theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Η ΕΞΟΔΟΣ

Είναι ένα αφήγημα που περιλαμβάνεται 
στο βιβλίο μου "ΑΝΑΛΟΓΙΟ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΩΝ"
 και αναφέρεται στα αλλοτινά 
χρόνια της στρατιωτικής μου θητείας. 

Τότε στην αεροπορία σαν παλιοσειρές  είχαμε και τις εξόδους μας στην πόλη. Συχνά τα τσουγκράγαμε σε κανά κουτουκάκι. Αλλά τις πιο πολλές φορές τα πίναμε σε τσιπουράδικα, που ήταν απλωμένα σαν μανιτάρια σε κάθε γωνιά της Λάρισσας! Το τσίπουρο το ‘φερναν σε κάτι μποτίλιες μικρές γυάλινες και κομψές που γέμιζαν- δε γέμιζαν πέντε ποτηράκια. Κάθε τέτοιο καραφάκι συνοδευόταν από την ακολουθία του. Η ακολουθία ήταν πιατάκια, πάντα προσεγμένα και διαφορετικά. Ψαράκια, γίγαντες, κεφτέδες, χοιρινό. Οχτώ διαφορετικά είδη. Μια βραδιά με τον Παναγιώτη ήπιαμε δέκα καραφάκια με την ανάλογη συνοδεία τους. Μέχρι που εγώ έγινα κουνουπίδι και ξέρασα όλες τις συνοδείες.
ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ
Αρκετές φορές πηγαίναμε σινεμά, αλλά οι σινεμάδες έφερναν καλό έργο αραιά και πού. Άλλοτε αράζαμε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, περισσότερο γιατί εκεί σύχναζαν αρκετές γκομενίτσες και πουλώντας ψιλοκουλτούρα όλο και κάτι γινόταν. Ψιλοπράγματα βέβαια, αλλά δεν είχαμε να κάνουμε και τίποτα καλύτερο και πιο αποδοτικό. Υπήρχε και ο ΟΤΕ αλλά πήγαιναν πολλοί φαντάροι εκεί μέσα και μάλιστα γιοι μας και νεώτεροι, οπότε μας την έσπαζαν και δεν τη βρίσκαμε καθόλου.
Από τα πολλά σούρτα-φέρτα στη βιβλιοθήκη τακιμιάσαμε με τον βιβλιοθηκάριο, οπότε μας λέει μια βραδιά:
-Ρε σεις, δεν έχετε κανά ποιηματάκι να φέρετε στο διαγωνισμό που προκηρύσσει η βιβλιοθήκη;
Αρχίσαμε να το ψάχνουμε το πράγμα από όλες τις μεριές, καθότι εάν δίναμε κάτι, θα είχαμε ένα λόγο παραπάνω να κάνουμε το χαβαλέ μας πιο άνετα. Εξ άλλου σαν Έλληνες, που οι επτά στους δέκα γράφουν ποιήματα, είχαμε και απ΄ αυτό το είδος. Τελικά, ακολούθησε σχετική σύσκεψη και αποφασίσαμε να δώσουμε την ΄΄Έξοδο΄΄.
Το πρόβλημα που προέκυψε όμως ήταν αλλού. Ανώνυμο δεν γινόταν δεκτό. Απαιτούσε όνομα και υπογραφή. Αλλά ποιος τολμούσε από τους ένστολους πολίτες; Έτσι το δώσαμε με ψευδώνυμο.
Εντάξει μέχρι εδώ. Στη συνέχεα όμως τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά και πήραν τη δική τους τροπή.
Ήταν ο Α΄ Πανθεσσαλικός διαγωνισμός της Κεντρικής Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λαρίσης
στην ποίηση, στην πεζογραφία και στη λαογραφία. Κριτική επιτροπή ήταν άνθρωποι επώνυμοι, μεγάλου βεληνεκούς όπως ο Σαμαράκης, ο Κώστας Ταχτσής και η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος. Οπότε ο διαγωνισμός δεν ήταν όπως οι περισσότεροι της σειράς των χρόνων εκείνων έτσι για να γίνεται ντόρος.
Σε καμία εικοσαριά μέρες βγήκε η ετυμηγορία. Η ΄΄Έξοδος΄΄ πήρε το Β΄ βραβείο ανάμεσα σε 120 ποιήματα. Σπουδαία διάκριση. Σαμαράκης και Ταχτσής είναι αυτοί.
Η παρέα το εδέχθη με περισσή χαρά και πλάκα, συν τις επιβεβαιωτικές σφαλιάρες. Εκείνο το βράδυ τιμήσαμε με θεάρεστη οινοποσία τη διάκριση της ¨Εξόδου¨. Ήμασταν καμία δεκαριά στην παρέα και μαζί μας ένας υποσμηναγός, οδοντίατρος μόνιμος,  με τη συνοδό του. Θυμάμαι και τώρα πώς κόβαμε την κοπέλα όλοι σαν ξερολούκουμο. Είχε κάτι βυζάρες μεγάλες και στητές που δημιουργούσαν ένα διάδρομο σαν εκείνον της κεντρικής πύλης του παραδείσου. Πάνω-κάτω, όπως κουνιόντουσαν τα βυζιά της δίδας Στέλλας, κάπως έτσι έγιναν και τα πράγματα. Ανάμεσα σε όλα τα σχετικά, το κρασί που έρεε αφειδώς και το κλαρίνο του Ακύλα ήταν στην πρώτη θέση, περικεφαλαίες του τραπεζιού. Το κλαρίνο σιγά-σιγά άρχισε να κλαίει, μόνο που τα δάκρυα έτρεχαν σαν ποτάμι από την αρχή με τη μορφή του θείου οίνου. Στα πρόσωπα όλων φάνταζε η ψυχή και μόνο. Κάθε άνθρωπος είναι κουμπωμένος από τους τόσους καθωσπρεπισμούς (ηθική, θρησκεία, σχολείο, κόμμα κλπ.). Το πραγματικό του είναι, το υποσυνείδητο, την ψυχή, τα βγάζει και τα εξωτερικεύει μόνο κάτω από μερικές συνθήκες. Σε αυτές ανήκει το κρασάκι και ο έρωτας. Στις ψυχοτρόπες ουσίες συμβαίνουν άλλες καταστάσεις. Εκεί η έντονη ασφυξία από το κούμπωμα, που έχει προηγηθεί, με τα ψυχοφάρμακα παίρνει τη μορφή αδυσώπητου περιλαίμιου. Θεός να φυλάει από τέτοια. Τι να κάνει όμως κι αυτός.
Γρήγορα φτάσαμε στο τσακίρ κέφι. Πρώτο βήμα, πρώτη έκφραση ο χορός. Τι συρτά, τι τσιφτετέλια, του δώσαμε και κατάλαβε. Ακόμη και ζεϊμπέκικο χορεύαμε με κλαρίνο. Εν τω μεταξύ στην παρέα μας είχε προστεθεί και μια συντροφιά από σπουδαστές των Τ.Ε.Ι με αρκετές μάλιστα γκομενίτσες, φαντάζεστε τι γινόταν. Ο Ακύλας φούσκωνε και ξεφούσκωνε για να φτιάξει τα δικά του τσαλίμια με τις ανάλογες φιγούρες. Ο δε Υποσμηναγός έκανε τούμπες στο μωσαϊκό. Όλοι μας λυγιόμαστε και πηδάγαμε σαν τα τραγιά τον Αύγουστο, εν πλήρη οργασμώ. Τι να κάνουμε; Τα θηλυκά δίνουν άλλη νότα στην παρέα. Το ψιλομπανιστήρι, το γυναικείο άρωμα μαζί με λίγη επαφή (δε μιλάμε για την άλλη επαφή βέβαια) είναι όλα άκρως χαρμόσυνα, ελπιδοφόρα και μεθυστικά. Για το τέλος εκείνης της βραδιάς δε θυμάμαι τίποτα. Μόνο κάτι σχόλια από μερικούς με μπόλικη κακεντρέχεια και εμπάθεια.
Σε λίγες ημέρες ήρθαν τ’ άλλα μαντάτα. Η βιβλιοθήκη διοργάνωνε δεξίωση, όπου η βράβευση θα έπαιρνε τιμητικό, πανηγυρικό χαρακτήρα. Θα παρευρίσκονταν όλες οι τοπικές αρχές, από τον Δήμαρχο μέχρι τους Διοικητές αεροπορικής βάσης, τάγματος στρατού, σωμάτων ασφαλείας και τον αιδεσιμότατο Δέσποτα. Μπροστά σε όλους αυτούς θα γινόταν η απονομή των βραβείων. Το μπέρδεμα όμως για μας ήταν ότι θα ακολουθούσε απαγγελία των τριών πρωτευσάντων ποιημάτων καθώς και αναφορά στα τρία άλλα είδη, πεζογραφία και λαογραφία.
Πω-πω μπλέξιμο, ποιος θα τολμούσε και μάλιστα σμηνίτης, να εμφανιστεί στην πασαρέλα και να διαβάσει την ΄Έξοδο΄΄ μπροστά στον κ. Διοικητή; Το ψάχναμε το θέμα και το ζυγίζαμε από παντού. Διέξοδο  στα αδιέξοδα μας έδωσε ένας γνωστός φοιτητής που προσφέρθηκε να κάνει τον ΄΄ποιητή΄΄ για τις ανάγκες της όλης περίστασης.
Και να ‘μαστε λοιπόν, η παρέα, πέντε έξι άτομα, στη μεγάλη αίθουσα δεξιώσεων του Δημαρχείου. Στη γαλαρία βεβαίως, πίσω-πίσω και όρθιοι, αλλά παρόντες αν και ΄΄ψωριασμένοι΄΄. Ήταν από εκείνες τις επίσημες εορταστικές επιδείξεις της επαρχίας που οι κυρίες με την ανάλογη παρουσία τους δίνουν το χαρακτήρα. Οι μαύρες σατέν τουαλέτες, τα λουστρίνια με τα υψηλά ντακουνέτα, οι φανταχτερές κομμώσεις με τα αλλοπρόσαλλα ρουζ και κραγιόν μαζί με τα χρυσοποίκιλτα κοσμήματα κάθε μορφής και είδους δίνουν το χρώμα του όλου τσίρκου. Άρτζι-μπούρτζι και λουλάς. Εκείνο το απόγευμα πάντως έκανε μια ζέστη αποχαυνωτική. Η όλη ατμόσφαιρα ανέδιδε μια μυρουδιά αφόρητη. Οι κολόνιες και τα κάθε είδους αρωματικά αποσμητικά ανακατωμένα με τις δυσοσμίες του ιδρώτα, τα γεννητικά εκκρίματα και τις πεπτικές εξαερώσεις του υδρόθειου, δημιουργούσαν μια τραγελαφική κατάσταση. Οι δε φαλάκρες – ουκ ολίγες – υγρές και γυαλιστερές, σε συνδυασμό με τα σπατουλαρισμένα πρόσωπα των κυριών, σχημάτιζαν σουρεαλιστικό πίνακα.
Ο Δήμαρχος στο βήμα υπερτόνιζε λάβρος αν και ΄΄ερυθροπώγων΄΄, την αναβάθμιση της επαρχίας από τον πολιτιστικό μαρασμό. Αλήθεια από ποιους;. Όμως η αποχαύνωση από τη ζέστη έκανε τους ακροατές να μην προσέχουν τίποτα. Οι κυρίες είχαν το νου τους στις βεντάλιες. Πέρα δώθε, πέρα δώθε. Ο κίνδυνος όμως από τη ζέστη και τον ιδρώτα ήταν πλέον άμεσος και ύπουλος. Τα μακιγιάζ άρχισαν να ξεθωριάζουν και ο σοβάς κινδύνευε να πέσει σαν το χιονάνθρωπο. Τι να σου κάνουν και οι βεντάλιες, οι πιο πολλές κυρίες ήσαν ευτραφείς στο σώμα και ευτράπελες στην ψυχή.
Τελείωσε και ο κύριος Δήμαρχος τον πανηγυρικό του. Άρχισε η δεύτερη πράξη, η απονομή. Βεβαίως προηγήθηκαν τα σχετικά παλαμάκια από το σεβαστό ακροατήριο.
Εν τω μεταξύ είχε ανέβει μια κυρία στρουμπουλή που κρατούσε ένα μεγάλο βιβλίο πρακτικών μακριά–μακριά σαν τον παπά το Ευαγγέλιο λόγω πρεσβυωπίας. Άρχισε να αναγγέλλει τα βραβευθέντα έργα, οπότε είπε και για την ΄΄Έξοδο΄΄  που πήρε το 2ο βραβείο ποίησης. Ο κόσμος από συνήθεια χτυπούσε παλαμάκια αλλά από όλους πιο ζωηρά ο Διοικητής μας που καθόταν στην πρώτη σειρά. ‘’Κούνια που σε κούναγε’’ σκέφτηκα μέσα μου.
Και τώρα –λέει η κυρία– θα γίνει η απαγγελία των τριών πρώτων ποιημάτων αρχίζοντας από το τρίτο. Στο βήμα ανέβηκε μια κοπελιά κουνιστή και λυγερή, φλεγόμενη και φλογάτη, λες και ήταν μόνιμα καθισμένη στη σέλλα ποδηλάτου.
Άρχισε να διαβάζει με στόμφο  μέχρι τον ουρανό. Το θέμα της ο βιασμός και η εκδίκησή της φύσης, που τα επόμενα χρόνια θα πάρει διαστάσεις χιονοστιβάδας και πανούκλας. Τάκα-τάκα τα παλαμάκια. Τα χαμόγελα και τα συγχαρητήρια συνεχίστηκαν μέχρι που ο Πρόεδρος της Αγροτικής Ομοσπονδίας της Θεσσαλίας απένειμε το βραβείο στην κοπελιά. Ευθύς αμέσως η τελετάρχης ανακοίνωσε την ΄΄Έξοδο΄΄ και κάλεσε τον ποιητή-επιτετραμμένο να το απαγγείλει. Ο δικός μας, άνετος και γελαστός, σηκώνεται με το μπλου-τζιν του και τα ανέμελα μαλλιά του και αρχίζει:



ΕΞΟΔΟΣ

Φαντάρος είμαι αρβύλες φορώ
Έξοδο έχω και προχωρώ…

Οι Διοικητές άρχισαν να χαμογελούν με τα πρώτα ακούσματα.

..Μ΄ αρέσει δεν έχει για όλα πρέπει
χειμώνας δεν είναι κι όμως βρέχει.
Βαδίζω στους δρόμους γιομάτος ναυτία
Και βήχω και φτύνω αχ ρε ανία
Ζητάω μια άδεια την δίνουν του θείου
Πούστη διανοούμενε θερμοκηπίου…

Τα χαμόγελα στις πρώτες γραμμές έσβησαν. Ένα μούδιασμα απλώθηκε. Η αμηχανία και η σαστιμάρα κάρφωσαν στις θέσεις τους μαρμαρωμένους τους αγαπητούς καραβανάδες.

Χαλάλι που είμαι και οπτιμιστής
Αισθήματα σκέψης ο παλιατζής
Θέλεις, τη παίζεις : είσαι ηδονιστής
Όχι ρε φίλε και ρεβιζιονιστής.
Εύη στο κόλπο είναι κι ο μπαμπάς
Κλείνω τα μάτια μαμά Ελλάς
Κρίμα που κάνω τζάμπα καμάκι
Το Λένιν θα φθάσεις μεγάλε Φλωράκη
Τον ήλιο τον έπνιξαν και πιάνει η μπόρα
Συνέδριο απ΄ τη βάση πού είναι το κόμμα;

Φοράω τα ρούχα (σικ) τα στρατιωτικά
Πώς με θωράνε περιθωριακά
Εγώ δε νυστάζω είμαι φαντάρος
Εγώ δεν κρυώνω είμαι φαντάρος
Εγώ δεν πονάω είμαι φαντάρος
Εγώ δεν κιοτάω είμαι φαντάρος
Έξοδος τέλος και γεια χαρά
Πάλι στη στρούγκα
Πάλι σκατά.

Οι επευφημίες και τα ζήτω μαζί με τα δυνατά παλαμάκια έπεφταν βροχή. Περισσότερο βέβαια από τη γαλαρία. Μπροστά απόλυτη βουβαμάρα, ούτε μία κίνηση.
Ξάφνου ο Διοικητής του ΑΤΑΔ και ο Διοικητής του Συντάγματος σηκώθηκαν αλαφιασμένοι λες και τους τσίμπησε μύγα τσε-τσε. Άρχισαν να χειρονομούν ο ένας στον άλλον, αναψοκόκκινοι και αναμαλλιασμένοι.
-Τι πράγματα είναι αυτά, ακούστηκε να λέει ο ένας από τους δύο, βράβευσαν τοιούτο μίασμα; Λυπούμαι πάρα πολύ.
Και εξήλθαν εν μέσω πλήρους συγχύσεως και φασαρίας.
Εμείς το ευχαριστηθήκαμε το πράγμα πάρα πολύ. Περισσότερο βέβαια το τζερτζελέ που ακολούθησε. Έτσι, αφού το διασκεδάσαμε εκεί καταλλήλως, ακολούθησε μπόλικη τσιπουροποσία μέχρι τα βαθιά μεσάνυχτα.
Η τσατσάρα μου πλέον μέτραγε είκοσι και μία, και εγώ ανακατεμένος ανάμεσα στους αχνούς των αναμνήσεων και της παραζάλης του οινοπνεύματος, κατευθύνθηκα προς τον οντά μου.
Αύριο, σκέφτηκα, σπάω την εικοσάρα. Το χαμόγελο έσκασε στην άκρη των χειλιών της σκέψης μου. Άρχισα να μουρμουρίζω ένα σκοπό, ενώ συνάμα η λύρα του Ορφέα έπαιζε ακόμη και στην καρδιά του λογισμού μου.
 Και τέτοια Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου