Είσαι μια... τρελοκαμπέρω!
πραγματικού προσώπου -χωρίς καν να το γνωρίζουν ακόμα και
πολλοί από
όσους την έχουν χρησιμοποιήσει. Μιλάμε για τον χαρακτηρισμό
«τρελοκαμπέρω» που έχει την έννοια της απερίσκεπτης, της
γυναίκας που
κάνει «τρέλες» χωρίς δεύτερη σκέψη. Από πού βγήκε; Από το
όνομα ενός
εξαιρετικού ανδρός, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την
τόλμη, την
επιδεξιότητα και τη γενναιότητά του.
πραγματοποίησε την πρώτη πτήση με στρατιωτικό αεροπλάνο στην
Ελλάδα.
Απέκτησε φήμη για τις παράτολμες επιδείξεις του και για τις
ριψοκίνδυνες αποστολές του. Οι συνάδελφοί του τον φώναζαν
«Τρελοκαμπέρο». Πέθανε στην κατοχή το 1942 από διαρροή
αερίου στο
σπίτι του. Η φήμη από τις «τρέλες» του, όμως, παρέμεινε
ζωντανή. Στο
πέρασμα των χρόνων, η ιστορία ξεθώριασε και η κλητική
σταδιακά
παρερμηνεύτηκε σε ονομαστική θηλυκού, οπότε και προέκυψε η
«τρελοκαμπέρω».
χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό -εδώ όμως σίγουρα περισσότεροι
γνωρίζουν
την ιστορία- είναι η λέξη «τόφαλος». Τη χρησιμοποιούμε για
να
περιγράψουμε κάτι το τεραστίων διαστάσεων, προέρχεται όμως
από το
όνομα του θρυλικού Πατρινού πρωταθλητή της άρσης βαρών,
Δημήτρη
Τόφαλου.
Υπάρχουν κάποιες λέξεις που τις χρησιμοποιούμε κι ας
γνωρίζουμε στο περίπου -ή στο... καθόλου- τι ακριβώς
σημαίνουν.
Υπάρχει όμως μια απολύτως λογική μεταφορά πίσω τους. Μια
ζεστή μέρα
του Αυγούστου, για παράδειγμα, ο καθένας μας μπορεί να
«βγάλει την
μπέμπελη». Ποια είναι η μπέμπελη; Κάτι καθόλου τροπικό. Η
-πεζή-
έννοια της λέξης είναι η ιλαρά, όσο για τη φράση στηρίζεται
σε
γιατροσόφια που έλεγαν ότι για να θεραπευτείς από την
μπέμπελη -
ιλαρά, πρέπει να ιδρώσεις.
Μια άλλη περίπτωση είναι η μαρμάγκα, η οποία εμφανίζεται στη
φράση «τον έφαγε η μαρμάγκα», που σημαίνει εξαφανίστηκε
χωρίς να
αφήσει ίχνη. Μαρμάγκα είναι ένα είδος δηλητηριώδους αράχνης,
η οποία
αιχμαλωτίζει και εξαφανίζει τα θύματά της χωρίς να αφήνουν
πίσω τους
κανένα σημάδι...
-όσο κι αν δεν του φαίνεται. Ετυμολογικά αποτελεί παραφθορά
του
αρχαιοελληνικού «ελλέβορος» (αλλέβουρας - αλλέουρας -
αγλέουρας), που
είναι το όνομα ενός δηλητηριώδους φυτού με όμορφα
κιτρινοπράσινα
λουλούδια. Το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο στην επιληψία μέχρι
και στην
κατάθλιψη, όμως μια άλλη ιδιότητά του ήταν αυτή που το έκανε
γνωστό
και στη γλώσσα του σήμερα: η πικρή και στυφή γεύση και οσμή
του, που
προκαλούσε ναυτία και δυσφορία. Αίσθηση ανάλογη με αυτή που
μπορεί να
έχει κανείς ύστερα από την υπερβολική κατανάλωση φαγητού ή
αλλιώς έτσι
και φάει τον αγλέορα.
Η Μιχαλού και ο Παντελής
Αν
αναζητήσουμε κάποια από τα πρόσωπα που πιθανόν κι οι
ίδιοι έχουμε χρησιμοποιήσει στο λόγο μας προκύπτουν πολλές
απορίες:
ποια είναι η Μιχαλού και γιατί είναι τόσο κακό να της
χρωστάει κανείς
ή ποιος είναι ο Παντελής - Παντελάκης μου, που λέει όλο τα
ίδια και τα
ίδια; Και στις δύο περιπτώσεις, ο μύθος λέει πως υπήρξαν
πραγματικά
πρόσωπα.
Για την ιστορία της Μιχαλούς, ωστόσο, υπάρχουν
επιφυλάξεις. Η δημοφιλέστερη εκδοχή λέει πως πρόκειται για
μια άκαρδη
και ανελέητη ταβερνιάρισσα στο Ναύπλιο τα πρώτα χρόνια του
ελληνικού
κράτους, η οποία εξευτέλιζε όσους αδυνατούσαν να εκπληρώσουν
τα χρέη
τους και είχε μονίμως γραμμένα τα ονόματά τους στον τοίχο
του μαγαζιού
της - ώστε να τα βλέπουν όλοι. Γι' αυτό και η φράση
«χρωστάει της
Μιχαλούς» απέκτησε στο πέρασμα των χρόνων τρομακτικές
διαστάσεις.
Υπάρχουν όμως κάποιες ιστορικές ανακρίβειες που θέτουν την
ιστορία υπό
αμφισβήτηση.
Για την περίπτωση του Παντελή που ενέπνευσε τη φράση «τα
ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου», υιοθετείται
ευρέως η
εκδοχή που λέει ότι πρόκειται για τον γενναίο Κρητικό
Παντελή
Αστραπογιαννάκη, ο οποίος πήρε τα βουνά όταν οι Ενετοί
κυρίεψαν τη
Μεγαλόνησο και τις νύχτες χτυπούσε τους κατακτητές κι έδινε
κουράγιο
στους συμπατριώτες του, λέγοντας πως το νησί σύντομα θα
απελευθερωθεί.
Οταν ήλθε η απελπισία, ξεκίνησε και η φράση «τα ίδια, Παντελάκη
μου,
τα ίδια, Παντελή μου», που χρησιμοποιείται συχνά και σήμερα.
Η ιστορία μιας χυλόπιτας
Μια πολύ ωραία ιστορία φαίνεται πως κρύβεται πίσω από τη
- λυπητερή - φράση «έφαγα χυλόπιτα». Σήμερα αντιστοιχεί
περισσότερο
στην ερωτική απόρριψη, όμως στο παρελθόν (γύρω στο 1815),
ένας
εμπειρικός γιατρός από τα Ιωάννινα, ο Παρθένης Νένιμος
υποστήριξε πως
είχε βρει το φάρμακο για την ερωτική απογοήτευση - που
έπεται της
απόρριψης. Ήταν ένας σιταρένιος χυλός, μια χυλό - πίτα, η οποία
έπρεπε να φαγωθεί για τρεις μέρες κάθε πρωί με άδειο
στομάχι. Θαύματα
στους ερωτευμένους μπορεί να μην έκανε, ωστόσο το θαύμα της
στη γλώσσα
είχε συντελεσθεί.
Καράβια βγήκαν στη στεριά...
Φτάνουμε σε κάτι χαριτωμένο και διδακτικό που επίσης
χρονολογείται από αρχαιοτάτων χρόνων. Η φράση που έχει γίνει
και
τραγούδι με τίτλο «το νινί σέρνει καράβι» (δεν είναι ακριβώς
έτσι,
αλλά εν προκειμένω η έννοια -το γυναικείο φύλο- είναι κοινή)
ξεκινά
από μια επίπονη αλλά δελεαστική συνήθεια που είχαν οι ναυτικοί
στην
αρχαία Ελλάδα πριν ανοιχτεί ο ισθμος της Κορίνθου. Για να μη
χρειαστεί
να κάνουν με το πλοίο το γύρο της Πελοποννήσου, έβαζαν τους
σκλάβους
να σέρνουν τα καράβια από τη στεριά, με δέλεαρ ότι στην
Κόρινθο θα
μπορούσαν να αφεθούν στα θέλγητρα των διάσημων εταίρων των
ιερών της
Αφροδίτης. Εκεί,οι ιέρειες μπορούσαν -βάσει νόμου- να
προσφέρουν το
κορμί τους -ήταν κάτι σαν τα σημερινά Red Lights με τις
βιτρίνες στο
Αμστερνταμ). Οπότε μπροστά στον πειρασμό της γυναικείας
φύσης,
ναυτικοί και δούλοι έσερναν τα πλοία από την ξηρά. Διάσημοι
για τη
σοφία τους οι αρχαίοι κατέληξαν στο γνωστό συμπέρασμα που
χιλιάδες
χρόνια μετά -κι ενώ πια υπάρχει ο Ισθμός και ουδείς σέρνει
καράβια
στην Κόρινθο- παραμένει σε ισχύ...
Η αθωότητα της πάπιας
Οι πάπιες είναι αθώες, τουλάχιστον αυτό το συμπέρασμα
βγάζει η ιστορία πίσω από τη φράση «κάνεις την πάπια» που
σημαίνει
κάνεις τον ανήξερο (ενώ ξέρεις...). Προέρχεται από τη φράση
«ποιείς
τον παπίαν» που ξεκίνησε τη βυζαντινή εποχή και αφορούσε τη
θέση του
παπία, του κλειδοκράτορα δηλαδή του παλατιού, ο οποίος
όφειλε να είναι
εχέμυθος και να μην αποκαλύπτει το παραμικρό, καθώς γνώριζε
τα πάντα
από όσα συνέβαιναν μέσα στο παλάτι. Κάπως έτσι ξεκίνησε το
«ποιείς τον
παπίαν» που εξελίχθηκε στο σημερινό πιο απλουστευμένο
«κάνεις την
πάπια».
Τρως τα νύχια σου για καβγά;
Εδώ έχουμε μια φράση, η οποία στο ξεκίνημά της
κυριολεκτούσε, καθώς αναφερόταν σε ένα από τα αγαπημένα
θεάματα
Ρωμαίων, αργότερα και Βυζαντινών, την ελευθέρα πάλη, στην
οποία
απαγορευόταν να υπάρξουν αμυχές με τα νύχια στον αντίπαλο.
Οι σκλάβοι
αθλητές, πριν βγουν στο στίβο, αναγκάζονταν να κόβουν τα
νύχια τους με
τα δόντια, οπότε και ξεκίνησε να χρησιμοποιείται η έκφραση
«τρώει τα
νύχια του για καβγά».
Τα σπάμε -εσαεί...
Οι αρχαίες συνήθειες είναι μια τεράστια πηγή έμπνευσης για
τη σημερινή καθομιλουμένη ακόμα και στις πιο αργκό ή
νεανικές εκδοχές
της. Χαρακτηριστικό είναι ότι φράσεις όπως «τα σπάσαμε» ή
«τα
τσούξαμε» που χρησιμοποιούνται ευρέως, έχουν τις ρίζες τους
σε έθιμα
από την αρχαιότητα. Το πρώτο σχετίζεται με μια συνήθεια των
αρχαίων
Κρητών να συγκεντρώνονται την παραμονή του γάμου τους σε ένα
δωμάτιο,
όπου τραγουδώντας και χορεύοντας έσπαγαν πήλινα βάζα.
Διασκέδαζαν
δηλαδή ή όπως θα λέγαμε και σήμερα «τα έσπαγαν». Οσο για το
«τα
τσούξαμε», λέγεται πως ξεκίνησε από γυναίκες, οι οποίες
ανακάτευαν το
κρασί τους με διάφορα βότανα για να γίνει πιο πικάντικο. Αρα
το
έτσουζαν - από αρχαιοτάτων χρόνων...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου