theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΓΕΡΟ ΠΑΝΤΕΛΗΣ, Η ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ  
"ΑΝΑΛΟΓΙΟ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΖΩΑ"
Το γερο-Παντελή τον γνώρισα στα βαθιά του γεράματα. Άντε κι όπου να ‘ναι  θα έπιανε έναν αιώνα ζωής. Ήταν ένας άνθρωπος που συνήθως  με τη ματιά περνά  απαρατήρητος, μια και το μπόι του ήταν κανονικό και να πεις, δεν είχε και κάτι το ξεχωριστό. Ένας άνθρωπος συνηθισμένος, που τον συναντάς καθημερινά στους ποδαρόδρομους της επαρχίας, με κάτασπρα μαλλιά, γυρτούς ώμους, τσαλακωμένο πρόσωπο και ροζιασμένα χέρια. Αντίθετα για τα χαρίσματα της ψυχής και του χαρακτήρα του ήταν πρότυπο ανθρώπου, και γι αυτό θα είμαι πολύ ευχαριστημένος εάν με τούτο το ενθύμημα, που αποτολμώ, αγγίξω έστω και τα μισά του μεγαλείου του.
Ο άρχοντάς μας, λοιπόν, ήταν εγκατεστημένος εκεί ψηλά στον    Άι-Λια, δίπλα στην εκκλησιά του βουνίσιου προφήτη.
 Ο Άλιας, έλεγε ο μπάρμπα-Παντελής, ήταν κολλητός του Άι-Νικόλα, αλλά αργότερα οι δεσποτάδες τσακώθηκαν για το ποιος άγιος θα  πάει αριστερά και ποιος δεξιά στην ωραία πύλη του ναού, οπότε ο ένας έπιασε τα βουνά κι ο άλλος τους γιαλούς.
Όλο το νοικοκυριό και τ’ ασκέρι  του  ήταν  η γριά του, η κυρά-Μαρίκα, οι  τρεις σκύλοι, τα δώδεκα κριάρια και οι εκατόν τριάντα  προβατίνες του. Μια ώρα δρόμο μακριά από τη δημοσιά. Από ΄κει  πάνω είχε στα πόδια του όλο το κάμπο, από εκεί πέρα μακριά  το κάστρο της  Κυπαρισσίας μέχρι τη λίμνη του Καϊάφα κι αγνάντευε τα πέρατα της θάλασσας μέχρι που όταν είχε έναστρο, ανοιχτό ουρανό ξεχώριζαν τα φώτα στο θρυλικό Τζάντε.
Όλοι οι  συγχωριανοί, με την πάροδο του χρόνου, είχαν μετακομίσει, άλλοι είχαν κατέβει κάτω στον κάμπο, άλλοι στην πρωτεύουσα κι άλλοι  είχαν φύγει στα ξένα μπας και τους χαμογελάσει η τύχη, γιατί εκείνα τα χρόνια η ζωή εδώ πάνω στον Άι-Λια  έβγαινε με χίλια ζόρια. Με τον καιρό η πέτρινη βρύση με τα γάργαρα νερά στέρεψε κι αυτή. Σου μάτωνε η καρδιά να αντικρίζεις τις γούρνες που κάποτε πότιζαν τα ζώα να έχουν γεμίσει τσουκνίδες και αγριόβατα.
Εκεί επάνω, μόνο ο γερο-Παντελής και η γριά του είχαν απομείνει πια.
Ο Άγιος αυτούς τους δυο είχε παρέα και ήσαν οι μοναδικοί που του άναβαν το καντήλι κάθε Σάββατο.
 Οι ντόπιοι  που γνώριζαν τα καθέκαστα αλλά και οι ξένοι που τα μάθαιναν ήταν αδύνατο να το εξηγήσουν. Να υπήρχε λόγος αντιμετώπισης των βιοποριστικών αναγκών και αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, πάει στο καλό. Αλλά από τα εξήντα πέντε του και μετά, ο γερο Παντελής είχε πάρει τελεσίδικο διαζύγιο από τη φτώχεια. Για μεγάλο διάστημα την είχε φάει βέβαια κι αυτός
με το κουτάλι, αλλά μετά να είναι καλά τα δυο ξενιτεμένα παιδιά στην Μελβούρνη. Δουλευταράδες και προκομμένοι, τόσα χρόνια είχαν καζαντίσει στη ξενιτιά  και δεν ήξεραν τι είχαν. Μα το κυριότερο, ήσαν άνθρωποι φιλόστοργοι και πονετικοί για όλους τους πατριώτες και τους συγγενείς και  περισσότερο για τους  γέρους γονείς  και την αδελφή τους, τη  Βαλάντω, που την είχαν αποκαταστήσει με έναν καλό νοικοκύρη   πέρα στο Κοπανάκι. Τους γονείς τούς πρόσεχαν και με το παραπάνω. Μια ο ένας γιος μια ο άλλος κάθε καλοκαίρι ερχόταν με ένα σωρό πράγματα και τα πορτοφόλια γεμάτα.
 Αλλά τι να το κάνεις, ο γερο-Παντελής και η θεια-Μαρίκα είχαν μάθει αλλιώς, λίγα ζητούσαν από τη ζωή και πολλά της έδιναν. Ήσαν άνθρωποι πολύ εγκρατείς, ανυπόταχτοι και λιτοδίαιτοι. Σαν βασικά τους τρόφιμα είχαν ότι τους έδιναν τα ζώα, γάλα, γιαούρτη, τυρί, βούτυρο, αυγά, μέλι και ότι έπαιρναν  από τη γη και τα δένδρα, βλαστούς, άγρια χόρτα του βουνού αμύγδαλα, καρύδια, κρεμμύδια, ελιές κι άλλα τέτοια συναφή. Όλα τα άλλα που έχουν κατακλύσει τα ράφια της υπερκαταναλωτικής κοινωνίας και σιγά-σιγά δηλητηριάζουν το αίμα μας, ούτε καν τα είχαν βάλει στο στόμα τους. Την ίδια εγκράτεια επιδείκνυαν και στις λιτές φορεσιές τους. Όλα τα ρούχα τα είχαν φτιάξει από   μαλλί και λινάρι.
Εκείνα δε που τους κουβάλαγαν τα παιδιά τους τόσα χρόνια, τα χάριζαν στις καλόγριες του μοναστηριού της Τρυπητής, γι αυτό  και η ηγουμένη τους είχε γράψει στη μαρμάρινη πλάκα ως τιμώμενα πρόσωπα και  δωρητές.
Έτσι ζούσαν μια ζωή φυσική αγνή και χαρισάμενη.
Σωστά κατανοήσατε, ποτέ δεν υπήρξε φτώχεια με την επικρατούσα σημασία του όρου. Απέναντι στην ανέχεια και ότι αυτή συνεπάγεται, έλλειψη μέσων βιοπορισμού, αγαθών και απολαύσεων, στην περίπτωση μας είχαν εγκαθιδρυθεί άλλες αξίες και άλλες προτεραιότητες. Η ζωή γι αυτούς δεν είχε μόνο άλλους όρους αλλά και άλλο ταμπλό. Τα κοινά και μίζερα θέλγητρα, που τόσο πολύ ταλανίζουν τον κόσμο, ούτε που τους άγγιζαν. Και όχι μόνο αυτό, απεχθείς  καταστάσεις και ευτελή   συναισθήματα που  πηγάζουν από το αδιάκοπο κυνηγητό  τέτοιων σκοπιμοτήτων  και στόχων όπως η πλεονεξία, η τσιγγουνιά, ο εγωισμός ήσαν εντελώς άγνωστες.
Να τη, η ακριβή υπέρβαση, η ευτυχία ανάσκελα ξεγυμνωμένη, ο επίγειος παράδεισος!!!
Και τι δε μεταχειρίστηκαν τα παιδιά για να τους μεταπείσουν. Ήταν ο μόνιμος βραχνάς τους.           
- Πατέρα επιτέλους, φθάνει πια, να δώσεις τα πρόβατα και να έρθεις μαζί μας. Δεν θα σας λείψει τίποτα και του πουλιού το γάλα θα έχετε, του έλεγε ο ένας.
-Μα καλά ρε πατέρα δε σκέφτεσαι την καημένη τη μάνα  που τόσα χρόνια ταλαιπωρείται του έλεγε ο άλλος. 
Ο γέρο-Παντελής λιγόλογος και σταράτος, τους το είχε κόψει με το μαχαίρι:
-Άμα θέλει η γριά να ‘ρθει ας έρθει, εγώ όμως με τίποτα δεν αφήνω τα πρόβατά.
Η θεια Μαρίκα είχε εξήντα-πέντε χρόνια δίπλα στο γέρο της.
Τόσα χρόνια μαζί!
Ο ένας αποκούμπι στον άλλον και στις ανηφοριές και στις κατηφοριές της ζωής.  Η αλληλένδετη πορεία είχε διαπλάσει τους χαρακτήρες με μια σπάνια και αγέρωχη ταπεινότητα, την αρχοντιά της ψυχής. Φρόντιζαν και έδειχναν τον ανάλογο σεβασμό σε ότι υπήρχε γύρω τους και πάντα είχαν να πούνε ένα γλυκό λόγο, για το πιο μικρό μέχρι το μεγαλύτερο, άψυχο ή έμψυχο. Τα παλιά χρόνια η κυρά Μαρίκα ήταν η μοναδική μαμή όλης της περιοχής κι ο μπάρμπα-Παντελής ο πρακτικός για όλα τα σωματικά  ατυχήματα,   στραμπουλήγματα, σπασίματα, πληγές. Όλοι έτρεχαν και τους ζητούσαν τη βοήθειά τους και σε όλους άνοιγαν την καρδιά τους και το σπιτικό  τους. Καλοσυνάτοι σε όλους χωρίς την παραμικρή εξαίρεση. Γι αυτούς τους λόγους κι άλλους τόσους, όλος ο κόσμος τους αγαπούσε και τους θαύμαζε. Τα πιο ευγενή αισθήματα ξεχείλιζαν με ένα τρόπο πηγαίο και αγνό απέναντι σε όλα τα στοιχεία και τα φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας. Χωρίς να είναι μοιρολάτρες, πίστευαν ότι το κάθε πράγμα είχε τον προορισμό και την αξία του. Τίποτα δεν ήταν αφημένο στην τύχη. Και η ίδια η φύση τους ανταπέδιδε την ευγνωμοσύνη της. Στις πλαγιές και τις βουνοκορυφές του Άι-Λια δεν υπήρχε σπιθαμή χώμα να μη γνώριζε την πατημασιά τους και να μην προσφέρθηκε καλοσυνάτα να γίνει απαλό  στρωσίδι του κορμιού τους. Τα δένδρα και τα κλαριά μάλωναν μεταξύ τους για το ποιο θα τους καλοδεχτεί κάτω από τον δροσερό του  ίσκιο για να σκουπίσουν τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα  και ο σιρόκος παράβγαινε με το γαρμπή και το μαΐστρο για το ποιος θα χαϊδέψει  τα κουρασμένα τους κορμιά. Τόσα χρόνια αν και είχαν δοκιμάσει  και από πίκρες και από βάσανα, ποτέ δεν εξεστόμισαν μια βαρυγκώμια, δεν εξεδήλωσαν ένα παράπονο ούτε για τους ανθρώπους ούτε για τους αγίους. Πάντα με υποταχτικό χαμόγελο και μια καρτερικότητα σαν τα ανεμοδαρμένα δένδρα που στέκονται μόνα τους, μακριά από τα άλλα  του δάσους.
Ο Θεός, που όλα τα βλέπει από εκεί ψηλά,  απλόχερα τους είχε χαρίσει το πιο χαρισματικό αγαθό, την υγειά τους.
-Άμα δε πιάσω τα εκατό εγώ δεν θα αποθάνω, έλεγε και ξανάλεγε ο μπάρμπα Παντελής.
Είχε απόλυτο δίκαιο γιατί τόσα χρόνια δεν είχε δοκιμάσει ούτε μια ασπιρίνη. 
Έπιναν νερό κι έστελναν τις ευχαριστίες τους στον ουρανό σαν τα πουλιά που υψώνουν το κεφάλι τους. Έτσι απλά και ταπεινά δόξαζαν  το Θεό!
Κι ακούτε τώρα τα λόγια της κυρά-Μαρίκας:
- Που λες γιατρέ μου, ο γέρος μου εδώ και εβδομήντα χρόνια, από το εννιακόσια-είκοσι και βάλε, ούτε μια μέρα δεν έχει απομακρυνθεί από τα πρόβατα. Με το που βγαίνει ο Αυγερινός ο γέρος έχει αρχίσει το άρμεγμα.
- Μα καλά ρε θεια Μαρίκα, μου φαίνεται απίστευτο!     
-Έτσι είναι γιόκα μου. Βέβαια τα  τρία  χρόνια που έλειπε δεν λογαριάζονται ντιπ για ντιπ. Τότε είχε πάγει για ιερό σκοπό, τον φώναξε το καθήκον και μόνο την πατρίδα ο Παντελής έχει πιο πάνου κι απ’ τα πράματα.
         -Εντάξει, της λέω εγώ για να την καλμάρω, δεν είναι όμως και άθλος, όλοι έχουμε κάνει τη θητεία μας, άλλος λίγο άλλος περισσότερο, μη κοιτάς που τότε ήταν πόλεμος και έκαναν πολλά χρόνια στο στρατό, δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς. Δεν έχει τον φώναξε και τότε και τώρα περνάς από στρατοδικείο για φυγοδικία απ’ το στρατό και ξέρεις τι πάει να πει αυτό.
-Ποιος σου μίλησε για στρατούς θητείες και τέτοια. Ο γέρος  από μικρός ούτε να τα ακούσει δεν ήθελε αυτά και ούτε πήγε  φαντάρος γιατί ήτανε προστάτης και ορφανός. Εσύ δεν τα έζησες, γι αυτό δε ξέρεις τίποτα.
-Δηλαδή τι να ξέρω;
Πριν απαντήσει η γριά, μου κάνει νόημα να σκύψω γιατί δεν ήθελε να πάρει χαμπάρι ο γέρος που μαστόρευε πιο πέρα μια ξύλινη ποτίστρα για τα πρόβατα.
Και μου λέει σιγανά-σιγανά:
-Δε σου μιλάου για τον αλβανικό πόλεμο του σαράντα. Για τον εμφύλιο σου λέω, τότε που ο γέρος  έλειψε. Τότε  είχε πάει αντάρτης απάνου στα πολύκορφα βουνά κι όταν κατέβηκε ο Άρης στην Πελοπόννησο τον βρήκε  καπετάνιο σ’ όλη την περιοχή.
-Όλα καλά και άγια, που να το φανταστώ, αλλά ποιος ο λόγος που  μιλάς ψιθυριστά,  φοβάσαι;
-Τι να φοβάμαι   παιδάκι μου; Απλώς, ο γέρος τόσα χρόνια ποτέ δεν έχει προφέρει αυτό το όνομα, το ‘χει βλαστήμια να το πιάνουμε στο στόμα μας, τόσο σέβας του ‘χει..
Εγώ τη κοιτάζω με δέος και μετά από μια ολιγόλεπτη σιωπή  τη ρωτώ:
-Και δε μου λες γιαγιά, σύνταξη έχει πάρει;
- Αμ δε ξέρεις το γέρο, γι αυτό ρωτάς. Ούτε πού  καταδέχτηκε να κάνει τα χαρτιά, το καθήκον δεν έχει ανάγκη  - λέει - ο γέρος ούτε πληρωμή  ούτε αναγνώριση. Αυτά είναι ντροπής πράγματα.
Εκείνη τη στιγμή αναλογίστηκα τα φθηνά και τιποτένια που όλους μας κατέχουν κι  ένοιωσα τόσο δα μικρούλης. Τι να παραθέσεις απέναντι σ’ ένα τέτοιο μεγαλείο; Την ανθρώπινη αλλοτρίωση; Τη γενική ιδιοτέλεια; Ή όποιο άλλο χαρακτηριστικό της σημερινής κοινωνίας. Εδώ οι περισσότεροι, που εκείνα τα χρόνια ήσαν σε κάτι επιτροπές και βούταγαν το αραποσίτι του κοσμάκη, τώρα εκπροσωπούν την Εθνική Αντίσταση κι αυτός ο ηρωικός παλαίμαχος περπατά  περήφανος και ταπεινός στην ολόμαυρη ράχη της ζωής.
Την αλλοπαρμένη μου σκέψη  τη διάκοψε πάλι  η θεια Μαρίκα:
- Τι λέγαμε; Α...ναι, να ‘σουνα από μια μεριά και να έβλεπες όταν ματάρθε ο γέρος. Πού τον πήρανε χαμπάρι τα σκυλιά; Δεν είχε ακόμη ξαγναντήσει σιαπέρα στη ρεματιά και ξεχύθηκαν  λιάζοντας σαν λυσσασμένα. Του έγλυφαν   τα χέρια τα πόδια και χοροπηδούσαν. Εγώ στην αρχή  νόμισα ότι  είχαν κάνει πλιάτσικο  οι τσολιάδες, αλλά που κοτάγανε αυτοί να έρθουν εδώ πάνου στον ΄Αι-Λια, τα σκυλιά θα τους έκαναν κομμάτια. Ο γέρος μου, καλά να είναι, πρώτα επήγε στο μαντρί και μετά μπήκε στο σπίτι. Τότε βέβαια δεν ήταν γέρος αλλά λεβέντης και καραμπουζουκλής. Τι να σου λέου και τι να σου μολογήσω. Απερίγραφτα πράγματα. Μεσ’ το βαθύ σκοτάδι έπιασε και φίλησε μία-μία όλες τις προβατίνες και τα κριάρια. Αμ κι αυτές οι άτιμες και τι δεν έκαναν! Εκείνο το βράδυ με τα βελάσματα, τα γαυγίσματα και τα κουδούνια  είχαμε ανάσταση Κυρίου. Βλέπεις πως είναι τα πράγματα; Και τα παιδιά να επιμένουν να τον πάρουνε στην Αυστραλία. Εγώ το πα, άμα λωλαθεί ο γέρος, τότε κάτι θα γίνει...
- Ναι, αλλά κι εσύ τα ίδια βλέπω θεια Μαρίκα, δεν πας πίσω. Τουλάχιστον γιατί δεν κατεβαίνετε κάτω στον κάμπο, στο χωριό, να μένετε στο καινούργιο σπίτι που  έκαναν τα παιδιά σας; 
 -Εμάς εδώ πα μας έριξε ο Μεγαλοδύναμος, εδώ ριζώσαμε κάτου από τις βελανιδιές κι εδώ θα αφήκουμε τα στερνά μας. Άσε που γέρασε και Μαλαματένια, η γαϊδάρα μας και πως θα πηγαινορχόμαστε τόσο δρόμο. Ο γέρος μου τα παλιά χρόνια που κατέβαιναν οι λύκοι, λαγοκοιμόταν  στο μαντρί με το καριοφίλι παραμάσχαλα κι εσύ μου λες να αφήσει τα ζωντανά μονάχα τους τη νύχτα; Ένας λόγος είναι.
- Έχετε δίκιο! Μια ζωή είσαστε δεμένοι με τα πρόβατα κι αυτούς εδώ τους τόπους. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τους αποχωριστείτε  και να αλλάξετε ζωή. Δεν το κρύβω τέτοιο δέσιμο με τα ζώα πρώτη φορά βλέπω.
- Για το δέσιμο που είπες που να σου λέω; Άκουε λοιπόν.  Πρώτα θα σου πω για τα πρόβατα και μετά για τα σκυλιά. Έχουμε εκατόν τριάντα προβατίνες και δώδεκα κριάρια. Ο γέρος κάθε μια αρνάδα που κρατάει για ζωή πριν να χρονιάσει, πρώτα τη μυρώνει και μετά της δίνει το όνομά της. Έτσι όλες τις προβατίνες τις γνωρίζει μία-μία με το όνομά τους.
- Τι κάνει δηλαδή;
          - Να, σ’ ένα μπουκαλάκι έχει μύρο από το μοναστήρι, γι αυτό  δεν αρρωσταίνει καμία. Άσε τα ονόματα που τους βάζει. Όλες τις αρχαίες θεές, τις μούσες, τις νύμφες, τους ήρωες έχει μνημονεύσει: Αθηνά , Δήμητρα, Περσεφόνη, Αφροδίτη, Ερατώ, Ευτέρπη, Νέδα. Το ίδιο και τα κριάρια: Άρη, Απόλλωνα, Ερμή, Ηρακλή, Αχιλλέα κι όλους. Το πρώτο μας κριάρι το λέμε Δία γιατί είναι το αφεντικό όλης της στάνης. Όταν ο Δίας ,με τα χρόνια παραμεγαλώσει και κάποιο κριάρι  τον νικά στο κούτρισμα[1] που αυτό δείχνει ότι τα άλλα δεν τον παραδέχονται, τότε ο γέρος προβιβάζει το νέο νικητή και του δίνει τα σκήπτρα του Δία και έχει το πρώτο λόγο σε όλα, στο μάρκαλο[2], στο οδήγημα , στο φαΐ..
Εγώ, άκουγα  με ανοιχτό το στόμα... και συνέχιζε η γριά Μαρίκα:
- ....Τσοπανόσκυλα έχουμε τέσσερα, πάντα τόσα είχαμε, τους ήρωες του Εικοσιένα, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, το Διάκο και την Μπουμπουλίνα, ξέρεις τι σκυλιά είναι αυτά; Τι φύλακες και τι εξυπνάδα έχουν; Όταν τα πρόβατα μπαίνουν σε ξένη βοσκή, ο γέρος στέλνει τα σκυλιά και τα προγκάνε. Ξέχασα όμως το κυριότερο. Ο γέρος μου γνωρίζει όλες τις προβατίνες με κλειστά τα μάτια, ρώτησέ τον να δεις.
- Όλα αυτά που μου λες, θεια Μαρίκα, μου φαίνονται απίστευτα, γι αυτό θα έρθω ένα πρωί την ώρα που αρμέγετε για να τα δω όλα με τα ίδια μου τα μάτια, όχι ό,τι δε σε πιστεύω αλλά τόσο πολύ μου έχουν κάνει εντύπωση.
Και να ‘μαι λοιπόν, με τα πολλά,  ένα πρωινό με το χάραμα στο λημέρι του άρχοντά μας.
Είχα προειδοποιήσει από τις προηγούμενες ημέρες για τον πηγαιμό μου και έτσι με το δεύτερο μπικ-μπικ ήρθε και με προαπάντησε η κυρά-Μαρίκα πιο κάτω στο ξέφωτο γιατί αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσω από τα τσοπανόσκυλα. Με το πλησίασμα και βλέποντας τι κέρβεροι ήσαν ο νους μου πήγε στα πρότερα λόγια της γερόντισσας για τους τσολιάδες.....
Ο κυρ-Παντελής καθόταν στη συνηθισμένη του θέση, δίπλα στο έμπα της στάνης επάνω σε μια τετράγωνη πέτρα και άρμεγε. Ήταν απόλυτα προσηλωμένος στη δουλειά του και στη καλημέρα μου απάντησε μόνο μ’ ένα απλό κούνημα του κεφαλιού του. Ακούμπησα σε ένα χοντρό σύρμα που ήταν στηριγμένο στους κορμούς των δένδρων και οδηγούσε κάτω βαθιά στη ρεματιά και προσμένοντας παρατηρούσα και αναλογιζόμουν.
Είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς το μέγεθος και το άνοιγμα της σχέσης του τσοπάνη με τα πρόβατά του. Συγκρίνεται μόνο με αυτή του γονέα με τα παιδιά του. Τόσο πολύ ο ένας αγαπά και λαχταρά τον άλλον. Η συνισταμένη αυτής της αμφίδρομης σχέσης και η κορύφωσή της είναι η ώρα του αρμέγματος. Το άρμεγμα είναι η απόλυτη τομή της αλληλεξάρτησης και της επικοινωνίας του ανθρώπου με το ζώο, η ψυχολογική και ορμονική μέθεξη σε τέλεια ρύθμιση με πλήρη αρμονία και τάξη.
 Αλληλένδετο στοιχείο με το άρμεγμα αποτελεί και η πέτρα, το σκαμνί του τσοπάνη. Άλλο όμως η  φλογέρα και η γκλίτσα. Αυτές είναι ταυτισμένες  με όλες τις ριζικές λειτουργίες και  βουκολικές πράξεις. Επάξια η δημοτική μούσα τις έχει χιλιοτραγουδήσει και οι λαϊκοί καλλιτέχνες τις έχουν αφιερώσει αμέτρητες ζωγραφιές και ποιήματα.
Η γκλίτσα είναι ένα μακρύ ραβδί και συνήθως φτιάχνεται από αγριελιά με μια αγκύλη στην   κορυφή γυρισμένη προς τα έξω. Όταν ο τσοπάνης βόσκει τα πρόβατα και καθισμένος ανακούρκουδα παίζει τη φλογέρα του, τη γκλίτσα την έχει ακουμπήσει σιμά του ανάμεσα στα πόδια για άμεση χρήση. Είναι αναντικατάστατο  εργαλείο για το γράπωμα των αρνιών. από τα πόδια. Όταν περπατά τη χρησιμοποιεί για μαγκούρα, όχι επειδή την έχει ανάγκη, αλλά έτσι από συνήθειο ή την έχει κρεμασμένη στο αριστερό του μπράτσο.
 Η περπατησιά των τσοπάνηδων είναι ιδιόρρυθμη και χαρακτηριστική. Βαδίζουν με μεγάλους διασκελισμούς που ενέχουν χάρη και μεγαλοπρέπεια. Κάτι μεταξύ χορού και επαναλαμβανόμενης ρυθμικής άσκησης. Κοιτάζοντας κανείς επίμονα και προσεκτικά το περπάτημα διακρίνει μια νωχέλεια και μια ανεμελιά . Όμως αυτές οι επισημάνσεις και οι χαρακτηρισμοί δεν είναι απόρροια της κλασσικής βαριεστιμάρας, αλλά του απόλυτου συγχρονισμού όλων των μελών του σώματος που με τον έναν ή άλλο τρόπο συμμετέχουν στη λειτουργία της κίνησης χωρίς ουδεμία παραίνεση ή αντανακλαστική υπενθύμιση από τη μεριά του νευρικού συστήματος. Κι όλα αυτά γίνονται ακούσια, εξαιτίας της καθημερινής άσκησης επί τόσες ώρες.
Η φλογέρα είναι το απτό παράδειγμα της προσωποποίησης των αντικειμένων. Είναι ο πιο εγκάρδιος φίλος του τσοπάνη. Σε αυτή ανοίγει τη καρδιά του και εκμυστηρεύεται τους καημούς και τα σεκλέτια  που τον τριβελίζουν. Αυτή τον απαλύνει από τις σκοτούρες, τις στενοχώριες και τα βάσανα της ζωής. Όλα τα κάνει μελωδίες και τραγούδι και με τα σεκόντα των κουδουνιών  τα στέλνει κάτω στις ρεματιές και στα φαράγγια. Ο αντίλαλος παραγγέλνει στον αγέρα όπου έρχεται και τα παίρνει μαζί του, σκορπώντας τα στα πέρατα του κόσμου. Και πάνω στα δένδρα, το τρισεύγενο κελάηδισμα των  αηδονιών επαυξάνει την απόλυτη αρμονία.
Αυτή η χαρά θεού στα μάτια του τσοπάνη σελαγίζει, γι αυτό πλέον παίζει έναν πιο χαρούμενο και γρήγορο σκοπό, αλλά  και μετουσιώνεται και στα πρόβατα που βόσκουν καταπραϋμένα κι αμέριμνα στο πράσινο λιβάδι.
 Αγάλλονται οι ψυχές του τσοπάνη και των προβάτων!
 Τα μαστάρια γεμίζουν γάλα παχύ και κάτασπρο!.
Το σκηνικό, που διαδραματίζονταν στη στάνη του γερο-Παντελή που άρμεγε τα πρόβατα, ενέπνεε μια επισημότητα διονυσιακής ιεροτελεστίας.
Οι κολοκουρεμένες[3] προβατίνες με μια σειρά καθορισμένη από τα πρώτα αρμέγματα, ανάλογα την προσωπικότητα καθεμιάς - δύναμη, μπόι -, έπαιρνε τη θέση της μπροστά στο σκυμμένο γέρο-Παντελή. Η τάξη ήταν υποδειγματική και δεν συνέβαινε το παραμικρό στριμωξίδι. Πως πηγαίνουν τα παιδάκια και οι γριούλες κάτω από τον παπά στην ωραία πύλη να λάβουν τη θεία κοινωνία; Με κατάνυξη. Έτσι και καλύτερα!
Τα χέρια του αρμεχτή έκαναν τις ίδιες κινήσεις ακατάπαυτα, μηχανικά, με μαεστρία και τέχνη. Κι ο ρυθμός  γρήγορος και σταθερός. Κατά μέσο όρο, έκανε δυόμισι λεπτά την κάθε προβατίνα.
Μην έχετε την εντύπωση ότι το άρμεγμα είναι εύκολο πράγμα, απαιτεί την ανάλογη τεχνική και προπαίδεια γιατί  μια σταλιά γάλα αν μείνει στο μαστάρι δημιουργείται πρόβλημα. Όλα τα δάχτυλα της παλάμης δεν ανοιγοκλείνουν με ενιαίο τρόπο και την ίδια δύναμη. Πρώτος ο δείκτης και με τη σειρά μεγέθους ακολουθούν τα υπόλοιπα το ένα μετά το άλλο. Και πάλι από την αρχή. Έτσι το γάλα αφενός  μαζεύεται κοντά στη ρώγα και αφετέρου διαπερνώντας το σφιγκτήρα εξωθείται προς την έξοδο, οπότε η ροή είναι δυνατή και σταθερή.
Η καρδάρα, κάθε δέκα λεπτά περίπου, φουλάριζε με το ζεστό γάλα και ο αφρός φούσκωνε πιο πάνω κι από τα χείλη. Τότε την άδειαζε σ’ ένα μεγάλο δοχείο από σκληρό πλαστικό, που είχε αφήσει από την προηγούμενη μέρα ο γαλατάς.[4]
 Ο γέρος με το που άρμεγε μια προβατίνα, τη χτυπούσε απαλά στη ράχη, σαν να τη χάιδευε και της έλεγε με νάζι, δείχνοντας την ευχαρίστησή και την ευγνωμοσύνη του:
          - Γεια σου Αθηνούλα μου  ή να χαρώ την Κλυταιμήστρα  μου κι έτσι, με τον ίδιο πατρικό τρόπο,  προσφωνούσε όλες τις προβατίνες με τα ονόματά τους.  
Στην προκειμένη φάση μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι ο κυρ-Παντελής ενώ δε σήκωνε ούτε μια στιγμή το κεφάλι του από την καρδάρα, εντούτοις όλες τις προβατίνες τις γνώριζε στα τυφλά και τις ξεπρόβαλε με το όνομά τους.
Μετά λοιπόν από καμιά ώρα, αφού άδειασε και την τελευταία καρδάρα, έκανε το σταυρό του και μου άπλωσε το χέρι για τη σχετική χαιρετούρα.
          - Τόκα το ορέ γιατρέ ντερβίση, αλλά είθε να μη σε χρειαστώ ποτέ για τα πρόβατά μου...Έλα τώρα, πάμε να πιούμε μια κούπα φρέσκο γάλα.
          ......Άβραστο  γάλα; Kαι τώρα, μόνο να ακούσω  για άβραστο  γάλα και χλωρό τυρί, που να το βάλω στο στόμα μου. Ο μελιταίος[5] κάνει  θραύση σε όλη την επαρχία και πρέπει να λαβαίνουμε τα μέτρα μας.  Στο χαγιάτι η κυρά Μαρίκα είχε ετοιμάσει πρωινό τραπέζι. Δυο μασέλες τυρί με άρμη, πέντε-έξι χλωρά κρεμμυδόπουλα και μια κουλούρα[6] ζεστή και ξεροψημένη.
          - Για έλα μπάρμπα-Παντελή να μου εξηγήσεις δυο  πράγματα γιατί δεν μπορώ να τα καταλάβω. Αλλά πρώτα τι είναι εκείνο το σύρμα που ξεκινά πιο πέρα από τη στάνη και πηγαίνει προς τη ρεματιά...
          - Κατάλαβα ...λες τον Αχέροντα. Όταν πεθαίνει ένα ζώο το  κρεμάω στο σύρμα κι όπως είναι κατηφοριά με μια σπρωξιά φθάνει κάτω στη ρεματιά στην Αχερουσία, στη πύλη του Άδη, όπου έχω ανοίξει ένα μεγάλο λάκκο και το χώνω. Με τον ίδιο τρόπο στέλνω στη ρεματιά και ό,τι άλλο δεν μου χρειάζεται.
- Πολύ ωραίο κόλπο βλέπω! Αλλά αναρωτιέμαι και για κάτι άλλο. Όπως άρμεγες και σε παρατηρούσα, πολλές φορές δεν σήκωνες ούτε το κεφάλι σου. Πως όμως γνώριζες τις προβατίνες έτσι σκυμμένος που ήσουν και καθεμιάς της μίλαγες με το όνομά της;
- Μα καλά δεν είδες τι έκανα;
- Γι αυτό σε ρωτώ!
- Δεν είδες πως άρμεγα τα μαστάρια και πώς τα ζούλαγα;
- Ε.. και λοιπόν;
-Τι λοιπόν, τόσα χρόνια είμαι τσοπάνης κι όλες οι προβατίνες έχουν μεγαλώσει στα χέρια μου, να μη γνωρίζω τι μαστάρια[7] έχουν; Η Μυρτώ μου είναι δίρωγη στο δεξί μαστάρι, η Αφροδίτη έχει μια ρώγα προς τα έξω και μία προς τα μέσα, η Άρτεμη έχει έναν βώλο στο αριστερό γιατί έχει περάσει μια μικρή παρμάρα. Όλες τις ξέρω απέξω και ανακατωτά.
-ΚΙ εγώ νόμιζα ότι τις ξεχωρίζεις από την εξωτερική εμφάνιση, ρούντα, βάκρα[8]όπως τις λέτε εσείς οι τσοπάνηδες.
 -Τι με έκανες παιδί μου, έτσι τις γνωρίζει και η γριά μου, η Μαρίκα.

Κόντευε να βγει ο ήλιος .
Ο μπάρμπα-Παντελής με το δισάκι του στον ώμο και την γκλίτσα στο χέρι, ροβόλαγε τα πρόβατα προς την πέρα μεριά.
Τα βελάσματα, τα κουδούνια και τα μπρ..ρ-μπρ..ρ    αντηχούσαν στους λόγγους και στις λαγκαδιές του ΄Αι-Λια και απαντούσε ο αντίλαλος από τις απέναντι χαράδρες.
Η φύση ξυπνούσε για τα καλά. Τα σήμαντρα του άρχοντα ειδοποιούσαν τις  πεντάμορφες νεράιδες  που έλουζαν τα μακριά τους μαλλιά στα ξάστερα νερά της Νέδας[9].
Την άλλη ημέρα ο Απρίλης παρέδιδε στο Μάη........



[1] Κούτρισμα : το αλληλοχτύπημα  των κριαριών κεφάλι με  κεφάλι  και πιο συγκεκριμένα  με τα κέρατα.   
[2] Μάρκαλος: η οχεία των προβάτων, το  πήδημα .  Για να κυριολεκτούμε σε κάθε είδος ζώων λέγεται διαφορετικά. .Στα πτηνά λέγεται βάτεμα, στα μεγάλα ζώα χρησιμοποιούνται τα ρήματα: την έβαλε, την πήρε την καβάλησε. Πάντως στα ζώα αποφεύγεται ολωσδιόλου ο αντίστοιχος όρος ...των ανθρώπων. 
[3] Κολοκούρεμα : Πριν από τις πρώτες ζέστες, στα μέσα της άνοιξης, κουρεύουν με τα προβατοψάλιδα τα ζώα στη χώρα του λαιμού, στη κοιλιά και στα σκέλια, ανάμεσα στα μπροστινά και πισινά πόδια. Αυτό είναι το κολοκούρεμα. Αργότερα, όταν πιάνουν οι μεγάλες ζέστες, κουρεύουν όλο το σώμα. Γι αυτές τις δουλειές ο ένας τσοπάνης πηγαίνει στον άλλον, δανικαριά,, οπότε η μέρα του κουρέματος παίρνει γιορταστική μορφή με εκλεκτό φαγοπότι, κρασί και τραγούδι.  
[4] Γαλατάς : Ο άνθρωπος που μεταφέρει το γάλα στο τυροκομείο. Παίρνει τα γεμάτα δοχεία και αφήνει άλλα τόσα άδεια. Πριν από είκοσι χρόνια περίπου για τη συγκέντρωση του γάλακτος χρησιμοποιούσαν μεγάλες καρδάρες και τυροκομούσαν το γάλα κυρίως οι ίδιοι οι τσοπάνηδες επί τόπου.
[5] Μελιταίος: Είναι μια σοβαρή αρρώστια που μεταδίδεται από τα ζώα στον άνθρωπο (ζωοανθρωπονόσος). Στη χώρα μας και γενικά σε όλες τις παραμεσόγειες ο μελιταίος έχει μολύνει μεγάλο ποσοστό των μηρυκαστικών. Στον άνθρωπο μεταδίδεται κυρίως με την κατανάλωση γάλακτος από μολυσμένο ζώο, όταν προηγούμενα  το γάλα δεν έχει παστεριωθεί ή βραστεί  ή με την κατανάλωση ζωοκομικών προϊόντων, τυρί γιαούρτη, βούτυρο, που έχουν παρασκευασθεί από τέτοιο γάλα. Όλα τα τυριά είναι ακίνδυνα τρεις μήνες μετά την παρασκευή τους, επομένως η κατανάλωσή τους επιτρέπεται μόνο μετά από αυτό το χρονικό διάστημα.
[6] Κουλούρα : Το μικρούτσικο  καρβέλι, που ψήνεται νωρίτερα από τα υπόλοιπα και επειδή είναι πολύ πιο λεπτό,  η κόρα ξεροψήνεται και ροδοκοκκινίζει. Οι παλιές νοικοκυρές στα χωριά ακόμη και τώρα, ζυμώνουν και ρίχνουν ψωμί στο φούρνο μια φορά την εβδομάδα. Η διαδικασία με τη σχετική ορολογία είναι : Το ζυμάρι έχει γίνει (έχει φουσκώσει), το ρίχνουν στο φούρνο και βγάζουν το ψωμί όταν πάρει.
[7] Οι μαστοί αποτελούνται από δύο συμμετρικά ημιμόρια και  περιβάλλονται από τη μαστική κάψα. Κάθε ημιμόριο καταλήγει σε μια θηλή (ρώγα). Ορισμένα πρόβατα δίπλα ή πίσω από το μαστό φέρουν ψευδοθηλές. Όταν η μαστική κάψα είναι χαλαρή τότε ο μαστός κρέμεται χαμηλά και οι προβατίνες λέγονται σακουλομάσταρες. Ανάλογα εάν φέρουν χονδρές ή μακριές ή λίγο αναπτυγμένες θηλές λέγονται χονδροβύζες, κολομοβύζες ή τσικνοβύζες, αντίστοιχα.  
[8] Η ονοματολογία των προβάτων γίνεται ανάλογα της εξωτερικής εμφάνισης (φαινότυπου) όπως η μορφολογική διάπλαση του σώματος, της κεφαλής, το σχήμα ουράς και μαστού (δες προηγούμενη υποσημείωση), το  είδος και ο  τύπος μαλλιού, το  σχήμα και ο  τρόπος έκφυσης κεράτων και κυρίως το χρωματισμό.
Στη χώρα μας εκτρέφονται πρόβατα με μακριά ουρά (μακρύουρα).Άλλες φυλές έχουν λεπτή ουρά( (μακρύουρα - λεπτόουρα   κι άλλες πλατιά (μακρύουρα-πλατίουρα) Τα κριάρια κυρίως έχουν κέρατα (κερασφόρα) , αυτά που δεν έχουν είναι τα σιούτα. Αντίθετα σπανίζουν προβατίνες με κέρατα και όσες έχουν καλούνται κρούτες ή κουρούτες.
Η ονοματολογία, όπως ειπώθηκε παραπάνω, στηρίζεται στο χρωματισμό. Το τελείως λευκό λέγεται μπέλο, το μαύρο λάιο ή μουράτο, το φαιό ψαρό ή γρίβο. Υπάρχουν μερικά πρόβατα ερυθροκίτρινα, τα κάτσινα, ή ερυθρόορφνα, τα λεγόμενα ρούσα ή ποικιλόχρωμα ή παρδαλά.  Συχνά τα παρδαλά πρόβατα φέρουν έγχρωμες κηλίδες στο κεφάλι ή στα πόδια. Έτσι το κεφάλι και τα πόδια μπορεί να είναι τελείως μαύρα και το υπόλοιπο σώμα λευκό, βάκρο ή καραμπάτσικομπο. Μπορεί να φέρουν μεγάλες μαύρες κηλίδες στο λευκό σώμα, καραμάνικο ή καστανόχρωμες, μπούτσικο. Μπορεί να φέρουν μαύρες κηλίδες στα μάγουλα και το επιρίνιο, κάλεσιο ή καστανόχρωμες, σπιθοκάλεσιο. Μπορεί να υπάρουν ερυθρά στίγματα στο κεφάλι, τα πόδια και το κορμί, μπάκαβο
[9] Η Νέδα: Ποταμός που πηγάζει από τα βουνά γύρω από τον Επικούρειο Απόλλωνα, παραρρέει την αρχαία Φιγαλία και εκβάλλει στον Κυπαρισσιακό κόλπο. Είναι το φυσικό σύνορο των νομών Ηλείας και Μεσσηνίας. Έχει το όνομα της νύμφης Νέδας, κόρης του Ωκεανού,  η οποία μαζί με άλλες νύμφες παρέλαβαν το βρέφος Δία από την Ρέα για να μην το φάει ο Κρόνος και το ανάθρεψαν. Η όλη του πορεία είναι πανέμορφη και μυσταγωγική(καταρράχτες, καταβόθρες, κατακόμβες) αντάξια των θρύλων και των μύθων που φέρνει από τα προ-ομηρικά χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου