Η ζωή κάνει κύκλους στο χρόνο, η
ιστορία γωνίες σαν πολύγωνο. Όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες και εκφάνσεις,
ουδεμιάς εξαιρουμένης, είναι συνιστώσες και διαγώνιες άλλων προγενέστερων
καταστάσεων. Κυρίως όμως μικρότερων και λιγότερο σημαντικών. Τα μεγάλα είναι
αθροίσματα των μικρών, τα σημαντικά, απαυγάσματα των ασήμαντων. Και για την ύλη
και για το πνεύμα. Οι άβακες που αποτελούσαν τις πρώτες αριθμομηχανές στην
προϊστορική Ελλάδα, δεν είναι πρόγονοι των ηλεκτρονικών υπολογιστών(Η/Υ);
Τα πάντα με ένα λόγο εξελίσσονται, μεταλλάσσονται και
τροποποιούνται. Τίποτα δεν έρχεται από το πουθενά αλλά και τίποτα δεν
εξαφανίζεται. Και οι εφευρέσεις ουδόλως αποτελούν παρθενογενέσεις.
Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι υποκείμενο και αντικείμενο όλων
των προαναφερθέντων. Στις δε λειτουργίες της ανάγκης και επιβίωσης, που
πρωτοστατεί η εργασία, όλες οι παραπάνω αρχές επαυξάνονται. Η εργασία (τρόπος,
ποιότητα, απόδοση) καθορίζει το είναι. Το γίγνεσθαι είναι δουλειά των επαϊόντων
και των αρμόδιων ειδικών. Οι διάφορες μορφές της εργασίας είναι τα επαγγέλματα.
Μόνο στις τελευταίες δεκαετίες εάν ανατρέξουμε, γινόμαστε
μάρτυρες της εμφάνισης, της ακμής και συγχρόνως της παρακμής και της εξαφάνισης
αμέτρητων επαγγελμάτων. Ένα τέτοιο επάγγελμα είναι ο τζαμπάσης ή τζαμπάζης, επί
το ελληνικό, ζωέμπορος.
Οι τζαμπάσηδες λοιπόν, είναι (καλύτερα ήταν) οι μεσίτες,
οι έμποροι για όλα τα είδη των μεγάλων ζώων, κυρίως των αλόγων. Αυτό, διότι η
διακίνηση ήταν πολύ ευκολότερη και ταχύτερη. Το ίδιο το άλογο χρησιμοποιούσαν
και σαν μεταφορικό μέσο.
Κυρίως οι τζαμπάσηδες δεν διέθεταν κανένα παραγωγικό μέσο,
αλλά ούτε και περιουσιακό στοιχείο, εκτός ίσως από μια χαμοκέλα και αυτή
πλίθινη. Ήταν μ΄ ένα λόγο προλετάριοι, με όλη τη σημασία της λέξης. Επομένως
ήταν αδέσμευτοι, ανεξάρτητοι από κάθε κοινωνική, πολιτική, θρησκευτική
οριοθέτηση και προτροπή. Ελεύθεροι σαν τα πουλιά.
Από τη μια η ανάγκη επιβίωσης και από την άλλη, το
δαιμόνιο της φυλής, συνέβαλαν στη μεγάλη ανάπτυξη πολλών ψυχικών χαρισμάτων,
όπως η εξυπνάδα, καπατσοσύνη, διπλωματία, ψιλοκατεργαριά (Εθνική Ελλάδος γεια
σου).
Όλα τα παραπάνω τελικά διαμόρφωναν, αφενός τον ίδιο το
χαρακτήρα, με πρώτους συντελεστές τη ραθυμία, τη ραστώνη και την ελευθεριότητα
(αραλίκι, ταβέρνα, πιοτί, γλέντια, χοροί, τσιγαριλίκι, ποδόγυρο) και αφετέρου,
τον τρόπο αμφίεσης που ήταν παρεμφερής μ΄ εκείνον των ρεμπετο-ντερβίσηδων.
Πατούμενο μαύρο, μυτερό, παντελόνι με μπροσθότσεπες και ρεβέρ, γιλέκο με το
ρολογιά στο τσεπάκι, τραγιάσκα το χειμώνα και ντρίτσα το θέρος, μουστάκι
τριζάτο, μαλλί κολλαριστό με μπριγιαντίνη. Και η κεχριμπαρένια κομπολογιά
πάντοτε πρώτη και κυρίαρχη. Με το κουτσαβακίστικο, μάγκικο στυλ, διέφεραν
αρκετά. Είχαν όμως και αρκετά κοινά σημεία. Όπως το φιλότιμο και το θεριακλιδίκι.
Μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κολοκουβαρίστρα, χωρίς το πρώτο καθοριστικό.
Όλες αυτές οι επενδύσεις και οι εξαρτήσεις της μορφής, της
στάσης και της συμπεριφοράς, τόσο πολύ επικράτησαν με το χρόνο, ώστε έγιναν
ιδιαίτερα γνωρίσματα της ιδιοσυγκρασίας, της ταυτότητας όλων των τζαμπάσηδων.
Αναφέροντας σχετικά περιστατικά και εικόνες των
τζαμπάσηδων της Ανδραβίδας, που ήταν η κοιτίδα σε όλον τον δυτικό Μοριά,
γίνεται πιο κατανοητό το μεγαλείο του υπό εξαφάνιση επαγγέλματος. Τι υπό
εξαφάνιση; H εξαφάνιση του είδους έχει επιτελεσθεί
πλήρως.
Οι τζαμπάσηδες λοιπόν της Ανδραβίδας, είχαν αγορά ολόκληρη
τη δυτική Πελοπόννησο, από το Μελιγαλά και το Κοπανάκι της Μεσσηνίας, μέχρι
πάνω τα Καλαβρυτοχώρια. Ήταν παντού καλοδεχούμενοι. Όλες οι πόρτες ήταν
διάπλατες για την αφεντιά τους. Στα περισσότερα κονάκια τους θεωρούσαν σαν τους
επίσημους ξένους, τους κοσμογυρισμένους. Το είχαν τιμή και καμάρι να τους
φιλοξενούν. Εκατοντάδες λειροκόκκινα κοκόρια και άλλες τόσες γαλοπούλες είχαν
θυσιαστεί στον υπέρ πάντων αγώνα, παρόλο που τις μοσχοανάθρεφαν για τις άγιες
μέρες των Χριστουγέννων, μια και θα κόπιαζε ο γιος από την πρωτεύουσα. Αυτό δεν
ήταν τίποτα μπροστά στην άλλη ΄΄θυσία΄΄. Μαντηλοφόρες εξηντάρες χήρες (η γριά κότα έχει το ζουμί ! ) καθώς
επίσης και άσπρες-άσπρες τσούπρες σαν το γάλα, κάπου-κάπου και καμία παπαδιά,
είχαν πέσει ηρωικώς αντιστεκόμενες, στα πλάνα, λάγνα μάτια και στα τσιγκελωτά
μουστάκια των τζαμπάσηδων.
Οι μεν πρώτες έτσι, για να μην μπαϊρώσει το χωράφι,
οι δε κοπελιές μπας και ξεφύγουν από τη φτώχεια και τη μιζέρια που τις έτρωγαν
με το κουτάλι. Το μυστηριακό κουβαρνταλίκι, η απλόχερη καρδιά σε συνδυασμό με
το όμορφο και αεράτο παρουσιαστικό, όχι παπαδιές αλλά και ηγουμένες αμαρτάνουν.
Ο πειρασμός και η λιγούρα είναι το μελάνι παραλλαγής του διαβόλου. Βέβαια, μετά
την αμαρτία, όλες το σιχτίριζαν στο ΄΄πυρ το εξώτερον΄΄.
Στα περισσότερα χωριά είχαν κάνει τις ανάλογες κουμπαριές.
Ο μεν κουμπάρος έπαιζε το ρόλο του τοπικού αντιπροσώπου, η δε κουμπάρα… τις
κουμπάρες. Και πολλά συμπεθεριά είχαν επιτελέσει. Ένας μάλιστα απ΄ αυτούς
αρραβώνιασε το γιο του ερήμην του παιδιού. Επήρε προικιό ένα ποτιστικό χωράφι
και 70 κομμάτια πράματα. Μέχρι να τελειώσει δε ο γαμπρός τη θητεία του, το
χωράφι είχε πουληθεί για 30 χιλιάδες τότε. Ένα βράδυ στο χωριό, εκεί που έτρωγαν
κι έπιναν, λέει ο τζαμπάσης:
-Άντε βίβα
συμπέθερε και άσπρο πάτο. Την Κόλαρη τη φάγαμε. Ακόμα και τις γράνες γύρω-γύρω
ξεκοκαλίσαμε. Ο Θεός να μας έχει καλά να φάμε και τα πράτα.
Και βγάλε η συμπεθέρα τσιγαρίδες[1] με λίγδα από τη στάμνα και
ρίξε κοκκινέλι ο κύρης, τους βρήκαν τα βαθιά μεσάνυχτα. Ο μεν κύρης ροχάλιζε
παραδίπλα στο σεντούκι, ο δε Ανδρούτσος ήθελε βεντούζες πάνω στο σάϊσμα, δίπλα
στο παραγώνι.
Έτσι για την υστεροφημία του θέματος, προσθέτω τις
παρακάτω αράδες.
Η Κόλαρη ήταν τοπωνύμιο του χωραφιού. Τα 70 πράματα ήταν
πεύκα σε παραπλήσιο λόφο. Έλα όμως που ο πεθερός τα έταξε με τέτοιο τρόπο, που
ο άλλος τα πήρε ότι ήταν πράτα, πρόβατα. Αργότερα, όταν το πήρε χαμπάρι, τον
βάρεσε νταμπλάς στο κεφάλι. Ούτε που αγνάντευε προς τη μεριά που ήταν τα πεύκα.
Τόσο πολύ του στοίχισε. Πληγώθηκε βλέπετε, ο εγωισμός του.
-Μα να μου τη φέρει
εμένα το ανθρωπάκι, έλεγε και
ξανάλεγε για μια δεκαετία, πού να κρύψω
το πρόσωπο και το όνομά μου.
Το πρόβλημα ήταν βέβαια ότι οι άλλοι του σιναφιού, του
κόλλαγαν πάνω στο κρασί. Τον περιγελούσαν και τον τσίγκλαγαν. Όλα αυτά, γιατί
από την άλλη δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, καθότι ήξερε, για να βάλεις κανά
φράγκο στην τσέπη, τα πεύκα απαιτούσαν σκεπάρνι, λάτα[2] και ανεβοκατέβασμα στις
ραχούλες, μέχρι να σου βγει η γλώσσα έξω μια πιθαμή (πελέκημα των κορμών με
τέχνη και μάζεμα του ρετσινιού δέντρο-δέντρο). Έτσι τα πεύκα παρέμειναν στον
πεθερό, που τα ‘δωσε πανωπροίκι στην πρώτη κόρη, τη Γαρούφω.
Σε όλα τα εμποροζωοπανηγύρια και παζάρια, ήσαν οι
τελετάρχες. Κυρίαρχη εμπορική πράξη ήταν η τράμπα[3]. Σε όλες τις διαδικασίες
ήταν οι πρώτοι. Τετραπέρατοι. Καλίγωναν ψύλλο στον ανήφορο. Τόσο πολύ είχαν
αναπτύξει το εμπορικό πνεύμα και τη σχετική πάρλα που σου πάσαραν γκιόσα
προβατίνα για δευτερόγεννη ή μουνουχισμένο για επιβήτορα μια και ανακάτευαν την
κρυψορχιδία κι άλλα άσχετα και σχετικά. Και μάλιστα έκανες τεμενάδες με χίλια
ευχαριστώ. Πολλάκις η κατεργαριά τους είχε και επιστημονική βάση. Όπως π.χ. στα
άλογα με πνευμονάρα-τεκνεφέσι ενστάλαζαν λίγη ατροπίνη στους οφθαλμούς πριν τη
δοκιμή της τράμπας και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Πού να χαμπαρίσει ο χωριάτης
τέτοια πράγματα μέσα στην αγαθοσύνη του.
-Ξέρεις τη φοράδα
είναι τούτη ορέ πατριώτη, γιοργαλί Σαβάλια-Ροβιάτα μονοημερίς, έλεγε ο τζαμπάσης, με τέτοια έπαρση και στόμφο, που σ΄ έπειθε
ότι η αναφερόμενη απόσταση ήταν 200 χιλιόμετρα και βάλε. Έτσι έβγαζε τη φοράδα
του άσσο. Ενώ στην πραγματικότητα τα Σαβάλια και η Ροβιάτα είναι δυο γειτονικά
χωριά που απέχουν 4 χιλιόμετρα, το δε άλογο ήταν μπαστουνένιος άσσος. Άσε τ΄
άλλο. Αφού λοιπόν αποβραδίς μοσχοπούλαγαν το ψωράλογο και τσέπωναν μια γερή
προκαταβολή ή έπαιρναν το άλλο της τράμπας που τις περισσότερες φορές αυτό ήταν
νέο και γερό ή το πολύ-πολύ να είχε κάποιο
απλό κουσούρι, όπως το τσίνισμα, το άλλο ή το παράλλο πρωί, το άλογο είχε
κάνει φτερά.
Να τι είχε συμβεί! Οι τζαμπάσηδες, με την επιστροφή από
την περιοδεία τους, στην οποία είχαν μεταπουλήσει το άλογο της τράμπας,
ξαναπερνούσαν μέσα στη νύχτα, άρπαζαν σαν κύριοι το ψωράλογο, και ποιος τους
είδε, ποιος τους ξέρει. Για να θολώσουν δε τα νερά και να μπερδέψουν τα ίχνη
τους, τοποθετούσαν τα πέταλα των αλόγων ανάποδα, οι άκρες των πετάλων να
βλέπουν μπροστά, προς το κεφάλι. Υπόψη, οι περισσότεροι ήταν και πρώτοι
πεταλωτές και σαμαριτζήδες. Άιντε μετά να εντοπίσουν οι ιδιοκτήτες προς τα πού
τράβηξε το άλογο.
Το άκρον άωτον της υπόθεσης ήταν ότι σε 20 με 30 μέρες το
αργότερο, ξαναπερνούσαν από το σπίτι του θύματος. Έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον,
ζητούσαν επιβεβαίωση εάν το άλογο ήταν τόσο καλό, όπως το είχαν περιγράψει. Κι
όταν ο κουμπάρος τους έλεγε τα καθέκαστα, χτυπιόντουσαν, κατέβαζαν κεριά και
λιβάνια και τα ‘βαζαν με τον ίδιο, ότι τάχα δεν το ‘χε δέσει γερά και λύθηκε.
-Α, ορέ κουμπάρε,
το άτιμο πήρε σίγουρα το δρόμο για τα Τρόπαια. Από κει το είχα πάρει με τόσα
λεφτά, άσε τα παρακάλια. Και ήταν ένα άλογο, τι να σου πω…
Στο τέλος, ανάλογα με την περίπτωση και την κουμπάρα,
χάριζαν και τα υπόλοιπα χρωστούμενα. Οπότε, κι από πάνω έβγαιναν, και το
κομμάτι τους έκαναν. Βέβαια, τόκιζαν το μέλλον με το παραπάνω. Ποτέ δεν
έβγαιναν χαμένοι.
Τελικά η μοίρα και η κατάληξη των τζαμπάσηδων, είναι
συνυφασμένες με εκείνες του αλόγου, που και αυτό είχε αντίστροφη πορεία με την
εξέλιξη και την ανάπτυξη της κοινωνίας. Στα
χρόνια μας, όπως λέει κι ο κυρ Θανάσης απόμαχος τζαμπάσης και συνταξιούχος
των δέκα δραχμών του ΟΓΑ, το επάγγελμα
ξεφτιλίστηκε, με τις μοντέρνες μορφές που πήρε.
Λέει, με άλλα λόγια:
Όπως τα μπακαλόχαρτα και κάθε
είδους υπηρεσιακοί, εμπορικοί φάκελοι, έδωσαν τη θέση τους στις δισκέτες, έτσι
και οι τζαμπάσηδες αντικαταστάθηκαν από τους λογής – λογής σπόνσορες και
΄΄καλλιτεχνικά γραφεία΄΄. Αλλά και το εμπόρευμα μεταλλάχτηκε. Τότε ήταν το
περήφανο άλογο, άρρεν ή θήλυ και τώρα ο ίδιος ο άνθρωπος και περισσότερο η
γυναίκα. Χορεύτριες, σερβιτόρες, μοντελάκια, κουνελάκια, ρούλες, τσάοαντέννες,
γλάστρες και παραγλάστρες… για μασάζ, συντροφιά, περίθαλψη, υπηρεσία, ότι
περνάει από το μυαλό σας και σηκώνει η τσέπη σας. Να ‘ναι καλά το πάλαι ποτέ ‘’παραπέτασμα’’ (Βάστα καημένο
Μεσολόγγι, άλλο τώρα, αν σε αποκαλούν Παναγιώτη ή Διαμάντω.)
Δίκιο δεν έχει ο Καφούρας;
Ας τελειώνουμε κάποτε, γιατί φθάσαμε στον Βύρωνα του ΄21.
Τις παρακάτω αράδες όμως, δεν μπορώ να μην τις σημειώσω, να με συμπαθάτε.
Εμείς στον κλάδο μας, στον κτηνιατρικό ντε, εάν είχαμε δύο
τζαμπάσηδες, ένα Γενικό και έναν Πρόεδρο στο σωματείο μας, θα βλέπατε πώς θα
κάναμε τους Υπουργούς και όλους τους παρατρεχάμενους.
Θα τους έλεγα εγώ, που μας περιπαίζουν με τα σούρτα φέρτα.
Αλλά μας λένε στις αρχές του μήνα και άλλα στα μέσα.
Εάν κατά τύχη, δεσμευτεί ο εξ ανασχηματισμού[4] προκύπτων κ. υπουργός,
λίαν συντόμως ο επόμενος σχηματισθείς, του προηγούμενου καρατομηθέντος, στα
πρόθυρα και αυτός να ανασχηματισθεί στον ταχέως ερχόμενο ανασχηματισμό,
αποδεσμεύεται από τα ανασχηματισθέντα με νέα σχηματισθέντα οράματα. Φθάνει ο
καινούργιος ανασχηματισμός… ένα -δύο-τρία, και πάλι από την αρχή. Ο χορός να
σέρνεται και τα βιολιά να παίζουν. Να δούμε όμως, μέχρι πότε η καμπούρα μας θα
σηκώνει και θα αντέχει τέτοια καραγκιοζιλίκια.
Ή και τ΄ άλλο, το αντίθετο πάλι στον κλάδο μας.
Εάν οι Γενικοί Δ/ντές και Πρόεδροι, πρώην και επόμενοι
ήταν τζαμπάσηδες, είμαι σίγουρος ότι ούτε το Βουκεφάλα δεν θα κατάφερναν να
κάνουν τράμπα. Ας πήγαιναν ακόμα και στα καλύτερα παζάρια
προς Κοινότητα μεριά, Brussels και βάλε..
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΙΛΙΟ ΜΟΥ "ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΕΝΘΗΜΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΖΩΑ
[1] Τσιγαρίδες: Χοιρινό κρέας κατεργασμένο με βρασμό και με πολύ αλάτι
[2] Λάτα: Τενεκές κομμένος περίπου στη μέση με μια σανιδούλα για να
πιάνεται, όπως ακριβώς ο τενεκές που μετέφεραν οι οικοδόμοι τσιμέντο στον ώμο
τους.
[3] Τράμπα: Ανταλλαγή είδος με είδος
[4] Από το 81 μέχρι το 93 στο
υπουργείο Γεωργίας έχουν περάσει εφτά υπουργοί κι άλλοι τόσοι υφυπουργοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου