πηγη: Καραγκιόζης ο Αλογόκριτος
Άλωσις της Βαβυλώνος
(…) Και ο Αλέξανδρος έφθασεν εις το κάστρον (71v)/ της Βαβυλώνας και οι βαβυλωνίτες εξέβησαν εις τον πόλεμον και ουδέν άφηκαν τον Αλέξανδρον να τεντώσει (125) κοντά εις το κάστρον. Και ήτον η Βαβυλώνα πολλά και μεγάλον κάστρον, και έτρεχεν ο Ευφράτης ποταμός εκ την μέσην του κάστρου, και εξέβαινεν και έτρεχεν ολόγυρα την Βαβυλωνία. Και ήτον ο Ευφράτης μέγας ποταμός. Άλογον ουδέν τόν επέρνα.
Αλέξανδρος υπήγεν και ετέντωσεν απανωθέον (126) το κάστρο και όρισεν και έσκαψαν αυλάκια μέσα εκ το φουσάτο και έκαμαν δέσιν (127) πολλά βαθέα και πλατεία, όσο να σέβη το νερόν του ποταμού επί τα αυλάκια, και ήσαν ητοιμασμένα. Οι βαβυλωνίτες δέ, είχαν μίαν εσπέραν εορτήν μεγάλην του ψευδοθεού τους, του Απόλλωνος και υπήγαν με τες γυναίκες και με τα παιδία εις τον ναόν (72r)/ να προσκυνήσουν. Και ο Αλέξανδρος αυτήν την νύκτα εγύρισεν τον ποταμόν εις τα αυλάκια και ολίγεψεν το νερόν του ποταμού και εσέβην ο Αλέξανδρος με τα φουσάτα του εις την Βαβυλώνα, και όρισεν και έβαλαν ιστίαν ολόγυρα την Βαβυλωνίαν και εκαίγετον.
Και ως είδαν οι Βαβυλωνίται το κάμωμα και την πονηρίαν του Αλεξάνδρου και έσυραν φωνή μεγάλη: «Αλέξανδρε Βασιλέα, ελέησέ μας εκ τον θυμόν της οργής σου». Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος, ελυπήθη και όρισεν και έσβησαν ταις ιστίαις και εκόπασεν η καύσις.
Και ήλθαν οι Βαβυλωνίτες και επροσκύνησαν τον Αλέξανδρον και είπαν μία φωνή: «Βασιλέα των Βασιλέων και της οικουμένης όλης Βασιλεύ πολλά τα έτη». Και ήφεράν του δώρα πολλά και εξέβαλαν και του Δα(72v)/ρείου του Βασιλέως το χρυσάφι, δύο χιλιάδες τάλαντα και άλογα του σταύλου χίλια και λέοντες εκατόν με άλυσους αργυρούς και πάρδους του κυνηγίου χιλίους και φαρία αράπικα πεντακόσια, όλα γλήγορα, ώσπερ ο άνεμος. Ήφεραν και σταγόνια (128) χρυσά, χιλιάδες δύο και ποτήρια εγκοσμησμένα χιλιάδες δύο και κούπες εγκοσμημένες χίλιες και άλογα αρματωμένα χιλιάδες τρεις (γ΄), όπου είχαν αρματωσία εκ των ψαρίων τα πετζία, όπου σίδερον ουδέν τά επέρνα. Ήφεράν του και το απανωφόρι του Ξέρξου, του Βασιλέως της Περσίας, όπου ήτον εγκοσμημένον με των οφιδίων τα ονύχια και με πολυτίμητα λιθαρόπουλα. Ήφεράν του και το στέμμαν του Σώνσοχου (129) του Βασιλέως, όπου εγίνη και αυτός Βασιλεύς του κόσμου ολουνού. Ήφεράν του και (73r)/ την τάβλα του Δαρείου του Βασιλέως την ζαφειράν (130) όπου ήτον με πολυτίμητα λιθάρια εγκοσμημένη και όταν έτρωγεν απάνου της, ποτέ του κακήν καρδίαν ουδέν είχεν. Και εστάθη ο Αλέξανδρος εις την Βαβυλώνα ημέρας τριάκοντα.
<Πώς ελυπήθη ο Δάρειος κατά πολλά>
Και ο Δάρειος, ως ήκουσεν, ότι ηπήρεν την Βαβυλώνα, επικράνθη πολλά απέσω εις την καρδίαν του και είπεν: «Ω εγώ ο άθλιος, και πώς τον εμαυτόν μου ύψωνα έως τον ουρανόν και επιγείους ανθρώπους ουδέν εκαταδεχόμουν να συντύχω και τώρα έπεσα κάτου ώσπερ αχαμνότερος άνθρωπος εις τον κόσμον και ήλθεν εἷς άνθρωπος έξαφνα και επερίλαβεν το βασίλειον όλον. Αμή καλά λέγει και ο λόγος, όποιος άνθρωπος παίρνει με αδικία, ύστερον πληρώνει με θλίψιν και με (73v)/ δάκρυα, και ο Σολομών είπεν: «Όπου ίδειτε εις την αρχήν χαρά, ύστερον γίνεται θλίψις και στενοχωρία. Και εγώ πολλά δώρα επήρα των αυθεντάδων με χαρά μεγάλη και τώρα πληρώνω με θλίψιν και με δάκρυα πολλά.
Και ως ήκουσαν οι μεγιστάνοι τον Δάρειον, όπου θλίβεται είπαν του και παρηγορούν τον: «Ω θαυμαστέ και ενδοξότατε Βασιλέα, ηξεύρεις η βασιλεία σου πόσον λιζάτον έρχετον εκ τον Φίλιππον και εκ τους Bασιλείς όλους. Και μηδέν πικραίνεσαι, ότι το καράβι το μέγα, όταν πέσει εις την θάλασσαν και σύρει άνεμος δυνατός, πολλά κινδυνεύει, όσο να σωθεί, έτζι έναι και το βασίλειον το μέγα, ώσπερ και η θάλασσα και ολουνού του κόσμου τα ποτάμια δέχεται και χωνεύει τα, ούτως έναι και το βασίλειον της αυθεντίας σου. Εκτές έτζά(74r)/κισεν αυτός εμάς και αύριον θέλομεν τζακίσει εμείς, ότι πολλήν δύναμιν και πρωτοκαβελαρέους έχουν οι Πέρσηδες».
<Επιστολή Δαρείου εις τον Πώρον>
(…) Και όρισεν να γράψουν χαρτί παραπονετικόν εις τον Πώρον της Ινδίας. Και έγραψεν ούτως: «Εις τον Βασιλέα τον υψηλότατον παρ’ όλους τους Βασιλείς της γής, όπου είναι κύριος των αυθεντάδων της οικουμένης και επίγειος θεός της Ίνδιας και η δεξιά σου έναι στερεά εις όλα τα βασίλεια της (86r)/ γης, εγώ ο Δάρειος της Περσίας, ο ελεεινός και άτυχος και πομπεμένος, την σήμερον γράφω και προσκυνώ την βασιλείαν σου. Εσύ καλά ηξεύρεις το πώς όριζα εις τον καιρόν μου και ήμουν αυθέντης απάνου εις τριάκοντα ἕξ Βασιλείς. Και τώρα εσηκώθην ένας από τους αχαμνότερους Βασιλείς, ονόματι Αλέξανδρος, και ηπήρεν το βασίλειόν μου όλον. Ηπήρεν την Δύσιν όλην και την Ιερουσαλήμ και την Αίγυπτον και την Βαβυλώνα και έσμιξέ τα εις την Δύσιν. Και οι Πέρσηδες εσκιάστηκαν και ουδέν ημπόρεσαν να τόν αντισταθούν. Δύο φορές επολεμήσαμεν και δύο μας ετζάκισεν. Και παρακαλώ την βασιλείαν σου να μας δώσεις δύναμιν να πολεμήσωμεν ακόμη τρίτον φορά, ή να σκοτώσω αυτόν και το φουσάτον του ή να σκοτωθώ εγώ και τα φουσάτα μου. (86v)/ Ο Πώρος ο Βασιλεύς είδεν την επιστολήν και έσεισεν το κεφάλι και είπεν: «Ουδέν ευρίσκετε χαρά, ά<ν> δεν σμικτεί και θλίψις. Ο Δάρειος ισάζετον με τον θεόν των Ελλήνων και εγίνετον επίγειος θεός και τώρα διώκεται από τους Μακιδόνους, όπου ήτον ο Φίλιππος εδικός του». Και εθαύμασεν και έκραξεν ο Πώρος έναν από τους βοηβοντάδες, τον καλύτερον, και είπεν του: «Έπαρε τέσσαρες φορές χιλιάδες και σύρε εις βοήθειαν του Δαρείου του Βασιλέως και τον Αλέξανδρον μηδέν τόν σκοτώσετε, να μού τόν φέρετε ζωντανόν αυτόν τον δούλον μου, να ίδω τί άνθρωπος έναι, ότι πολλοί μού τόν λέγουν φρόνιμον και δόκιμον και ανδρειωμένον». Και εκίνησαν τα φουσάτα της Ίνδιας και υπήγαν εις βοήθειαν του Δαρείου. Ως ήκουσεν ο Δάρειος ότι ήλθαν φουσάτα της Ίνδιας, εσύναξεν το φουσάτο (87r)/ της Περσίας και έγραψάν το και ηύραν χίλιες χιλιάδες και εκίνησεν εις τον πόλεμον. Και έστειλεν ο Δάρειος να καταπατήσουν το φουσάτον του Αλεξάνδρου και επίασάν τους ή βίγλα του Αλεξάνδρου και όρισε ο Αλέξανδρος και ανέβασάν τους εις έναν βουνί υψηλόν και όρισε και αρματώθηκαν τα φουσάτα και εκαβαλίκευσαν όλοι και έκαμαν τάγματα αλλάγια και είδαν το φουσάτο του Αλεξάνδρου οι καταπατητάδες και εξενίστηκαν. Και όρισεν ο Αλέξανδρος και έδωκάν τους άρματα Μακιδονικά και είπεν: «Χαρίζω σας την ζωήν σας και σύρτε εις τον πόλεμον, να βαστάτε τα άρματα αυτά, να μηδέν σας σκοτώσουν οι Μακεδόνες».
Και αφήκεν τους και υπήγαν. Και οι βοηβοντάδες της Ίνδιας τους ερώτησαν περί τα φουσάτα του Αλεξάνδρου και αυτοί είπαν: «Ημείς ως καθώς είδαμεν ούτως λέγομεν, (87v)/ είδαμεν φουσάτα πολλά και ανδρειωμένα και έρχονται δυνατά, έγνοιαν ή λογισμόν φόβον ουδέν έχουν. Τα άλογά τους είναι πολλά, διαλεκτά και καλά και είναι όλα βαρβάτα». Και ως ήκουσαν τα φουσάτα της Ίνδιας, εδειλίασαν και ωσάν εγγαρεμένοι έρχονταν εις τον πόλεμον. Ο Δάρειος τους καταπατητάδες οργίσθη και όρισε και έκοψαν τες γλώσσες τους, πλέον να μηδέν παινήσουν τον Αλέξανδρον.
<Πόλεμος Αλεξάνδρου και των Περσών>
Και τόμου εμαζώχθησαν τα δύο φουσάτα, εκτυπήθησαν με τα κοντάρια και ετζακίστησαν. Και έσυρεν ο άνεμος και εσηκώθη κονιορτός, ώστε και ο ήλιος εσκοτείνιασεν. Και υπήγαινεν ο κτύπος των κονταρίων και των σκουταρίων έως τον ουρανόν. Και αυτή τή ώρα δεν εγνωρίζετον τις έναι Πέρσος(sic) ή Ίνδης ή Μακεδονίτης. Και έσυραν τα σπαθία τους, ώσπερ ο καλός αγωνιστής τον Ιούνιον μήναν εις δασύν χωράφιν και εκα(88r)/τασφάζονταν όλην την ημέραν και ως επερίλαβεν η νύξ, εσέβη φόβος μέγας εις τα φουσάτα Περσίας και της Ίνδιας και αρχέρισαν να φεύγουν. Και όταν ήλθεν η αυγή, ήλ<θαν> πάλε εις τον πόλεμον και είδεν τους ο Αλέξανδρος, ότι εγύρισαν πάλε οι Ινδιώτες, και ουδέν ημπόρεσε να βαστάξη και εσέβη εις την στρατίαν της Ίνδιας με το αλλάγιν του, τες εκατόν χιλιάδες του διαλεκτούς και πρωτοκαβελαραίους. Και εποίησεν ο Αλέξανδρος μεγάλους φόνους και πολλούς. Και είδαν τον Αλέξανδρον οι Πέρσηδες και έδωκαν εις τροπήν και έφευγαν. Και ως είδαν τα φουσάτα της Ίνδιας ότι φεύγουν οι Πέρσηδες, έδωκαν και αυτοί εις τροπήν και έφευγαν. Ουδέν εδυνήθησαν να βαστάξουν τους φόνους και το σφάγιον όπου εγίνετον. Ως είδεν ο Δάρειος το πώς εγίνην (88v)/ ο πόλεμος και το πώς φεύγουν τα φουσάτα του, εξέχασεν (131) και έγινεν ως εξεστηκώς άνθρωπος και άρχισε και αυτός να φεύγει ο άθλιος, και φεύγοντας έλεγεν: «Εγώ ο άγνωστος (132) ο Δάρειος, έως τον ουρανόν υψωνόμουν και τώρα ουδέ εις την γην δεν είμαι άξιος να σταθώ. Και οι Πέρσηδες όλοι έφευγαν προς το κάστρον, την Περσίδα. Και δύο ηγαπημένοι του Δαρείου, ο Κανταυλούσης και ο Αριοβαρζάνης, έδραμαν και εκτύπησάν τον, ένας εκ την μίαν μερίαν και άλλος εκ την άλλην και έσφαξάν τον. Και απόδειράν (133) τον εκ το άλογον και έπεσεν κάτου και έκδυσάν τον την φορεσίαν του και ηπήραν την. Και ο Δάρειος απόμεινεν με ολίγην ψυχή.
<Πώς ηύρεν ο Αλέξανδρος τον Δάρειον λαβωμένον>
Και ο Αλέξανδρος είδεν τον φόνον του Δαρείου και έστειλεν έναν εκ τους στρατιώτας του και ει(89r)/πεν: «Σύρε και ειπέ των Πέρσηδων μηδέν φεύγετε, ότι ο Δάρειος εσκοτώθην. Εί δε και φεύγουν, την σήμερον ημέραν θέλουν αποθάνει όλοι εκ το σπαθί των Μακιδόνων». Και έστειλεν και τον Φιλόνην εις της Ίνδιας το φουσάτο να επάρει τα άλογά τους και αυτουνούς να τούς αφήσει να υπηγαίνουν εις τον αυθέντη τους τον Βασιλέα τον Πώρο. Και υπήγεν ο Φιλόνης και είπε τον ορισμόν του Αλέξανδρου εις τους Ινδίτες. Και αυτή τή ώρα έπεσαν όλοι εκ τα άλογά τους και επροσκύνησάν τον και παράδωσάν του τα φλάμπουρα και τες τρουμπέτες όλες του Πώρου, και εκατόν ζυγιές (134) ανακαράδες (135) και τα άλογα και τα άρματά τους όλα. Και ηπήραν συμπάθιον και υπήγαν εις τον αυθέντη τους τον Βασιλέαν τον Πώρο. Και επα(89v)/ρήγγειλέν τους ο Φιλόνης να ειπούν του Βασιλέως του Πώρου το πώς, να κάθεται ο Πώρος εις το βασίλειον της Ίνδιας, να στρατεύει απέσω και αλλουνού δύναμιν να μηδέν δίδει και να ηξεύρει πως εγώ ο Φιλόνης με την ελεημοσύνην του αυθεντός μου, του Αλεξάνδρου, είμαι αυθέντης εις όλην την Περσίαν». Και οι Πέρσηδες εχωρίσθηκαν εκ τα φουσάτα της Ίνδιας και επροσκύνησαν τον Φιλόνην και ήλθαν και έσμιξαν με το φουσάτον της Μακεδονίας και εχάρησαν χαράν μεγάλην το πώς τους εξαπέστειλεν ο θεός να δουλεύουν τον Αλέξανδρον.
Αλέξανδρος έρχετον με την σύνταξίν του, τους Μακιδόνους, επί τον κάμπον της Περσίας. Και ηύρεν <τον> Δάρειον εις την γην, όπου κείτεται εις τον κονιορτόν και είπεν: «Αλέξανδρε Βασιλέα, (90r)/ πέζευσε εγλήγορα και έλα να ακούσεις εκ τα χείλη μου λόγον». Αλέξανδρος εγύρισεν και είδεν τον και είπεν: «Τίς είσαι εσύ, άνθρωπε;». Ο Δάρειος τόν απεκρίθη: «Εγώ είμαι ο Δάρειος, όπου ο τροχός του χρόνου με ύψωσεν έως τον ουρανόν και το ριζικόν μου μέ εκατέβασεν έως τον Άδην. Και σύ, Αλέξανδρε ατός σου είδες και (…) ενθυμήσου τον θάνατόν σου και μηδέν μέ αφήνεις εις τον κονιορτόν να αποθάνω, ότι δεν είσαι και εσύ ανελεήμονας ωσάν οι Πέρσηδες». Αλέξανδρος ως ήκουσε τους λόγους του Δαρείου, ελυπήθη και εδάκρυσεν και επέζευσεν και έβγαλεν το απανωφόριν του και εσκέπασέν τον, και όρισεν τους Μακιδόνους να φέρουν αλογάμαξον αργυροδιάχρυσον, να (90v)/ τόν βάλουν. Και ώστε να φέρουν το αμάξι, έβαλάν τον εις τα ξύλα και εβάσταξέν τον ο Αλέξανδρος εκ την μίαν μερίαν ένα δοξόβολον (136) και είπεν: «Εγώ βασιλικήν τιμήν σού έκαμα, αν ήσουν και εχθρός μου, και εύχου μας». Και έβαλέν τον εις το αργυροδιάχρυσον το αμάξι και υπήγαν τον εις το κάστρον.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
125. να τεντώσει: να στρατοπεδεύσει (τεντώνω: στήνω σκηνές, στρατοπεδεύω)
126. απανωθέον: κατεπάνω, εναντίον (Λεξικό Κριαρά)
127. δέσιν: φράχτη ποταμού, φράγμα.
128. σταγόνια: κύπελλα, ποτήρια (σταγόνι, το: κύπελλο, ποτήρι)
129. Σώνσοχου: Σώνσοχος. Ο Φαραώ της Αιγύπτου Σέσωστρις ή Σεσόνχωσις (945-924 π.Χ.), μέγας κατακτητής και πολεμικός βασιλιάς.
130. ζαφειράν: από ζαφείρια (ζαφείρι, το: ο πολύτιμος λίθος σάπφειρος)
131. εξέχασεν: τα έχασε
132. άγνωστος: ανόητος. Απερίσκεπτος.
133. απόδειραν: εχτύπησαν και έριξαν κάτω (αποδέρνω: χτυπώ και ρίχνω κάτω)
134. ζυγιές: Δύο όργανα μαζί λέγονται ζυγιά (π.χ. τρουμπέτες και ανακαράδες)
135. ανακαράδες: τύμπανα (ανακαράς: τύμπανο, νταούλι)
136. δοξόβολον: απόσταση βολής με τόξο
Τάκης Μαζαράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου