theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

΄΄ΕΞΗΝΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ΄΄


ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ 
ΑΝΑΛΟΓΙΟ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ 
ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΖΩΑ 
Λάρισα, 110 Π.Μ.(Πτέρυγα Μάχης), 25 Απριλίου 1980, 6.40 το πρωί.
Άρχιζε αισίως η ‘’εξήντα και μία’’. Η τσατσάρα μου ποτέ δεν έκανε λάθος. Τα δόντια της έσπαζαν το ένα μετά το άλλο, αλλά από τη στιγμή που έσπασα την εκατοστάρα, οι ημέρες δεν περνούσαν με τίποτε. Είχα φάει και την κανονική και όλα μου φάνταζαν μαύρα. Το ένα τριβέλι πάνω στο άλλο. Βέβαια, τα σπασίματα των καραβανάδων τα είχα ξεπεράσει πλέον. Δε βαριέσαι, έλεγα, θα κάτσω να χαλάσω τη ζαχαρένια μου με τέτοια; Ο καθένας ότι διαφημίζει είναι: Ο μανάβης τις ντομάτες του, ο γύφτος τα καρπούζια του και οι καραβανάδες τις μαλακίες τους. Μέτραγα με την τσατσάρα μου τις μέρες που θα έπαιρνα το απολυτήριο και όλα τ΄ άλλα τα πέρναγα φάλτσα.
Το μόνο καλό εκεί ήταν ότι δεν είχαμε νταραβέρια με σκοπιές και μαυρίλα, καθότι είμαστε γιατροί, νοσοκόμοι και οδηγοί των Ambulance. Σαν να είμαστε από άλλο πλανήτη, όλοι μας μακάριζαν, αλλά όπως και να το κάνεις, στρατός ήταν, πειθαρχία, ωράρια, χαιρετούρες και σία.
Λοιπόν, η ‘’εξήντα και μία’’ άρχισε με τα πρωινά μας καφεδάκια να αχνίζουν πάνω στο γραφείο της γραμματείας του γιατρείου της μονάδας. Ο προϊστάμενος όπως και ο υποπροϊστάμενος, γιατροί και οι δύο, δεν είχαν έρθει ακόμη. Ρουφάγαμε τα καφεδάκια μας και απολαμβάναμε τον καπνό του τσιγάρου μας. Όλοι καμία δεκαριά είμαστε, πίναμε καφέ τούρκικο, άλλος μέτριο, άλλος γλυκό.
Μόνον ο Αποστόλου ο οδοντίατρος έπινε νεσκαφέ. Η ετοιμασία όμως ήταν σκέτη ιεροτελεστία. Τον χτύπαγε με ειδικό μαχαίρι ώσπου γινόταν κρέμα. Το τρακ-τρακ είχε γίνει το σήμα κατατεθέν του γιατρείου. Αλλά έφτιαχνε όμως ένα καφέ μούρλια ο μπαγάσας. Ήταν καλλιτέχνης στο είδος του.
Τα πράγματα ήταν όλα εντάξει και το γιατρείο έτοιμο και καθαρό. Μην περιμένετε και πολλά βέβαια, όλα είναι σχετικά και ανάλογα. Πάντως ήμασταν όλοι στις επάλξεις του καθήκοντος. Όπως λέει και το τραγούδι: ‘’είμαστε ορκισμένα τα καημένα’’…
Αγουροξυπνημένοι μεν, αλλά τι να λέμε, τα νιάτα δεν κρύβονται και δεν κάνουν αστεία. Από είκοσι ο Γαλάτης ο νοσοκόμος, μέχρι είκοσι έξι ο μεγαλύτερός μας. Ντούροι και βαρβάτοι λοιπόν όλοι. Γκαστρώναμε γαϊδούρα στον ανήφορο, που λένε στο χωριό μου. Τώρα βέβαια είμαστε μεταξύ του άντα και του ήντα . Αλλά, δεν βαριέσαι, έτσι είναι η ζωή, τα χρόνια κυλάνε σαν το ποτάμι και τα πρόσωπα φεύγουν σαν το νερό. Πόσους και πόσους δε γνωρίζεις στο διάβα της θητείας σου, άσε της ζωής σου.

Αχάριστη μνήμη, όσο γρήγορα και άνετα μπαίνουν στο καβούκι του μυαλού μας οι φάτσες, οι φιλίες, οι παρέες, τόσο εύκολα βγαίνουν και σκορπάνε όπως ο καπνός. Αναπολείς τα περασμένα, στύβεις το μυαλό σου να θυμηθείς ακόμα και τον φίλο που ήσουν κολλητός στα Χανιά στην 115 Π.Μ αλλά πια ούτε το όνομά του δε σου έρχεται.
Εν τω μεταξύ στην ‘’εξήντα και μία’’ που αρχίσαμε να λέμε, συνεχίζαμε τα καφεδάκια μας και τα κουτσολέγαμε περιμένοντας. Τι περιμέναμε; Τίποτα, στρατός ήταν, στρατιωτικά χαιρετούσαμε, σμηνίτικα φορούσαμε, όλα μύριζαν καραβάνα.
Εκτός από τη σκέψη μας που φτερούγαγε λεύτερη και περήφανη.
Αλίμονο στον άνθρωπο που χάνει τη σκέψη του και τη φαντασία του με τη ρουτίνα και την πεζότητα της ζωής. Τι γαλιάντρα που είναι η σκέψη. Άπιαστο πουλί. Και πού δεν πηγαίνει. Πετάει σαν δαιμονισμένη και τελειωμό δεν έχει. Αν τύχει κι έχεις τριβόλια, θα καλλιάσει εκεί και άντε να την τραβήξεις. Και άμα το τριβόλι είναι γυνή, πού να ξεκολλήσει. Φεύγουν οι αλογόμυγες από το εφηβαίο του αλόγου;
Έτσι, μέχρι να ‘ρθουν οι προϊστάμενοι αξιωματικοί και να μπούμε στην καθημερινότητα, καθένας μας ιστορούσε το τριβέλι του, άλλος μικρό και άλλος μεγάλο. Εκείνη η ηλικία τα έχει όλα. Χαρούμενα όμως. Ψιλοκελαηδάγαμε και το διασκεδάζαμε το πράγμα με τον τρόπο μας. Πώς έφαγα χυλόπιτα τότε, τι Μένιος ήμουνα και τρέχα γύρευε, πώς ο Νίκος από την Ξάνθη πούλησε το σταυρό της Καίτης, πώς ο Σπυράκος έβγαλε την πρώτη του γκόμενα και δώσε μια μαγκιά, μια φιγούρα και τανάπαλιν, είτε από πάνω θες είτε από κάτω.
Όλοι μας κάτι λέγαμε πάντως. Μόνον εκείνος ο Ακύλας, ο τσιγγάνος, δεν άνοιγε το στόμα του για τέτοια πράγματα. Αμίλητος πάντα, σαν τον Ερμή του Πραξιτέλους, χαρούμενος με ένα ελαφρό και μαζί ντροπαλό χαμόγελο. Είχε και μια μαύρη γραμμή επάνω από το χείλος του που το ‘λεγε μουστάκι. Λες και το είχαν χέσει μύγες. Περίληψη τηλεγραφήματος. Ήταν όμως ένας αγαθός γίγαντας μέχρι εκεί πάνω. Επί 6 μήνες το μόνο που έλεγε ήταν το ¨μάλιστα¨ και το ¨παρακαλώ¨, και όταν ήταν αξιωματικός αυτός που τον ρωτούσε με το ¨παρακαλώ¨ κοβόταν στα δύο.
Είχε τρεις μήνες να απολυθεί  και όμως ήταν ψάρακλας. Ένα είχε κουσούρι, ότι θες πες το. Άμα τον αποκαλούσαν γύφτο, γινόταν πυρ και μανία, σκέτος ΄΄Τούρκος΄΄. Το είχε για μεγάλη βρισιά και ντροπή. Μέχρι που ένα βράδυ με το ζόρι τον πήραμε σινεμά και είδαμε ένα έργο ‘’Ο Τσιγγάνος’’ με τον Ντελόν, αν θυμάμαι καλά. Ποιος τον έπιανε μετά.
-Ναι ρε, και γύφτος από τσαντίρι είμαι, και μάλιστα από τη Γαστούνη (Έως τότε έλεγε ότι ήταν από την Πάτρα).
Πράγματι τον συνάντησα μετά από κάμποσα χρόνια κλαριτζή σε ένα πανηγύρι, με την κουστουμιά του τη μαύρη με λευκές ρίγες, την παρδαλή του γραβάτα, τα δακτυλίδια του, το νυχάκι στο μικρό δάχτυλο και όλα τα μέα και τα σέα του. Τριαντάχρονος και είχε οχτώ παιδιά –ούτε δύο ούτε τέσσερα, οχτώ παρακαλώ- το μεγαλύτερο δεκατεσσάρων. Έτσι εξηγείται γιατί τότε άκουγε για γκόμενες και γύριζε την πλάτη. Ο άνθρωπος είχε περάσει σε άλλη κλίμακα. Να είσαι 21 χρονών και να έχεις 4 κουτσούβελα, άντε μετά να έχεις τέτοια τριβόλια όπως οι άλλοι.
Λοιπόν εκείνο το πρωινό της ‘’εξήντα και μία’’ είχε αρχίσει η πάρλα, με όλα τα σχετικά. Και εκεί που είχαμε πάρει τα ίσια μας, να το ντριν-ντριν του τηλεφώνου. Με το τρίτο χτύπημα , το αρπάζω εγώ, που έτυχε να κάθομαι δίπλα. Ήταν ο Χρήστος ο Παναγόπουλος, σμηνίτης από το Διοικητήριο. Φιλαράκος και αυτός και παιδί τζιμάνι. Άλλο βαγγέλιο ο Χρήστος. Άλλο καημό και ντέρτι. Ουφ σκέφτηκα, θα μ΄ αρχίσει τώρα και ποιος τον πιάνει. Είχε ψώνιο με την καράφλα του απ΄ τα ωραιότερα. Εννιά στις δέκα ήταν γι΄ αυτό το θέμα. Κάθε 2-3 βδομάδες γινόταν δέκτης κι άλλου φαρμάκου. Τι απ΄ τη Θεσσαλονίκη, τι από την Κρήτη, αλλά τα πιο πολλά από το εξωτερικό.
-Ξέρεις ρε φίλε Θοδωράκο, τούτο είναι άλφα πράμα, μου ‘λεγε, επιδρά στους θυλάκους απευθείας και ισχυροποιεί την τρίχα, οπότε τριχόπτωση γιοκ… και δώσε ο Χρήστος αλοιφές και γαλακτώματα. Δεν το έβαζε κάτω, μέχρι και συκόγαλα είχε χρησιμοποιήσει. Σ΄ ένα μεγάλο κουτί είχε κάθε είδους μαντζούνια. Ρουμάνικο, Γερμανικό, Τούρκικο, ακόμη και από την Αίγυπτο είχε μαζώξει.
Να όμως που εκείνο το πρωινό τίποτα από τέτοια. Μια καλημέρα ξερή, κοφτή και γρήγορα. Λίγο κεκεδίστικα και τραγουδιστά άρχισε να διαβάζει την ημερήσια διαταγή της μονάδας:….Πενθήμερη φυλάκιση στον τάδε, διότι…., τριήμερη κράτηση στο σμηνίτη….
Μπουμ-Μπουμ πρωί-πρωί σκέφτηκα, ποιος τον άκουγε.
-Δε μας πηδάς ρε Χρηστάκο μ΄ αυτές τις μαλακίες;
-Άκουσε ρε μαλάκα παρακάτω, εγώ φταίω που σας παίρνω πρώτους-πρώτους, δεν πάτε στο διάβ….
-Καλά ντε, προχώρα να δούμε, δεν σε είπαμε και καμπούρη.
-Εικοσαήμερη φυλάκιση στην Υ/σμία Νικολία Δρακοπούλου, συλληφθείσα υπό του επόπτου Τυρογαλά, Ανθυπασπιστού, εν μέσω νυκτός και ώρα 2 και δεκαπέντε μετά τα μεσάνυχτα, πεοθηλάζουσα σκοπόν και….
Μέχρι να συνειδητοποιήσω τι έλεγε, πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα. Αμέσως μετά έγινε το σώσε. Το αναμετέδωσα στους άλλους και αρχίσαμε όλοι να χτυπιόμαστε από τα γέλια και τα ξεφωνητά. Μόνον ο Ακύλας δεν έβγαζε άχνα. Κοντά στα άλλα, πού να καταλάβει το ‘’πεοθηλάζουσα’’ . Οπότε μας κοιτούσε γεμάτος σαστιμάρα με τα μεγάλα μαύρα του μάτια, σαν την αγελάδα το νεογέννητο.
Από την άλλη όμως, το πράγμα κάπου δεν κόλλαγε. Ήταν αρκετά τραβηγμένο και δύσκολο να το χωνέψουμε. Ο Χρήστος όμως δεν ήταν από κείνους που κάνουν πλάκες και μάλιστα τέτοιας μορφής. Ούτε σήκωνε αστεία ούτε έκανε. Σαν τις παρθένες που κουνάνε την ουρά τους μεν αλλά δεν κάνουν και τίποτα γιατί παρακάτω καίει. Τζιζ που λέει η μπέμπα…
Πάνω στην ανακατωσούρα, να σου κι ο Σωτήρης απ΄ τα Μουδανιά. Ήταν ταχυδρόμος της μονάδας και κολλητός του Σπύρου του οδηγού. Όχι μόνο μας επιβεβαίωσε το γεγονός αλλά μας έδειξε και την ημερήσια διαταγή κιόλας.
-Φως φανάρι, λέει ο Σωτήρης, εγώ το ‘λεγα για τη Λίτσα. Ρε την κουφάλα, της πήγαινα το ταχυδρομείο κάθε πρωί και μου πέταγε ένα ξερό ευχαριστώ, σκέτο νέτο, ούτε μια ματιά. Έκανε τη ντίβα και τη δύσκολη. Πουλάκι μου, έλεγα μέσα μου, πού θα μου πάς. Και δώσε υποκλίσεις και χαμόγελα εγώ.
Υπόψη η λεγάμενη ήταν και πρώτη γκόμενα. Σκέτο μανούλι με το συνολάκι Τσεκλένη.
Η πλάκα που έπεφτε όταν οι μονιμάδες μιλούσαν στο τηλέφωνο με τέτοιες κοπελιές. Ο δικός μας ο προϊστάμενος, πρώτο μπόι, ένα και πενήντα πέντε με τα χέρια στην ανάταση και μια κοιλιά που είχε γίνει αιτία να χάσει το ΄΄πουλί΄΄ του από τα μάτια του, τουλάχιστον την τελευταία δεκαπενταετία, σε τέτοιο τηλέφωνο άνοιγε το στόμα του μέχρι τα αυτιά του. Αφασία οι μονιμάδες.
Όλη τη μέρα ‘’την εξήντα και μία’’ η μονάδα βούιζε. Ούτε το Κυπριακό δεν πήρε τέτοιες διαστάσεις όπως το γεγονός της Λίτσας. Μόνο τα ανώτερα κλιμάκια δεν πήραν χαμπάρι. Εξάλλου, πώς να μη γίνει πιστευτό, αφού η δεσποινίς Υπ-ας εκείνη την ημέρα δε φάνηκε πουθενά;
Αλλά ποιος ήταν όμως ο πεοκράτης σκοπός; Το μόνο σκοτεινό σημείο της όλης υπόθεσης ήταν η ανωνυμία του πεοφόρου, και μάλιστα η παντελής έλλειψη αναφοράς στο λάγνο σκοπό. Και τι δεν ελέχθη από την αρβύλα. Ακόμη και τον αγαθό Ακύλα μπέρδεψε μια σουπιά από τις Φιλιάτες.
Με τα πολλά την άλλη μέρα έσκασε η μπόμπα. Το όλο πράγμα ήταν παραμύθι του Χρήστου και του σμηνίτη στο τυπογραφείο. Απλώς σε μερικές κανονικές ημερήσιες διαταγές, πρόσθεσαν την παράγραφο μετά της Λίτσας και φρόντισαν καταλλήλως για την ανάλογη διανομή τους. Ο γλυκασμός – έστω και θεωρητικός – βγήκε πολύ ξινός του Χρηστάκου.
Τον πλήρωσε λίαν επιεικώς 20 ημέρες φυλάκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου