Είχαμε να ιδωθούμε για πενήντα χρόνια…τον συνάντησα κάποιο απόγευμα πουο ήλιος χανότανε στο γαλανό Ιόνιο…Πίσω το χωριό μας - Καρυές -, σαν μεγάλο λεξικόαξεφύλλιστο…Ο ίσκιος του ήταν στο πλευρό μας.Τον σέρναμε χρόνια δεκάδιπλαστους ώμους για κουβέρτα.Ξέμαθαν πια οι φτέρνες μαςτους χωματόδρομους…την ερημιά τους την έκαναν μπάλακλωτσώντας την με ανακούφιση.Έχεις δει το Θύμιο να ιδρώνει ;Πεισμώνει σαν τη γροθιά…Κι όταν φυσάει είναι το άκουσμααπ´τα ρούχα του.Άλλοτε μ´ένα λινό πουκάμισοή μ´εκείνο το κόκκινο μαντήλι…που το θυμάμαι λες και ήταν χτες…πάντα κρεμασμένο στο λαιμό,σαν να είχε κρεμάσει πάνω τουόλες τις προσδοκίες του…Να κάθεται αργά τα βράδιανα βάζει σε τάξη τις αναμνήσεις του…ένα απόκομμα μιας ματιάς,τον τίτλο κάποιου χαμόγελουή αποκρυπτογραφώνταςτο βάδισμά του.Η γιορτή όμως δεν έφτανε,ξεμάκραινε από το σπίτι,αποδημούσε,σαν τον καημό της λάμπαςτα χαράματα.Το προαισθανόταναπό τότε…το πρώτο κυνηγητότων ξοφλημένων,εκείνου του Ιούλη,που έκανε οικονομίεςγια το γαμπριάτικο κοστούμιτου τρανού σκολειού…Στο διάλο είπε,πού να βρω ράφτηνα γαζώσει τα όνειρά μου…και κανείς δεν τον διέψευσεγιατί κι η ….μόλις πήρε την κλωστήεκείνου του άγνωστου ταξιδιού του.Αυτό είναι μια ιστορία προσωπικήπου δεν εξαγοράζεταιμε βιογραφία…Γαρυφαλλιά Χαραλαμποπούλου.
* Αυτά, από την ξαδέρφη μου
τη Γαρούφω! Κυπαρισσία 23 Φλεβάρη 25
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου