Το στρατόνι ήτανε δεν ήτανε εκατό, το πολύ, μέτρα.
Ξεκίναγε από τη δημοσιά και έφτανε μέχρι την ξύλινη πορτούλα του εξοχικού μας.
Το φάρδος του ένα, με ενάμιση.
Σ 'όλο του το μήκος, αριστερά και δεξιά, φράχτες με ξύλινα παλούκια και τρεις σειρές σκουριασμένο σύρμα, αγκαθωτό.
Τη μέρα, με το φως, το στρατόνι ήταν αδιάφορο για μας.
Τη νύχτα όμως ...
Γυρνώντας από το θερινό σινεμά, φτάνοντας στο ύψος του, στρίβαμε δεξιά και άρχιζε η πορεία μας.
Στα πρώτα δέκα μέτρα, έφτανε ακόμη λίγο φως από τον γλόμπο της ηλεκτρικής, ψηλά στην κολώνα, στην άκρη του δρόμου.
Μετά, πηχτό σκοτάδι, πίσσα, μαζί και χτυποκάρδι.
Τα πόδια μας άγγιζαν τα φυτρωμένα χόρτα, πότε μαλακές αγριομολόχες και πότε γαϊδουράγκαθα.
Αλλού, χαϊδεύαμε μετά τα χέρια μας τις ξεβλαστωμένες μαραθιές και το μύρο τους μας έσπαζε τη μύτη.
Στη μέση περίπου, παραμερίζαμε τις φρέσκες φούντες της λυγιάς, για να περάσουμε, κάνοντας έτσι να βγει η πικρή μυρωδιά τους.
Οι κωλοφωτιές, άφθονες τότε, μέσα από τα χορτάρια, έφεγγαν, πρασινωπές φλογίτσες, χαμηλά στα βήματά μας.
Πάνω μας η αστροφεγγιά, μαγική.
Όλα τάστρα δικά μας.
Αυτόφωτα και ετερόφωτα, ήλιοι και φεγγάρια.
Μαζί, ακούσματα από τριζόνια, γκιώνηδες, σκυλιά, κοκόρια και κουκουβάγες.
Το διάβα μας εκείνο, το μικρό, στο σκοτάδι, τα είχε όλα.
Μυρωδιές, ήχους, φόβο και θαυμασμό.
Λίγα μέτρα πριν την αυλόπορτα, Το αγιόκλημα Της μάνας μας έσπευδε ΝΑ μας διαβεβαιώσει Ότι Ο μικρός μας άθλος, άλλη μια βραδιά, είχε λάβει αίσιο τέλος.
στρατόνι = στενό δρομάκι, μονοπάτι