theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΕΙ ΣΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ!!! Μέρος Β

  Πού μένεις, ρωτούσε ο Γιαννάκης. Σιωπή αυτοί. Δε μιλάς ελληνικά; Φρανσέ, μουρμούρισε ο ένας. Ο Γιαννάκης έπιασε το κινητό του. Η κοπέλα μου είναι της γαλλικής φιλολογίας, μου χαμογέλασε. Έλα μωρό μου, έχω εδώ δυο καριόληδες που κάνουν τους ψόφιους, δεν καταλαβαίνουν ελληνικά, πώς λένε πού μένεις στα γαλλικά; Μετά γύρισε στους κρατούμενους, ού αμπιτέ;
Σου ‘ρχόταν λιποθυμία από την πνιγηρή ατμόσφαιρα, βρώμικα χνώτα, απλυσιά, τσιγαρίλα, ποδαρίλα, ανθρωπίλα. Η πόρτα δε σταματούσε ν’ ανοιγοκλείνει, βροντώντας. Σ’ ένα μπαμ μπήκε ένας ταξιτζής, αλαφιασμένος. Μου έσπασαν το ταξί είπε, μου πήραν την είσπραξη της μέρας, τα λεφτά για το νοίκι, τα χαρτιά μου, την άδεια, τα κλειδιά μου. Κάθισε κι αυτός στην ουρά να περιμένει τον αξιωματικό υπηρεσίας. Πιάσαμε την κουβέντα. Τι θα κάνω, είπε, πώς θα πω στη μάνα μου ότι πρέπει ν’ αλλάξει κλειδαριά, θα πεθάνει από το φόβο της. Και σεις προσέξτε, δεν ξέρετε τι μπορεί να κάνουν άμα μάθουν τα στοιχεία σας, πού μένετε.
 Μπήκε κι ένα παιδί, ούτε είκοσι χρονών. Μου πήραν την τσάντα με τα ρούχα και τα σαμπό της δουλειάς, είπε, είμαι μάγειρας, πώς θα δουλέψω αύριο, είδα κι έπαθα για να βρω δουλειά.  Δυο τρεις αστυνομικοί με πολιτικά έφεραν έναν άντρα και  μια γυναίκα που έμοιαζαν άστεγοι. Αυτός είχε άσπρα μακριά μαλλιά που κιτρίνιζαν και φορούσε  ένα ταλαιπωρημένο κοστούμι μαέστρου. Αυτή είχε κίτρινα μακριά μαλλιά που άσπριζαν και φορούσε μια τσαλακωμένη τουαλέτα με κορδέλες και φιόγκους. Σα να είχαν βγει από το βεστιάριο μιας παράστασης του παράλογου. Μην τους βλέπεις έτσι, είπε ο αστυνομικός, κάνουν τους τρελούς, αλλά είναι τίγκα στο ναρκωτικό. Όσο  μια κοπέλα, αστυνομικίνα, έψαχνε τη γυναίκα, οι άντρες κοιτούσαν αλλού. Μετά έδιωξαν την κοπέλα στο διάδρομο και έκαναν  σωματική έρευνα στον άντρα. Το ζευγάρι δεν έβγαζε μιλιά. Ήξεραν ελληνικά, δεν ήξεραν, έκαναν ότι δεν ήξεραν; Όλοι οι κρατούμενοι, σαν να είχαν δώσει όρκο σιωπής, δεν έκαναν κανένα θόρυβο, παραιτημένοι.
Μπαμ η πόρτα κι όλο ρουφούσε ή ξέβραζε καινούρια  πρόσωπα. Έφεραν μια γυναίκα που φαινόταν πρεζού και σαλεμένη. Αυτή άρχισε το σαματά. Φώναζε κι έβριζε σε άπταιστα ελληνικά. Την έχωσαν πίσω από τα κάγκελα. Συνέχιζε. Μ…πανα, το μ… της μάνας σας, κωλόπαιδα, αφήστε με να φύγω, φωνάξτε το δικηγόρο μου, έχω δικηγόρο εγώ, εγώ σας πληρώνω,  για καμιά αλβανή με περάσατε ή για καμιά βρωμορουμάνα. Βούλωστο, της είπε ένας αστυνομικός που έμοιαζε δεκαπέντε χρονών, μη με κάνεις να χτυπήσω γυναίκα, πρώτη φορά. Κοπανούσε τα κάγκελα με χέρια και πόδια και ούρλιαζε.  Κάποια στιγμή το χέρι της μάτωσε. Άρχισε να πασαλείβεται με το αίμα και να πασαλείβει τα κάγκελα. Αρχίδια του κερατά, να μη με λένε Τριανταφυλλιά αν δεν σας κολλήσω όλους έιτζ, έχω έιτζ εγώ. Δυο αστυνομικοί φόρεσαν ιατρικά γάντια και πήγαν προς το μέρος της. Ένας άλλος ρωτούσε, πού υπάρχει αντισηπτικό. Ο Γιαννάκης μας πλησίασε και μας τράβηξε έξω στο διάδρομο. Συγνώμη που καθυστερούμε και τα βλέπετε όλ’ αυτά είπε, αλλά ο αξιωματικός παίρνει καταθέσεις από ολόκληρη σπείρα ναρκωτικών. Και τώρα μ’ αυτή τη φασαρία δεν μπορεί να κάνει δουλειά. Το κρατητήριο τρανταζόταν ολόκληρο. Τι είναι αυτή, ρώτησα. Μια τρελή, είπε, κάποτε πρέπει να έπαιξε και στο θέατρο, στην δέκατη πέμπτη εθνική. Θα υποκρίνεται τότε, είπα, δε θα ‘χει έιτζ στ’ αλήθεια. Αλήθεια, ψέματα, πού να βρεις άκρη, πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας, είπε ο αρχιφύλακας. Στο μεταξύ η γυναίκα μου με τραβούσε απ’ το μανίκι. Το όνομα, έλεγε, το άκουσες το όνομα. Κάτι σε λουλούδι, είπα, αλλά γεμάτο αγκάθια. Τριανταφυλλένια. Εε.. και; Δεν έχεις ακούσει στο χωριό που λένε για μια Τριανταφυλλένια που έφυγε από το σπίτι της κι  έπαιξε στο θέατρο και μετά τα έπαιξε; Λες να είναι αυτή η Τριανταφυλλένια; Και πού να ξέρω, τράβα ρώτα τη αν σου βαστάει. 
Σκουπιδαριό, είπε ο Γιαννάκης, έχουμε καταντήσει χαβούζα. Δε μας φτάνουν οι δικοί μας, δε μας φτάνουν όλοι αυτοί που έρχονται από Ασία, Αφρική, απ’ του διαόλου τα κατάστιχα, μας στέλνουν κι οι Ευρωπαίοι όσους δεν έχουν πού να απελάσουν. Τους πιάνουμε και την άλλη μέρα είναι πάλι στους δρόμους, γιατί δε χωράνε στη φυλακή. Πολλοί κλέβουν για να ξαναμπούνε μέσα, εκεί τουλάχιστον βάζουν μια μπουκιά στο στόμα τους. Έξω τρώνε μια φορά το μήνα. Κανένας υπουργός και κανένας δικαστής δε βάζει πλάτη για να μπει μια τάξη σ’ αυτή τη χαβούζα. Και σεις θέλετε να κάνετε τη βόλτα σας, με την τσάντα στο χέρι, να πάτε και στο θέατρο. Αλήθεια, άξιζε η παράσταση; 
Σαν να μην άκουσε την ερώτηση, η γυναίκα μου άρχισε τα δικά της.  Τώρα που βλέπω σε τι συνθήκες δουλεύετε, δε θα ξαναπώ κακή κουβέντα για σας, καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να κρατήσετε την ανθρωπιά σας εδώ μέσα. Μα τι έλεγε στον άνθρωπο; Της έριξα μια ματιά που αν ήταν χέρι θα την είχε πετάξει κάτω από τη σκάλα.  Ο Γιαννάκης το ‘πιασε το υπονοούμενο. Θέλετε να πείτε ότι δεν έχουμε αρκετή ανθρωπιά, εε. Εμείς κυρία μου ορκιστήκαμε να φυλάμε, εσάς, τους πολίτες αυτής της χώρας κι όχι τους υπουργούς και τους επίσημους. Όταν έρχονται απ’ το χωριό η μάνα κι ο πατέρας μου, δεν τους αφήνω  να πάνε πουθενά μόνοι τους. Σαν τη μάνα και τον πατέρα μου σας βλέπω και σας. Η αλήθεια είναι πως κάποιοι συνάδελφοί του δεν μας είχαν φερθεί και τόσο πατρικά και μητρικά, όταν διαμαρτυρόμαστε μαζί με τους άλλους κατοίκους, για τη χωματερή που πάνε να φτιάξουν στην περιοχή μας.  Να ‘σαι καλά παιδί μου, του είπε εκείνη συγκινημένη, κι εγώ σαν παιδί μου σε βλέπω, ο γιος μου λείπει στο εξωτερικό, να ‘ρθεις μια μέρα στο σπίτι να φάμε παρέα. Κι άλλη φορά, όταν θέλω να πάω θέατρο, θα σε ρωτάω πρώτα, να μάθω πού περιπολείς. Οι γυναίκες είναι αδιόρθωτες.
Κόντευε πέντε η ώρα όταν μας φώναξε ο αξιωματικός υπηρεσίας. Δίπλα του μια νεαρή αστυνομικός κρατούσε σημειώσεις. Τα μάτια τους κόκκινα, τα στόματά τους ξεραμένα, τα βλέμματα και τα χέρια τους νευρικά. Κάθε μπαμ της πόρτας σα να ενεργοποιούσε μια σειρά από τικ στο πρόσωπό του. Άντε να τελειώνουμε και με σας,  είπε. Ρώτησε όνομα και διεύθυνση κατοικίας και  τι ώρα συνέβη  το περιστατικό. Στις έντεκα, είπα. Μπα, πιο νωρίς, είπε η γυναίκα μου, μόλις τελείωσε το έργο κι ήταν πολύ σύντομο. Πού συνέβη, ρώτησε. Μπροστά στο θέατρο, είπε η γυναίκα μου, απέναντι και λίγο πιο κάτω, είπα εγώ. Ο αξιωματικός μας έριξε ένα κουρασμένο βλέμμα. Ίσως να έφταιγε ο φωτισμός κι αυτός πτώμα μου θύμισε.  Ποιος απ’ τους δύο θα καταθέσει, ρώτησε, τίνος είναι η τσάντα. Δική μου, είπε η γυναίκα μου, και με σκούντησε. Έκανα ότι δεν κατάλαβα, μπορώ κι εγώ να καταθέσω αν χρειαστεί είπα. Καινούρια σκουντιά. Ελπίζω για την ημερομηνία να μη διαφωνείτε, σήμερα,  έντεκα πρώτου…, είπε ο αξιωματικός κι άρχισε να γράφει στο κομπιούτερ του τα καθέκαστα. Η ημερομηνία έσκισε σαν αστραπή το μυαλό μου. Σα να προκάλεσε βραχυκύκλωμα και να το βύθισε στο σκοτάδι. Για λίγες στιγμές δεν ήξερα πού βρισκόμουν ούτε και πότε. Ένα μπαμ της πόρτας με επανέφερε. Αυτός τη ρωτούσε, θέλετε να τιμωρηθούν; Δεν ξέρω, θα ‘πρεπε, ρώτησε και κείνη και μου ‘ριξε ένα βλέμμα που θα μπορούσε να ‘ταν ζυγαριά αν δεν έμοιαζε τόσο… χαμένο. Σήκωσε τους ώμους του, όπως θέλετε, είπε, έτσι κι αλλιώς αύριο πάνε αυτόφωρο, στον εισαγγελέα. Η πόρτα ξαναβρόντηξε. Δε θέλω να τιμωρηθούν πετάχτηκε η γυναίκα μου, σα να ξύπνησε εκείνη τη στιγμή.  Τελικά ήταν καλό το έργο, άξιζε, να πάμε κι εμείς, τη ρώτησε η βοηθός. Δεν θυμάμαι, της είπε, αλλά αυτή η παράσταση θα μου μείνει αξέχαστη.
Όταν βγήκαμε στο δρόμο είχε αρχίσει να φωτίζει η καινούρια μέρα. Περπατούσαμε επιφυλακτικά, λες και είχαμε ξεχάσει να το κάνουμε, ύστερα από κάποιο σοβαρό ατύχημα. Τα χνώτα μας βρωμούσαν σαν των κρατούμενων.  Πονούσαμε και λίγο στα χτυπήματα από το πέσιμο που είχαν  αρχίσει να κρυώνουν. Κοιτούσαμε γύρω μας σαν να φώλιαζαν σε κάθε γωνιά σκιές και περίμεναν να μας επιτεθούν. Της πήρα την τσάντα από το χέρι.  Εντάξει, είπε, δεν πάθαμε και τίποτα σοβαρό, να φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε. Άλλα έλεγες, όταν σου ‘χαν πάρει την τσάντα και φώναζες τρομοκρατημένη. Εσένα φοβήθηκα, είπε, όχι γι’ αυτούς, ούτε για την τσάντα, μην πάθεις τίποτα, στην ηλικία σου και στο βάρος σου να τρέχεις πίσω από έναν  άνθρωπο με το ένα τρίτο των χρόνων και των κιλών σου και μάλιστα μαροκινό δρομέα. Τι να της πεις… Κι εγώ με μένα θύμωσα, είπα, που έχω γίνει τόσο … ανήμπορος. Είναι που δε μπορούμε να θυμώσουμε με κανέναν άλλο, είπε.  Ξέρεις τι μέρα ήταν … χτες; Και βέβαια ήξερα. Ήταν η ίδια μέρα που τότε, στο εξωτερικό μας είχε συμβεί εκείνο το ατύχημα και παρακαλούσαμε ξένοι εμείς, σε ξένο τόπο να βρεθεί ένας ξένος να σώσει το παιδί μας και πέρασαν δυο άραβες μ’ ένα σαραβαλάκι και μας πήγαν στο νοσοκομείο.
Έτσι έχουν τα πράγματα κύριε εισαγγελέα και, δε θέλω να τιμωρηθούν. Ούτε κι εγώ. Λέω μάλιστα να τους φέρω κάτι να βάλουν στο στόμα τους. Θα τους έδινα τίποτα λεφτά, αλλά φοβάμαι μην τα κάνουν πρέζα. Μπορώ; Ναι. Ναι και τους ευχαριστώ πολύ, αν δεν ήταν αυτοί…. Ξέρω ‘γώ; Γιατί; Γιατί έτσι. Γιατί μου φαίνεται ανθρώπινο. 
ΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΣΤΗΘΗ ΠΑΝΟΥ
  
      
                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου