Μάνα, με κακοπάντρεψες,/και με δωσες στους κάμπους.
Εγώ το κάμα δε βαστώ, / ζεστό νερό δε πίνω.
Ήλιε΄μ γιατί μας άργησες, /να βγεις να βασιλέψεις?
Σε καταριέται η αργατιά, / από ξενοδουλεύει.
Σε καταριούνται τα παιδιά, π’αργούν να ιδούν τις μάνες.
(ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ)



Τα αλώνια, γίνονταν πάνω σε ράχη, εκεί που φυσάει αέρας, απαραίτητος για το λίχνισμα μετά το αλώνισμα των δεματιών, αφού πρώτα τα άλειφαν με κόκκινο χώμα ή τα έστρωναν με πλάκες. Αλλού το άλειφαν με βοΐδοσβουνιά λιωμένη να μην ξερνάει χώμα κι ανακατεύεται με τον καρπό. Στο κέντρο του αλωνιού έμπηγαν το στιερό ή στυγερό ή στοιχερό ή ο στρίγερος. Ένα κάθετο παλούκι μπηγμένο σε μια τρύπα που την είχαν περιχτίσει με πέτρες για να μην χώνεται. Στο στυγερό έδεναν το μακρύ σκοινί το οποίο κατέληγε στο ζευγάρωμα των αλόγων εκείνων που θα αλώνιζαν με ασταμάτητους κύκλους πάνω στα απλωμένα στάχυα.Το αλώνισμα γινόταν με ζώα, άλογα, βόδια, μουλάρια και σπάνια με γαϊδούρια. Όταν υπήρχε μόνο ένα άλογο στο αλώνισμα ήταν μεγάλο βάσανο και κούραση και το αλώνισμα αργούσε. Συνήθως έβαζαν ζευγάρια τα άλογα τα οποία ζεύανε, γεφύρωναν τις σφαές τους με λαμαριές. Επίσης στα πίσω πόδια είχαν λουριά, μια λαμαριά που δέναν τη σβάρνα.
Την ημέρα έκαναν κύκλους ασταμάτητους. Η σβάρνα ήταν μια ξύλινη πλατφόρμα με στερεωμένες κοφτερές πέτρες ή στουρναρόπετρες σε σειρά και πάνω στη σβάρνα πολλές φορές στεκόταν όρθιος ο αλωνιστής και το άλογο ή τα άλλα ζωντανά κουράζονταν πολύ.
Αφού είχε τελειώσει το αλώνισμα τότε πρόσεχαν τα ζώα για να μη κρυώσουν ή πλευριτώσουν επειδή ήταν αναμμένα και ιδρωμένα μετά από αυτόν τον αγώνα. Τα ετάιζαν στη σκιά, τα πότιζαν, ήταν η ώρα της ξεκούρασης.
Τα άλογα που έβαζαν για το αλώνισμα προσπαθούσαν να είναι όμοια, δηλαδή να ταιριάζουν σε όλα για να έχουν κοινή αντοχή, αυτό ανάγκαζε τους αλωνιστές να συνεταιρίζονται με άλλους αγρότες και να αναπτύσσουν έτσι αλληλεγγύη και φιλικό συνεργατικό πνεύμα. Η δουλειά έπρεπε να αρχίσει από το πρωί και όταν ήταν όλα έτοιμα ιδιαιτέρως στρωμένο το αλώνι τότε έπαιρναν ένα μαχαίρι μαυρομάνικο και το έμπηγαν πάνω στο στυγερό για να διώχνει το κακό μάτι.
Όταν τέλευε ο αλωνισμός άρχιζε η άλλη διαδικασία που είχε σκοπό να ξεχωρίσει τον καρπό από τα άχυρα. Κοιτούσε ο αλωνιστής από γέρνει ο άνεμος, από πού φυσούσε και τότε έβαζαν ένα μεγάλο πανί ή τέντα κοντά στο αλώνι ώστε να πέφτουν τα άχυρά μέσα σε αυτό. Ο αλωνιστής ή και άλλοι γίνονταν ανεμιστάδες που με το δικριάνι ή ανεμιστήρι στο χέρι θα έκαναν τη δουλειά. Τα δικριάνι ήταν σαν πιρούνα μεγάλη με μακριές διχάλες για να αρπάζει τη συνθλιμμένη ράπη, τη σήκωνε ψηλά. Ο αγέρας έπαιρνε το άχυρο και το έριχνε στο πανί ή στο χώρο που είχαν καθαρίσει κοντά στο αλώνι και ο καρπό έπεφτε στο αλώνι.
Όταν τέλευε ο αλωνισμός άρχιζε η άλλη διαδικασία που είχε σκοπό να ξεχωρίσει τον καρπό από τα άχυρα. Κοιτούσε ο αλωνιστής από γέρνει ο άνεμος, από πού φυσούσε και τότε έβαζαν ένα μεγάλο πανί ή τέντα κοντά στο αλώνι ώστε να πέφτουν τα άχυρά μέσα σε αυτό. Ο αλωνιστής ή και άλλοι γίνονταν ανεμιστάδες που με το δικριάνι ή ανεμιστήρι στο χέρι θα έκαναν τη δουλειά. Τα δικριάνι ήταν σαν πιρούνα μεγάλη με μακριές διχάλες για να αρπάζει τη συνθλιμμένη ράπη, τη σήκωνε ψηλά. Ο αγέρας έπαιρνε το άχυρο και το έριχνε στο πανί ή στο χώρο που είχαν καθαρίσει κοντά στο αλώνι και ο καρπό έπεφτε στο αλώνι.
Όταν είχαν ξεδιαλέξει στα χοντρά το άχυρο από τον καρπό του σταχιού τότε γινόταν το καρπολόι. Το καρπολόι ήταν μια μακριά ξύλινη κουτάλα με την οποία σήκωναν καρπό και ψιλά άχυρα και τα ανεμίζανε. Με αυτό τον τρόπο γινόταν ο τελικός για τα καλά χωρισμός του καρπού από τα άχυρα.
Έπειτα ακολουθούσε το τσουβάλιασμα και η τακτοποίηση της σοδειάς στα κατώγια ή όπου έπρεπε να πάει. Βέβαια τα αλώνια δεν ήταν μόνο για το στάρι αλλά και για τη φακή ή και για άλλους καρπούς που θέλουν την ίδια διαδικασία για να βγουν από το κέλυφός τους.
Με το αλώνισμα ολοκληρωνόταν ο τελετουργικός τρόπος στο όλο δρώμενο, σποράς -θέρου –αλωνισμού. Μια δουλειά γεμάτη κόπο, τέχνη μεράκι και «μαστοριά».
(1) Οι δανεικαριές αλλά και τα κεράσματα είναι θεσμοί της κοινωνίας μας. Και τα δύο κρατούν από την αρχαιότητα, καθαρά ελληνικές ‘πατέντες’. Στο σχολικό βιβλίο γράφεται: Η καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων: σελ: 31. Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που ελεύθεροι άνθρωποι δέχονταν να εργάζονται έναντι μισθού (σε άλλον Αθηναίο). Για τον ελεύθερο Αθηναίο η μισθωτή εργασία δεν ήταν επιθυμητή, παρά μόνο στις περιπτώσεις εξαιρετικής ανάγκης ή εργασίας σε δημόσια έργα. Δεν εθεωρείτο προσφορά εργασίας αλλά μάλλον προσφορά των φυσικών δυνάμεων, δηλαδή του ιδίου του σώματος, κατάσταση που εκλαμβανόταν , κατά κάποιο τρόπο, ως ισοδύναμη της δουλείας…
(2) Η όλη διαδικασία με τα αλώνια και το αλώνισμα με τα ζώα και όλα τα σχετικά δεν είναι δικές μου μνήμες καθότι στα δικά μου παιδικά χρόνια εμφανίστηκαν οι αλωνιστικές μηχανές, οι θρυλικές "Πατόζες" για τις οποίες θα έχουμε ειδική ανάρτηση. Είναι από τα γραφτά του Γαλανού Σωτ. Γεράσιμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου