ΤΑ ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑιΣΚΑΚΗ
ΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ, τὸν καιρὸ τοῦ Ἀλήπασσα, ὁ Καραϊσκάκης, νειὸς ἀκόμα, χόρευε μιὰ φορὰ μ’ ἄλλα παληκάρια. Ἐνῷ ἔσερνε μπροστινὸς τὸν Τσάμικο, κ’ ἔκανε πολλὲς γῦρες στὸν τόπ
ο, καθὼς λένε, πέρασε τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Μουχτὰρ πασσᾶς, γυιὸς τοῦ Ἀλήπασσα. Ἡ φουστανέλλα τοῦ Καραϊσκάκη σηκώθηκε τὸν ἀνήφορο καὶ φανήκανε τὰ πλιάτσικα (1)… Ὁ Μουχτὰρ πασσᾶς πειράχτηκε. Πῆγε στὸν πατέρα του καὶ παραπονέθηκε. Κράζει τότε ὁ Ἀλήπασσας τὸν Καραϊσκάκη καὶ θυμωμένος τοῦ λέει:
— Τί ἔκαμες, ὠρὲ Παλιόγυφτο, στὸ γυιὸ τὸ δικό μου;
— Τίποτα, Πασσᾶ μ’, τοῦ λέει ὁ Καραϊσκάκης. Δὲν τὄθελα· χόρευα κ’ ἔκαμα ἔτσ’ μιὰ φουρά… [κ’ ἔφερε μιὰ γύρα]. Τότε πέρναγε ὁ γυιός σου ὁ Μουχτὰρ πασσᾶς καὶ θύμωσε. Τί φταίω ‘γὼ ὁ μαῦρος;…
Ὁ Ἀλήπασσας ἔσκασε τὰ γέλια.
— Πῶς τὄκαμες, ὠρὲ μπίρο μ’; Κάμε το πάλε, ὠρέ!
— Ἔτσ’, Πασσᾶ μ’…
— Κάμε το ἄλλη μιὰ φορά, ὠρὲ Γιῶργο!… Μπράβο, ὠρὲ Γιῶργο!… Ἄϊντε τώρα.(1) πλιάτσικα: λάφυρα· ἐδῶ: γεννητικὰ ὄργανα.
Ἢ Χορὸς καὶ Ἐπανάσταση [τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια][1/3]
ΦΟΥ Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ μετάφερε τὴν καθέδρα του ἀπὸ τὴν Αἴγινα στὸ Ναύπλιο, οἱ ἀξιωματικοὶ τῶν ξένων πολεμικῶν, ποὺ ἦταν ἀραγμένα στὸ λιμάνι, ζητῆσαν ἄδεια καὶ στήσανε μιὰ μεγάλη μπαράκα ξύλινη ἀπάνου στὴν τάπια τοῦ ὁπλοστασίου γιὰ νὰ προσφέρουνε στὸν Κυβερνήτη καὶ τῆς πόλης τοὺς προκρίτους χορό. Ὁ Κυβερνήτης ὅμως, φιλότιμος, εἶπε πὼς ἔπρεπε νὰ δώσῃ αὐτὸς πρῶτος κ’ οἱ πολῖτες τοῦ Ναυπλίου χορὸ στοὺς ξένους.
Τἄκαμε ὅλα ἕτοιμα ὁ Κυβερνήτης, καὶ τότε κάλεσε τοὺς προκρίτους τῆς πόλης καὶ τοὺς ἄλλους ἐπίσημους καὶ τοὺς εἶπε:
— Ἀναγκάσθηκα ἀπὸ τοὺς ξένους νὰ δώσω Εὐρωπαϊκὸ χορό, ἂν καὶ τονὲ θαρρῶ γιὰ τὰ ἑλληνικά μας ἤθη ἀταίριαστο· θ’ ἀκούσετε ὅμως καὶ θὰ φυλάξετε πιστὰ τὴς ὁδηγίες ποὺ θὰ σᾶς δώσω: Στὴς 9 μ.μ. θἀρθοῦν οἱ ξένοι στὸ χορό, ὅπου θὰ εἴσαστε σεῖς συναγμένοι· μετὰ μισὴ ὥρα θὰ μπῇ ὁ Κυβερνήτης καὶ θὰ μείνῃ δυὸ ὧρες σωστές, ὄχι περισσότερο. Μισὴ ὥρα ἀφοῦ φύγῃ ὁ Κυβερνήτης θὰ πάρετε τὴς οἰκογένειές σας καὶ θὰ φύγετε καὶ σεῖς. Μὲ καταλάβατε;
Τὸ πρωῒ μαθαίνει ὁ Κυβερνήτης πὼς οἱ Ἕλληνες καλεσμένοι του μὲ τὴς κυράδες καὶ τὴς κυράτσες τους εἴχανε μείνει ὡς τὴν αὐγὴ γιὰ τὸ χατίρι τῶν θηλυκῶν τους, ποὺ θέλανε κι’ αὐτὰ νὰ κάνουν τὸ χατίρι τῶν ξένων ἀξιωματικῶν, καὶ μάλιστα τῶν πειὸ ἄξιων στὰ χοροπηδήματα. Αὐτὸ λύπησε πολὺ τὸν Κυβερνήτη.
Σὲ λίγες μέρες ἐπιτροπὴ ἀπὸ τοὺς προκρίτους ζήτησε ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη ἄδεια νὰ δώσουνε κι’ αὐτοὶ χορό. Ὁ Κυβερνήτης εἶπε:
— Ἂν ἤξερα πὼς οἱ οἰκογενειάρχες τοῦ Ναυπλίου ἔχουνε λιγώτερο μυαλὸ ἀπὸ τὰ παλιοκόριτσα, οὔτε ἐγὼ χορὸ δὲν ἔδινα, ὅμως τώρα δὲ σᾶς δίνω τὴν ἄδεια.
Ἔδωσαν ὅμως οἱ Ναύαρχοι τῶν Προστατίδων Δυνάμεων χορό, καὶ πῆγε ὁ Κυβερνήτης τὴς δυό του ὧρες, μὰ ὁ χορὸς κράτησε πάλι ὡς τὰ ξημερώματα, καὶ κάμποσα σκάνταλα καὶ παρατράγουδα γενήκανε μὲ τὴς Ἀναπλιώτισσες καὶ τὴς Ἀναπλιωτοποῦλες.
Εἶδε ὁ Κυβερνήτης τέλος πὼς οἱ Ἀναπλιῶτες ἦταν ἀδιόρθωτοι καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς Ναυάρχους νὰ χαλάσουν τὴ μπαράκα γιατὶ τάχα ἤθελε νὰ διορθώσῃ τὸν προμαχῶνα [ντάπια].
Ἔτσι ὁ χορὸς δὲν τριπλώθηκε.
1Τσάκας ὁ Ἀχάλαγος!
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ σκοτώθηκε, κι’ ὁ Τσάκας ὁ δεντρόκορμος δὲν εἶχε πειὰ καρδιὰ γιὰ πόλεμο. Ὁ Ἥρωας, ποὺ φρόντιζε τὰ παληκάρια του καλύτερα ἀπὸ τὴ ζωή του, δὲ ζοῦσε πειὰ νὰ τονὲ θυμηθῇ. Τελείωσε ὁ ἀγῶνας μὲ τοὺς Τούρκους, κι’ ὁ Τσάκας, ποὺ πενῆντα χρόνια Τούρκους σκότωνε, ἀπ’ ὅλους λησμονήθηκε. Δὲν ἦταν ἀπὸ κείνους τοὺς
Ἀγωνιστὲς ποὺ φωνάζανε τὰ δίκια τους καὶ τὰ γυρεύανε μὲ τὸ σπαθί τους ἀπὸ τὸ Κουβέρνο. Ἔτσι κανένας δὲν τὸν εἶδε οὔτε στ’ Ἀνάπλι, οὔτε στὴν Ἀθήνα ν’ ἀνεβαίνῃ σκάλες, νὰ φιλῇ ποδιές, περίθαλψες ἀριστεῖα νὰ γυρεύῃ. Ἀποτραβήχτηκε στ’ ἀγαπημένα του βουνὰ τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδας, οἰκονόμησε λίγα παλιόγιδα, κι’ ἀπὸ Κλέφτης, ἄγριος κι’ ἀφίλιωτος τοῦ Τούρκου ὀχτρός, γίνηκε ἥμερος τσοπάνης, ἄβλαβος Πολύφημος, καὶ μοναχὰ τὸ παράψηλο τ’ ἀνάστημά του καὶ ἡ ἀντρειωμένη του κορμοστασιὰ θὰ μαρτυροῦσαν πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ Τσάκας ὁ ξακουστός. Περήφανος, παράπονο ποτέ του δὲν ξεστόμησε· ἔβαλε τὴ γιαταγάνα στὸ θηκάρι, ἔπηξε στάνη, κ’ ἔπλεξε καλύβι, καὶ στεφανώθηκε μιὰ βλάχα δροσερὴ σὰν τοῦ Ἄσπρου τὰ νερά.
Κάνανε κάποτε ὁ Ὄθωνας καὶ ἡ Ἀμαλία τὴν περιοδεία τους κατὰ τὰ κατατόπια ἐκεῖνα, κι’ ὁ Γαρδικιώτης Γρίβας, ὁ ὑπασπιστής, εἶπε μιὰ μέρα στὸ Βασιλέα:
— Σὲ λίγο ἐδῶ ποὺ πᾶμε, θὰ σμίξουμε τὴ στάνη τοῦ περίφημου τοῦ Τσάκα.
— Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Τσάκας;
Ὁ Γρίβας τὸν ἤξερε καλὰ ἀπὸ τὸν καιρὸ τὸν ἀλησμόνητο, ποὺ πολεμοῦσε κι’ αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν Καραϊσκάκη, καὶ ζωγράφισε στοὺς Βασιλιάδες τὸ τί ἦταν ὁ Τσάκας.
— Μὰ ἀκοῦτε, εἶπε, τὸ πειὸ παράξενο· γέρος ἑκατὸ χρονῶν ὁ Τσάκας, δὲν ἔχει πολὺν καιρὸ ποὺ στεφανώθηκε τρίτη φορά…
Οἱ Βασιλιάδες παραξενευτήκανε καὶ στεῖλαν καὶ καλέσανε τὸν Τσάκα. Τότε εἴδανε μπροστά τους ἕνα γίγαντα ἀσπρομάλλη, μὲ λογκωμένα στήθια, φρύδια καὶ μαλλιά, σὰν παμπάλαιο μονοδέντρι ποὺ τὸ τρέφει ἡ μοναξιὰ κ’ ἡ ἀνεμοζάλη.
— Διατί δὲν ἐζητήσατε ἀμοιβὴν διὰ τὰς ὑπηρεσίας σας; ρώτησε ὁ Βασιλέας μὲ τὰ δασκάλικά του λόγια.
Ὁ Τσάκας ἀποκρίθηκε δυνατόφωνα:
— Χαρὰ στὰ γουνικὰ ποὺ καρτερᾶνε νὰ δώσουνε ψουμὶ στὰ παιδιά τ’ς ἅμα σκάσουν ἀπ’ τὰ κλάϊματα! [ἀλοίμονο στὴν πατρίδα ποὺ τόσο ἀργὰ συλλογίστηκε νὰ βοηθήσῃ ἕναν Ἀγωνιστή].
Ὁ Βασιλέας ξαφνίστηκε μὲ τὴν ἀπόκριση τούτη τὴν παραστατική· τοὔδωσε τὸ Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρα, μὰ πῆρε καὶ σημείωση νὰ τοῦ δώσῃ «περίθαλψη».
Ἡ Βασίλισσα σ’ αὐτὸ τὸ μεταξὺ κύταζε μιὰ τριαντάρα βλάχα, μεγαλόσωμη πλατώνα [εἶδος ζαρκάδι] ποὺ στεκόταν κι’ ἄκουγε.
— Εἶσαι κόρη τοῦ καπετάνου; ρώτησε, κάνοντας πὼς δὲν ξέρει.
Ὁ Τσάκας δὲν ἔδωσε καιρὸ τῆς γυναίκας ν’ ἀπαντήσῃ.
— Ὁ Θεγὸς δὲ μ’ χάρ’σε πιδιὰ μὲ καμιὰ ἀπ’ τὴς τρεῖς γ’ναῖκες ποὺ πῆρα· ἡ στερνή, ἡ τρίτ’ εἶν’ αὐτείνη ὅπ’ βλέπ’ς, Κυρὰ Βασίλισσα!
— Μὰ εἶναι πολὺ νέα καὶ τὴν ἀδίκησες νὰ τὴν πάρῃς γυναῖκα σου, τόσο προχωρημένος στὰ χρόνια, εἶπε ἡ Βασίλισσα πονηρά.
— Νὰ σ’ πῶ, Κυρὰ Βασίλισσα, εἶπε ὁ Τσάκας· ἂν ἔν’ [εἶναι] νὰ χαλάῃς τ’ Σαρακουστή, τότε νὰ φᾷς ἀρνὶ ἢ π’λακίδα· μὰ ἂν ἔν’ νὰ φᾷς παλιόγιδα, φάει καλύτερα ξερὸ τοὺ ψουμάκι σ’ νἄχῃς διάφουρου καὶ τὴν ψυχή σ’!
Σ’ αὐτὴ τὴν ἀπόκριση ἔμεινε ἡ Βασίλισσα μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα.
Ἀπὸ τότε δὲν ἔπαυε νὰ ρωτάῃ ὅσους γνώριζε ἀπὸ τὰ κατατόπια ἐκεῖνα:
— Ζῇ ὁ γερο-Τσάκας ποὺ παντρεύτηκε γέρος ἑκατὸ χρονῶν;
Ἴσως ἀκόμα ζῇ καὶ βασιλεύει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου