Ασχολήθηκα επαγγελματικά με αντικείμενο την Τουρκία, επί 6 χρόνια, από τα οποία 3 χρόνια (1978-1981) επιτόπου και γνωρίζω και τη μέχρι σήμερα κύρια διεθνή βιβλιογραφία για τη χώρα, στη σύγχρονη εποχή. Ήταν η πιο δύσκολη περίοδος τής μετά τον Β΄ΠΠ ιστορίας της. Πέραν της εκτεταμένης αιματηρής βίας στις ανατολικές (κουρδικές) επαρχίες, για την οποία υπήρχε σχεδόν πλήρης συσκότιση και αδυναμία φυσικής πρόσβασης χωρίς ειδική άδεια, υπήρχαν, επί αρκετά χρόνια, 5-6 νεκροί και αρκετοί τραυματίες, σχεδόν καθημερινά, σε ένοπλες συγκρούσεις των δυνάμεων ασφαλείας με, συνήθως, ακροαριστερές ένοπλες οργανώσεις, μέσα στις 3 μεγάλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Σμύρνη).

Συχνά επιβάλλονταν πλήρης απαγόρευση κυκλοφορίας, για 1-2 μέρες, στις ίδιες πόλεις, ενώ το να κυκλοφορείς υπό την απειλητική επιτήρηση της κάνης των όπλων αποτελούσε όχι σπάνια καθημερινότητα. Οιονεί κανονικότητα αποτελούσε και ο βασανισμός ή η θανάτωση πολιτικών κρατουμένων, που συχνά στερούνταν οποιασδήποτε δικαστικής προστασίας. Επί χρόνια υπήρχε, επίσης, καθημερινή διακοπή ηλεκτροδότησης ανά περιοχή, για 6-8 ώρες και αντίστοιχης διάρκειας διακοπή υδροδότησης στις μεγάλες πόλεις, ενώ το επί δεκαετίες καθεστώς υποκατάστασης των εισαγωγών –που πάντως συντέλεσε, βαθμιαία, στην απόκτηση παραγωγικής τεχνογνωσίας– καθιστούσε παντελώς ανύπαρκτα πολλά καταναλωτικά ή άλλα προϊόντα –για παράδειγμα, μόνο 6-7 μεγάλα ξενοδοχεία είχαν άδεια εισαγωγής καφέ, για τις ανάγκες τους, ενώ βασικά φάρμακα ή άλλα είδη ήταν ανύπαρκτα, οι δε ελλείψεις άγγιζαν όλες τις κοινωνικοοικονομικές τάξεις. Η επίσημη ισοτιμία της τουρκικής λίρας προς το δολάριο ήταν 1$ = 80 Λ.Τ., ενώ στην ευρύτατη μαύρη αγορά ήταν 1$ =250 Λ.Τ. Τα αυτοκίνητα, όλα αποκλειστικά τουρκικής κατασκευής και πανάκριβα για τον μέσο Τούρκο, έδιναν την εντύπωση ότι το κέλυφός τους αποτελούνταν από χαρτόνι· το ίδιο και οι εσωτερικοί τοίχοι των τότε νέων πολυκατοικιών. Το οδικό δίκτυο και οι υποδομές ήταν υποβαθμισμένα οι δε συνθήκες και το επίπεδο ζωής στις φτωχογειτονιές και στην ύπαιθρο ήταν προβληματικές και παντελώς μη συγκρίσιμες με τις τότε αντίστοιχες στην Ελλάδα. Οι ένοπλες δυνάμεις επόπτευαν και κηδεμόνευαν, με βάση θεσμική κεμαλική παράδοση, την κυβέρνηση και την πολιτική ζωή και όχι σπάνια το συμβούλιο των αρχηγών των επιτελείων «ανακαλούσε στην τάξη» την κυβέρνηση ή υπουργούς της, που υποχρεούνταν να συμμορφωθούν πάραυτα! Επιπλέον, οι ένοπλες δυνάμεις ήταν ιδιοκτήτες του 70% της παραγωγικής υποδομής και έλεγχαν σχεδόν αντίστοιχο ποσοστό της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα. Θεώρησα χρήσιμη την παραπάνω περιγραφή, ως μέτρο για την επιφανειακή ευκολία, με την οποία αρκετοί στην Ελλάδα κρίνουν σήμερα την Τουρκία υπό τον Ερντογάν.
Η χώρα διέθετε, πάντως, καλά συγκροτημένη κρατική δομή –οργανωμένη με βάση, προσαρμοσμένα στον χαρακτήρα της, σύγχρονα δυτικά πρότυπα– η οποία ήταν απείρως πιο αξιοκρατική στην αντίληψη και πρακτική στελέχωσης του κράτους και των φορέων του, σε σύγκριση με την ελληνική του τότε και του σήμερα. Θα αναφέρω μόνο ένα πολύ απλό παράδειγμα, από τα πολύ σοβαρότερα που θα μπορούσα: όταν στη δεκαετία του 1970, στην Ελλάδα πολύ μεγάλος αριθμός δημόσιων εγγράφων ήταν ακόμη χειρόγραφα (πράγμα που, ώς έναν βαθμό, συνεχίσθηκε μέχρι και τη δεκαετία του 1990), στην Τουρκία, όλα ανεξαιρέτως τα δημόσια έγγραφα –από αυτά ενός υπουργείου μέχρι αυτό της κοινότητας ενός χωριού στα βάθη της Ανατολής– ήταν άψογα δακτυλογραφημένα, σε ομοιογενώς τυποποιημένο χαρτί δημόσιας αλληλογραφίας, μικρού μεγέθους (Α5) ή αν η φύση και η έκταση του εγγράφου το απαιτούσε, σε επίσης, ομοιογενώς τυποποιημένο χαρτί Α4. Είδα εκατοντάδες τουρκικά δημόσια έγγραφα ή πιστοποιητικά, πάσης φύσεως και προέλευσης εκδότη· κανένα δεν παρέπεμπε στη γνωστή τσαπατσουλιά του ελληνικού Δημοσίου. Η διαχρονικά, στο μέτρο του δυνατού, αξιοκρατική στελέχωση του τουρκικού κράτους και ιδιαίτερα των κρίσιμων δομών του, αποτελεί σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημά του έναντι της Ελλάδας, σε πολλούς τομείς. Γνώρισα πολλά στελέχη της τουρκικής δημόσιας διοίκησης, της διπλωματίας και των ενόπλων δυνάμεων, όλων των βαθμίδων της ιεραρχίας. Τους χαρακτήριζε επαγγελματισμός, σοβαρότητα, υπευθυνότητα και συνείδηση καθήκοντος και κανένας τους δεν έλεγε «ανόητες εξυπνάδες», που ατυχώς χαρακτηρίζουν τον λόγο αρκετών δικών μας. Η στελέχωση του τουρκικού κράτους άρχισε, πάντως, να μεταβάλλεται από τη δεκαετία του 2010, εξαιτίας της καθεστωτικής ευνοιοκρατίας του Ταγίπ Ερντογάν.
Έτσι ήταν η Τουρκία μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, όταν άρχισε να αποδίδει η από το 1985 εκσυγχρονιστική πολιτική του Τουργκούτ Οζάλ, ο πρόωρος και με ερωτηματικά θάνατος του οποίου, το 1993, άφησε περιθώρια για ποικίλα πισωγυρίσματα, καθώς και έλευση στο ενεργό προσκήνιο δυνάμεων ακραίου εθνικισμού, μέχρι την ανάληψη της εξουσίας από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το 2003. Ο Ερντογάν απογείωσε αναπτυξιακά τη χώρα, άλλαξε σημαντικά την κοινωνική φυσιογνωμία της, αποδόμησε πλήρως, με ποικίλες –διαφανείς και αδιαφανείς– μεθοδεύσεις, τον θεσμικό και οργανικό εναγκαλισμό και έλεγχο της κυβέρνησης και του κράτους από τις ένοπλες δυνάμεις, τις οποίες καθυπόταξε στη συντεταγμένη πολιτική εξουσία, κατέστησε δε την Τουρκία μεγάλη περιφερειακή δύναμη και υπολογίσιμη παρουσία στον σύγχρονο πολυπολικό κόσμο, με σημαντική πολιτική, οικονομική και πολιτισμική παρουσία και αποτύπωμα διεθνώς. Το γεγονός ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 εξελίχθηκε σε αυταρχικό ηγέτη, έλεγξε προσωπικά τις κρίσιμες κρατικές δομές, εισήγαγε εκτεταμένα ευνοιοκρατία και καθεστωτικά διαπλεκόμενη διαφθορά, δεν αναιρεί τα παραπάνω ούτε μειώνει την ιστορική σημασία τους. Είναι, βέβαια, αυτονόητο ότι μια πλήρης εικονογράφηση της Τουρκίας δεν μπορεί να εξαντληθεί σε ένα σύντομο κείμενο. Μιας όμως και η προχθεσινή συνάντηση Τραμπ–Ερντογάν κατέστησε το θέμα επίκαιρο, βρήκα χρήσιμο να κάνω μια πολύ απλή περιγραφή της Τουρκίας των τελευταίων 50 ετών, με βάση την προσωπική εμπειρία μου και τα ευρέως γνωστά δεδομένα.
Πριν να ολοκληρώσω την περιγραφή αυτή, με μια συνοπτική αναφορά στη σημερινή γεωπολιτική και γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας, θα σημειώσω ότι για λόγους ιστορικούς, ψυχολογικούς, πολιτισμικούς και άλλους, στην Ελλάδα, η μεγάλη πλειονότητα αντιμετωπίζει την Τουρκία και τους Τούρκους είτε με στερεοτυπική, απαξιωτική ή δαιμονοποιητική προκατάληψη είτε με ποικιλόμορφο στρουθοκαμηλισμό, που συνήθως καθησυχάζει ή εκτονώνει φόβο, με θλίβει δε η σημερινή ευρεία απουσία ρεαλιστικής εθνικής αυτοπεποίθησης και όρων συγκρότησής της. Είναι, επιπλέον, χρήσιμο να έχουμε υπόψη ότι στο διεθνές περιβάλλον σημασία δεν έχει τι γνώμη έχεις εσύ για μια άλλη χώρα που σε αφορά άμεσα, αλλά τι γνώμη έχει η υπόλοιπη ανθρωπότητα για τη χώρα αυτή. Το να υπολαμβάνεις δε ή να φαντασιώνεσαι τη δική σου αντίληψη ή προκατάληψη ως αδιαμφισβήτητη αντίληψη και πεποίθηση της υπόλοιπης ανθρωπότητας, όπως κάνουν πολλοί στην Ελλάδα, είναι, εκτός από φαιδρό, δυνάμει επικίνδυνο.
Η Τουρκία αποτελεί, σήμερα, σημαντική περιφερειακή δύναμη και σημαντικό γεωπολιτικό παράγοντα, πολύ πέραν της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, δεδομένου ότι εκτός από τον ηγεμονικό ρόλο που, με αρκετή πιθανότητα επιτυχίας, επιδιώκει να αποκτήσει στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, συνιστά και μια μορφή «μονωτικής ζώνης» έναντι της επέκτασης της κινεζικής ή της ιρανικής επιρροής, διατηρώντας ταυτόχρονα καλές σχέσεις και με τους δυο, καθώς και με τη Ρωσία. Το γεγονός αυτό καθώς και το ότι είναι στρατιωτικά ισχυρή χώρα, σε κρίσιμη γεωγραφική θέση, της προσδίδει μεγάλη αξία για τη Δύση και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, παρά το ότι δεν προτίθεται να εξαρτηθεί πολιτικά, από αυτές. Η τρέχουσα ρητορική της κατά του Ισραήλ, με εργαλειοποίηση του παλαιστινιακού ζητήματος, οφείλεται στον υφέρποντα ανταγωνισμό των δυο για ηγεμόνευση της ευρύτερης περιοχής, επιδίωξη για την οποία, όμως, σε αντίθεση με την Τουρκία, το Ισραήλ, για λόγους ιστορικούς και πολιτισμικούς και παρά τη στρατιωτική ισχύ και τη δημιουργική ευρηματικότητά του, δεν διαθέτει τις προϋποθέσεις για να την επιτύχει. Αν και όταν αυτό κριθεί ή παύσει να υπάρχει ως ζήτημα, η σχέση των δυο –που και σήμερα εξακολουθεί να είναι λειτουργική στο παρασκήνιο– θα παγιωθεί και πάλι σε αμοιβαίως συμπληρωματική, όσο αφορά στην περιοχή. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσω, ότι η εγχώρια καλλιεργημένη αντίληψη ότι δήθεν το Ισραήλ θα μας καλύψει αμυντικά έναντι της Τουρκίας, σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής, είναι τουλάχιστον αφελής και στερούμενη στοιχειώδους αντίληψης πραγμάτων.
Το Αιγαίο και ο ευρύτερος χώρος της Ανατολικής Μεσογείου ενδιαφέρουν την Τουρκία γεωπολιτικά, γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά. Αναπαράγουν στο εθνικό της φαντασιακό, την αυτοκρατορική της διάσταση, της παρέχουν γεωπολιτική προοπτική ισχύος και ποικίλες δυνατότητες στα υλικά ζητούμενά της και την αναβαθμίζουν στο παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον. Με την έννοια αυτή, η ‘Γαλάζια Πατρίδα’ δεν αποτελεί απλό ρητορικό όραμα, αλλά συνειδητό σχεδιασμό και ενεργή πολιτική σε εξέλιξη, κάποιες από τις πτυχές της οποίας η παγκόσμια συγκυρία ίσως να επιταχύνει…
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΛΜΠΑΝΗΣ
27/9/2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου