theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

ΠΥΡΗΣ: ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ & ΑΕΙΖΩΟΣ

 Ο ΧΡΟΝΟΣ ΦΕΥΓΕΙ ΣΑΝ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΥΛΑΝΕ ΣΑΝ ΤΟ ΝΕΡΟ
Ζωή - Θάνατος, αρχή -τέλος, φως - σκότος, μαύρο -άσπρο και τόσα άλλα δίπολα είναι κυρίαρχα και απαράβατα, αιώνια. Είναι ο Νόμος  που κινεί τα νήματα του Σύμπαντος. Χθόνιος, επίγειος και ουράνιος. Ουαί κι αλίμονο σε αυτόν που δεν το κατανοεί... 
       Κάτω λοιπόν από αυτό το πρίσμα όλοι μια φορά γεννηθήκαμε και μια φορά πεθαίνουμε. Καθείς με τη σειρά του, είτε Σάββατο βράδυ, είτε Κυριακή πρωί. Και υπόψη 
"Πάσιν ημίν κατθανείν οφείλεται" [Όλοι μας έχουμε χρέος να πεθάνουμε Ευριπίδης]
    Έτσι και ο αγαπητός ξάδελφος ο Πυρής [Χρήστος Γιακουμόπουλος] χτες ξεχρέωσε το χρέος του,"εξεμέτρησε το ζην", πέθανε. και σήμερα [4μ.μ] γίνεται η κηδεία του.
“Μακαρία η οδός , η πορεύει σήμερον ”
  Και όλοι ημείς οι ζώντες να μη λησμονάμε ότι:
  "Ο αληθινός τάφος των νεκρών είναι οι καρδιές των ζωντανών.



             Στο 1ο βιβλίο μου δε [ΑΛΛΟΤΙΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ] 
τρεις σελίδες είναι αφιερωμένες στον Πυρή
 τις οποίες αναρτώ ως επικήδειο λόγο 
μνημονεύοντας και τιμώντας τον!!! 

     Α]       Ποιος δεν ξέρει τον Πυρή; Αυτό μας έλειπε! Όχι μόνο γνωστός τοις πάσι αλλά αγαπητός και σεβαστός σε μικρούς και μεγάλους. Με την ευχέρεια  που δίνει η γραφή, τονίζω μια ομολογία που νομίζω ότι είναι  κοινή αλήθεια. Όλα τα τέκνα του Γιώρη Γιακουμόπουλου είναι πρόσωπα αξιαγάπητα. Ο Μπόνος; μάλαμα και διαμάντι! Ο Γιάννος και ο Θανάσης; Άτομα πρόσχαρα, καλοσυνάτα, με πηγαίο χιούμορ και ατόφια λαϊκή παρουσία. Ο Πυρής, λοιπόν, πρωτοκλασάτος, πολυμήχανος και πολυτεχνίτης. Είκοσι ένα ετών μπήκε στο ζυγό του γάμου. Πρώτο επάγγελμα, τελαριαστής στον Χαρίλαο, από το Λαγκαδά στο Άργος μέχρι την Κρήτη. Τοκιστής  σουλατσαδόρος. Επόμενο «ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ Ο ΠΥΡΗΣ». Τρίκυκλη μηχανή για όλα τα πράγματα. Τελάρα, σακιά στο μύλο, λιπάσματα στα χωράφια και ότι ήθελε ο πελάτης. Μετά από καμιά δεκαπενταριά χρόνια  καλλιεργητής στα θερμοκήπια. Αγγούρια, ντομάτες, μελιτζάνες και λοιπά ζαρζαβατικά. Ακολούθησε το επάγγελμα του παραγωγού λουλουδιών και δη γαρδένιας. Την ίδια μέρα κόψιμο, συσκευασία και αποστολή με τη θρυλική ταχεία στην Αθήνα. Προμήθευε τα καλύτερα κέντρα και τα πρώτα  σκυλάδικα. Μετά για αρκετά χρόνια ταβερνιάρης στις βενζίνες του Γαλάνη. Ψήστης με δίπλωμα και διδακτορικό στα αμελέτητα.
Από την τελευταία, δεκαετή και βάλε επαγγελματική σταδιοδρομία του Πυρή έμειναν πολλά πιατομαχαιροπήρουνα  αλλά κι ένα κρασί, σκέτο κεχριμπάρι, να πίνει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Όλα καλά αλλά έχω κάτι φόβους ότι θα το ρουφήξει  μέχρι το τελευταίο κατρούτσο ο Μήτσάρας. Εκείνη η λουμπίνα  που στο πιοτί τον φοβούνται όλοι οι άγιοι και οι διάβολοι. Ήρθε ο μάγκας  από άλλο χωριό και δε φτάνει που πήρε ένα από τα καλύτερα κορίτσια, και η Κυρα-Αριστέα, η πεθερά, σύζυγος και αρχόντισσα του Παναγιώτη Γιακουμόπουλου, αδελφό του Νιόνιου, του Τάση και του Γιώργου τον έχει μη στάξει και μη βρέξει. Ότι θέλει ο γαμπρός. Κοκόρια, γαλιά, αγριόχορτα, τσιγαρήδες, καγιανάδες, παστές σαρδέλες  και καφέ κοπανιστό στο γουδί, γιατί ο έτοιμος τον πειράζει στο στομάχι. Γι αυτό σου λέω Πυρή πρόσεξε, το γιακουμέικο τον έχει Μήτσο μου και Μήτσο μου κι ότι θέλει   ο Μήτσος.
Ο Πυρής λοιπόν, επί Αρβανίτη δάσκαλου, ήταν από τα πρώτα αλάνια του δημοτικού.  Αλλά στούρνος κι αυτός με περικεφαλαία. Κουτσά στραβά,   έφθασε στην Τετάρτη. Βέβαια και κανείς άλλος από εκείνες τις σειρές δεν πήγε παραπάνω. Κι αν πήγε γύρισε από άλλον δρόμο. Κάποια μέρα που λέτε, πάει και θεια Αγγέλω, η μάνα του, στον δάσκαλο να ρωτήσει πως πάει το παιδί. Μάλιστα ήσαν και κουμπάροι με τον Αρβανίτη, γιατί της είχε βαπτίσει την αδελφή του, τη Μαρίκα .
- Βρε καλώς την κουμπάρα. Δε με πιστεύεις  ε. Καλύτερα να δεις και να κρίνεις από μόνη σου..
- Τι να ξέρω εγώ κουμπάρε μου…..
- Ξέρεις και παραξέρεις. Χρήστο για έλα πάνω να μας πεις το μάθημα.
Ο Πυρής είχε αλλάξει χίλια χρώματα. Από τη μια τα χάχανα των άλλων παιδιών κι από την άλλη ο φόβος. Η θεια Αγγέλω τον πάταγε κάτω και του άλλαζε την πίστη. Το έλεγε η καρδούλα της. Μετά πολλά σηκώνεται στο μαυροπίνακα. Δίπλα στην έδρα ο δάσκαλος και παρέκει η  θεια Αγγέλω.
- Χρηστάκη τι μάθημα έχουμε σήμερα;
Ο Πυρής κατηφής και κακομοίρης στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του και το κεφάλι κατεβασμένο. Ακίνητος. Ούτε μιλιά ούτε ακρόαση καμία. Άχνα. Μόνο το βλέμμα του, βλοσυρό και   απόμακρο, στριφογύριζε συνέχεια. Σαν τον ασβό στο κλουβί. 
- Τον βλέπεις κουμπάρα, καμάρωσέ τον. Έτσι έρχεται κάθε μέρα..   Σαν το φάντη  μπαστούνι
Δεν είχε προλάβει να τελειώσει ο δάσκαλος και η θεια Αγγέλω ορμάει και ένα μικρό κοντάρι, που είχε κρυμμένο κάτω από την μπροστέλα της, το κατεβάζει στην κεφάλα του Πυράκου με τέτοια δύναμη και ορμή όπως κοπάναγε τα ρούχα με το κόπανο στο ποτάμι. Κανονικά έπρεπε να είχαμε σπασίματα και αίματα. Αλλά τίποτα απ’ αυτά. Ο Πυρής, σαν αστραπή, δίνει ένα πήδουλο από το παράθυρο και έγινε άφαντος.
Ο δάσκαλος αλαφιασμένος  λέει στη θεια Αγγέλω;
- Κουμπάρα άει πιάστονε  τώρα..
Ο κύριος Πυρής στο σχολείο δεν φάνηκε πια.
Αυτή η μέρα ήταν και η τελευταία παρουσία. 
       Β]   Όσο εκτενής κι αν είναι μια αναφορά σε ένα πρόσωπο – όπως η παραπάνω για τον Πυρή είναι αδύνατο να γραφτούν όλα τα σπουδαία και σχετικά περιστατικά. Οπότε, ο Πυρής μου λέγει με παράπονο σε μια συνάντησή μας μετά την δημοσίευση των παραπάνω: 
- «Ξάδελφε καλά και άγια τα μολόγησες αλλά να, με κουτσούρεψες αρκετά. Δεν τα έγραψες όλα και έτσι ο εγγονός στην Αθήνα δεν σχημάτισε καλή και ολική εικόνα του παππού του.»
-  «Δηλαδή έγραψα τίποτα λάθος;»
-  «Σωστά τάχεις, αλλά παρέλειψες πολλά. Έπρεπε να γράψεις για την ΄΄ΕΡΓΟΛΑΒΙΑ ΕΞΟΡΥΞΗΣ ΠΗΓΑΔΙΩΝ΄΄…»
- «Να με συμπαθάς εξάδελφε, δεν ήξερα ότι έχεις κάνει και μεγαλοεργολάβος;»
-  «Όχι και έτσι, απλά μπας και δούμε κανά φράγκο, γιατί είχαμε μεγάλες αφραγκίες. Μάθαμε, που λες, ότι ο Σώτος και η Παγώνα ήθελαν να ανοίξουν ένα πηγάδι στο χωράφι τους, στου Πιπιλή, και μαζί με το κουμπάρο μου το Γιώρη Τσελίκα[1] φτιάξαμε στα ψέματα αυτή την επιχείρηση. Και όπως έγινε την πήραμε τη δουλειά. Στην αρχή, όλα πήγαιναν μια χαρά. Ρίξαμε τα δυο πρώτα καλούπια  στο άψε σβήσε, γιατί για κάθε καλούπι παίρναμε ένα χιλιάρικο ατόφιο. Και τότε το χιλιάρικο ήταν υπόθεση αφού το μεροκάματο ήταν εκατόν πενήντα δραμές. Είμαστε πασάδες. Μάλιστα την τρίτη μέρα πήγαμε στο Πύργο για βόλτα και … επίσκεψη στις παπαρούνες κάτω εκεί στο σταθμό του τραίνου. Φάγαμε στου Γιουρούκου το εστιατόριο, πήγαμε σινεμαδάκι, ψωνίσαμε και δυο παντελονάκια τερλέν και επιστρέψαμε το βράδυ τσίφτες και ωραίοι. Έλα  όμως που στο τρίτο καλούπι και στο τέταρτο τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλά. Βρήκαμε πολύ νερό και μας βγήκε η πίστη. Έτσι τα καλούπια μπατάρησαν και από πάνω έδειχναν σαν τα .. τέτοια του σκύλου με κήλη. Ποιος τον συγκρατούσε το Σώτο και πώς θα ξεμπερδεύαμε; Να μην στα πολυλογώ σκηνοθετήσαμε ότι με χτύπησε η ανέμη και από τα πολλά η Παγώνα μας λυπήθηκε και μας έδωσε και τα τελευταία δυο χιλιάρικα. Άσε  το άλλο που γίναμε, πάλι με τον κουμπάρο μου, ένα βράδυ καραγκιοζοπαίχτες στο Σιδηρόκαστρο. Βέβαια ακόμα περιμένουν να τελειώσει το κουδούνι της έναρξης, γιατί εμείς αφού φτιάξαμε το μπερντέ με ένα παλιοσέντονο και δυο ξύλα σε ένα καφενεδάκι και μαζέψαμε τα φράγκα για τα εισιτήρια, την πατήσαμε. Πριν να λακήξουμε αφήσαμε ένα παιδί να χτυπά μια κουδούνα και να αναγγέλλει ότι σε δυο λεπτά αρχίζει η παράσταση. Όταν τελικά πήραν χαμπάρι οι αγαθοί άνθρωποι και είδαν μια παλιοβαλίτσα με δυο φιγούρες που είχαμε φτιάξει από στράτσο, έτσι για κοροϊδία, εμείς είχαμε γίνει λαγός και άντε να μας βρούνε. Ακόμη το φυσάνε και δεν κρυώνει. Αργότερα, επειδή γλυκαθήκαμε, προσπαθήσαμε να το επαναλάβουμε και στις Καρυές, αλλά οι Κοπανισάνοι μας πήραν χαμπάρι πριν καν αρχίσουμε και μας πήραν με τις πέτρες μέχρι κάτω την ποταμιά του Νέδα…»   
- « Ρε Πυρή, της Νέδας είναι, δεν είπαμε ότι το ποτάμι έχει θηλυκό όνομα;»  
- «Εντάξει ρε ξάδελφε μη κάνεις και έτσι. Ας είναι και κοπέλα, τώρα που ψάχνουμε να τη… βρούμε, χαιρέτα μου τον πλάτανο. Πάντως να γράψεις και για τον ξάδελφό μου τον Σπύρο, τον Μπρίζα, που φοβέριζε  ότι θα με σκοτώσει με ένα ψεύτικο πιστόλι, έτσι για να τουμπάρει τα πράγματα και να μη γίνει ο γάμος με την πριγκίπισσά μου, την κυρά-Τούλα, διότι τα του γάμου έγιναν πολύ ξαφνικά κι ας πούμε λίγο με το ζόρι μια και το πράγμα είχε μπερδευτεί και κάναμε απαγωγή….»  
Πυρής εικοσιένα, Μπρίζας δεκαοχτώ και κάτι….

[1] Χρήστος Πυρής και Γιώρης Τσελίκας ήσαν κολλητοί κουμπάροι και πρώτοι σουλατσαδόροι. Από τι και πώς κουμπάροι ο Θεός μόνο το ξέρει… κι αν και αυτός θυμάται την περίπτωση. Θα τη θυμάται γιατί κύλησε ο ντέτζερης και βρήκε το καπάκι. Τέτοια κυπραίικα λουλούδια ήσαν. Καλύτερα κι από εκείνα της Μονεμβασιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου