theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

Σήμερα, μιλάμε για το ΟΧΙ. Τι προηγήθηκε, όμως; Πως και γιατί ο Ιταλός δικτάτορας αποφάσισε να προχωρήσει στην επιθετική του ενέργεια εναντίον της Ελλάδας, τότε, στα τέλη Οκτωβρίου 1940.

28 Οκτωβρίου 2020                                             Αρετή Τούντα-Φεργάδη
 ·
Σήμερα, μιλάμε για το ΟΧΙ. Τι προηγήθηκε, όμως; Πως και γιατί ο Ιταλός δικτάτορας αποφάσισε να προχωρήσει στην επιθετική του ενέργεια εναντίον της Ελλάδας, τότε, στα τέλη Οκτωβρίου 1940. Κάποιες λεπτομέρειες, για το συγκεκριμένο θέμα, από το βιβλίο μου τα στοιχεία του οποίου παραθέτω στο τέλος.
Όποιος έχει διάθεση, ας διαβάσει.
1.5. Η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας.
    1.5.α. Πριν από την επίθεση.
   Το ενδιαφέρον του Μουσολίνι για την Ελλάδα είχε φανεί πολύ πριν από την έκρηξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου, ακόμα και πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εντοπίζεται στην περίοδο της ιταλικής αποβατικής επιχείρησης στην Αλβανία, την άνοιξη του 1939. Αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς ο Μουσολίνι δεν είχε ξεπεράσει την απογοήτευση που είχε νιώσει από την αποτυχία του στην περίπτωση του επεισοδίου της Κέρκυρας, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1923, την οποία είχε αναγκαστικά εγκαταλείψει μετά από την πίεση, κυρίως, της Βρετανίας, η οποία τον υποχρέωσε να σεβαστεί την απόφαση της πρεσβευτικής Διάσκεψης, που έδρευε στο Παρίσι. Εκείνη την εποχή το φασιστικό καθεστώς είχε μόλις λίγους μήνες ζωής στην εξουσία και δεν μπορούσε να παραβλέψει τις  βουλήσεις και επιταγές της Βρετανίας, η οποία είχε την πρωτοκαθεδρία στη Μεσόγειο. Ως εκ τούτου, ο Ιταλός δικτάτωρ είχε απόλυτη ανάγκη την υποστήριξή της στην πολιτική του mare nostrum, που σκόπευε να εφαρμόσει. 
  Την άνοιξη του 1939 επανέρχεται στο θέμα της Ελλάδας. Εκείνη την εποχή φαίνεται ότι είχαν ενταθεί οι προετοιμασίες οι σχετικές με ένα πρόγραμμα κατασκευής οδών με κατεύθυνση τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Στα τέλη Απριλίου ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις αποβιβάζονταν στην Αλβανία, γεγονός το οποίο ενέσπειρε ανησυχίες στις εκεί διπλωματικές αρχές. Ιταλοί δε αξιωματικοί επιβεβαίωναν τις φήμες για κήρυξη πολέμου της χώρας τους εναντίον της Ελλάδας. Το καλοκαίρι δε της ίδιας χρονιάς ο Μουσολίνι είχε δώσει οδηγίες στον στρατάρχη Μπαντόλιο να προβεί στον καταρτισμό σχεδίων για πιθανό εγχείρημα στρεφόμενο κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
   Ωστόσο, η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με την εναντίον της Πολωνίας γερμανική επίθεση, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ανέκοψε τις επεκτατικές προς την Ελλάδα διαθέσεις του Μουσολίνι, ο οποίος υπαναχώρησε φοβούμενος ότι μια τέτοια ενέργεια  θα τον εξανάγκαζε να εγκαταλείψει την ουδετερότητα και να εμπλακεί στη σύρραξη. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε, ότι επιδόθηκε και σε προσπάθειες τείνουσες στη διατήρηση της ειρήνης. Η ανάμιξη δε της Σοβιετικής Ρωσίας στα της Πολωνίας πράγματα τον ώθησε ν’ αναβάλει τα σχέδιά του ως προς την Ελλάδα. Επισήμως, βεβαίως, δήλωνε ότι η «Ελλάς είναι απογυμνωμένον οστούν». Περιορίστηκε σε προετοιμασίες για ενδεχόμενο πόλεμο με τη Γιουγκοσλαβία, από την οποία δεν απέκλειε επιθετική ενέργεια εναντίον της χώρας του. ΄Ετσι, τουλάχιστον, διατεινόταν.
   Στο πλαίσιο των καλών και φιλικών σχέσεων Ελλάδας‐Ιταλίας και της καλής γειτονίας, τα δύο κράτη υπέγραψαν δύο ξεχωριστά έγγραφα, που ισοδυναμούσαν με διακηρύξεις, στις 28 Οκτωβρίου 1939, δηλαδή ένα χρόνο πριν η Ιταλία εξαπολύσει την επίθεσή της κατά της Ελλάδας. Το ιταλικό έγγραφο, που είχε υπογράψει ο Γκράτσι, περιείχε διθυράμβους για την ειρήνη, γενικότερα, και τη φιλία και συνεργασία των δύο κρατών και συνέδεε αυτές με το Σύμφωνο του Σεπτεμβρίου 1928, που είχε υπογραφεί επί Βενιζέλου.  
   Στο επόμενο χρονικό διάστημα και, ιδίως, περί το Δεκέμβριο 1939, οι ελληνο-ιταλικές  σχέσεις συνέχισαν να γνωρίζουν περίοδο ύφεσης. Μάλιστα, στις 16 Δεκεμβρίου 1939, ο Τσιάνο σε λόγο του, που εκφώνησε στο Φασιστικό Συμβούλιο, καταφέρθηκε εναντίον των Γερμανών. Αναφερόμενος στην Ελλάδα μίλησε με καλά και φιλικά  λόγια, τονίζοντας ιδιαιτέρως το πνεύμα εγκαρδιότητας και συνεργασίας, που ενυπήρχε στις ελληνο-ιταλικές σχέσεις. Αλλά από τις αρχές του επόμενου χρόνου οι διπλωματικές επαφές των δύο κρατών γνώρισαν μια καινούρια επικίνδυνη καμπή. 
  Από την άνοιξη άρχισαν να πληθαίνουν οι φήμες και πληροφορίες στην Αθήνα περί επικείμενης κατάληψης, εκ μέρους της Ιταλίας, της Κέρκυρας, της Κρήτης, των νησιών του Αιγαίου και αυτής της Θεσσαλονίκης. Τις συγκεκριμένες πληροφορίες αντέκρουσε ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην ελληνική πρωτεύουσα, Εμμανουέλε Γκράτσι, σε συνομιλία του με τον πρωθυπουργό Μεταξά, όπου τόνισε το αμετάβλητο «των φιλικών διαθέσεων της ιταλικής κυβέρνησης έναντι της Ελλάδας». Φρόντισε δε να ενσπείρει ζιζάνια υποστηρίζοντας ότι για τις φήμες ευθύνονταν οι Άγγλοι. Την 3η δε Μαΐου διαβίβαζε στον Μαυρουδή, τον Έλληνα υφυπουργό Εξωτερικών, διαβεβαιώσεις του Τσιάνο ότι εκείνη, τουλάχιστον, την περίοδο η χώρα του δεν είχε σκοπό να εμπλακεί σε πολεμικές περιπέτειες, κυρίως στην Χερσόνησο του Αίμου, και ότι το βασικό μέλημά της ήταν να διατηρηθεί η ειρήνη στην περιοχή. Ας μην ξεχνάμε ότι πριν από δύο περίπου μήνες στη συνάντηση των δύο δικτατόρων στο σύνορο του Μπρένερ, ο Χίτλερ είχε βάλει, σχεδόν, το μαχαίρι στο λαιμό του Μουσολίνι για να πετύχει τη δέσμευσή του, ότι η χώρα του θα εξερχόταν στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, ως γνήσιος και πιστός εταίρος του Άξονα. Έτσι, οι διαβεβαιώσεις για την πρόθεση της Ιταλίας να μην επιτεθεί κατά της Ελλάδας και γενικότερα να μην είναι εκείνη η πρωταίτια της επέκτασης του πολέμου στα Βαλκάνια φάνταζαν ειλικρινείς, επαναλήφθηκαν δε και τρεις μέρες αργότερα προς τον Έλληνα πρωθυπουργό. Ο Γκράτσι υπογράμμισε, ότι ακόμα κι’ αν η χώρα του ερχόταν σε σύγκρουση με τη Βρετανία, δεν θα διενεργούσε επίθεση εναντίον της Ελλάδας, αν αυτή δεν μεταβαλλόταν σε βρετανική βάση.
   Παρόλες αυτές τις υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις η ιταλική κυβέρνηση συνέχισε τους επόμενους μήνες να προκαλεί την Ελλάδα επιδιδόμενη σε έντονη προπαγάνδα και σε μια, όντως, ανθελληνική εκστρατεία. Ασκούσε πραγματικό πόλεμο νεύρων στις ελληνικές αρχές. Ο πόλεμος νεύρων ήταν μεθοδευμένος, διότι δεν έλειπαν και δημοσιεύματα υποστηρίζοντα την Ελλάδα, κατά τρόπο, όμως, που να εξυπηρετεί τα ιταλικά συμφέροντα. Για παράδειγμα γράφονταν άρθρα υπέρ της Ελλάδας, με το περιεχόμενο των οποίων επιχειρείτο να καλλιεργηθεί στην ιταλική κοινή γνώμη η εντύπωση ότι «η ελληνική πολιτική έστρεφε πλέον οσημέραι περισσότερον τα βλέμματά της προς τον Άξονα κατόπιν των μεγάλων στρατιωτικών επιτυχιών της Γερμανίας και της Ιταλίας». Επιπλέον, δημοσιεύονταν άρθρα, την περίοδο της επετείου του μεταξικού καθεστώτος, εξυμνούντα το έργο της κυβέρνησης Μεταξά. Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ρώμης, στο ελληνικό του πρόγραμμα ενέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα χάρη στον Μεταξά, βρισκόταν στο κλίμα του Άξονα και στο κλίμα της καινούριας Ευρώπης.
    Ωστόσο, ο Ιωάννης Πολίτης, πρεσβευτής της Ελλάδας στη Ρώμη, πληροφορούσε το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, στις 14 Αυγούστου, εποχή που είχε αρχίσει ο διπλωματικός πόλεμος της Ιταλίας προς την Ελλάδα: « […] η Φασιστική Κυβέρνησις […] ανεζήτησε πρόσχημα όπως αναλάβη η ιδία εχθρικήν απέναντι ημών στάσιν. Αι ιταλικαί εφημερίδαι προχωρούν μέχρι της αποκαλύψεως της αξιώσεως περί αμέσου αποδόσεως εδαφικών δικαίων εις την Αλβανίαν. Ούτως η Ιταλία ζητεί αναφανδόν τον εδαφικόν ακρωτηριασμόν της Ελλάδος και δη επειγόντως». Δύο μέρες νωρίτερα, ο Τσιάνο ενέγραφε στο ημερολόγιό του: «Συνοδεύω εις τον Ντούτσε τον Τζακομόντι και τον Βισκόντι Πράσκα. Ο Ντούτσε καθορίζει την πολιτικήν και στρατιωτικήν γραμμήν δια την ενέργειαν εναντίον της Ελλάδος. Εάν μας παραχωρηθή αμαχητί η Τσαμουριά και η Κέρκυρα, δεν θα ζητήσωμεν περισότερον. Εάν, αντιθέτως, επιχειρηθή αντίστασις, θα εξωθήσωμεν τα πράγματα εις πόλεμον». 
  Στις 15 Αυγούστου, ημέρα εορτασμού της Παναγίας, πανελλήνια γιορτή, βυθίστηκε στον όρμο του νησιού της Τήνου, το καταδρομικό «Έλλη», από τις τορπίλες ενός υποβρυχίου. Η εθνικότητα του υποβρυχίου ήταν ανεξακρίβωτη, αλλά κανείς δεν αμφέβαλλε, ότι επρόκειτο για ιταλικό πλοίο. Ο ιταλικός Τύπος δημοσιεύει την είδηση του τορπιλισμού και τη διανθίζει με σχόλια, βάσει των οποίων αποδίδει την ευθύνη για το τραγικό γεγονός στη Βρετανία. Η αγγλική προπαγάνδα, γράφουν, δεν θα μπορούσε να διαδώσει την είδηση τόσο γρήγορα, πριν ακόμα πληροφορηθεί το συμβάν η ελληνική κυβέρνηση, αν δεν ήταν έργο αγγλικού υποβρυχίου. Υποστήριζαν δε ότι η Βρετανία προχώρησε στον τορπιλισμό έχοντας την ελπίδα ότι λόγω της έντασης που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στις ελληνο-ιταλικές σχέσεις, η Ελλάδα θα έριχνε την ευθύνη στην Ιταλία και θα εξωθείτο σε μια δυναμική ενέργεια εναντίον της. Ο Ιταλός υπουργός των Εξωτερικών, ο οποίος διακατείχετο από την επιθυμία «πάση θυσία να κάμη τον πόλεμόν του με την Ελλάδα»,  βρίσκει την ευκαιρία να ρίξει το βάρος της ευθύνης στον Ντε Βέκι, τον διοικητή της Δωδεκανήσου. Και στη Γερμανία, όμως, η βύθιση του ελληνικού καταδρομικού αποδιδόταν στον Τσόρτσιλ. Είναι επόμενο η συγκεκριμένη ενέργεια, προστιθέμενη με όσα άλλα διενεργούνταν σε βάρος της Ελλάδας εκ μέρους της Ιταλίας, να μην επιτρέπει αμφιβολίες στους Έλληνες κρατούντες για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Οι διευκρινίσεις του Ρίμπεντροπ προς τον Αλφιέρι, τον Ιταλό πρέσβη στο Βερολίνο, ότι ένα εγχείρημα της Ιταλίας  κατά της Ελλάδας θα ήταν πρόωρο και θα μπορούσε να αποτελέσει προκάλυμμα για τη Ρωσία, ώστε να διενεργήσει επέμβαση στα Βαλκάνια, δεν αρκούν. Ο πρωθυπουργός Μεταξάς, συνεχίζει να ελπίζει, πλην ματαίως.     
      Πλείστες πηγές –ημερολόγια και απομνημονεύματα συνεργατών του, μαρτυρίες στη Δίκη της Νυρεμβέργης το 1946–, πιστοποιούν ότι ο Χίτλερ δεν γνώριζε για τις ενέργειες που προετοίμαζε ο Μουσολίνι  εναντίον της Ελλάδας. Πάντως, μια ερμηνεία, που έχει δοθεί για τη στάση του Γερμανού δικτάτορα απέναντι στο εγχείρημα του Ιταλού συναδέλφου του, θεωρείται ότι άπτεται της πραγματικότητας: «Η ενέργειά του ωφείλετο εις απείρως ρεαλιστικώτερα κίνητρα. Εις τον Μουσολίνι είχεν υποσχεθή ως ‘ζωτικόν χώρον’ της Ιταλίας, την Ελλάδα και την Γιουγκοσλαυΐαν. Είχεν, όμως, δώσει την τοιαύτην υπόσχεσιν με την προκαταβολικήν απόφασιν όπως μη την τηρήση, αλλ’ αντιθέτως, περιλάβη εν καιρώ εις το Lebensraum του Τρίτου Ράιχ και την Ελλάδα και την Γιουγκοσλαΐαν, πιθανότατα δε και αυτήν την Ιταλίαν. Ησθάνθη, κατά συνέπειαν, την επιτακτικήν ανάγκην όπως προλάβη μερικάς προώρους δια τα γερμανικά στρατεύματα ιταλικάς πρωτοβουλίας, που θα ημπορούσαν να δεσμεύσουν την ιδικήν του ελευθερίαν κινήσεων». Όσον αφορά στην Ελλάδα, αρκετές πηγές μαρτυρούν πως ο Ιωάννης Μεταξάς, είχε σοβαρές ενδείξεις για τα όσα επρόκειτο να συμβούν. Όσο περνούσαν οι μέρες, πλήθαιναν οι πληροφορίες από τις Ελληνικές Πρεσβείες στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, σύμφωνα με τις οποίες επιβεβαιωνόταν η ιταλική επιθετική ενέργεια εναντίον της Ελλάδας. Από  τον Αύγουστο δε 1940, το υπουργικό συμβούλιο, όπου, βεβαίως, συμμετείχε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών, συζήτησε την περίπτωση επίθεσης της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Νικολούδης, ήταν οι μόνοι που υποστήριξαν πως δεν θα υπέκυπταν σε ιταλικές αξιώσεις και η χώρα όφειλε να αντισταθεί στον εχθρό.
  Εξάλλου, απόρρητες οδηγίες, οι οποίες προέβλεπαν επιθετικές επιχειρήσεις προς την κατεύθυνση της Αλβανίας, περιλαμβάνονταν σε έγγραφα του ΓΕΝ, με ημερομηνία 16 Σεπτεμβρίου 1940. Σκοπός των επιχειρήσεων ήταν να βελτιωθούν οι συνθήκες της ελληνικής άμυνας και η εξάσκηση πίεσης στον αντίπαλο, ώστε να ανακουφιστεί το Θέατρο Ηπείρου, το οποίο υπολογιζόταν ότι θα δεχόταν ισχυρά εχθρικά χτυπήματα.     
    Ο Μουσολίνι έλαβε την οριστική απόφαση να ξεκινήσει τον κατά της Ελλάδας πόλεμο, τον οποίο από καιρό συζητούσε και ονειρευόταν, στο Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, που συγκάλεσε και προήδρευσε ο ίδιος, στις 15 Οκτωβρίου. Στη διάρκεια των εργασιών του Συμβουλίου διευκρίνισε, ότι στόχος της συνάντησης ήταν να λάβουν οριστική απόφαση για την στρατιωτική ενέργεια εναντίον της Ελλάδας και να προσδιορίσουν τις λεπτομέρειες της συγκεκριμένης δράσης. Κατονόμασε τα εδάφη, που έπρεπε να καταληφθούν από τα ιταλικά στρατεύματα, με σκοπό να εκδιώξουν τη Βρετανία από τη Μεσόγειο. Τα εδάφη ήταν τα παράλια απέναντι από τα Επτάνησα, ορισμένα από αυτά τα νησιά –Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά-, αλλά και η Θεσσαλονίκη. Όταν ολοκληρωνόταν αυτή η πρώτη φάση των επιχειρήσεων, θα καταλαμβανόταν όλη η Ελλάδα. Ως ημερομηνία έναρξης των επιχειρήσεων πρότεινε την 26η του ίδιου μηνός, ημερομηνία η οποία τελικώς προσδιορίστηκε στις 24 Οκτωβρίου. Εντούτοις, αυτή άλλαξε μετά από λίγες μέρες. Όταν ο Ιταλός δικτάτορας έλαβε την τελική του απόφαση για την επίθεση ήταν σίγουρος ότι δεν θα εκινείτο εναντίον του κανένα Βαλκανικό κράτος. Ήταν βέβαιος, μετά από τις ιταλο-σοβιετικές συνομιλίες, που είχαν διεξαχθεί, ότι η Ρωσία δεν θα αντιδρούσε. Δεν υπολόγισε, όμως, τον ηρωισμό του αντιπάλου.   
"Εικόνες" από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια ιστορική προσέγγιση, Ι. Σιδέρης, 2007, σελ. 102-108.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου