»Πρόκειται για την έκθεση που συνέταξε προς την καθοδήγηση του ΚΚΕ το Νοέμβριο του 1975 ο Γιάννης Γρηγορόπουλος, φοιτητής τότε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, μέλος της ΑντιΕΦΕΕ, με σημαντική συμβολή στο αντιδικτατορικό κίνημα και την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Ο κ. Γρηγορόπουλος ήταν εκπρόσωπος της σχολής του στην πρώτη Συντονιστική Επιτροπή και στη συνέχεια ήταν στη θέση του συντονιστή, έως το μεσημέρι της Παρασκευής, με ιδιαίτερη ευθύνη στο χώρο του ραδιοφωνικού πομπού, την εκπόνηση των κειμένων και των συνθημάτων. Με δική του επιλογή αποφεύγει τη συμμετοχή στις κατ’ έτος παρουσιάσεις των «πρωταγωνιστών της εξέγερσης» από τον Τύπο και την τηλεόραση.»
Ντοκουμέντο για την «ΠΑΝΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΗ φ. 8»
Η προβοκάτσια ζει!
(Ελευθεροτυπία, 28/11/2004)
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Μεθεόρτια Πολυτεχνείου και αναστήθηκε η θεωρία των προβοκατόρων που δήθεν το οργάνωσαν στις πλάτες των αθώων φοιτητών και η ΚΝΕ ξαναθυμάται την αμαρτωλή «Πανσπουδαστική φ. 8″. Την καλύτερη απάντηση δίνει ένα αδημοσίευτο εσωτερικό ντοκουμέντο του ΚΚΕ.
Μεθεόρτια Πολυτεχνείου και αναστήθηκε η θεωρία των προβοκατόρων που δήθεν το οργάνωσαν στις πλάτες των αθώων φοιτητών και η ΚΝΕ ξαναθυμάται την αμαρτωλή «Πανσπουδαστική φ. 8″. Την καλύτερη απάντηση δίνει ένα αδημοσίευτο εσωτερικό ντοκουμέντο του ΚΚΕ.
Ο φετινός 31ος εορτασμός του «Πολυτεχνείου» σημαδεύτηκε από δυο σημαντικά πολιτικά εγχειρήματα. Στο πρώτο δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα, εφόσον αφορούσε προσωπικότητες με εξέχουσα θέση στην πολιτική σκηνή. Μιλάμε για τις γνωστές αναφορές στο σκασιαρχείο του Κώστα Καραμανλή τις μέρες του Νοέμβρη του 1973 από τον κ. Τζουμάκα και την επίσημη εκδήλωση της ΟΝΝΕΔ, με την οποία επιχειρήθηκε -κάπως άγαρμπα- η μετατόπιση της εξέγερσης στο «μεσαίο χώρο».
Το δεύτερο, όμως, εγχείρημα παρέμεινε ασχολίαστο, αν και δεν έχει λιγότερο ενδιαφέρον και οπωσδήποτε είναι ενδεικτικό του πνεύματος των καιρών. Αναφερόμαστε στην πρωτοφανή πρωτοβουλία της ΚΝΕ να προβάλει στο κεντρικό της ταμπλό για το Πολυτεχνείο το πασίγνωστο φύλλο 8 της παράνομης «Πανσπουδαστικής» (Γενάρης 1974), στο οποίο δημοσιεύεται πλαστό κείμενο δήθεν της Συντονιστικής Επιτροπής, όπου καταγγέλλεται η εξέγερση ως έργο 350 προβοκατόρων του Ρουφογάλλη, δηλαδή της χουντικής ΚΥΠ, και συκοφαντείται ως χαφιές ο φοιτητής Διονύσης Μαυρογένης (στέλεχος του ΕΚΚΕ και μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης).
Η υπόθεση είναι γνωστή, και έχει αποτελέσει επί τρεις δεκαετίες προπαγανδιστικό χαρτί στα χέρια όσων ήθελαν να επικρίνουν το ΚΚΕ για την επιφυλακτική στάση του απέναντι στο αυθόρμητο ξέσπασμα εκείνων των ημερών. Μέχρι σήμερα, όμως, το ΚΚΕ και η ΚΝΕ έχουν κάνει σαφές ότι δεν θεωρούν έγκυρη αυτή την ανάλυση, χωρίς βέβαια να αποκηρύξουν ανοιχτά το δελτίο αυτό της παράνομης «ΑντιΕΦΕΕ». Η επίσημη κομματική ιστορία -χωρίς να ξεχνά τους προβοκάτορες- δεν τους δίνει το πάνω χέρι στην εξέλιξη των γεγονότων. Αλλά έρχεται σήμερα η νεολαία του κόμματος να κάνει σημαία της αυτή την παραχάραξη των πραγματικών γεγονότων. Και αν τότε, σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας, μπορεί κανείς να βρει ελαφρυντικά γι’ αυτή τη συκοφαντία, η επάνοδος σήμερα στην ίδια επιχειρηματολογία, μετά από τόσες αναλύσεις, καταγραφές και ιστορικές αναμνήσεις, είναι τουλάχιστον ακατανόητη.
Οι ερμηνείες που μπορεί να δοθούν σ’ αυτή την πολιτική παλινδρόμηση είναι πολλές. Ισως είναι προάγγελος κάποιων μεταβολών στο εσωτερικό του κόμματος. Ισως απλώς η πίεση τόσων χρόνων -με την προπαγανδιστική χρήση αυτού του κειμένου από τους πολιτικούς αντιπάλους του ΚΚΕ- να οδήγησε κάποια στελέχη της σημερινής νεολαίας του κόμματος να «αντεπιτεθεί» στους αριστεριστές, υιοθετώντας εκ των υστέρων το σκληρό κομματικό κείμενο.
Ο,τι και να συμβαίνει, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για τυχαίο γεγονός, διότι η προβολή της «Πανσπουδαστικής φ.8» παρέμεινε μέχρι τέλους του εορτασμού στο ταμπλό της ΚΝΕ, παρά τις διαμαρτυρίες κάποιων περαστικών που κατάγγειλαν το γεγονός στους παρευρισκόμενους εκπροσώπους της οργάνωσης. Οπως, μάλιστα, προκύπτει και από άλλα δημοσιεύματα, το κείμενο αυτό διαβάστηκε και ως «ντοκουμέντο» σε φοιτητικoύς χώρους από εκπροσώπους της ΚΝΕ (βλ. πχ «Απογευματινή», 17.11.04).
Η αναβίωση αυτού του πλαστού κειμένου ολοκληρώνεται με την κυκλοφορία από το περιοδικό «Μετρό» της ταινίας «Εδώ Πολυτεχνείο!» του Δημήτρη Μακρή, όπου περιλαμβάνονται τέσσερα κομμάτια από τη δήθεν «ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής». Ενα από τα κομμάτια αυτά είναι το γνωστό περί «προβοκατόρων της ΚΥΠ», το οποίο εμφανίζεται να το απαγγέλλει μέλος της Συντονιστικής. Και ο μεν δημιουργός της ταινίας δεν μπορεί να έχει καμιά ευθύνη, διότι την σκηνοθέτησε στην Ιταλία πριν πέσει η χούντα και είναι φυσικό να παρασυρθεί από την «Πανσπουδαστική φ. 8» και να μην φανταστεί ότι έγινε νόθευση τέτοιας μορφής σε επίσημο έντυπο της Αντίστασης.
Επειδή, όμως, η ταινία κυκλοφόρησε μαζί με το περιοδικό και έγινε ανάρπαστη, ίσως θα ήταν χρήσιμο να περιληφθεί στο προσεχές τεύχος του «Μετρό» κάποια σχετική αναφορά, για να μην παραπλανηθούν οι καλόπιστοι θεατές της.
Το κείμενο-ντοκουμέντο
Δεν υπάρχει λόγος να ανασκευάσουμε εμείς για πολλοστή φορά το πλαστό κείμενο. Φιλοξενούμε όμως σήμερα ένα πολύ σημαντικό ντοκουμέντο γι’ αυτή την υπόθεση. Πρόκειται για την έκθεση που συνέταξε προς την καθοδήγηση του ΚΚΕ το Νοέμβριο του 1975 ο Γιάννης Γρηγορόπουλος, φοιτητής τότε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, μέλος της ΑντιΕΦΕΕ, με σημαντική συμβολή στο αντιδικτατορικό κίνημα και την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Ο κ. Γρηγορόπουλος ήταν εκπρόσωπος της σχολής του στην πρώτη Συντονιστική Επιτροπή και στη συνέχεια ήταν στη θέση του συντονιστή, έως το μεσημέρι της Παρασκευής, με ιδιαίτερη ευθύνη στο χώρο του ραδιοφωνικού πομπού, την εκπόνηση των κειμένων και των συνθημάτων. Με δική του επιλογή αποφεύγει τη συμμετοχή στις κατ’ έτος παρουσιάσεις των «πρωταγωνιστών της εξέγερσης» από τον Τύπο και την τηλεόραση.
Η σημασία του κειμένου που δημοσιεύουμε έγκειται καταρχήν στο γεγονός ότι, αντίθετα από τις μαρτυρίες που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα, το κείμενο αυτό έχει γραφτεί πολύ κοντά στα γεγονότα (άρχισε να συντάσσεται τον Αύγουστο του 1974). Τα άλλα κείμενα που έχουν γραφεί την πρώτη περίοδο (1974-1976) είχαν έστω και έμμεσα προπαγανδιστικό χαρακτήρα ή τουλάχιστον επιχειρούσαν να τεκμηριώσουν τις ιδιαίτερες πολιτικές απόψεις οργανώσεων και προσώπων. Ομως αυτό ήταν εσωτερικό κείμενο του ΚΚΕ και γι’ αυτό διακρίνεται από την ευθύτητα της επικοινωνίας μεταξύ μελών του ίδιου πολιτικού φορέα.
Η σοβαρότητα του κειμένου αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αυτούσια αποσπάσματά του περιλήφθηκαν στην επίσημη «Εκθεση για τα γεγονότα του Νοέμβρη 1973» που εγκρίθηκαν στην 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Ιούλιος 1976). Βέβαια δεν περιλήφθηκαν αυτά που δημοσιεύουμε στη συνέχεια.
Στην υπόθεση της «Πανσπουδαστικής φ. 8» αναφέρεται το κεφάλαιο με τον τίτλο «Ορισμένα σοβαρά θέματα – εκτιμήσεις» και τον υπότιτλο «Το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι οργανωμένου σχεδίου. Εκτίμηση των θέσεων και του ρόλου των προοδευτικών και των αντιδραστικών δυνάμεων. Ύπαρξη προβοκατόρων και ρόλος τους».
Αντιγράφουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Καταρχήν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί με σιγουριά ότι τα γεγονότα σε καμιά περίπτωση δεν ήταν οργανωμένα – οργανωμένα με την έννοια ότι η κατάληψη και η εξέλιξή της έγινε με βάση κάποιο σχέδιο, που είχε κάποιος επεξεργαστεί από τα πριν. Από την πλευρά των προοδευτικών δυνάμεων αυτό είναι καθαρό. Καμιά πολιτική δύναμη δεν πήρε την ευθύνη ότι είχε “σχεδιάσει” το Πολυτεχνείο. Άλλωστε αυτό έγινε φανερό και από τη συγκεκριμένη παρουσία και δράση όλων των οργανωμένων δυνάμεων στη διάρκεια της κατάληψης. Το ίδιο ισχύει και για τις διάφορες άλλες μορφές οργάνωσης των φοιτητών (Επιτροπές Αγώνα, ΦΕΑ, Τοπικοί Σύλλογοι, κλπ). Από την πλευρά των αντιδραστικών δυνάμεων θα μπορούσε να πει κανείς -εξετάζοντας μόνο τα φαινόμενα- και με βάση τη μετέπειτα εξέλιξη της 25ης Νοεμβρίου, ότι πιθανόν το Πολυτεχνείο να “δημιουργήθηκε” σκόπιμα για την ανατροπή του Παπαδόπουλου, από εχθρικές γι’ αυτόν και την πολιτική του δυνάμεις της χούντας. Σε αυτή την ανάλυση συνηγορεί και η ύπαρξη -πραγματικά- πολλών προβοκατόρων σε όλη τη διάρκεια των γεγονότων. Μια τέτοια άποψη βλέπουμε να υποστηρίζεται από την Α.Ο. (σ.σ. «αναθεωρητική ομάδα», δηλαδή το ΚΚΕ εσωτερικού, κατά την τότε ορολογία του ΚΚΕ) με τη δήλωση του Χ. Δρακόπουλου για την κατάληψη αργά την Τετάρτη το βράδυ: “Η εξέλιξη στον τόπο μας έχει περιέλθει σε λεπτό σημείο. Παράλληλα στο ευρύτατο δημοκρατικό ενωτικό κίνημα που αξιώνει την είσοδο στη δημοκρατική ομαλότητα, σκοτεινές δυνάμεις εργάζονται για να φράξουν το δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή και οργανώνουν προκλήσεις για να δικαιολογήσουν την επιβολή στρατοκρατικών μέτρων…” Η ίδια όμως η άποψη υποστηρίζεται και στην “ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου” που δημοσιεύει η παράνομη “Πανσπουδαστική” φύλλο 8. Η ανακοίνωση αυτή ουσιαστικά εκφράζει τις δικές μας απόψεις γιατί δεν έχει ρωτηθεί για τη σύνταξή της κανένα μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής (ούτε καν τα μέλη της ΑντιΕΦΕΕ): “Καταγγέλλουμε την προσχεδιασμένη εισβολή στο χώρο του Πολυτεχνείου την Τετάρτη, 14 του Νοέμβρη, 350 περίπου οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ, σύμφωνα με το προβοκατόρικο σχεδίου των Ρουφογάλλη – Καραγιαννόπουλου, με βάση τις εντολές του παραμερισμένου τώρα τέως πρωτοδικτάτορα Παπαδόπουλου και της αμερικανικής CIA, με σκοπό να προβάλλουν με κάθε μέσο τραμπουκισμού και προβοκάτσιας, γελοία και αναρχικά συνθήματα και συνθήματα που δεν εκφράσαμε τη στιγμή και τις συγκεκριμένες δυνάμεις. Για να μπορέσουν έτσι να απομονώσουν το κίνημά μας και την εκδήλωσή μας του Πολυτεχνείου από το σύνολο του λαού και της νεολαίας. Για να μπορέσουν παραπέρα, κατασκευάζοντας (και με τη βοήθεια των χουντικών μέσων ενημέρωσης) την εικόνα μιας μεμονωμένης εξτρεμιστικής επαναστατικοαναρχικής εξέγερσης που δεν έχει τη συμπαράσταση του λαού, να χρησιμοποιήσουν το χιλιοτριμμένο πρόσχημα του “επαπειλούμενου κοινωνικού καθεστώτος” για να δικαιολογήσουν την επαναφορά του στρατιωτικού νόμου και το δυνάμωμα της αιματηρής τρομοκρατίας. Ενέργειες που οι Αμερικανοί, η CIA και η χούντα είχαν από καιρό πάρει την απόφαση να επιβάλουν ύστερα από την παταγώδη αποτυχία της χουντομαρκεζίνικης προσπάθειας καθήλωσης και εκτόνωσης της λαϊκής πάλης…’
Η παραπάνω όμως άποψη δεν μπορεί να αντέξει σε σοβαρή κριτική αν ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής εκείνης, η εξάρτηση της χούντας από τους Αμερικανούς, οι κίνδυνοι που εγκυμονούσε μια τέτοια αντιμετώπιση για το ίδιο το καθεστώς της υποτέλειας στη χώρα μας, πράγμα που το ήξεραν και το έτρεμαν περισσότερο απ” όλα όλοι οι κύκλοι της αντίδρασης. Μ” αυτό το πρίσμα βλέποντας τα πράγματα, θα ήταν παράλογο να προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν μια φοιτητική εξέγερση -που η πιο πιθανή της εξέλιξη στις τότε συνθήκες ήταν να πάρει μεγαλύτερη έκταση και να γίνει υπόθεση όλου του λαού- για να επιφέρουν ορισμένες αλλαγές στην ηγεσία και την πολιτική της χούντας. Η αντίδραση έχει βαθιά συναίσθηση της δύναμης του λαϊκού κινήματος από τους μακροχρόνιους αγώνες του λαού μας και ξέρει ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα ήταν παιχνίδι με τη φωτιά. Και παλιότερα είχαν γίνει προσπάθειες προβοκάτσιας με σκοπό την καλλιέργεια του αντικομμουνισμού και την απομόνωση της Αριστεράς (1963-1965). Προβοκάτσια όμως στο επίπεδο οργανωμένου σχεδίου σε τέτοια έκταση όπως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η αντίδραση δεν ήταν ούτε σε θέση, αλλά ούτε θα αποτολμούσε, να οργανώσει.
Βέβαια από τη στιγμή που η κατάληψη ήταν γεγονός, η αντίδραση χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που είχε (ΚΥΠ, χαφιέδες, Αστυνομία, κλπ), προσπάθησε να διαστρεβλώσει το χαρακτήρα της εξέγερσης, να χρησιμοποιήσει τα γεγονότα για να χτυπήσει το προοδευτικό κίνημα. Αυτό άλλωστε είχε γίνει και στην κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του ’73, όπου προβοκάτορες προκάλεσαν πανικό, με αποτέλεσμα να γίνει υποχώρηση από τη μεριά μας και να εγκαταλείψουμε, αναγκαστικά, το κτίριο. Η τέτοια όμως συμπεριφορά της αντίδρασης δεν είναι και απόδειξη της ύπαρξης σχεδίου, αλλά αποτελεί μόνιμο στοιχείο, που περισσότερο έχει χαρακτήρα “άμυνας” του αστικού κράτους οποιαδήποτε μορφή κι αν έχει στις αντίστοιχες περιόδους της ιστορίας.
Η τέτοια τοποθέτηση και ερμηνεία του θέματος επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των γεγονότων, που ανάγκασαν την αντίδραση να δείξει τη δύναμή της χρησιμοποιώντας το στρατό, την τελευταία της ελπίδα για να μην ξεφύγουν τα πράγματα τελείως από τον έλεγχο της. Αυτό ήταν μια σημαντική υποχώρησή της και έδειχνε το αδιέξοδο στο οποίο είχε φτάσει καθώς και το βαθμό απόγνωσης της. Στο τελευταίο αυτό, όπως φαίνεται και από τη δίκη του Πολυτεχνείου, ήταν σύμφωνοι όλοι οι παράγοντες της χούντας καθώς και η CIA που βοήθησε άμεσα στην εφαρμογή του σχεδίου “Kεραυνός’. (Tο σχέδιο αυτό χρησιμοποιείται σαν διέξοδος τη στιγμή που τα πολιτικά όπλα για την αναχαίτιση του λαϊκού κινήματος χρεοκοπούν)».
Κριτικές παρατηρήσεις
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το κεφάλαιο για την πολιτική και οργανωτική προετοιμασία της εξέγερσης και τις ευθύνες της ίδιας της ΑντιΕΦΕΕ και του ΚΚΕ.
«Δεν πρέπει απλά να εντοπίζουμε το πρόβλημα και την ερμηνεία του στο ότι το επίπεδο οργάνωσης δεν ανταποκρινόταν στην αγωνιστική διάθεση του λαού και σε μια ανώτερη μορφή πάλης σαν την κατάληψη είτε να ξεπερνάμε τελείως το θέμα χαρακτηρίζοντας τη λαϊκή εξέγερση “οργανωμένο σχέδιο προβοκατόρων’. Η τέτοια αντιμετώπιση παραβλέπει την κύρια αιτία, που η κατάληψη του Πολυτεχνείου δεν εξελίχτηκε διαφορετικά, προς μια άμεσα θετική εξέλιξη για το κίνημα, δηλαδή την έλλειψη πολιτικής προετοιμασίας» (σ. 27).
«Στο ερώτημα να γίνει κατάληψη ή όχι δεν μπορέσαμε -σαν οργάνωση- ν’ απαντήσουμε θετικά ακριβώς επειδή δε βλέπαμε, για διάφορους λόγους, μια τέτοια μορφή πάλης να εντάσσεται στην πολιτική που ακολουθούσαμε τότε μέσα στο φοιτητικό κίνημα. Αλλά ούτε καθαρά αρνητική θέση πήραμε γιατί βλέπαμε -σα συνδικαλιστές της ΑντιΕΦΕΕ- να μας ξεπερνούν τα γεγονότα, να παίρνουν άλλοι την πρωτοβουλία των κινήσεων, να μην μπορούμε να επιδράσουμε ανασταλτικά πάνω στην εξέλιξη της κατάστασης. Πέρ’ απ’ αυτό, σ’ ορισμένα μέλη της ΑντιΕΦΕΕ υπήρχε διαμορφωμένη η αντίληψη ότι ήταν ώριμες οι συνθήκες για να χρησιμοποιήσουμε σα μορφή πάλης την κατάληψη, περισσότερο βέβαια σα μέσο πίεσης προς τη χούντα παρά σα μέσο για την άμεση ανατροπή της. Πάντως θα έπρεπε, όταν η κατάληψη ήταν πλέον γεγονός, να προσπαθήσουμε σαν οργάνωση να ελέγξουμε την κατάσταση μέχρι να επεξεργαστούμε την από κει και πέρα τακτική μας, άσχετα με το πώς βλέπαμε τη συγκεκριμένη μορφή πάλης να εξυπηρετεί τον αγώνα μας. Αλλά η οργάνωση αντιμετώπισε το γεγονός της κατάληψης με μια ανεξήγητη απάθεια, με πλήρη αδιαφορία. Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη της έλλειψης πολιτικής ετοιμότητας». (σ. 28)
«Οργανωμένες δυνάμεις της Αντί-ΕΦΕΕ υπήρχαν αρκετές. Ετσι σ’ αυτό το σημείο οποιαδήποτε ερμηνεία για τη στάση μας στη βάση οργανωτικών αδυναμιών δε στέκει. Υπήρχαν έμπειροι συνδικαλιστές, μέλη των εκλεγμένων επιτροπών των σχολών, γνωστοί σ’ όλο το φοιτητικό κόσμο, που θα μπορούσαν να επιβάλλουν τις απόψεις τους εύκολα και θα έπρεπε να καθοδηγούν προς την κατεύθυνση του ελέγχου της κατάληψης τουλάχιστον. Τελικά, αυτό που έγινε ήταν να ελεγχθεί ο χώρος του Πολυτεχνείου με την πρωτοβουλία των συνδικαλιστών μελών της ΑντιΕΦΕΕ, που αποτέλεσαν και την πλειοψηφία στην πρώτη Συντονιστική Επιτροπή. Δεν υπήρξε, όμως, καθοδήγηση, στη βάση της μόνιμης επαφής, σε κανένα ζήτημα σχεδόν και έτσι αναγκαστικά τα παραπάνω άτομα έδρασαν πρωτοβουλιακά σ’ όλη τη διάρκεια της κατάληψης. Δηλαδή τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν καθόλου οι οργανωμένες δυνάμεις που υπήρχαν μέσα στο Πολυτεχνείο, ούτε καν οι συνδικαλιστές μας που ήταν μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής» (σ.28).
«Ερμηνεύοντας αυτή τη διστακτική μας στάση απέναντι στην κατάληψη, αλλά και στην εξέλιξή της σε αντιφασιστική-αντιιμπεριαλιστική εκδήλωση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ένα φόβο μπροστά σε ταχύρρυθμες εξελίξεις που θα ξέφευγαν -πιθανώς- από τον έλεγχό μας και παραπέρα έναν περίεργο “ρεαλισμό” στην τακτική μας, που φανέρωσε ότι δε βλέπαμε καθόλου στη μελλοντική μας προοπτική την ανατροπή της δικτατορίας μέσα από μορφές πάλης δυναμικής αναμέτρησης του λαού είτε αγωνιστικής του αντιπαράθεσης με ανώτερες μορφές πάλης ενάντια στη δικτατορία. (…) Αυτός ο “ρεαλισμός” που ήταν μόνιμο στοιχείο των αναθεωρητών και της τακτικής τους σ’ ένα βαθμό υπήρχε και σε μας, όπως έδειξε η στάση μας στο Πολυτεχνείο, που δε μας άφηνε να μπούμε ενεργά στην καθοδήγηση των αγώνων που ωρίμαζαν ή τουλάχιστον να έχουμε επαναστατική επαγρύπνηση και ετοιμότητα ν’ ανταποκρινόμαστε στις απαιτήσεις του αγώνα» (σ. 31).
Από τα μικρά αυτά αποσπάσματα, που δεν καταλαμβάνουν ούτε το ένα δέκατο από τις 40 πυκνογραμμένες σελίδες της Εκθεσης του Γιάννη Γρηγορόπουλου, διαφαίνεται ο προβληματισμός των στελεχών της ΑντιΕΦΕΕ και της ΚΝΕ μετά το Πολυτεχνείο. Η θεωρία των «προβοκατόρων» και η προβολή της ως επίσημης θέσης της Συντονιστικής Επιτροπής από την “Πανσπουδαστική φ.8′ δεν είχε βέβαια καμιά σοβαρότητα για όσους έζησαν από κοντά τα γεγονότα. Η ανάσυρση του πλαστού κειμένου μετά από 30 χρόνια το μόνο που δείχνει είναι η απόσταση (χρονική αλλά και πολιτική) που έχουμε διανύσει από εκείνες τις μέρες της εξέγερσης.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Η κρυφή γοητεία της προβοκάτσιας
Κακά τα ψέματα. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν χωράει σε κανένα από τα λογικά σχήματα της σημερινής εποχής. Αυτό που κάποτε ήταν αυτονόητο, τώρα πια γεννάει ερωτήματα και απαιτεί πολύπλοκες «υποθέσεις εργασίας». Συνηθισμένοι να παρατηρούμε μια πολιτική σκακιέρα, από την οποία απουσιάζει η λαϊκή δυναμική, αδυνατούμε να κατανοήσουμε μια ιστορική περίοδο που σημαδεύτηκε από τη μαζική κινητοποίηση και τη διάθεση εξέγερσης μιας μερίδας της νεολαίας. Στην αγωνία μας να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα εκείνα με τα εργαλεία που μας παρέχει η τρέχουσα πολιτική φιλολογία καταλήγουμε στην αναζήτηση κάποιων πανίσχυρων υποκειμένων, τα οποία υποτίθεται ότι χειραγώγησαν (θετικά ή αρνητικά) τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1973. Στη λογική αυτή βοήθησε και η επί χρόνια ηρωοποίηση ή και αυτοηρωοποίηση ορισμένων ατόμων, τα οποία ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν την περίφημη «γενιά».
Οταν εξαντλήθηκε αυτή η ετήσια αναφορά στα γνωστά πρόσωπα, όταν η παλιά τους αίγλη τσαλακώθηκε από την μετέπειτα εξέλιξή τους, ήρθε η ώρα να ανακαλύψουμε και να προβάλουμε τους «προβοκάτορες». Εδώ και δυο-τρία χρόνια μαθαίνουμε ότι το Πολυτεχνείο ξεκίνησε από ένα ψέμα που ειπώθηκε στη Νομική.
Κοινός παρονομαστής των παλιότερων και των σημερινών περιγραφών είναι η ανάδειξη κάποιων πρωταγωνιστών και η ανάθεση του ρόλου του κομπάρσου στον «αγνό» και «πάντα προδομένο» λαό, που απλώς ακολούθησε, χωρίς να έχει πολιτικές απόψεις. Η φετινή έμπνευση να αποδοθεί μερίδιο της εξέγερσης ακόμα και στο «μεσαίο χώρο» ήταν απλώς η κατάληξη αυτού του λογικού σχήματος.
Οσο όμως περνούν τα χρόνια, τόσο ενισχύεται ο μύθος ότι κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν την «αφέλεια» των φοιτητών για να επιβάλουν μια σκληρότερη δικτατορία. Ως επιχειρήματα των καλόπιστων ή κακόπιστων υποστηρικτών της θεωρίας ότι το Πολυτεχνείο υπήρξε δημιούργημα προβοκατόρων του Ιωαννίδη για να προκαλέσει την πτώση του Παπαδόπουλου αναφέρονται δύο κυρίως επιχειρήματα.
Το πρώτο επιχείρημα είναι «τεχνικό». Υπενθυμίζεται, δηλαδή, από τους συνωμοσιολόγους όλων των πολιτικών πτερύγων η αντιμετώπιση των εγκλείστων του Πολυτεχνείου στην πρώτη προσπάθεια να παραμείνουν οι φοιτητές στο χώρο, στις 14 Φεβρουαρίου του 1973. Τότε είχε εισβάλει η αστυνομία και είχε διώξει τους φοιτητές, χρησιμοποιώντας βία, ξύλο και συλλήψεις. Αντιπαραβάλουν σ’ αυτή τη σκληρή αστυνομική επιχείρηση την απόσυρση της αστυνομίας από το χώρο του Πολυτεχνείου την πρώτη μέρα της κατάληψης (14/11/73). Πρόκειται για αφελή κουτοπονηριά. Διότι τον Φεβρουάριο δεν είχε ακόμα να εφαρμόζεται η «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος. Την επομένη της εισβολής του Φεβρουαρίου άρχισαν να ανακοινώνονται τα ονόματα των φοιτητών που τιμωρούσε η χούντα με διακοπή της αναβολής στράτευσης. Αντιθέτως το Νοέμβριο είχε αρθεί ο στρατιωτικός νόμος, το καθεστώς είχε υποσχεθεί ελεύθερες φοιτητικές εκλογές και είχε δώσει πίσω τις αναβολές στους στρατευμένους. Το πολιτικό κλίμα επέβαλε τη διαφορετική στάση της αστυνομίας. Θεωρώντας ότι η κατάληψη θα ξεφουσκώσει μόνη της, η μαρκεζινική παραλλαγή του καθεστώτος προτίμησε να δείξει ανοχή. Η αυθόρμητη έκρηξη δεν αιφνιδίασε μόνο τις οργανώσεις της Αριστεράς και τον παραδοσιακό πολιτικό κόσμο, αλλά και την ίδια τη χούντα.
Οσο για το δεύτερο επιχείρημα των πιο ψαγμένων, ότι δηλαδή οι Αμερικάνοι προκάλεσαν το Πολυτεχνείο για να διώξουν τον Παπαδόπουλο μετά από την άρνησή του να κάνουν χρήση της Σούδας στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο εκείνων των ημερών, πρόκειται για απλό μύθο. Οχι μόνο χρησιμοποιήθηκε η βάση της Σούδας, αλλά ο Αμερικανός διοικητής δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει προσωπικά τον Μαρκεζίνη για τη βοήθεια (βλ. Πέτρου Αραπάκη «Το τέλος της σιωπής», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2000, σ. 93 κ.ε.).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Δημήτρη Χατζησωκράτη
«Πολυτεχνείο 73»
(εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004)
Προσωπική μαρτυρία αλλά και πολιτική κατάθεση ενός στελέχους του Ρήγα Φεραίου και μέλους της πραγματικής Συντονιστικής Επιτροπής. Πλούσιο υλικό και ενδιαφέρουσα απόπειρα να δικαιωθεί η πολιτική γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ εσωτερικού.
«Πολυτεχνείο 73»
(εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004)
Προσωπική μαρτυρία αλλά και πολιτική κατάθεση ενός στελέχους του Ρήγα Φεραίου και μέλους της πραγματικής Συντονιστικής Επιτροπής. Πλούσιο υλικό και ενδιαφέρουσα απόπειρα να δικαιωθεί η πολιτική γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ εσωτερικού.
Δημήτρη Παπαχρήστου
«Το Πολυτεχνείο ζει;»
(εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2004)
Η πιο πρόσφατη εκδοτική δουλειά του ανθρώπου που έμεινε στη σύγχρονη ιστορία ως ο «εκφωνητής του Πολυτεχνείου» και που καταφέρνει να διατηρεί την αυθεντικότητα και την ιδιαιτερότητά του, παρότι έχει υποστεί υπερεκμετάλλευση από τα μέσα ενημέρωσης επί τρεις δεκαετίες.
«Το Πολυτεχνείο ζει;»
(εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2004)
Η πιο πρόσφατη εκδοτική δουλειά του ανθρώπου που έμεινε στη σύγχρονη ιστορία ως ο «εκφωνητής του Πολυτεχνείου» και που καταφέρνει να διατηρεί την αυθεντικότητα και την ιδιαιτερότητά του, παρότι έχει υποστεί υπερεκμετάλλευση από τα μέσα ενημέρωσης επί τρεις δεκαετίες.
Γιώργου Γάτου
«Ρεπορτάζ με την ιστορία»
(β’ τόμος, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 2004)
Δημοσιογραφική καταγραφή (και άλλων) ντοκουμέντων και μαρτυριών από την κατάληψη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιστορική σύνοψη των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων της εποχής.
«Ρεπορτάζ με την ιστορία»
(β’ τόμος, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 2004)
Δημοσιογραφική καταγραφή (και άλλων) ντοκουμέντων και μαρτυριών από την κατάληψη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιστορική σύνοψη των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων της εποχής.
ΔΕΙΤΕ
«Εδώ Πολυτεχνείο», του Δημήτρη Μακρή (1974)
Γυρισμένη στην Ιταλία, πριν την πτώση της χούντας, η ταινία αυτή περιλαμβάνει ορισμένα πολύτιμα ντοκουμέντα από την εξέγερση. Μοιράστηκε στη φετινή επέτειο με το τεύχος 109 (Δεκέμβριος 2004) του περιοδικού «Μετρό». Παρά την εμφανή αδυναμία που επέβαλε η δυσκολία επικοινωνίας με το εσωτερικό και τον ερασιτεχνισμό των ηθοποιών (πολιτικοί εξόριστοι Ελληνες και δημοκράτες Ιταλοί) αποτελεί μια αξιοπρόσεχτη πολιτική κατάθεση και συνοψίζει με αρκετή πιστότητα τα γεγονότα. Ομως σε τέσσερα διαφορετικά σημεία του δραματοποιημένου αυτού ντοκιμαντέρ περιλαμβάνονται αποσπάσματα από την περιβόητη δήθεν ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής. Σημάδι ότι η «Πανσπουδαστική ν. 8» είχε κάνει τη δουλειά της.
Γυρισμένη στην Ιταλία, πριν την πτώση της χούντας, η ταινία αυτή περιλαμβάνει ορισμένα πολύτιμα ντοκουμέντα από την εξέγερση. Μοιράστηκε στη φετινή επέτειο με το τεύχος 109 (Δεκέμβριος 2004) του περιοδικού «Μετρό». Παρά την εμφανή αδυναμία που επέβαλε η δυσκολία επικοινωνίας με το εσωτερικό και τον ερασιτεχνισμό των ηθοποιών (πολιτικοί εξόριστοι Ελληνες και δημοκράτες Ιταλοί) αποτελεί μια αξιοπρόσεχτη πολιτική κατάθεση και συνοψίζει με αρκετή πιστότητα τα γεγονότα. Ομως σε τέσσερα διαφορετικά σημεία του δραματοποιημένου αυτού ντοκιμαντέρ περιλαμβάνονται αποσπάσματα από την περιβόητη δήθεν ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής. Σημάδι ότι η «Πανσπουδαστική ν. 8» είχε κάνει τη δουλειά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου