theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Ενδιαφέρουσα αναδρομή στο έργο του Μποστ.

Λήγα λώγεια γιηά τά κώμιξ το Μπόστ

ΜΠΟΣΤ 
[ΜΠΟΣΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΜΕΝΤΗΣ (1918-1995)]
   «Ό,τι ήταν ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι για την εποχή του, το ίδιο απάνω κάτω είναι και ο Μέντης Μποσταντζόγλου για την σημερινή εποχή. Ο πρώτος ήταν ποιητής, σχεδιαστής, αρχιτέκτων, μουσουργός και εφευρέτης. Αι διάφοραι μελέται του για τα πυροβόλα όπλα, καθώς και τα συγγράμματά του διά το «αεικίνητον», το στηριχθέν εις την αρχήν της αέναου κινήσεως, είναι αρκετά διά να τον κατατάξουν, μόνο αυτά, εις την χορείαν των «μεγάλων». 
   Ο Μποσταντζόγλου είναι κι αυτός ποιητής, σχεδιαστής και ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι του και οι γνωστοί του έδειχναν μεγαλυτέραν κατανόησιν…»έγραφε ο ίδιος ο Μποστ για τον εαυτό του. 
  Ήταν αλήθεια. Ο Μποστ ήταν έναν Λεονάρντο ντα Βίντσι για την μεταπολεμική Ελλάδα.
Ήταν ο κατάλληλος Λεονάρντο για να συνθέσει το χάος επιδράσεων και παραδόσεων (και κυρίως προκαταλήψεων), που έπαιρνε η μία τη θέση της άλλης, 
   σε μια ταραγμένη Ελλάδα, που κρατούσε ακόμη ζωντανή την παράδοση των δημοτικών ή των ρεμπέτικων τραγουδιών, με ένα Καραγκιόζη να δαγκώνει ακόμη, σε μια Ελλάδα όπου το ήθος της αγροτικής ζωής σήμαινε ακόμη κάτι.
   Όμως, ο Μίκυ Μάους ήταν προ των πυλών. Και μαζί του η Κόκα Κόλα, η τηλεόραση, το Χόλυγουντ και τα γουέστερν. Αλλά και οι πολυκατοικίες, μέσω της επερχόμενης μανιώδους αστυφιλίας.
   Τα πράγματα ήταν ακόμη μπερδεμένα και κανείς δεν ήξερε ποιος θα επικρατήσει τελικά. Μήπως οι Έλληνες του ΄55 ήταν αφελείς; Οι Έλληνες μπορεί, ο Μποστ όμως όχι. 
   Δίπλα στο σκληρό, κυνικό σαρκασμό του Μποστ, ο σύγχρονος του «Μικρός Ήρως» έμοιαζε προϊστορικός. Η όλη καλλιτεχνική αντίληψη του Μποστ ήταν ασφαλώς μπροστά από την εποχή του, παρ’ ότι στο σχέδιο και στο λόγο αποτυπωνόταν αιώνες τοπικής πολιτιστικής παράδοσης. 
  Στα χρωματοσώματα του Πειναλέοντα, της Ανεργίτσας και της μαμάς τους, είναι καταγραμμένοι ο Αριστοφάνης, ο Σουρής, ο Καραγκιόζης και ο Θεόφιλος. 
    Ναι, ο Μποστ ήταν μπροστά από την εποχή του. Το δυστύχημα είναι ότι δεν υπήρξε τότε το ανάλογό του στη λογοτεχνία, στη μουσική ή στα «σοβαρά» εικαστικά. 
   Αν είχαν υπάρξει αυτά τα υποθετικά ανάλογα, ίσως η σχιζοφρένεια της ελληνο-ταυτότητας που στοίχειωσε τη δεκαετία του ’70 να είχε θεραπευτεί «αναίμακτα».
   Το μαύρο (κατάμαυρο) χιούμορ του έμοιαζε ίσως εκτός πραγματικότητας τότε. Και όχι μόνο στην Ελλάδα. 
  Τα σκίτσα του Μποστ, από το τέλος της δεκαετίας του ΄50 και εντεύθεν, προηγούνται ακόμη και των underground comics που γεννήθηκαν μαζί με το ξέσπασμα στο Σαν Φρανσίσκο του ΄67. Αξίζει να κάνει κανείς τη σύγκριση.
   Μαύρο χιούμορ… Δυσκολεύεται ο αμύητος στη δουλειά του Μέντη Μποσταντζόγλου να καταλάβει για πόσο μαύρο χιούμορ μιλάμε. Η σχεδιαστική και μόνο αποτύπωση, από την πένα του, καταστάσεων στα όρια του splatter προκαλεί αβίαστα γέλιο. 
   Τα σχόλια επιτείνουν την κατάσταση: «Ἅτυχος νέος σφάζων τήν σύζυγον ἀφτοῦ ἀκούων Μαρούλα, εἰς τήν οἰκείαν των, λόγον ἰποψίε κέ βάφοντος δι’ ἕματα οἱ τοίχοι τῆς Μαρούλας». «Ὁ Κανίβαλος τρόγοντος, εὑρών τήν ὑπόλοιπον νέαν κέ ὁ νέος λέγων ἀφστηρῶς: - Μέ ποῖον δικέομα τρόγεις ξένην περιουσίαν;». 
  Κομμένα χέρια, πόδια, αίμα (από μαύρο μελάνι φυσικά), καρτουνίστικα ψάρια, «μέ κάτι μασέλες νά», κατασπαράζουν τον «πνηγμένον νέον»
  Ναι, δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο στη σκληρότητα και στην οξύτητά του στην Ελλάδα του ΄60, που γέλαγε συνήθως με τα «αστεία» του Σακελλάριου και του Ψαθά.
   Αυτά τα ασπρόμαυρα σκίτσα του Μποστ, αυτές οι στιγμές όπου η γραμμή γράφει ιστορία, είναι τόσο οικεία και μαζί ανεξερεύνητα. Γιατί το μάτι είχε αιχμαλωτιστεί στην καθημερινότητα της δημοσιεύσεως. 
  Κι όμως αυτό ο ασπρόμαυρος «κινηματογράφος» του υπέροχου καλλιτέχνη και ανθρώπου είναι καλλιτεχνική και πολιτική υποθήκη.
   Όλη η καθημερινή και η τρέχουσα (τότε) πολιτική επικαιρότητα με τη γραμμή του Μποστ φτάνει με πολύ φυσιολογικό τρόπο έως την αιωνιότητα. Ή τέλος πάντων αυτό που εννοούμε εμείς οι θνητοί αιωνιότητα.  
  Η ελλειπτικότητα της γραφής, το εύρημα, η συνέχεια, εντέλει το κόμικ. Γιατί είχαν λόγια – μιλούσαν και σκεφτόντουσαν τα σκίτσα. Εκεί υπήρχε γλέντι μεγάλο με την ορθογραφία αλά Μποστ, την ομοιοκαταληξία, το χιούμορ και την κριτική που έσπαγε κόκαλα.
  Οι ήρωές του άφησαν εποχή. Πολλοί πολιτικοί, και κυρίως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ένα μέρος της υστεροφημίας τους την οφείλουν στον Μποστ.
   Εκείνη την εποχή περίμενε ένας κόσμος ολόκληρος τη συνέχεια στην εφημερίδα της ιστορίας. Μέσα από το σκίτσο, τα λόγια, το δηκτικό χιούμορ, αυτές τις μοναδικές φιγούρες του αξέχαστου Μέντη, έβγαινε το πολιτικό μήνυμα και η κριτική στην εξουσία. 
  Νομίζω ότι όλα ξεκίνησαν μετά από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, εικονογραφώντας παιδικά βιβλία και εκείνο τον ανεπανάληπτο Γκαούρ Ταρζάν
  Συνέχισε με πολιτική γελοιογραφία, αν μπορεί να την χαρακτηρίσει κανείς έτσι, γιατί ο Μποστ είναι μοναδικός με δικούς του νόμους, δυναμικότητα, και κυρίως τα συνοδευτικά του λόγια.
  Κάτι μεταξύ Ροΐδη και Κλαυσίγελου! Ο Μποστ έκανε και διαφημίσεις επιτυχώς. Οι ήρωές του, από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, τη νεότερη ιστορία, μαζί με τον σημερινό άνθρωπο πρωταγωνιστή ή ανώνυμο, βοήθησαν τους κατοίκους αυτής της χώρας να γίνουν ευγενικοί και κομψοί στη σκέψη. 
  Κι η ζωγραφική, το θέατρο και οι μακέτες των κοστουμιών για τα έργα που έγραψε (Φαύστα, Μήδεια, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Μαρία Πενταγιώτισσα) περιείχαν έναν ιδιαίτερο υπερρεαλισμό σε μια δόση που ξυπνούσε συνειδήσεις και έβαζε το μυαλό να δουλέψει περισσότερο.
   Ο Μποστ υπήρξε ο μεγάλος «μαστροχαλαστής» της ελληνικής γλώσσας, κινούμενος στα χαρακώματα ανάμεσα στην επίσημη καθαρεύουσα και στους νεωτεριστές της δημοτικής, πιθανότατα αδιαφορώντας για αμφότερους. 
  Εξάλλου, η δική του γλώσσα ήταν πιο ακριβής. «Οἱ κακοήθεις ἀλήτες ἐνοχλούντες μέ ἀσέμνους ἐκφράσεις τήν ὡραῖαν Ἀλάρ»: «Τί ὀραῖα πού εἵσθε», «Αχ! Ἐσύ», «Σέ ποθώ», «Πασσά μου», «Κούκλα μου», «Πουκιά καί συγχώριο», «Μπόστ»
  Όλα αυτά, μέσα από τα συννεφάκια που βγαίνουν από τα στόματα των ηρώων. Τα είχε πάρει από τα «μίκυ μάους» άραγε ο Μποστ ή αναγκάστηκε να τα εφεύρει ο ίδιος; Ποτέ δεν θα μάθουμε. 
  Όμως, αυτά τα «αμερικανικά» συννεφάκια έδεσαν μια χαρά με τις άσχημες καραγκιοζόφατσες των Νεοελλήνων του. Ένας από τους πολλούς λόγους που μας λείπει ο πανέξυπνος αυτό άνθρωπος, είναι γιατί με ένα μόνο σκίτσο του θα κατατρόπωνε όλους αυτούς τους νοσταλγούς του «κλασικού ελληνικού κάλλους». 
  Ίσως μάλιστα να κατάφερνε να μειώσει και τις χιλιάδες στα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας βαπτίσεις Κωνσταντίνων και Αλέξανδρων. Έλεος! Σε λίγο καιρό, τα ονόματα Φανούρης, Παντελής, Νώντας, Πειναλέων θα καταντήσουν συλλεκτικά. Ίσως έτσι πάρουν αξία.
  Ήταν και διεθνής ο Μποστ. Λίγο πριν σκάσει η Ποπ Αρτ, αυτός την ασκούσε ήδη. Τα μικρά ασπρόμαυρα σκιτσάκια του τυπώνονταν σε χιλιάδες αντίτυπα, σε φθηνό χαρτί εφημερίδας, κι έτσι γινόταν μαζικός
   Κι όμως, ήταν τόσο «εικαστικός» όσο λίγοι. Φυσικά τότε κανείς δεν μιλούσε για την «κρίση του τελάρου» ή για την «παρακμή του θεσμού των γκαλερί». Ή για τη «Νέα Βρετανική Τέχνη».
  Μια αστική τάξη, που τα είχε βγάλει μια χαρά πέρα με τη μεταπολεμική κρίση και τον εμφύλιο, ήταν πανευτυχής να «επενδύει» στους in ζωγράφους της εποχής. 
  Τώρα το πώς άντεξαν στο τεστ του χρόνου όλοι εκείνοι, αυτό είναι άλλο θέμα. Ο Μποστ όμως μοιάζει επίκαιρος όσο ποτέ, το 2011. Ας περιμένουμε μέχρι το 2021. Δεν ανησυχούμε καθόλου.
  Politically correct δεν υπήρξε ποτέ ο Μέντης Μποσταντζόγλου. Και μια από τις πιο αστείες θεματολογικές ενότητες, που δημοσιεύει στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, είναι οι σκιτσο-ιστορίες με Άγγλους σταυροφόρους και Τούρκους «μερακλήδες».
     «…Ἕλα λουλούδι τοῦ Γιλμάζ, πρίν σταλῆς εἰς τόν χασάπη. Ἕλα εἰς τήν σκηνήν μας νά δῆς τί εἶναι αὐτό πού τό λένε ἀράπη», προσκαλοῦν οἱ Τούρκοι φύλακες τόν Ἅγγλο τροφαντό αἰχμάλωτο. 
  Αλλού, παραφράζοντας το γνωστό τραγούδι του Χατζιδάκι, ο Τούρκος στρίβει μερακλίδικα το μουστάκι και, τραγουδώντας, στέλνει το γάτο του να μεταφέρει το μήνυμα: 
   «Πῶς τόν λέν, πῶς τόν λέν τόν κουνηστόν; Ουϊνστών, Ουϊνστών. Νά τοῦ πῆς ἕνα νέον βιαστικόν, μυστικόν, μυστικόν. Πές του κάποιος γνωστός του τόν θέλει νά κεράση τόν Ουϊνστών παστέλι καί ἀς ἔρθη μαζύ του τά βράδυα, ἅν πάρη ἅδεια, ἅν πάρη ἅδεια. Πές ἑπίσης εἰς τόν φίλο του νά γνωρίζη ὄτι ἔχω καί παστουρμά πού μοσχομυρίζει να τοῦ δίνω νά τρώη ὄσο θέλει, δέν μέ μέλει, δέν μέ μέλει». 
   Και ο γάτος απαντά, επίσης με συννεφάκι: «Πήγαινε καί θά ἔρθουνε, μήν κάμης φασαρία, τρελλαίνονται γιά παστουρμά ἰδίως Καισαρείας»
  Και μιλώντας για Τουρκία, αν ο τουρκικός Καραγκιόζης ήταν από γεννησιμιού του ενήλικος και βωμολόχος, ο Μποστ αναλαμβάνει να μεταφέρει στην ελληνική παράδοση της Γκόλφως και του «Προς την Νίκην», μια δόση αμαρτίας. 
    Όχι, δεν είναι politically correct ο Μποστ. Αυτό είναι ίσως το στοιχείο που τον κρατάει μακριά από τις αγγλοσαξονικές εικαστικές (και όχι μόνον) κοινότητες της δεκαετίας του ΄90. αλλά, από την άλλη, υπάρχει άλλος που μπορεί να καταλάβει το ελληνικό χιούμορ εκτός από τον Έλληνα; 
  Ή μήπως οι τόσες προσπάθειες να εξάγουμε την ελληνική τέχνη απέφεραν τίποτε μαζικά συγκεκριμένο; Έχει σημασία ότι δεν εξήχθη τελικά ο Σαββόπουλος στην αλλοδαπή; Τον κάνει αυτό λιγότερο σημαντικό από τον Ντέμη Ρούσσο;
   Φυσικά και είναι αδύνατο να διαχωρίσει κανείς το «εικαστικό μέρος» από το λόγο, στα καρέ του Μποστ. Κείμενο, σχόλια, αλλά και γενικότερα η «εννοιολογική» πλευρά, είναι αλληλένδετα. 
   Ο λόγος έχει πρωτεύουσα σημασία. «Γάλλοι τρώγοντας γάλον», «Ἡ μάβρη ζωή μιάς λεφκής», «Τοῦ Κίσι ἡ μάνα (γιαπωνέζικο δημώδες)», «Μετά τήν Δεκσίοσις», «Νύχτες τοῦ Καμπούρια» - μερικοί τίτλοι των σκιτσοθεατρικών έργων του παραλόγου, που συμπύκνωνε ο Μποστ μέσα σε ένα καρέ δέκα επί δέκα εκατοστά. 
   Ακόμη και η «Φαύστα», το έργο που τον εκτόξευσε σε ένα άλλο κοινό, μέσα σε ένα τέτοιο καρέ ξεκίνησε την καριέρα της. «Ζέ σουή μπατίρ». «Θά σοῦ δώση ὁ πατήρ». Ο «πριγκιποφάγος Βαλδουίνος ὅστις ἐχρεωστεί καί ἡ σώφρων σύζυγος αὔτού» συνάπτουν αυτόν τον σύντομο αλλά τόσο ουσιαστικό διάλογο. 
  Βυζάντιο, Πικάσο και Αδερφοί Μάρξ. Καραγκιόζης, Θεόφιλος και Μίκυ Μάους. Δύο παραδειγματικές τριάδες, που εμπεριέχονται περιέργως εξίσου σε κάθε ένα από αυτά τα, ούτως ή άλλως, συμπυκνωμένα καρέ του Μποστ. 
  Πιθανόν αυτός να ήταν και ο μόνος γηγενής μοντερνισμός που συνέβη στην ταλαιπωρημένη αυτή χώρα. Πιο πολυδιάστατος στις αναφορές του από τον Γκίκα, πολύ λιγότερο γραφικός ή μελό από τον Τσαρούχη, πολύ πιο ελληνοπρεπής από τον Μόραλη και εξίσου λαϊκός με τον Θεόφιλο.
  Η, ούτως ή άλλως, σημαντικότατη εικαστική «γενιά του ΄30» κατατροπώνεται από έναν «σκιτσογράφο»; Μια τέτοια πιθανότητα ανατριχιάζει ακόμη ορισμένους κύκλους, εντός εκτός και επί τα αυτά μιας συγκεκριμένης πλατείας του κέντρου των Αθηνών.
  Όμως, μπορεί σοβαρά να είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα. Ο ίδιος, αν διάβαζε αυτές τις γραμμές, πιθανόν να πρόσθετε: «Ἀφτά ὄλα εἶναι ἀνοησείαι κέ κουτομπολίε ἄνεφ σημασήα, ἐδώ ὄλοι σκοτώνονται εἰς τᾶς διμοπρασίαι καλλιτεχνόν μεγάλης ἀξίας».
Εργογραφία
 Ο Αγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι
(Αυτοέκδοση, 1945)
Κλασσικά Εικονογραφημένα (1953): Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (#60), Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος (#115)
Σκίτσα του Μποστ (Αθήνα: Κείμενα, 1959)
Το λέφκομα μου (1960)
Σκίτσα Και Κείμενα (1961)
Σκίτσα Και Κείμενα (Αθήνα: Ερμείας, 1972) - Επανέκδοση
Σκίτσα 73-74 (Αθήνα: Gutenberg, 1975)
18 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ή υπέρ δικτατορείας λόγος (ΑΝΤΙ, 1976)
Σκίτσα του Μποστ (Αθήνα: Κάκτος, 1978) - Επανέκδοση
ΑΛΗΛΟΓΡΑΦΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΤΑ (Αθήνα: Ερμείας, 1986)
Σαράντα χρόνια Μποστ (Αθήνα: Gutenberg, 1987)
Μπόστ (Αθήνα: Θεατρική Εταιρία ΣΤΟΑ, 1996)
Σκίτσα 73-74 (Αθήνα: Καστανιώτης, 1996) - Επανέκδοση
Σκίτσα Και Κείμενα (Αθήνα: Καστανιώτης, 1996) - Επανέκδοση
Σκίτσα του Μποστ (Αθήνα: Καστανιώτης, 1996) - Επανέκδοση
Σταυροφορίες (Αθήνα: Γράμματα, 1992)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ημερολόγιο 2004 (Τα Νέα, 2003)
Ημερολόγιο 2010 (Η Αυγή, 2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου