Από την αξέχαστη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 4-2-2020
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΙΑΚΑΛΟΥ (*)
Πολιτικοί από 46 χώρες, μεταξύ των οποίων 22 αρχηγοί κρατών, έδειξαν να προβληματίζονται την προηγούμενη εβδομάδα στη Στοκχόλμη, για τον τρόπο αντιμετώπισης του ρατσισμού στην Ευρώπη. Ευκαιρία γι' αυτό έδωσε η «Συνδιάσκεψη για το Ολοκαύτωμα» που οργάνωσε η σουηδική κυβέρνηση. Ως ημέρα έναρξης είχε οριστεί, για συμβολικούς λόγους, η επέτειος της απελευθέρωσης του Αουσβιτς. Απέκτησε όμως ιδιαίτερη επικαιρότητα μετά τη συγκλονιστική είδηση από τη Βιέννη ότι άνοιξε ο δρόμος για να συμμετάσχει στην αυστριακή κυβέρνηση το ακροδεξιό κόμμα των νοσταλγών του Χίτλερ και τη δημοσιοποίηση στο Λονδίνο της έκθεσης του δικαστή William McPherson προς το Κοινοβούλιο, στην οποία διαπιστώνονται ισχυρές ρατσιστικές τάσεις στο αστυνομικό σώμα της Βρετανίας.
Είναι δυνατόν ο ρατσισμός να αποκτήσει και πάλι θεσμική δύναμη στην Ευρώπη; Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν αφορά πια μόνο τους φτωχούς μετανάστες και τις αποκλεισμένες μειονότητες. Αντίθετα, όλοι κατανοούν σήμερα ότι αποτελεί καίριο πολιτικό ερώτημα, από την απάντηση του οποίου εξαρτάται η πολιτική και κοινωνική πορεία της Ευρώπης. Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι;
Εάν επαναπαυθούμε στις απαντήσεις των επιφανών πολιτικών που μίλησαν στην συνδιάσκεψη, τότε
δεν χρειάζεται να ανησυχούμε εφόσον λάβουμε
ορισμένα μέτρα, κυρίως στο χώρο της εκπαίδευσης. Στο καταληκτικό ντοκουμέντο
που αποτελείται από οχτώ, μάλλον γενικόλογα σημεία, επισημαίνεται η ανάγκη να
ανοίξουν όλα τα αρχεία που έχουν σχέση με τα ναζιστικά εγκλήματα και να
προωθηθεί στα σχολεία όλων των χωρών η διδασκαλία αυτού «του σκοτεινού
κεφαλαίου της Ιστορίας».
Αρκούν αυτά; Ήταν αποκλειστικά η έλλειψη αυτών των μέτρων
που επέτρεψε ξανά την είσοδο των ρατσιστικών ιδεών στο χώρο της πολιτικής
σκέψης και την άνοδο των νεοφασιστικών δυνάμεων στην πολιτική σκηνή;
Εάν δώσουμε περισσότερη προσοχή σε ορισμένες πλευρές της
συνδιάσκεψης και εάν «τείνουμε ευήκουν ους» στους εκπροσώπους των μη
κυβερνητικών οργανώσεων και στη μεγάλη πλειονότητα των επιστημόνων - κυρίως
ιστορικών και παιδαγωγών- που συμμετείχαν σε αυτήν, τότε θα κατανοήσουμε ότι
για να είμαστε αισιόδοξοι χρειάζεται να απαλλαγούμε από πολλές καλά ριζωμένες
αντιλήψεις και συμπεριφορές.
Πρώτο παράδειγμα:
Στη συνδιάσκεψη κυριάρχησε η πρακτική την
οποία βιώσαμε σε σχέση με την αποσιώπηση της εξόντωσης άλλων ομάδων. Ιδιαίτερα
των Ρωμά (των Τσιγγάνων) και τον ομοφυλόφιλων. Όμως η ενασχόληση με τον ομαδικό
θάνατό τους, όπως και η ενασχόληση με τον ομαδικό θάνατο των αντθρώπων με σύνδρομο
Down, των αλκοολικών και άλλων που θεωρούνταν από τους ναζί ότι «δεν άξιζαν να ζουν»,
δεν αποτελεί απλώς χρέος τιμής απέναντι στα εκατομμύρια αυτών των θυμάτων
-χρέος, που μπορεί με κριτήριο την πολιτική συγκυρία μερικές φορές να τονίζεται
και άλλες φορές να αποσιωπάται. Αποτελεί, εκτός από χρέος τιμής, τη μοναδική
δυνατότητα που έχουμε για να δώσουμε στις επόμενες γενιές να κατανοήσουν ότι
και ο θάνατος των έξι εκατομμυρίων Εβραίων δεν ήταν μεμονωμένη πράξη ενός παρανοϊκού
δικτάτορα που μισούσε το λαό αυτό. Αντίθετα, ήταν προϊόν μιας κοσμοθεωρίας που
με τη βοήθεια της «επιστήμης», κατηγοριοποιούσε τους ανθρώπους, τους κατέτασσε
σε ομάδες και αποφαινόταν με μια «επιστημονικά» θεμελιωμένη και θεσμικά
κατοχυρωμένη λογική, εάν έχουν δικαίωμα στη ζωή ή όχι. Πρόκειται για μια
κοσμοθεωρία, η οποία προφανώς συνέχισε να ζει και μετά τη στρατιωτική ήττα του
και σφραγίζει ξανά σήμερα την πολιτική σκέψη ναζισμού την πολιτική συμπεριφορά
εκατομμυρίων ανθρώπων. Συνεπώς, η ουσιαστική παράλειψη αναφοράς στα άλλα «ολοκαυτώματα» στο πρόγραμμα της συνδιάσκεψης,
σηματοδοτεί, ίσως, τη συνέχιση μιας πολιτικής που αποδείχθηκε μοιραία.
Αντίθετα, η αναφορά σε αυτά στο τελικό ντοκουμέντο και στα ειδικά σεμινάρια που
έλαβαν χώρα μετά το τέλος της επίσημης συνδιάσκεψης, πιθανόν να αποτελεί
ένδειξη για μια διαφορετική προσέγγιση στο μέλλον.
Παράδειγμα δεύτερο:
Πολλές φορές τονίστηκε στη συνδιάσκεψη
από τους πολιτικούς ότι πρέπει να μελετήσουμε σε βάθος την τραγική εμπειρία του
Ολοκαυτώματος για να αποτρέψουμε την επανάληψή του και για να απομονώσουμε τις
δυνάμεις που προπαγανδίζουν σήμερα την άσκηση ρατσιστικής πολιτικής. Καλή η
πρόθεση. Όμως, για να βοηθηθούμε πράγματι στη σημερινή μας πολιτική πράξη,
χρειάζεται να γνωρίζουμε όχι μόνο την τελική φάση του ρατσιστικού εγκλήματος τη
γενοκτονία- αλλά και όσα συνέβαλαν στην προετοιμασία της. Κυρίως όσα στο
επίπεδο των ιδεών και των θεσμικών μέτρων άμβλυναν τις αντιστάσεις των
συνανθρώπων, μετατρέποντάς τους σε παθητικούς θεατές, συνοδοιπόρους ή
εκτελεστές.
Όταν δούμε, λοιπόν, την εμπειρία του Ολοκαυτώματος από
κοντά, διαπιστώνουμε ότι τα θύματα ήταν «άνθρωποι της διπλανής πόρτας».
Άνθρωποι, που κανείς μέχρι την εμφάνιση της ρατσιστικής προπαγάνδας και την
εγκαθίδρυση του ρατσιστικού καθεστώτος, δεν τους θεωρούσε «ξένους» ή «άλλους».
Ηταν φίλοι, γείτονες, συμμαθητές, συναδελφοι, συνεργάτες, συμπαίκτες σε
ορχήστρες και σε αθλητικές ομάδες, συμπολεμιστές στο γερμανικό στρατό,
παρασημοφορημένοι «εθνικοί ήρωες». Πολύ συχνά ήταν σύζυγοι.
Με άλλα λόγια, το δίδαγμα που βγάζουμε από τη μελέτη του
ρατσισμού εκείνης της περιόδου είναι ότι δεν είναι κάποιοι «διαφορετικοί»,
κάποιοι «ξένοι», κάποιοι άλλοι» που βρίσκονται στο στόχαστρο των ρατσιστών και
γίνονται στην αρχή θύματα διακρίσεων και αργότερα θύματα γενοκτονίας. Δεν είναι
κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των θυμάτων αυτά που προκαλούν τη ρατσιστική κτηνωδία,
αλλά αντίθετα είναι η ρατσιστική κτηνωδία είναι αυτή που κατασκευάζει -συχνά ανύπαρκτες
και αθέατες- διαφορές και μετατρέπει στους δικούς μας» σε άλλους,
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι ρατσιστές επιστήμονες
κατέγραψαν ως το «πιο επικίνδυνο βιολογικό γνώρισμα» των Εβραίων στην ικανότητά
τους να προσαρμόζονται στο λαό της χώρας που κατοικούν έτσι ώστε ουσιαστικά να
μη διαφέρουν σε τίποτα
Γι' αυτό, το «πιστοποιητικό άριας καταγωγής» που ήταν
απαραίτητο για τη σύναψη γάμου ή για την εξάσκηση κάποιων επαγγελμάτων, δινόταν
ύστερα από διερεύνηση της καταγωγής των προγόνων μέχρι και εφτά γενιές πίσω.
Επειδή ακριβώς τίποτε το ορατό «διαφορετικό», «ξένο», «άλλο» δεν υπήρχε για να
δικαιολογήσει τις ρατσιστικές διακρίσεις και το ρατσιστικό έγκλημα και έπρεπε
να ανακαλυφθεί, έστω και στο μακρινό παρελθόν.
Ξαφνιάζει, λοιπόν, όταν, ενώ έχουμε αυτή την άριστα
τεκμηριωμένη εμπειρία, ορισμένοι πολιτικοί στη συνδιάσκεψη κατανόησαν την
καταπολέμηση του ρατσισμού κυρίως ή αποκλειστικά ως προ ώθηση μιας
εκπαιδευτικής παρέμβασης διαπολιτισμι κού χαρακτήρα. Θεωρώντας, προφανώς, ότι η
εμφάνιση του ρατσισμού έχει σχέση με μια περίπου εγγενή- ανικανότητα των
ανθρώπων να βιώσουν με τον «άλλο», τον «ξένο», τον «διαφορετικό»
Η προσέγγιση αυτή των πολιτικών δικαιολογείται εν μέρει, από
το γεγονός ότι υπάρχει μια ανάλογη ά ποψη στο χώρο της επιστημονικής
κοινότητας, την οποία απερίσκεπτα υιοθετούν. Ομως, εάν ως πολιτικοί δεν έφευγαν
βιαστικά από τη συνδιάσκεψη μετά την εκφώνηση του δικού τους λόγου, αλλά
άκουγαν προσεκτικά και με σεβασμό τις μαρτυρίες των Εβραίων που επέζησαν στο
Άουσβιτς και τις μαρτυρίες των Ρομά που βιώνουν πάλι σήμερα το ρατσισμό σε
πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τότε θα έβγαζαν τα δικά τους συ μπεράσματα και θα
βρίσκονταν πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Θα κατανοούσαν ότι τα υλικά του ρατσισμού κατασκευάζονται σε
πολλά εργαστήρια, συχνά χωρίς οι κατασκευαστές τους να έχουν αναρωτηθεί για την
τελική χρήση τους. Το σημαντικότερο ανάμεσά τους είναι το εργαστήριο της
πρακτικής πολιτικής και ακολουθεί εκείνο της επιστήμης. Αυτό είναι το δίδαγμα από
την τραγική εμπειρία του Ολοκαυτώματος. Δίδαγμα, το οποίο πολλές κυβερνήσεις
και πολλοί επιστήμονες δεν εννοούν να το καταλάβουν - 55 χρόνια μετά την
απελευθέρωση του Αουσβιτς.
* Κοσμήτορας της Παιδαγωγικής Σχολής του Α.Π.Θ. και πρόεδρος
της
Εταιρείας Πολιτικού Προβληματισμού «Νίκος Πουλαντζάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου