«Ιδιωτική εταιρεία προκηρύσσει αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για τη Γυάρο! – Θα κάνουν το θανατονήσι τουριστικό – επιχειρηματικό «λούνα παρκ»»;
(της Δήμητρας Μυρίλλα)...
Ας ξεκινήσουμε: Η Γυάρος ταυτίστηκε με εκείνη την περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας, την περίοδο του Εμφυλίου και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων, που αποσιωπήθηκε για πολλές δεκαετίες. Μια σιωπή που προσπάθησε να κρύψει την ενοχή του επίσημου κράτους για όσα έπραξε, τόσο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όσο και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Μια σιωπή που κράτησε σχεδόν πενήντα χρόνια, μέχρι τη μεταπολίτευση, μέχρι τη λήξη του κράτους «εκτάκτου ανάγκης».
Μέχρι τότε «τα Γιούρα» μόνο ψιθυρίζονταν μέσα στα σπίτια που είχαν χάσει εκεί δικούς τους ανθρώπους ή ανθρώπους που κατάφεραν να επιστρέψουν ρημαγμένοι, ανάπηροι, στιγματισμένοι από μια ελληνική Δικαιοσύνη που υπηρέτησε πιστά τη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Γι’ αυτούς ο βράχος τούτος δεν είχε όνομα, ήταν «το θανατονήσι» ή «το Νταχάου της Μεσογείου». Αυτή η σιωπή σπάνια διακόπηκε. Ούτε οι κραυγές των βασανισμένων πολιτικών εξόριστων, ούτε τα Υπομνήματά τους σε υπουργεία, ούτε οι βουρδουλιές, ούτε καμία από τις οδύνες τους δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι τα αφτιά των οικογενειών τους ή της διεθνούς κοινότητας. Απομόνωση. Αυτή είναι η λέξη που χαρακτηρίζει τούτον το βράχο ανάμεσα σε Σύρο, Τήνο και Κέα. Απομόνωση. Ανυδρία. Θάνατος.Για να καταλάβουμε τί είναι τα Γιούρα, πρέπει πρώτα να τα κατανοήσουμε ως φυσικό περιβάλλον. Τα Γιούρα δεν έχουν χώμα. Δεν έχουν νερό. Δεν έχουν πράσινο. Δεν έχουν ούτε πουλιά, ούτε καν σκουλήκια στη γη. Το βρόχινο νερό κυλάει πάνω στον βράχο και χύνεται στη θάλασσα ξεπλένοντας και τα ελάχιστα ίχνη χώματος. Είναι ένας ξερός, απότομος σχιστολιθικός βράχος στη μέση της θάλασσας. Ένας βράχος που τον δέρνουν με τέτοια μανία τα μελτέμια του Αιγαίου, που μέσα στους αιώνες τον έχουν απογυμνώσει από κάθε γόνιμο στοιχείο. «Η Γιούρα είναι η άρνησις της ζωής και η ζωή έχει αρνηθεί την Γιούραν από καταβολής […] Δεν υπάρχουν ερπετά, δεν υπάρχουν θάμνοι και δένδρα, ποά μόνον ξερόχορτα ολίγων εκατοστών ύψους»[1] . Οι ναυτικοί λένε ότι στα Γιούρα πνέουν μόνο δύο είδη μελτεμιών, αυτό που ξεκινά τον Ιούνιο και τελειώνει τον Σεπτέμβρη και αυτό που ξεκινά τον Σεπτέμβρη και τελειώνει τον Ιούνιο. Αυτός ο ακατάπαυστος αέρας, μαζί με τη θαλασσινή αλμύρα τρώει τους βράχους, όπως κάποτε έφαγε τους ανθρώπους που σύρθηκαν ως εκεί.
Χώρος ενταφιασμού ζωντανών ανθρώπων είναι αυτός ο τόπος, αλλά όχι οποιονδήποτε ανθρώπων. Είναι ο χώρος στον οποίο το επίσημο ελληνικό κράτος του 1947 θέλησε να ενταφιάσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι λίγο νωρίτερα το είχαν απελευθερώσει από τον ναζιστικό ζυγό. Αυτό ακριβώς ήταν που το επίσημο κράτος των δοσίλογων και των συνεργατών της ναζιστικής Γερμανίας δεν μπορούσε να συγχωρήσει. Ότι αυτοί αντιστάθηκαν, ότι οργανώθηκαν, ότι πέτυχαν. Και τώρα, ξαφνικά, βρίσκονται οι απλοί άνθρωποι της ελληνικής υπαίθρου, οι εργάτες, οι σπουδαστές, οι γυναίκες να ψελλίζουν ένα όνειρο… ότι θα μπορούσαν, λέει, να φτιάξουν μια πατρίδα δική τους. Δίχως προδότες, δίχως υψηλά συμφέροντα, δίχως ανώγια και κατώγια. Μια πατρίδα που θα ανήκε σε εκείνους που την πότισαν με το αίμα τους.
Έπρεπε λοιπόν η ευάριθμη ομάδα των συνεργατών των κατακτητών να βρει έναν τρόπο να τους πετάξει οριστικά έξω από τον κοινωνικό και πολιτικό χάρτη της χώρας. Έπρεπε να εξασφαλίσει τον πλούτο και τις προσβάσεις που είχε κερδίσει από τη συνεργασία της με τη ναζιστική Γερμανία τα προηγούμενα χρόνια. Έπρεπε να συνεχίσει να κερδίζει η ίδια και οι συνεχιστές της. Όμως, αυτή η πολιτική-κοινωνική εκκαθάριση όφειλε να γίνει νομότυπα. Να μην δώσει το δικαίωμα σε κανέναν στο εσωτερικό, αλλά κυρίως στο εξωτερικό, να χαρακτηρίσει αυτές τις μεθόδους δίωξης ως φασιστικές.
Εξάλλου, στα 1947 είμαστε ακόμα πολύ κοντά στη στρατιωτική συντριβή του ναζισμού. Το αίμα των θυμάτων, σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεν έχει ακόμα στεγνώσει και οι Λαοί που πολέμησαν ενάντια στον Άξονα δεν θα ανέχονταν να διαπιστώσουν, ότι στην αυγή της νέας εποχής που τόσο λαχτάρησαν, σε μια γωνιά της Ευρώπης τα στρατόπεδα ναζιστικού τύπου συνεχίζουν να λειτουργούν. Θα ήταν πολύ βαρύ εκείνη την εποχή, να βγει απροκάλυπτα προς τα έξω η αλήθεια, που θα μπορούσε να σπιλώσει το αφήγημα της δημοκρατικότητας και των ατομικών ελευθεριών του δυτικού κόσμου, όπως τότε ξεκινούσε να υφαίνεται. Έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να εφαρμοστούν ξανά οι ναζιστικές μέθοδοι μαζικής εξόντωσης, χωρίς να αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας τους. Άρα, έπρεπε να γίνει σε έναν τόπο που τόσο το περιβάλλον, όσο και η απόστασή του από τον υπόλοιπο κόσμο να εξασφαλίζει την εξόντωση των εξόριστων, αλλά με εχεμύθεια, με διακριτικότητα, δίχως να αφήνονται πίσω στοιχεία που θα μπορούσαν να εκθέσουν την πολιτεία για τις μεθόδους της. Με αυτό το σκεπτικό επιλέξανε τη Γυάρο και είναι αλήθεια, ότι εξυπηρέτησε άριστα τους σκοπούς τους. Με το ίδιο σκεπτικό επιλέξανε και τα υψηλόβαθμα στελέχη που πλαισίωσαν τις φυλακές ως διευθυντές, διοικητές κτλ. Και αυτοί υπηρέτησαν άριστα τους σκοπούς τους βασισμένοι στην πλούσια εμπειρία που είχαν αποκομίσει στα διάφορα ναζιστικά στρατόπεδα ως συνεργάτες των κατακτητών. Τη μεθοδολογία της μαζικής εξόντωσης την είχαν κατακτήσει. Η πολιτεία τους κάλυπτε, ήξεραν ότι δεν θα λογοδοτούσαν ποτέ για κανένα έγκλημα. Οι αντίπαλοί τους ήταν εκεί, μπροστά τους, δέσμιοι, πεινασμένοι, άρρωστοι. Η Γυάρος προορίζονταν να λειτουργήσει όπως ακριβώς λειτούργησε, κεκλεισμένων των θυρών.
Οι πρώτοι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στα μέσα του Ιουλίου του 1947 και μέχρι το πρώτο κλείσιμο των φυλακών, τον Νοέμβρη του 1952, ποτέ κανένας συγγενής κρατούμενου, κανένας δικηγόρος, κανένας δημοσιογράφος μη φιλοκυβερνητικής εφημερίδας δεν κατάφερε να τους επισκεφθεί. Εκείνα τα πρώτα πεντέμισι χρόνια συνεχούς λειτουργίας πέρασαν από το θανατονήσι 17 χιλιάδες άνθρωποι. Τα αρματαγωγά έφερναν τις καινούριες φουρνιές κρατουμένων και τις άδειαζαν στη θάλασσα, λίγο έξω από τον Α’ όρμο. Οι άνθρωποι, ήδη εξαντλημένοι από το ταξίδι και τις κακουχίες των προηγούμενων χρόνων σε φυλακές και πολεμικά μέτωπα, σήκωναν με ό,τι κουράγιο είχαν τους μπόγους με τα λιγοστά τους υπάρχοντα και έβγαιναν στην παραλία. Εκεί τους περίμενε η διαδικασία της «Υποδοχής».
Οι δεσμοφύλακες, πολλοί ήδη γνωστοί από τα ένοπλα σώματα δοσίλογων της Κατοχής (βλέπε Τάγματα Ασφαλείας κτλ), παρατεταγμένοι σε δύο σειρές και ανάμεσά τους να προχωρούν οι κρατούμενοι. Κάθε δεσμοφύλακας κρατούσε και από ένα μεγάλο καλάμι από μπαμπού, από αυτά που χρησίμευαν για να στερεώνουν τις σκηνές. Όσο η σειρά των κρατούμενων προχωρούσε, τόσο φούσκωνε το ποτάμι αίματος γύρω τους. Έπεφταν με ορμή τα καλάμια πάνω στα ταλαίπωρα κορμιά των ανθρώπων κι έσπαγαν πλευρά, χέρια, πόδια, κεφάλια… Κάποτε η «Υποδοχή» τελείωνε. Η ματωμένη σειρά των κρατουμένων απέμενε να σέρνεται στον βράχο, ανάμεσα σε κουρελιασμένα ρούχα, ματωμένα κορμιά, ανοιγμένα κεφάλια, σπασμένα χέρια, λιπόθυμους, ρημαγμένους ανθρώπους. Όποιοι μπορούσαν ακόμα να κουνηθούν μάζευαν ό,τι έβρισκαν από τα σκόρπια τους υπάρχοντα και προχωρούσαν στην καταγραφή. Εκεί ο μπόγος τους ανοίγονταν ξανά και οι δεσμοφύλακες άρπαζαν ό,τι τους γυάλιζε. Ξυριστικά, ρολόγια, τσιγάρα…
Όσο τα αρματαγωγά ξέβραζαν τις καινούριες φουρνιές στα Γιούρα, τα καΐκια από τη Σύρο έπαιρναν τους παλιούς κρατούμενους λίγο πριν ξεψυχήσουν, λίγο πριν χρειαστεί να καταγραφούν στα βιβλία των Φυλακών ως «θανόντες». Τους φόρτωναν και τους οδηγούσαν στο νοσοκομείο στη Σύρο. Εκεί πολλοί πέθαιναν εξασφαλίζοντας όμως, ότι ο θάνατός τους δεν θα εμφανίζονταν στα βιβλία των Φυλακών. Ήταν ένας θάνατος που δεν άφηνε ίχνη και έδινε το δικαίωμα στους εκπροσώπους της πολιτείας και στις εντεταλμένες εφημερίδες να μιλούν για τη Γυάρο λέγοντας ότι είναι ένας «[…] Παράδεισος με μεγάλην δενδροφυτείαν, με πρωτύπους αγροτοβιοτεχνικάς σχολάς εις τας οποίας ευρίσκουν μιαν ωραίαν και χρήσιμον απασχόλησιν οι κρατούμενοι»[2] . Πολλοί ξεψύχησαν μέσα στα καΐκια, λίγα μέτρα μακριά από τα Γιούρα. Αυτό ήταν το σχέδιο της πολιτικής ηγεσίας και των διοικητών των φυλακών από την αρχή της λειτουργίας τους. Ο Παπαδημητρόπουλος, ο πρώτος διευθυντής (από τον Ιούλιο ως τον Οκτώβρη του 1947) δήλωνε στους κρατούμενους, «θα φτάνουν οι παλμοί σας τους τρεις το λεπτό και θα σας φορτώνω στο καΐκι να πεθάνετε στη Σύρα». Τόσο εντατικά εφαρμόστηκε και συστηματοποιήθηκε αυτή η τακτική, που στα 1950 το Νοσοκομείο Σύρου διαμαρτυρήθηκε στον διευθυντή των φυλακών, ζητώντας του να πάψει να στέλνει τόσο πολλούς ετοιμοθάνατους κρατούμενους διότι εξ’ αιτίας τους αυξάνεται το ποσοστό θνησιμότητας στα αρχεία του νοσοκομείου.
Οι πέντε όρμοι του ξερού βράχου σκάφτηκαν με τα χέρια των κρατούμενων για να γίνουν οι αναβαθμίδες που φαίνονται ακόμα και σήμερα. Η ισοπέδωση του βράχου για να χτιστεί το κτήριο των φυλακών, το μεγαλύτερο σε έκταση κτίριο που υπάρχει ακόμα και σήμερα σε όλες τις Κυκλάδες, έγινε με τα γυμνά τους χέρια, κάτω από τον βούρδουλα, την ασιτία και την αρρώστια[3] . Οι δρόμοι χαράχτηκαν με τα πιο πρωτόγονα εργαλεία. Τα πηγάδια που βγάζουν αλμυρό νερό, οι μαντρότοιχοι με τις ξερολιθιές, τα σπίτια των διοικητικών, τα πολυβολεία, τα παρατηρητήρια όλα είναι προϊόν του υπεράνθρωπου αγώνα εκείνων που δεν κρύφτηκαν από την Ιστορία, αλλά την έπλασαν με το αίμα τους. Με το δικό τους αίμα ζυμώθηκαν τα τσιμέντα. Με το δικό τους αίμα στεριώθηκαν οι ξερολιθιές.
Όταν μιλάμε για τα Γιούρα, εκτός από τους δεκαεπτά χιλιάδες κρατούμενους, μιλάμε και για τα είκοσι χιλιάδες (20.000) παιδιά τους. Μιλάμε και για τις περίπου οκτώ χιλιάδες (8.000) συζύγους που έμειναν μόνες μέσα στον Εμφύλιο. Όλοι μαζί, σχεδόν σαράντα πέντε χιλιάδες (45.000) άνθρωποι, είναι τα άμεσα και τα έμμεσα θύματα, μόνο για τα πρώτα πέντε χρόνια που λειτούργησε, από τον Ιούλιο του 1947 έως τον Νοέμβριο του 1952. Η ίδια φυλακή άνοιξε ξανά το 1955 και λειτούργησε συνεχόμενα μέχρι το 1961. Μετά από μια διακοπή έξι ετών, το καθεστώς της 21ης Απριλίου, ακολουθώντας τα χνάρια των πολιτικών του προγόνων, την άνοιξε και πάλι το 1967 έως το 1974. Το σύγχρονο ελληνικό κράτος χρειάστηκε δεκαετίες για να επαναθεμελιώσει τον νέο του αστικό χαρακτήρα και για να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία χρειάστηκε να καταστραφεί ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Και τώρα, αυτό που θέλουν να κάνουν στα Γιούρα είναι να καταστρέψουν και την Ιστορία αυτής της κοινωνίας, να την αφήσουν να σβήσει για να μην υπάρχει τίποτα πια, που να μαρτυρά τους αγώνες και τις αγωνίες αυτού του Λαού.
Μερικά πραγματολογικά δεδομένα, για να κατανοήσουμε την τάξη μεγέθους:
Από τις φυλακές πέρασαν συνολικά 16.988 κρατούμενοι, όλοι άνδρες ή νεαρά αγόρια (έως το 1952) Η διάμεση ηλικία των κρατουμένων ήταν τα 33 έτη Το ηλικιακό φάσμα όσων βρέθηκαν στη Γυάρο ξεκινά από ένα παιδί μόλις 12 ετών και καταλήγει σε έναν γέροντα 85 ετών. Εκτιμάται ότι περισσότεροι από 1.000 ανήλικοι[4] πέρασαν από τα Γιούρα κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας των φυλακών. Το 6% των κρατουμένων ήταν κάτω των 21 ετών και από αυτούς το 4%, δηλαδή μια τάξη μεγέθους περίπου 40 παιδιών, διακομίστηκαν ως «εκτάκτως ασθενείς» στο νοσοκομείο Σύρου, εκεί που οι ίδιοι οι κρατούμενοι δηλώνουν ότι μεταφέρονται οι «ξεγραμμένοι» από τα βασανιστήρια, για να ξεψυχήσουν. Στο σύνολο των κρατουμένων, η κυρίαρχη ηλικιακή ομάδα, ανά 5ετία ηλικίας, είναι οι νέοι από 21 έως 25 ετών που φτάνουν σχεδόν το 22%. Μαζί με την αμέσως επόμενη ηλικιακή ομάδα, από 26 έως 30 ετών, συναποτελούν πάνω από το 40% των κρατουμένων. Η Γυάρος και η Μακρόνησος είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Οι κρατούμενοι συχνά μεταφέρονται από τη Γυάρο στη Μακρόνησο, ενώ τα πολύ νέα παιδιά μεταφέρονται μαζικά στις φυλακές ανηλίκων στο Βίδο (Μάης-Ιούνιος 1949). Πρόκειται για το μικρό νησάκι που βρίσκεται λίγο έξω από το λιμάνι της Κέρκυρας, δίπλα από τον τόπο εκτελέσεως των κρατουμένων των φυλακών του νησιού (το μαρτυρικό Λαζαρέτο) Οι επαγγελματικές κατηγορίες των κρατουμένων αντιπροσωπεύουν ολόκληρο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής. Υπάρχουν δικηγόροι, γιατροί, καλλιτέχνες, επαγγελματίες, δάσκαλοι, μηχανικοί, ιερείς, εργάτες, φοιτητές, μαθητές κτλ. Ωστόσο, σχεδόν οι μισοί κρατούμενοι εργάζονταν στον πρωτογενή τομέα, δηλαδή ήταν κυρίως αγρότες, κτηνοτρόφοι, αλιείς. Το κυρίαρχο κατηγορητήριο που έστελνε τους ανθρώπους στη Γυάρο, ήταν το Γ’ Ψήφισμα. Πάνω από τους μισούς κρατούμενους βρέθηκαν στο θανατονήσι με βάση αυτό. Όχι, δεν ήταν όλοι πολιτικοί κρατούμενοι. Υπήρξε και ένα μικρό ποσοστό, της τάξεως περίπου του 7%-9% που ήταν ποινικοί. Αυτοί στέλνονταν στα Γιούρα αφενός για να ενισχύσουν το έργο των δεσμοφυλάκων (ήταν το δεξί τους χέρι) και αφετέρου για να μπορούν να επικαλεστούν οι κρατικοί φορείς ότι το επίσημο κράτος δεν διώκει τους πολιτικούς του αντιπάλους. Η πολιτεία έπρεπε να φορέσει τον μανδύα της δημοκρατικής δύσης, που σέβεται τις ατομικές ελευθερίες, γι΄αυτό δεν αναγνώρισε για πολλές δεκαετίες τον πολιτικό χαρακτήρα των διώξεων που διεξήγαγε. Τους βάφτιζε όλους «ποινικούς», αλλά συνεργαζόταν με τους πραγματικούς ποινικούς για να βασανίζει του πολιτικούς κρατούμενους. Οι φυλακές Γυάρου «ανοίγουν» τον Ιούλιο του 1947, αλλά στην πραγματικότητα το κτίριο των φυλακών δεν υπάρχει ακόμα. Ολόκληρη την πρώτη περίοδο λειτουργίας τους (Ιούλιος 1947-Νοέμβριος 1952) οι κρατούμενοι διαμένουν σε σκηνές, στους πέντε όρμους της ανατολικής ακτής της Γυάρου. Το κτίριο, ξεκινά να χτίζεται με καταναγκαστική εργασία το φθινόπωρο του 1947 και σχεδόν ολοκληρώνεται όταν πλέον κλείνουν οι φυλακές το 1952. Οι κρατούμενοι αυτοί δεν μένουν μέσα στο κτίριο. Ταυτόχρονα χτίζονταν και όλα τα υπόλοιπα υποστηρικτικά κτίρια, μαγειρεία, αναρρωτήρια, ηλεκτρικός σταθμός, κατοικίες διοικητικών κτλ. Εκτός από την καταναγκαστική εργασία, τους ξυλοδαρμούς και τα βασανιστήρια, οι κτιριακές εγκαταστάσεις συμβολίζουν και τη διαπλοκή των ιθυνόντων (από τους διευθυντές των Υπουργείων, μέχρι τους βασανιστές) που φρόντισαν να φτιάξουν τις προσωπικές τους περιουσίες με το δημόσιο χρήμα που υποτίθεται ότι προορίζονταν για τη Γυάρο. [1] Απόσπασμα από το Υπόμνημα κρατουμένων προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Πλαστήρα το 1951.
[2] Αναφέρεται στο Υπόμνημα των κρατουμένων ως άρθρο της εφημερίδας «Βραδυνή», φ. Νοέμβριος 1948.
[3] Τάκης Γαλανόπουλος, Το κτίριο των φυλακών και οι λοιπές εγκαταστάσεις της Γυάρου, στο Συριανά γράμματα | περ.Β’ | τ.2-3 / 2017-2018, σ.σ.158-200.
[4] Επισημαίνεται ότι το επίσημο όριο ενηλικίωσης στα 1947 ήταν το 21ο έτος της ηλικίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου