.
Είν` από κείνη τη γενηά κι` ο γέρο καπετάνιος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.
Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα
από τους χίλιους που έβγαλες πατρίδα μου χρυσή.
Είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
κι` άγνωστοι εσβυστήκανε΄ στο δοξαστό νησί .
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι` άλλα
Μα κείνα που δεν έλαμψαν ήταν τα πιο μεγάλα.
Σαν έγραψαν με τον δαυλό την ιστορία τους μόνοι,
χωρίς γι` αυτούς τους ήρωες μιά λέξη αυτή να πει
με την πληγή τους για σταυρό κι` ατίμητο γαλόνι
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί
κι` οι στολοκαύτες των Σπετσών τα ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια .
μα καπετάνιους σαν ιδεί μες` στα χρυσαφικά
εκείνους που είχε ναύτες του με μάτια δακρυσμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά.
Και ξαπλωμένος δίπλα μου μούλεγε κει στην άμμο
Πόσα καράβια ετίναξε στην Τένεδο, στη Σάμο.
-"Παιδί μου , τώρα εγέρασα , παιδί μου θ` αποθάνω,»
Στο τέλος πάντα μούλεγε με αναστεναγμό !
-«Ένας Ματρόζος δεν μπορείνα κάνει τον ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό .
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα
πριν πεθαμένο μ` εύρουνε μια μέρα από την πείνα !
Μου λεν ο καπετάν Κωσταντής απ` τα Ψαρρά εκεί πέρα ,
πως Υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός ,
κι` αν θυμηθεί πως τη ζωή του έσωσα μια μέρα
απ’ έξω απο την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαρριανός
να κάνει τίποτε και για με ,κι` ίσως να δώσουν κάτι,
σε κείνον πούχε τάλλαρα τη στέρνα του γεμάτη !»
Πέντ` έξη μέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι` ακουμπιστός, περίλυπος ,επάνω στο ραβδί ,
ως που στην Ύδρα έφτασε,κοίταζε από την πλώρη
το δοξαστό του το νησί ο γέροντας να ιδεί,
και σκύβοντας δακρύβρεχτος τα κύματα ερώτα,
πώς φεύγει τώρ `απ` το νησί και πώς ερχόταν πρώτα !
-«Εδώ τι θέλεις γέροντα ;»,ρωτά τον καπετάνιο
στο Υπουργείο εμπροστά,ένας θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά!-«Παιδί μου είν επάνω
ο …Κωσταντής;;»-«Ποιός Κωσταντής;» αυτός ο….Ψαρριανός!»
-« Δεν λεν κανένα Ψαρριανό εδώ είναι Υπουργείο
να ..ζητιανέψεις πήγαινε εις το...φτωχοκομείο!».
Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μές`απ` τα χείλη βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμη φωνή παλληκαριού
-« ΑΝ ΟΙ ΖΗΤΙΆΝΟΙ ΣΑΝ ΚΑΙ ΜΕ ΔΕΝ ΈΧΥΝΑΝ ΤΟ ΑΊΜΑ
ΟΙ ΚΑΠΕΤΆΝΙΟΙ ΣΑΝ ΚΑΙ ΣΕ, ΔΕΝ ΘΑ ΦΟΡΟΥΣΑΝ ΣΤΈΜΜΑ !»
Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικίες κάτω
Στο παραθύρι επρόβαλε να ιδεί ποιος τον ζητεί
και βλέποντας τον γέροντα λαχτάρησ` η καρδιά του
και νάρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Και η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη
κάτι που μοιάζει μ`όνειρο, μαζί και παραμύθι.
Τον κοίταξε, τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια
Που μοιάζανε σαν αετοί κρυμμένοι στη φωλιά ,
Στον καπετάνιο εφάνηκαν με τη φωτιά την ίδια
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παληά .
Κι` ένας τον άλλο κοίταξαν κατάματα οι δυό γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.
"Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή ;" σε λίγο του φωνάζει,
"γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!...".
"Ποιος το 'λπιζε να δει ποτές", ο γέροντας στενάζει,
"τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό !...".
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.
-«Ποιός είσαι καπετάνιο μου και ποιο είναι το νησί σου;»
Ο Ψαρριανός τον ερωτά με τόνο θλιβερό
–«Πενήντα χρόνια μια ζωή περάσανε, θυμήσου
απ` της καλής μας εποχής εκείνης τον καιρό!»
-«Μήπως στη Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη;
στη Χιό , στην Αλεξάνδρεια, στην Κω , στη Μυτιλήνη;».
-«Απ` έξω από την Τένεδο, πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ`τη στιγμή εκείνη σαν φτερό !
Σαν να σε βλέπω Κωσταντή, δεν θα ξεχάσω αιώνια ,
ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ .
Χρόνος δεν ήταν που έκαψες στη Χιό τη ναυαρχίδα
κι` ήταν η πρώτη μου φοράεκείνη που σε είδα.
Απ` έξω από την Τένεδο, θυμάσαι ; Μια φρεγάδα
σ` έβαλε μπρός μ`αράπικου αλόγου γρηγοράδα
μ`οχτώ βατσέλια γύρω της πούμιαζαν περιστέρια ,
και συ γεράκι γύρω τους επάνω στο μπουρλότο
-που την κορβέτα τίναξες προτύτερα στ` αστέρια-
σαν δαίμονας, μες τον καπνό γυρνούσες και στον κρότο.
Σε καμαρώνω από μακριά , κι` οι ναύτες κι `ο λοστρόμος,
με ξόρκιζαν να φύγουμε,τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε. Επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες.....δεν βάσταξε η καρδιά μου ,
γιά μια στιγμή χανόσουνα, για μια στιγμή και μόνη.
Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες, μ` αντάρα,
ο τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου η καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιά και κεραυνούς σκορπούσε
μα… σα δελφίνι γρήγορος και κείνος εγλυστρούσε΄
Οι ναύτες μου φωνάξανε– «τι κάνεις καπετάνιο¨ ,
και γω τους λέω –«τον Ψαρριανό να σώσω κι` ας πεθάνω.»
Και σου πετώ τη γούμενα και δένεις το μπουρλότο
Κάνω τιμόνι δεξιά , το φλογερό το χνώτο
του τούρκου θα σε βούλιαζε θυμάσαι, σου φωνάζω
πρώτος απ` όλους ν` ανεβείς, μα δεν μ` ακούς , κι` αφήνεις
άλλοι ν` ανέβουν. Έσκυψα κι` απ` τα μαλλιά σ` αρπάζω,
και σ` έσωσα, και φύγαμε ....μα δάκρυα βλέπω χύνεις !.
-«Ματρόζε μου » δακρύβρεκτος ο Κωσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατειά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι` ενώ οι δύο γέροντες με τα λευκά κεφάλια
στ` άσπρα τους γένια δάκρυα κυλούσαν σαν κρουστάλλια
δυό κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λιώνει !
Ρε θοδωρε εγραψες παλι μπραβο χιλια μπραβο
ΑπάντησηΔιαγραφή