theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

ΡΑΜΝΟΥΣ Ή ΡΑΜΝΟΥΝΤΑΣ

Αυτό το κείμενο, που αποτελεί ένα διήγημα με
 τίτλο "στο μουσείο" είναι ιδανικό για τον Ραμνούντα
και γράφτηκε από την  αγαπητή φίλη μας Αρετή Πάνου. 
Μετά λοιπόν την τιμή που μας έκανε η 
Αρετή να μας το δώσει ως μια προδημοσίευση 
του βιβλίου διηγημάτων που ετοιμάζει, εμείς 
το χρησιμοποιούμε σαν σάβανο στα σχετικά 
βιντεάκια από μια καταπληκτική επίσκεψη
  τώρα τελευταία στα μνημεία του 
δήμου του Ραμνούντα  της αρχαίας Αθήνας  
και ξενάγηση από την Κάπη Πάνου 
1
Στο μουσείο
Ψηλό συρματόπλεγμα τριγυρίζει τον αρχαιολογικό χώρο και περικλείει τον αρχαίο οικισμό.  Μόνο τ’ απομεινάρια από τα δυο λιμάνια του είναι ελεύθερα, έξω από το φράχτη, στο ακρογιάλι, όλα στην αγκαλιά της θάλασσας. Όλα πέτρινα. Οι αρχαίες άγκυρες είναι πελεκημένες, τετραγωνισμένες πέτρες με μια τρύπα για να περνάει και να δένεται το σκοινί. Τα σκοινιά φαγώθηκαν απ’ την τρύπα και την αλμύρα. Χάθηκαν. Το ίδιο και τα ξύλα, καράβια ολόκληρα, το ίδιο και τα μέταλλα. Το ίδιο και οι άνθρωποι.  Οι πέτρες έμειναν.
Ο νεαρός που μοιάζει με έφηβο, με την αλογοουρά και το σακίδιο στην πλάτη, στάθηκε μπροστά στην σκουριασμένη πόρτα. Ένας αστυφύλακας βγήκε από τη σκιά, κάτω από τα δέντρα, όπου καθόταν με δυο τρεις άλλους συναδέλφους του και τον πλησίασε. Ζήτησε τα στοιχεία του. «Είμαι αρχαιολόγος, δουλεύω εδώ, ήρθα να βοηθήσω την αστυνομία στο έργο της», είπε ο νεαρός. Δεν του γέμισε το μάτι του αστυνομικού, πού να το αφήσει  η δυσπιστία να γεμίσει με κάτι άλλο. Μάλλον ύποπτος του φάνηκε ο νεαρός, αλλά κάτι παραπάνω θα ξέραν  οι  αποπάνω και τον φώναξαν εδώ. «Πέρνα», του είπε στο τέλος. Το σπιτάκι του φύλακα που ήταν ταυτόχρονα και εκδοτήριο εισιτηρίων για τους ελάχιστους επισκέπτες που έρχονται πια, ήταν άδειο.
Προχώρησε προς το βοριά πάνω στο χωματόδρομο.  Περπατούσε πάνω στα χνάρια της Αιαντίδας φυλής, πάνω στην κεντρική οδό της αρχαίας πόλης ανάμεσα από ερείπια μνημάτων. Μερικά είχαν μερικώς αναστυλωθεί και το εξασκημένο μάτι του μπορούσε εύκολα να συμπληρώσει την εικόνα και να γυρίσει πίσω στο χρόνο, όταν γλύπτες, αρχιτέκτονες, χαράκτες και ζωγράφοι είχαν μόλις τελειώσει τη δουλειά τους  και τα μνημεία, με τις επιγραφές τους, τις ανάγλυφες παραστάσεις και τ’ αγάλματα έλαμπαν στον ήλιο. Βοηθούσε και το τοπίο. Κοίταξε γύρω του. Το γαλάζιο και το πράσινο αγκαλιάζονταν, αναμιγνύονταν και έπλεαν μέσα στο φως. Εδώ και κει οι παπαρούνες έσταζαν αίμα κι ήταν αυτό, το αίμα, που τραβούσε το βλέμμα, ο πυρήνας του φωτεινού μετέωρου. Έσταξαν και στη νεαρή καρδιά του ένα πρώιμο σφίξιμο. Μπορεί να υπάρχει χαρά χωρίς λύπη, παράδεισος χωρίς θάνατο; Είχε τους λόγους του να τα βλέπει έτσι.  Όλα πάντως φαίνονταν  ανέγγιχτα, να μην έχουν αλλάξει καθόλου  από τότε που έθαβαν  εδώ τους πολίτες του αρχαίου δήμου, έτσι ώστε η είσοδος στην πόλη απ’ αυτόν το δρόμο να είναι ταυτόχρονα και είσοδος στην ιστορία και τη μνήμη της. Καμία σχέση με το σημερινό νεκροταφείο του χωριού, ξεχασμένο πάνω στο λόφο, όπου ο μόνος διάκοσμος είναι τα πλαστικά λουλούδια, οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες και τα κεριά και τα καντήλια που λιώνουν και χύνονται και λαδώνουν τα μάρμαρα. Άλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι, άλλοι τάφοι, άλλοι ναοί.

Στο ύψωμα, στάθηκε μπροστά στα ερείπια του ναού της Νέμεσης με τις σπασμένες κολόνες. Ασυναίσθητα έκανε το σταυρό του, βοήθειά μας, ψιθύρισε. Πάντα τον επηρέαζε παράξενα αυτό εδώ το μέρος και παρακαλούσε αυτή η αρχέγονη θεά που επέβλεπε τη μοιρασιά της γης και τιμωρούσε την ύβρη και την αδικία, να βάλει κάποια στιγμή το χεράκι της και για τον πατέρα του, για το χωριό του και γιατί όχι και την πατρίδα του και για τον ίδιο του τον εαυτό. Ακόμα κι αν άλλαξε πολλά ονόματα, κι αν την είπαν παναγία, θεία δίκη ή δύναμη της ζωής και της φύσης να θεραπεύει τον εαυτό της. Η προσωπική του γνωριμία με τη Νέμεση ξετυλίχτηκε όταν δούλευε εδώ, στην αναστύλωση του ναού, για λίγο καιρό, πριν τον απολύσουν μαζί με άλλους έκτακτους νέους αρχαιολόγους γιατί δεν είχαν λεφτά να τους πληρώσουν, παράλληλα με τη σχέση του με τη κοκκινομάλλα συνάδελφό του. Πίσω απ’ τα ερείπια του ναού, έκαναν πρώτη φορά έρωτα, μέσα στο ντάλα μεσημέρι. Κι άλλη μια φορά κάτω στη θάλασσα, πάνω στη μισοβυθισμένη προβλήτα του αρχαίου λιμανιού. Όταν τους απόλυσαν εκείνη έφυγε για την αρχαιολογική σχολή του Μονάχου κι αυτός γύρισε μονάχος στο σπίτι του το πατρικό, στο διπλανό χωριό. Η γνωριμία του με τη θεά όμως, είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα,  όταν άκουσε τον παππού του να μιλά γι’ αυτή.  
Εκείνος έβοσκε τα πρόβατά του, σε μια στάνη  εδώ κοντά και μάζευε πέτρες για να φτιάξει μια ξερολιθιά να τα κλείνει μέσα, όταν έπιασε μια πέτρα παράξενη. Την καθάρισε με το χέρι απ’ τα χώματα και τότε φάνηκε το μάρμαρο. Ένα μάτι, αν και σβησμένο, τον κοίταζε στα κατάβαθα της ψυχής του, έτσι του φάνηκε.  Απ’ τη μια μεριά είχε σκαλισμένα κύματα, σα μαλλιά. Πολλοί χωριανοί που εύρισκαν αρχαία, έψαχναν να βρούνε άκρες να τα πουλήσουν. Άλλοι πάλι που έπεφταν επάνω τους καθώς έσκαβαν στα χτήματά τους για να χτίσουν, τα ξανάχωναν κρυφά και βιαστικά για να μην έχουν τραβήγματα με την αρχαιολογία. Ο παππούς του πήρε το κεφάλι και το πήγε στους αρχαιολόγους που έκαναν τότε τις ανασκαφές.
Αυτοί χάρηκαν πολύ. Έψαξαν τα αγάλματα που είχαν βρει, ένα ένα. Του έδειξαν την ακέφαλη γυναίκα, πάνω στο ταφικό ανάγλυφο που καθόταν ασάλευτη κι ακόμα περίμενε το κεφάλι της. Ακούμπησαν την πέτρα  στο σπασμένο λαιμό και κούμπωσε για τα καλά, τα κύματα βρήκαν το ταίρι τους στο σβέρκο της. Του φάνηκε ότι η γυναίκα ζωντάνεψε, όρθωσε το σώμα της και του έγνεψε ευχαριστώ. Βέβαια έλειπε ακόμα ένα κομμάτι κεφάλι. Αλλά μπορεί και να μην ήταν μόνον ένα πια, να ‘χε γίνει θρύψαλα ή σκόνη. Αυτή ήταν και η διαταγή του βυζαντινού αυτοκράτορα τότε, κοπανήστε όλα τα μνημεία των ειδωλολατρών, να μη μείνει τίποτα όρθιο. Περιττή βαρβαρότητα, δε χρειαζόταν. Ο χρόνος είναι πιο σκληρός απ’ το βυζαντινό αυτοκράτορα και τελικά δε σέβεται ούτε τις πέτρες. Άλλα κομμάτια θρυμματίστηκαν, άλλα θάφτηκαν στη γη, άλλα τα πήραν οι άνθρωποι για να χτίσουν τα σπίτια τα δικά τους και των καινούριων θεών.
Οι αρχαιολόγοι του έδειξαν και του εξήγησαν  πολλά πράγματα για τη δουλειά τους.
Του είπαν πόσο πολύτιμη πηγή είναι γι’ αυτούς οι ντόπιοι άμα φυλάνε τις μνήμες και τις ιστορίες τους.  Του μίλησαν και για τη Νέμεση, την κόρη της Νύχτας και του Ωκεανού. Αυτός ζήτησε να μάθει πως ήταν η Νέμεση. Κάποιος του έφτιαξε ένα σχέδιο, μια στιβαρή νέα γυναίκα με πλούσια κυματιστά μαλλιά και κοτσίδα, κι ένα κλαδί ελιάς στο χέρι, να δεις που έμοιαζε κάπως με τις κοπέλες του χωριού. Αυτό το  σκίτσο ο παππούς το είχε στα εικονίσματα μαζί με την εικόνα της παναγίας μέχρι να πεθάνει. Και στα δύσκολα προσευχόταν, Παναγιά μου Νέμεση. Και η Νέμεση πρέπει να του στάθηκε γιατί, τα ‘βγαλε πέρα σε μεγάλα βάσανα, φτώχεια, θανατικά, πολέμους και κατοχές. Μόνον από πείνα δεν υπέφεραν οι χωριάτες, γιατί είχαν πάντα το λάδι τους, το γάλα και το ψωμί τους, τους καρπούς από τα δέντρα και τα περιβόλια τους, λιγοστά αλλά υπήρχαν εκεί δίπλα τους πάντα, οι πρωτευουσιάνοι υπέφεραν. Γι’ αυτό κι ο γιος του λέει μήπως τους εκδικείται τώρα η πόλη και τους στέλνει το ένα κακό μετά το άλλο, αλλά τι να σου κάνει κι η πόλη μ’ όλους αυτούς που παράτησαν τα χωριά τους και πήγαν να στριμωχτούν μέσα στα διαμερίσματα και τους λουτροκαμπινέδες της.
Του έστειλαν και μια ευχαριστήρια επιστολή από το υπουργείο, σε βαριά καθαρεύουσα, που ο παππούς δεν καταλάβαινε, γι’ αυτό έβαζε το δάσκαλο να του τη διαβάζει πού και πού, μέχρι που την έμαθε απ’ έξω. Αυτή την ιστορία, το σκίτσο και την επιστολή,  τα κληρονόμησε ο πατέρας του νεαρού, μαζί με κάποιες έμμονες ιδέες. Ο ίδιος έγινε αρχαιολόγος. Κι επειδή είναι καλός στη δουλειά του, κατάγεται από δω και ξέρει καλά το μέρος, έχει μάλιστα ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτό, τον φώναξαν για να βοηθήσει να λύσουν το μυστήριο της κλοπής των αγαλμάτων από το μουσείο.
Φεύγοντας από το ναό, κοιτάζει προς τη θάλασσα και το μάτι του πέφτει στην πλαγιά του λόφου όπου έχει αναστυλωθεί ένα μεγάλο μέρος του φρουρίου, οι πύλες του, το γυμνάσιο, το θέατρο, τα σπίτια, η ακρόπολη και ο στρατώνας στην κορυφή του. Από δω μοιάζει με τη μακέτα μιας ιδέας,  αφηρημένη έννοια της αρχαίας πόλης που ξαφνικά πήρε σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια του, εξάλλου οι αφηρημένες έννοιες ποτέ δεν ήταν απρόσωπες σ’ αυτά εδώ τα μέρη, ήταν θεοί και θεές και τα παιδιά τους, κι εσείς κι εγώ το ‘χουμε στο αίμα μας να τους δίνουμε ένα πρόσωπο, κι εκεί πάνω στο λόφο οι αρχαιολόγοι είχαν ζωγραφίσει με πέτρες το πρόσωπο του Δήμου.
Η αναστύλωση δεν έγινε μια κι έξω. Δούλεψαν πολλές γενιές αρχαιολόγων εδώ. Πριν τους ολυμπιακούς αγώνες, πρόσθεσαν ακόμα μερικές σειρές από πέτρες σ’ αυτές που ήδη υπήρχαν,  ώστε οι τοίχοι να σηκωθούν λίγο πιο ψηλά απ’ τ’ αγριόχορτα κι έτσι, η ιδέα της πόλης να γίνει  φανερή και τρισδιάστατη.  Τα πλήθη των τουριστών που περίμεναν, ποτέ δεν ήρθαν. Ο τόπος κράτησε την ηρεμία και τη γαλήνη του. Δυστυχώς δε μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τους ανθρώπους του. Μετά τους αγώνες άρχισε να τους βρίσκει πότε το ένα πότε το άλλο. Τότε εμφανίστηκαν και τα πρώτα συμπτώματα της μανιοκατάθλιψης του πατέρα του και με κάθε νέο χτύπημα φούντωναν. Με τη χωματερή παράγινε. Όταν άρχισαν τ’ απορριμματοφόρα να κάνουν ουρές στο δρόμο που πήγαινε στ’ αμπέλια του έπεσε να πεθάνει, κι όταν στις πλαγιές που είχε τις ελιές του, η μυρωδιά των σκουπιδιών πήρε να σκεπάζει τη μυρωδιά του θυμαριού και της ρίγανης, έλεγες θα σκοτώσει άνθρωπο. Η χαριστική βολή ήταν η απόλυση του γιού του. Δεν ησύχαζε πια ούτε στον ύπνο του. Και δεν άφηνε κανέναν να κοιμηθεί το τρίξιμο των δοντιών του. Μερικοί συγχωριανοί απλώς έφευγαν, παρατώντας πίσω τους σπίτια και χωράφια έρημα κι άλλοι ζητούσαν δουλειά στα σκουπίδια. Πάντως  τότε, πριν τους αγώνες ήταν όλοι αισιόδοξοι και τότε περίπου έγινε και το μουσείο.
Το μουσείο δεν είναι μουσείο. Ένα ψηλό ορθογώνιο κτίσμα με τσίγκινο στέγαστρο που μοιάζει με αποθήκη. Στην πραγματικότητα είναι ένα εργαστήριο όπου γίνεται ένα πρωτοποριακό πείραμα αναστύλωσης. Μέσα, είναι εγκιβωτισμένο ένα δεύτερο ορθογώνιο, σα μια ιστορία μέσα σε μια άλλη ιστορία, με τοίχους σταθερούς,  στο ύψος του  ανθρώπου. Πάνω σ’ αυτούς του τοίχους στέκει ότι περισώθηκε από τη σκεπή του ναού της Νέμεσης, έτσι που μπορεί κανείς περπατώντας γύρω γύρω, ανάμεσα στους παράλληλους τοίχους των δύο κτισμάτων, να την παρατηρήσει με την ησυχία του. Τρίγλυφα, μετώπες κι αετώματα. Δωρικός ναός, χωρίς πολλά στολίδια να μασκαρεύουν την ουσία. Κι η ουσία είναι ότι έκαναν την πέτρα πνεύμα και λόγο. Ακόμα και τώρα που έχει διαβάσει κι έχει μάθει τόσα, δε μπορεί να πιστέψει όμως ότι τότε έβαφαν τα μάρμαρα.  Γύρω γύρω μπροστά στους τοίχους στέκουν αναστυλωμένα τα ταφικά μνημεία και κίονες από το ναό, με την ίδια πρωτότυπη μέθοδο.
Θα μου πείτε τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η μέθοδος. Κοιτάξτε καλά και θα καταλάβετε. Τα χιλιάδες κομμάτια που συνθέτουν την αναστύλωση, κρεμιούνται, στηρίζονται, στερεώνονται, προσαρμόζονται το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς να καρφώνονται ή να κολλάνε με κάποιο συνδετικό υλικό, είναι δηλαδή κινητά. Ένα τρισδιάστατο παζλ που κάθε στιγμή μπορεί να λυθεί και να ξαναδεθεί, χωρίς να χρειαστεί να σπάσει ή να γκρεμιστεί κάτι. Τα κομμάτια που λείπουν δεν αντικαθίστανται από  καινούριες απομιμήσεις. Τα κενά μένουν κενά μέχρι να βρεθούν κι άλλα κομμάτια  και μ’ ένα ελαφρύ σπρώξιμο να πάρουν τη θέση τους δίπλα σ’ αυτά που είναι κιόλας εδώ. Κι έτσι το παζλ όλο θα συμπληρώνεται. Το μέλλον θα συνθέτει το παρελθόν, λες και ο χρόνος προχωράει και προς τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Επειδή τα κομμάτια αποσπώνται εύκολα, χρειάζεται να προστατεύονται από βροχή κι αέρα, γι’ αυτό υπάρχει το στέγαστρο που όμως δε μπόρεσε να εμποδίσει την κλοπή.
Κόσμος μπαινοβγαίνει στο κτίριο. Άνθρωποι της σήμανσης που ψάχνουν για ίχνη. Ήδη ξέρουν από ποιο σημείο της περίφραξης μπήκαν οι κλέφτες. Και πρέπει μάλιστα να ήταν πολύ οργανωμένοι και μελετημένοι, γιατί αυτό το σημείο πραγματικά προσφέρεται. Δεν μπορούν να καταλάβουν όμως πώς κατάφεραν και παραβίασαν την πόρτα και απενεργοποίησαν την κάμερα, μπορεί να είχαν συνεργό από μέσα απ’ το μουσείο, κάποιος φύλακας ίσως τους σφύριξε τα μυστικά, εξετάζουν όλα τα ενδεχόμενα. Παίρνουν από παντού αποτυπώματα, για να τα συγκρίνουν με τ’ αποτυπώματα που κρατάνε στ’ αρχεία τους από διαρρήκτες κι αρχαιοκάπηλους, ολόκληρες σπείρες  που ειδικεύονται στην κλοπή αρχαίων.
Οι αρχαιολόγοι παρατηρούν, κοιτάνε τα χαρτιά τους και καταγράφουν. Ο νεαρός πάει κοντά τους. «Δεν πήραν πολλά κι ένας μόνος του θα μπορούσε να το ‘χει κάνει. Κεφάλια απ’ τ’ ανάγλυφα κυρίως, αλλά πρέπει να το ελέγξουμε», λέει ο παλιός του προϊστάμενος. «Λείπει και το κεφάλι του παππού μου» ρωτάει. «Δυστυχώς. Μακάρι να ‘ταν κι άλλες οικογένειες σαν τη δική σας εδώ γύρω, με τόση αγάπη για τ’ αρχαία. Η δουλειά μας θα ‘ταν πολύ πιο εύκολη τότε». Του δίνει μια λίστα με κωδικούς και περιγραφές, «τσέκαρέ τα ένα προς ένα», του λέει.
Ο νέος πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Σκύβει, κοιτάζει, ψάχνει και σημειώνει με υπερβάλλοντα ζήλο. Στην πραγματικότητα τον έχει φάει το άγχος μην προδοθεί και μην προδώσει. Δεν χρειάζεται να τσεκάρει τις λίστες του.  Ξέρει κιόλας με κάθε λεπτομέρεια ποια κομμάτια λείπουν και πού βρίσκονται. Χθες άκουσε τον πατέρα του να ψαχουλεύει στα εικονίσματα και πήγε να δει τι κάνει. Στο βαθούλωμα πίσω απ’ την εικόνα της Παναγίας, ήταν όλα εκεί. Δε μπορούσε να το πιστέψει. «Πατέρα έλα στα σύγκαλά σου», αλλά εκείνος χαμογελούσε πονηρά,  σα μικρό παιδί που το έπιασαν με το δάχτυλο μέσα στο γλυκό. Χρόνια έχει να τον δει να χαμογελάει. «Και τότε το ίδιο θα έκανα», είπε, «με κείνον το βυζαντινό και τις διαταγές του, θα τα έπαιρνα και θα τα έκρυβα».
Όταν ο νέος τελειώνει τη δουλειά και βγαίνει έξω, ο ήλιος δύει πίσω από τους λόφους και σκορπάει παντού χρώματα που περίμεναν λες όλη μέρα κρυμμένα να φανερωθούν. Τα ίδια χρώματα θα έβλεπαν και κείνοι, σ’ αυτό τον ίδιο ουρανό, αυτή την ώρα. Και καθώς βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση και ξέρει ότι το πρόβλημα είναι όλο δικό του και μόνο δικό του, νοιώθει το βάρος του στους ώμους του και δε βλέπει ακόμα την αχτίνα κάποιας λύσης στη δύση που τον περικυκλώνει, προσπαθεί να σκεφτεί τι θα ‘καναν εκείνοι που πάνω στ’ αχνάρια τους βαδίζει τώρα. Γιατί όλα αυτά τα μέρη ήταν κάποτε τα λημέρια της Αιαντίδας φυλής.  Της φυλής που είχε για τοτέμ τον Αίαντα, έναν ήρωα που τα ‘βαζε με θεούς κι ανθρώπους, γενναίο και περήφανο, αλλά και παράλογο και αυτοκαταστροφικό, έναν ήρωα που είχε μέσα του το σπόρο της τραγωδίας πριν ακόμα υπάρξει τραγωδία. Της φυλής που έδωσε τους περισσότερους νεκρούς στη μάχη των Πλαταιών και στη μάχη του Μαραθώνα. Της φυλής που έφερε στη βουλή της Αθήνας και ψήφισε το ψήφισμα για τους τυραννοκτόνους. «…Εάν κάποιος καταλύσει την αθηναϊκή δημοκρατία, ή αναλάβει κάποιο αξίωμα, ενώ είναι καταργημένη η δημοκρατία, να είναι εχθρός των Αθηναίων και να θανατώνεται χωρίς να τιμωρείται ο φονιάς του… Κι όλοι οι Αθηναίοι να ορκιστούν… με έργα και με λόγια και με την ψήφο μου και με το δικό μου χέρι… όποιον καταλύσει τη δημοκρατία…». Αλλ’ αυτά γινόντουσαν τετρακόσια τόσα χρόνια πριν το Χριστό και τώρα κοντεύουμε να φάμε τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα και τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Άλλοι καιροί άλλοι άνθρωποι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου