Τούτο το κείμενο έχει αναρτηθεί πέρυσι, στις 17 Νοεμβρίου, τα επαναδημοσιεύουμε σήμερα ως στέφανο τιμής και μνημοσύνης στον μακαριστό πλέον αξέχαστο εξάδελφο Κανάρη, που μάθαμε ότι μας χαιρέτησε και οδεύει στους ουρανούς.
Στο τέλος από τότε έγραφα::
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα. Οι κλί(ή)σεις αυξάνουν
και οι στροφές πληθαίνουν.
ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΗΜΗ!!!
Από το βιβλία μου "ΑΛΛΟΤΙΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ
Τούτη η αναφαρά είναι είναι ένα από τα πιο τρυφερά μου κείμενα
..... Τότε, στα αλλοτινά χρόνια,ο Κανάρης ήταν ένας νέος, ψηλός λεπτός και γεροδεμένος. Μαύρα
μαλλιά και ένα χαμόγελο ανοιχτό, μόνιμα στο ωραίο του πρόσωπο. Όλο ζωή και ζωντάνια.
Σε πολλούς έχω αναφερθεί κι άλλους τόσους έχω παινέψει σε αυτό το βιβλίο,
αλλά ο Κανάρης ήταν ο πρώτος μάγκας, το πρώτο αλάνι του χωριού. Τι να γράψω και τι
να πρωτοθυμηθώ. Ήταν ένα παιδί όλο γέλιο και χαρά και από μέσα του έβγαινε μια
καλοσύνη, μεγαλοσύνη καλύτερα και ένας άκρατος σεβασμός. Όμως πάνω από όλα είχε ένα
πηγαίο χάρισμα. Ήταν, ετοιμόλογος με αρκετές ατάκες και αστειολογήματα. Εύθυμος
και καλαμπουρτζής. Πάντα καλαμπούρια ευχάριστα και ποτέ και σε κανέναν
περιπαιχτικά. Τι Λαζόπουλος και κουραφέξαλα... Τότε στην αλάνα του Διαμαντή ήταν, μαζί με το
Λάκη το Μητσαράκη,ο μεγάλος πρωταγωνιστής. Πολλές ιστορίες έχουν περιγραφεί,
σε αυτό το βιβλίο, με ήρωα τον Κανάρη. Τι στις αλάνες, τι στις απόκριες γύφτος να
παίζει το ντέφι στο Βουρλοζομάκο, τι με το κάρο. Γιατί εκτός όλων των άλλων ήταν
εργατικός και τίμιος.
Με όλα αυτά ξενιτεύτηκε νέο παλικαράκι στην Αυστραλία, κοντά
στο 1970. Και να το 2006 επισκέφθηκε το χωριό, μετά από τόσα χρόνια.
Από τις πολλές και ωραίες πλάκες που έχει κάνει ο Κανάρης,
διάλεξα τη τελευταία που έλαβε χώρα στο χωριό, το καλοκαίρι του 2006 που λέμε.
Καλά λένε: «ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του,
μήτε τη γνώμη άλλαξε,μήτε τη κεφαλή του».
Ένα απομεσήμερο λοιπόν ο Κανάρης επισκέφθηκε τον Άγιο Ηλία,
το χωριό που είναι η μητρόπολη και η μάνα του Γιαννιτσοχωριού. Όπως
αναφέρεται κι αλλού, ο Αλιάς είναι η μήτρα για τους περισσότερους κατοίκους του χωριού.
Πάει λοιπόν και σταματά έξω από ένα σπίτι, όπου μπροστά στα κάγκελα του μικρού
κήπου, έστεκε μια κυρία, ώριμη και καλοστεκούμενη.
– Γεια και χαρά σας,της λέει Ο Κανάρης με όλα τα μέα και τα σέα του.
– Γεια σας, απαντά η κυρία.
– Δε μου λέτε κυρία μου, να με συμπαθάτε πρώτα, να σας
ρωτήσω κάτι. Από εδώ είσαστε;
– Ναι, από το χωριό είμαι, αλλά μένω στην Αθήνα και έρχομαι
κάθε καλοκαίρι. Εσείς ποιος είστε; Τι θέλετε; Απόρησε η γυναίκα. Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον είχε ξαναδεί,
της ήταν εντελώς άγνωστος.
– Ξέρεις κυρά μου είμαι ξένος από αυτά τα μέρη. Κατάγομαι
από τη Λυνίσταινα, αλλά λείπω 40 χρόνια στην Αμέρικα. Ήρθα στο χωριό σας γιατί
ενδιαφέρομαι να αγοράσω ένα παλιό σπίτι. Μου αρέσει εδώ. Υπάρχει κανένα;
– Τι να σας πω, υπάρχουνε κάτι μισογκρεμισμένα, αλλά τα
πουλάνε ακριβά, γιατί τα παίρνουν οι Γερμανοί.
– Δόξα σοι ο Θεός, από ντόλαρς έχω αρκετά, άλλα πράγματα μου
λείπουν. Δε μου λες καλή μου κοπέλα... (Ο Κανάρης άρχισε τα κόλπα του…) Δε μιλάς
στον άντρα σου; Αυτός θα ξέρει καλύτερα.
– Τι να σου κάνω καλέ μου άνθρωπε; Τέτοια ώρα είναι στο
κρεβάτι.
– Γιατί; Είναι άρρωστος ο καημένος;
– Χτύπα ξύλο καλέ, μια χαρά είναι ο άνθρωπος. Απλώς κοιμάται
γιατί ήρθαμε από τη θάλασσα.
– Καλά λέω εγώ ότι εσείς οι γυναίκες υπερέχουτε και στη ψυχή
και στο σώμα. Δεν ξέρω καλή μου κυρία αλλά όταν σε είδα... δεν ξέρω κάτι μου
ήρθε... ίσως να μου θύμισες την αδελφή μου στην Καλαμάτα που έχω να τη δω πολλά χρόνια
και θα τη δω αύριο. Έχω μεγάλο καημό. Συγκινήθηκα πολύ... (Κι ο Κανάρης τρίβει με τα
χέρια του τα μάτια, έτσι για να συγκρατήσει τάχατες τα δάκρυα του).
– Φαίνεσαι καλόβολος άνθρωπος και πονεμένος… αλλά μη κάνεις
έτσι. Η ζωή είναι μία πάνω, μία κάτω...
–Τι να σου πω ωραία μου κοπέλα τι έχω περάσει στα ξένα.
Έφυγα μικρό-μικρό παλικαράκι και νάμαι πώς γύρισα... (και σκύβει το κεφάλι ο
Κανάρης).
Η κυρία πολύ τον συμπόνεσε. Οίκτος, περιέργεια, όλα ανάκατα.
Δεν ήξερε τι να
κάνει. Να τον καλέσει για καφέ έναν άγνωστο άνδρα;
Πα...πα...πα.... Κάπως ήθελε να
|
2006: Ο Κανάρης 30ς από αριστερά, χορέυει με την αείμνηστη
μάνα μου και τα ξαδέρφια Ηλία Ντούφα και Ηλία Κόλλια, τα Αλιός. |
του συμπαρασταθεί αλλά πώς; Δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι …
– Καλή μου ...δε μου δίνεις ...ένα φιλάκι ...στο μάγουλο κι
αυτό φτάνει και παραφτάνει...
Όπως ήταν φυσιολογικό της γυναίκας της ήρθε νταμπλάς. Τα
τελευταία λόγια τη χτύπησαν σαν κεραυνός. Κλονίστηκε. Μεγάλος άνθρωπος και να
της πει τέτοια πράγματα.