theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΟΥ ΜΕ ΤΑ 500 ΠΡΟΒΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΟΣΑ ΓΙΔΙΑ!!!

ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ:"ΑΝΑΛΟΓΙΟ
 ΕΝΘΗΜΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΖΩΑ" 2002

Ήταν τέλη Νοέμβρη. Η υγρασία περόνιαζε τα πάντα. Έφθανε μέχρι το μεδούλι. Έκανε κι ένα κρύο διαβολεμένο. Σ΄ ανοιχτά μέρη πεδινά, όταν τα πιάνει ο καιρός, το κρύο είναι ¨ψιλό¨, διαπεραστικό. Όταν συνδυάζεται και με υγρασία, τότε είναι ανυπόφορο.
Άλλο τότε στη Θεσσαλονίκη. Έκανε κρύο και Βαρδάρης. Βαρδάρης, αλλά μ΄ ένα τζάκετ τη βγάζαμε κοτσάνι. Δεν ξέρω, τότε έβραζε ίσως το αίμα μας. Όλοι μας νέοι, ωραίοι, ντούροι και πρωθυπουργοί. Δε βαριέσαι, τουλάχιστον έχουμε αναμνήσεις της γλυκιάς μας νιότης.
Παρηγοριά στον άρρωστο μέχρι να βγει η ψυχή του. Άντε εσύ κάνε κι αλλιώς.
Τι είναι και τούτο πάλι, όταν συλλογιέμαι εκείνα τα χρόνια, τα γεμάτα, με πιάνει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ήσαν ξέχειλα. Συνελεύσεις, συζητήσεις, ιδανικά, αξίες, μαζώξεις, κινητοποιήσεις, γλεντάκια, ταβερνάκια. Από κοντά και τα καμάκια. (Το ‘να πάνω στ΄ άλλο, μπρος, πίσω και τανάπαλιν). Καιροί με διαρκείς μετεωρισμούς από πολιτικοποιήσεις και ιμέρους.
Ας είναι.
Λοιπόν, που λέτε, εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη, καθόμουν στο γραφειάκι του κτηνιατρείου με βούλα και υπογραφή του υπουργού. Καθαρόγραφα τα μηνιαία δελτία.
Πώ..Πώ.! Τα θυμάμαι τώρα και γελάω. Δεν πα να έκανα επαληθεύσεις στις επαληθεύσεις και κόντρα προσθέσεις και αφαιρέσεις. Όταν τα έστελνα στη Διεύθυνση, την άλλη μέρα πρωί-πρωί, ο κυρ-Κώστας στο τηλέφωνο με τις αγριοφωνάρες του, με στόλιζε καταλλήλως:
-Κύ..ριε  συ..νά…δελ..φε  τι  διά…τα…νο,  …για κά..νε την πρό…σθε…ση   στο   σύ…νο…λο    της    στή… λης…
-Κυρ-Κώστα[1] καλημέρα. Πες πρώτα καλημέρα και μετά…
-Κεριά και λιβάνια ρε.
Και χραπ, μου έκλεινε το τηλέφωνο, γιατί είχαν σειρά οι άλλοι συνάδελφοι των αγροτικών κτηνιατρείων.
Εγώ λοιπόν έγραφα, δίπλα η σόμπα έκαιγε κι απέναντι ο Νικόλας, ο νοσοκόμος, αμέριμνος και ήσυχος σαν το μοσχάρι στο παχνί, καθάριζε φασολάκια θερμοκηπίου.
Από τη μια μεριά ο καπνός – το ντουμανιάζαμε καταλλήλως – κι από την άλλη το γκάζι της σόμπας, μας είχαν κάνει ένα κεφάλι, λες και είμαστε από ολονύχτια κρασοκατάνυξη και βάλε.
Κάπως έτσι είχε η περίπτωση, οπότε μια στιγμή, χωρίς να το καταλάβω, ανοίγει η πόρτα και ακούγεται μια βροντώδης φωνή:

-Γεια-χαρά νταν, ορέ λιβέντς.
-Ω!!! καλώς τον κυρ-Βασίλο, τον πρώτο τσέλιγκα της περιοχής. Πώς από δω; Σου συμβαίνει τίποτα;
-Τόκα πέντε γιατρέ και τα πράτα είν΄ μια χαρά, συ στέλν΄ χιριτίσματα.
Με τη μια χερούκλα του, μου σφίγγει και βροντά την παλάμη εν είδει πρώτου χαιρετισμού και με τα’ άλλο προς απόδειξη άκρατης εγκαρδιότητας με χτυπά στην πλάτη, κατεβάζοντας τον ώμο μου μια πήχη.
-Ναι, αλλά πρώτη φορά σε βλέπω μεσοβδόμαδα εδώ κάτω.
Πράγματι, ο Βασίλος με τα 500 πρόβατα και τ΄ άλλα τόσα γίδια, κατέβαινε από ΄κει πάνω το βιλαέτι του μόνο κάθε Παρασκευή που είχε Λαϊκή Αγορά. Έφερνε καμιά 15αριά μανάρια και αφού τα τελάλιζε για λίγο με τη στεντόρεια φωνή του, τα μοσχοπουλούσε στο άψε-σβήσε. Είχε βλέπετε, πρώτο πράγμα. Ο κόσμος γνώριζε τα αρνιά του Βασίλου από το βέλασμα. Δεν έχανε καιρό, ολόρθιος, καμαρωτός και ροδοκόκκινος έκανε την πρώτη του παρουσία στην ¨Ιζαμπώ¨. Μέχρι το μεσημέρι είχε επισκεφθεί και τις υπόλοιπες τρεις ταβέρνες. Κάθε φορά με την ίδια επισημότητα και ιεροτελεστία. Αφού έφερνε τις γύρες του, ρούφαγε τα κρασιά του και έριχνε τα λεβέντικα άσματά του, αποχωρούσε υπό πλήρη ευτυχία και αγαλλίαση. Δεν είχε μόνιμες παρέες –κολλητούς που λένε– αλλά με όλους ήταν κολλέγας και αγαπητός. Κέρναγε και ματακέρναγε όλα τα τραπέζια. Μη φαντασθείτε ταβέρνες με σάλα και τέτοια. Απλά μια σειρά από πεντέξι τραπεζάκια κι απ΄ εδώ κι απ΄ εκεί στημένα βαρέλια γεμάτα μυρωδάτο κράσο. Πάντως όλοι οι βαρελόφρονες τον πρόσμεναν πώς και πώς, καθότι ήταν ανοιχτοχέρης στο έπακρο. Μέχρι να συμπληρώσει τον κύκλο του, ένα ολόκληρο αρνί το εξαργύρωνε.
Ήταν όλα αντανακλάσεις της ψυχής και της πανώριας όψης του. Αγαθός γίγαντας του παραμυθιού. ΄Ύψος δύο μέτρα, στριφτή μουστάκα, μαλλιά μαύρα, πυκνά και μπόλικα. Μαύρες μπότες δερμάτινες, ψηλές μέχρι το γόνατο, σαν εκείνες που φοράνε οι τροχονόμοι πάνω στις μηχανάρες τους. Τις έφτιαξε, έλεγε, πέρα στην Αμαλιάδα πριν πέντε χρόνια, ένας κουτσός τσαγκάρης, κουμπάρος του. Του είχαν στοιχίσει δυο κατσίκια – περσινά μουνούχια. Και μάλιστα πασαλειμμένες με λίπος ψαριού για να είναι ανθεκτικές στα κάτουρα και στις κακαράντζες των προβάτων. Έτσι υποστήριζε, έτσι σας γράφω.
Από κοντά και η γκλίτσα του, ο πιο πιστός του σύντροφος. Την είχε χαρίσει ο πατέρας του όταν ο γιος ενηλικιώθηκε εκεί πάνω στα βουνά του Φενεού της ορεινής Κορινθίας. 
Η πατρίδα, όπως έλεγε ο Βασίλος και και κάτι σαν δάκρυ εμφανιζόταν στην άκρη των ματιών του. Στα δύσκολα χρόνια, μετά τη δίνη του εμφυλίου, πολλοί Βλάχοι, το βήτα με κεφαλαίο, πήραν τον οβολό τους και ξεκουμπίστηκαν. Πλήρωσαν τη ζωή τους, όπως και τόσοι άλλοι, με τον ξεριζωμό. Πάντως εκείνη η γκλίτσα, τόσα χρόνια –σφεντάμι ή αγριελιά- είναι η κύρια γραφίδα της κινητής ιστορίας δύο γενεών.

-Τι μας κοπανάς ορέ γιατρέ, ήρθε η αφιντιά μ΄ ιδώ κατ΄, αυτοπροσώπως για να σι καλές΄ μεθαύριο στο σπιτικό μ, στη γιορτή του γιού μ’ τ’ Άντρίκου. Δε θέλου κουβέντα. Εντάξ; Θα πάρς την παρέα που πρέπ΄ κι θάρθς χουρίς άλλη πρόσκληση.
-Θα ‘ρθω κυρ Βασίλο, στο υπόσχομαι, αλλά δεν καταλαβαίνω εκείνο το πρέπει περί παρέας που είπες.
-Δέκα, δεκαπέντε νομάτους, διαφόρς όμους, ακούς;
-Δηλαδή;
-Αϊ καημέν, ιφτούνα τα χαρτιά σ΄ έχν χαζέψ΄ μπίτ. Οι άνθρουπ΄ πρέπ΄ να μπαίν σ΄ ούλα. Ιμένα τα μάτια μ΄ κι η ψυχή μ΄ είνι σαν του κριάρ΄. Βλέπ΄τ μιλιόρς τς προυβατίνς κι χουρέβ γύρω-γύρω σαν παλαβό, κατάλαβις;
-Τι να καταλάβω; Tο κριάρι;
Χο-χο-χο, τα χωρατά γέλια του Βασίλου. Με μιας, σκύβει και μου λέει σιγανά και κάπως ντροπαλά, για να μην τον ακούσει ο νοσοκόμος.
-Ορέ, να μη ρθείτ΄ ούλοι βαρβάτ΄ αλλά νάν κι μιρικά θηλυκά, έτσι για να χουρεύουν κι να ουφρένιτ η ψυχή μ΄. Τραπέζ΄ χουρίς φουστάν΄ είν΄ τσουπάνς δίχους φλουγέρα.
Έτσι που λέτε έγινε η πρόσκληση για κείνο το αξέχαστο γλέντι στο κονάκι του Βασίλου.
Ευωχία. Ευλογία θεού.

Και να ‘μαστε λοιπόν τ΄ Αγιαντριός στο κονάκι του φίλου μου, του Βλάχου του Βασίλου, με τα χίλια γιδοπρόβατα, που λέει και το τραγούδι.
Ακριβώς όπως είχε παραγγείλει ο αφέντης. Είμαστε 15 νομάτοι, όλοι προετοιμασμένοι για μεγάλο τσιμπούσι και πιοτί. Μαζί μας και πέντε-έξι τσούπες καλών προδιαγραφών και ανάλογων προθέσεων. Άλλες κυρίες μας και άλλες κουμπάρες μας, όπως γίνεται παντού και πάντοτε. Τι σημασία να ΄χει τώρα αυτό, άλλου παπά βαγγέλιο. Τα χρόνια περνάνε σαν το νερό, παρασέρνουν τα πρόσωπα όπως το ποτάμι τους κορμούς των δένδρων. Τα κριάρια –κάποτε περήφανα και βαρβάτα- έρχεται μια εποχή που κοιτάνε μόνο το καλό χορτάρι και το βαθύ ίσκιο. Πάντως ο Βασίλος στην πρώτη του παρατήρηση είχε δίκιο. Τα θηλυκά δίνουν άλλη νότα στην παρέα. Η θέα του κορμιού με όλα τα συμπαρομαρτούντα (αψίδες, καμπύλες, ντεκολτέ και άλλα πολλά) συν τα γυναικεία αρώματα με τις οιστρογονικές εκχυμώσεις συν και λίγο κράσο –ευφραίνει καρδίας- φτιάχνουν ήδη το τρίγωνο της αισθησιακής, ιμερικής μέθεξης και ανάστασης.
Αυτά παιδάκι μου δεν τελειώνουν ποτέ, όπως έλεγε ο παππούς που είχε το ψιλικατζίδικο στο χωριό εκείνα τα χρόνια τα προ χούντας, όπως λέμε τα προ Χριστού. Κάπως έτσι, μακρινή και αόριστη, δεν φαντάζει η χούντα στα παιδιά μας;
Τώρα από την παρέα και τα άλλα σχετικά θα καταλάβετε περί τίνος επρόκειτο. Κάτι στη μέση μεταξύ κριαριού και χρονιάρικης αρνάδας,[2] με κριτήρια επιστημονικά.
Από μακριά  το σπίτι έστεκε πάνω στο μικρό οροπέδιο, φωταγωγημένο και επιβλητικό, σαν τον Άι Γιώργη του Λυκαβηττού. Ήταν ένα σπίτι πέτρινο, αρκετά μεγάλο, ούτε ισόγειο, ούτε διώροφο. Κάτι μεσαίο. Περιβάλλονταν από πυκνόφυλλα  μεγάλα δένδρα. Βελανιδιές ήσαν; Πεύκα ήσαν; Για να πω την αλήθεια τώρα καθόλου δεν θυμάμαι. Στα πενήντα μέτρα υπήρχαν τα μαντριά. Άλλα νεοφτιαγμένα και άλλα παμπάλαια. Όλα κάτω από θεόρατα δένδρα. Η όλη εικόνα ήταν πίνακας λαϊκού ζωγράφου. Έδεναν με τη φύση όπως η φουστανέλα του Θεόφιλου με το μπόι του.
Εν τέλει φθάνουμε. Το πρώτο καλωσόρισμα ήταν από τα τσοπανόσκυλα. Μέχρι να τους κάνουν σινιάλο τ΄ αφεντικά, ρουλιόντουσαν σαν λυσσασμένα. Στο τελείωμα του ψηλότερου σκαλιού έστεκε ο Βασίλος, ο γίγαντας και πάρα πίσω, κάτω από το χαγιάτι, το υπόλοιπο ασκέρι. Τ΄ αδέλφια, ο Πάνος και ο Κωσταρίκας. Οι γυναίκες τους μαζί με καμιά δεκαριά παιδιά. Απ΄ όλους τους μεγάλους, ο Κωσταρίκας ήταν ο πιο κοντός αλλά στο άρμεγμα και στο κολοκούρεμα ο πρώτος σε όλη την περιφέρεια. Και το σπουδαιότερο, έπαιζε και καλό κλαρίνο.
Μετά τις σχετικές συστάσεις και χαιρετούρες, σ΄ ένα χοντρό τσιμεντένιο τραπέζι αποθέσαμε τα δώρα μας. Εγώ, πήγα ένα λαϊκό πίνακα μ΄ έναν τσοπάνο να βόσκει τα πρόβατά του και να παίζει τη φλογέρα του. Δίπλα έδειχνε το καραγκούνικο κριάρι να μαρκαλάει μια μηλιόρα προβατίνα. Θυμάμαι την εντύπωση που έκανε στο Βασίλο! Την άλλη φορά που πήγα την είχε κορνιζάρει σε περίοπτη θέση, κοντά στην είσοδο του μαντριού, επάνω τη σιδερένια πινακίδα που έγραφε <<Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών>>. Αυτοί οι αγαθοί άνθρωποι ότι τους έλεγαν τότε, τα πίστεψαν και με το παραπάνω.
Και με γέλια και χωρατά εισήλθαμε στα ενδότερα.
Στο στάδιο της ‘’προέγκρισης’’ δύο πράγματα πρέπει να τονίσω. Ο Βασίλος με τα χοντρά μουστάκια του χειροφιλούσε όλες τις εισερχόμενες γυναίκες. Σε αυτές τις σκηνές κάπου μπερδευόταν ο έρωτας με την ευγένεια και τη λαϊκή αρχοντιά. Μην πάει ο νους σας σε διαχύσεις και σαλιαρίσματα. Αγνός, περήφανος και ωραίος.
Το δεύτερο ήταν ότι όλοι του σπιτιού, μικροί και μεγάλοι, φορούσαν τα καλά τους ρούχα και τα φρεσκογυαλισμένα παπούτσια τους. Ήσαν στην πέννα ή καλύτερα, στη γκλίτσα. Η απλότητα και η ομορφιά είναι πάντα ταίρι.
Στη μέση του μεγάλου οντά υπήρχαν οι τραπεζαρίες. Στην πλατύτερη γωνιά το τζάκι έκαιγε στο φουλ. Κουτσούρες από σκίντα και πουρνάρια. Και μπροστά το παραγώνι στρωμένο με τραγίσια σαϊσματα. Όλος ο χώρος ήταν ανοιχτός σαν την καρδιά των βλάχων.
Εν τω μεταξύ οι τραπεζαρίες ήταν έτοιμες. Στρωμένες με τα κατάλευκα δαντελωτά τραπεζομάντιλα και στη σειρά βαλμένες οι ομοούσιες πετσέτες. Τα κρασοπότηρα, τα πιατικά και τα μαχαιροπήρουνα ήταν όλα τοποθετημένα στην εντέλεια. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι τα σαλατικά, όπως τα γνωρίζουμε εμείς οι οι καθώς πρέπει, έλειπαν παντελώς. Στη μέση υπήρχε μπόλικο τυρί – και όταν λέμε μπόλικο εννοούμε μια μασέλα για 2-3 άτομα - βουτηγμένο στην άλμη και στο ξινόγαλα και παραδίπλα χλωρά κρεμμύδια και σκόρδα  μεγάλα σαν αρνίσια κεφάλια. Αυτό πάει να πει ιδρώτας σώματος ψυχής ανακατεμένος με χώμα και κοπριά.
Με το που κάτσαμε λοιπόν, να και οι πρώτες πιατέλες. Η κυρά Βασίλαινα με τις άλλες δύο συννυφάδες της, είχε φτιάξει κατσίκι με πατάτες στη γάστρα, μούρλια! Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Όποιος έχει φάει τέτοιο μαγείρεμα, σιγοψημένο στη χόβολη καταλαβαίνει περί τίνους επρόκειτο.
Σε λίγο είχαμε πέσει στη μάσα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η φωνή του Βασίλου από την κορυφή του τραπεζιού.
-Να γιατί, έλεγε, πήρα την κυρά μου μικρή-μικρή και τρυφερή. Δεν είναι καλύτερα να τρως αρνάκι, έστω και με άλλους παρέα, παρά γριά προβατίνα μόνος σου;
Βέβαια το ‘λεγε με το δικό του τρόπο. Γλαφυρά και παραστατικά. Και με το στόμα και με τα χέρια.
Πράγματι, η γυναίκα του, καμιά εικοσαριά χρόνια μικρότερη, λιγνή και ηλιοκαμένη, στόμα είχε χωρίς μιλιά. Με μια μπροστέλα στη μέση, στεκόταν όρθια γεμάτη αβροφροσύνη, έτοιμη να πιάσει την πιο απόμακρη επιθυμία του κυρίου της, του Βασίλου, του άρχοντα και του αφέντη.
Τα ποτήρια άδειαζαν και γέμιζαν στο πι και φι. Ο κράσος ήταν ο βασιλιάς του τραπεζιού. Περιχαρής και μυρωδάτος έρεε αφειδώς. Η περιρρέουσα περιπάθεια έφερνε κύκλους-κύκλους στα κρασοπότηρα.
Αφού είχαμε φάει τον αγλέουρα, βλέπουμε τις γυναίκες του σπιτιού να ξαναγεμίζουν τις πιατέλες με νέα εδέσματα. Φαραώνια κοκκινιστά με κρεμμυδάκια. Δώσε λοιπόν από την αρχή και μάσες και πιοτί.
Ο Βασίλος ακουμπισμένος στη γκλίτσα του – ούτε μια στιγμή δεν την είχε αποχωρισθεί – άρχισε σιγά-σιγά να το … μουρμουράει:
--Το βλέπεις εκείνο το βουνό πού ‘ναι ψηλά από τ΄ άλλα…
Και όσο πήγαινε και η φωνή του δυνάμωνε.
Σε λίγο πια το ‘λεγε και ζήλευαν και οι Θεοί. Εμείς οι άλλοι κρατάγαμε το σεκόντο που λένε, τα μπόσικα.
Με το που κάνει και το κλαρίνο πίκι-πίκι, πλέον δεν κρατιόμαστε. Όπως ο ερωτευμένος, έτσι και η ψυχή χοροπηδάει σαν το γύφτικο νταβούλι. Έτσι οι περισσότεροι συνδαιτυμόνες άρχισαν να λικνίζουν τα κορμιά τους στα βήματα του χορού. Και που προστέθηκε και το νταούλι του Αντρίκου, οι φούρλες, τα τσαλίμια και τα πηδήματα έδιναν κι έπαιρναν.
Με το που σηκώθηκαν και οι πρώτες κυρίες το γλέντι άρχισε για τα καλά. Τι το ήθελε και εκείνη η μινιφορούσα γαλιάντρα που ανέβηκε στο τραπέζι; Γίνηκε το σώσε. Το κλαρίνο πλέον δεν έπαιζε, έκλαιγε. Το δε νταούλι είχε πάθει μαρμαρυγή.
Τι λογική και παραλογική. Κυριαρχούσε ολοκληρωτικά το καμουτσί του Συμπαθητικού Νευρικού Συστήματος. Όλοι οι πρωταρχικοί αδένες που παίζουν ρόλο ρυθμιστή δεν λειτουργούσαν ούτε στο ρελαντί.
Όταν συνυπάρχουν αισθησιογόνες εμβολές με παραισθησιογόνες παρεμβολές, επιτυγχάνεται ανθρώπινη υπέρβαση της ηθικολογίστικης συμπεριφοράς και των συντελειακών κανόνων του καθωσπρεπισμού και της ευγένειας.
Άνθρωπε κακομοίρη, άφησες την αγαλλίαση της ψυχής μαζί με τις απλές απολαύσεις του κορμιού και σε πήρε σβάρνα η μηχανή και η ανάπτυξη.
Κάπου εκεί που οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν τη μικρότερη ώρα και το πολύ νταβαντούρι είχε καταλαγιάσει (τα σώματα είχαν πάρει το πρώτο τους time-out,) ζητώ και μου έφεραν ένα δίσκο με τρία ποτήρια. Τα φουλάρισα με κράσο και τα ΄΄κουπάρια[3]΄΄ ήταν έτοιμα. Με την πρώτη ευκαιρία ορθώνομαι και αναγγέλλω την ιεροτελεστία της όλης σπονδής. Αυτή η σπονδή έχει βαθιές ρίζες που ίσως φθάνουν μέχρι τα Διονυσιακά μυστήρια. Η συνέργεια των ‘’κουπαριών’’ έχει πολύπλευρη πρακτική αξία. Από τη μια επιδρά στην ποιότητα του τραπεζιού,στο ανέβασμα της παρέας, και από την άλλη επιμηκύνει το χρόνο του γλεντιού. Καινούργια ώθηση και φρέσκια αναζωογόνηση. Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Με το πρώτο ποτήρι λοιπόν, ευχήθηκα υγεία και προκοπή των γιδοπροβάτων, με το δεύτερο για τη ευτυχία των Κοτσανέων και με το τρίτο για την απόλαυση και μακροημέρευση των φίλων της υπόλοιπης παρέας. Σε κάθε πρόποση μεσολαβούσε κι ένα τραγούδι. Αχ, πώς θυμάμαι και τα νοσταλγώ. ΄΄Του Κίτσου η μάνα κάθεται στην άκρη το ποτάμι.΄΄, ΄΄το Δήμο που έκλαιγε για τις φωτιές μέσα στα σπίτια του΄,΄ άστα να πάνε γιατί οσάκις τα θυμάμαι, καταριέμαι τη στιγμή που άφησα το χωριό μου με τα ωραία του για να γίνω… κτηνίατρος πίσω από ένα γραφείο στην άτιμη Αθήνα.
Έτσι ο δίσκος έφερε γύρα σε όλους τους συνδαιτυμόνες. Βέβαια όλοι ακολουθούσαν τις προπόσεις του πρώτου ’’κουπαριτζή’’.
Εν τω μεταξύ κάπου στα ενδιάμεσα κι ενώ είχαμε κατεβάσει το βαρέλι τρία δάχτυλα, να! και το βραστό μουνούχι. Τα μουνούχια, τα καπόνια, οι χήνες και όλα αυτά περί του ευνουχισμού και πάχυνσης, τα εφάρμοσαν πρώτοι οι καλόγεροι προς τέρψη και ικανοποίηση των γαστρεντερικών τους ορέξεων και όχι μόνο.
Σε λίγο, μετά τη σχετική ανάπαυλα, ξανάρχισε να παίζει το κλαρίνο και το νταούλι. Άντε πάλι λικνίσματα και ποδοβολητά. Μιλάμε για άλλες καταστάσεις πρωτόγνωρης μέθεξης και ευδαιμονίας. Ο Κλέαρχος έκανε τούμπες, ο Μυλωνάκης έσχιζε τα χιλιάρικα για τα λάγνα κουνήματα της Αφροδίτης που έσερνε το χορό κι ο Κωσταντάρας έβγαζε κάτι φωνές σαν γκαρίσματα γαϊδάρου.
Την ωραία πλάκα όμως την είχε ο Σπύρος, ο συνάδελφος του γειτονικού Κτηνιατρείου. Από την μια ήταν εντελώς ξεσελωμένος και από την άλλη, της κυράς το βλέμμα του έκοβε τα ήπατα. Τι να σου κάνει και η γυναίκα του, η κυρία Σοφία. Τον πρώτο καιρό που παντρεύτηκαν, όλα ήσαν μέλι γάλα. Άιντε δύο τρία χρόνια. Πώς να αντέξει ο Σπύρος παραπάνω, με το ιστορικό που είχε. Πριν το ζυγό ήταν ο πρώτος ΄΄σκυλάς΄΄ του κάμπου. Σε όλα τα πορνομάγαζα, περιωπής και μη, είχε μόνιμο τραπέζι. Κόβονται αυτά τα πράγματα; Τα σαπούνια θα χαλάσεις! Λευκαίνουν οι μαύροι; Με χίλια ζόρια κύλησαν δυο-τρία χρόνια, μετά, το βιολί βιολάκι. Πότε για εμβολιασμούς, μακριά πάνω στην Πηνία, πότε για ΄΄προγράμματα΄΄  κάτω στην Κυλλήνη, όλη τη μέρα έλειπε και μαζευόταν στο μαντρί το βράδυ. Πότε ήταν ανάγκη γιατί έπεσε από ασβέστιο η αγελάδα, πότε τύχαινε τοκετός ή ο Σπύρος το προφασιζόταν, με τον καιρό πήγαινε για ύπνο όταν λαλούσαν οι κοκόροι. Δέκα, είκοσι, εκατό φορές, το κακό παράγινε. Ήρθαν σε λίγο οι άγριοι τσακωμοί, οι χειροδικίες, η βίτσα και όλα τα παρελκυόμενα. Οπότε τα δικαστήρια ήταν η τελική κατάληξη.  (Ο ζυγός, το μαντρί, η βίτσα και τα σχετικά είναι από τα λεγόμενα του Σπυρέτου. Το δε Σπυρέτος έχει νουνό τις διάφορες μπαργούμαν Λολίτες).
Το τραπέζι που περιγράφεται, έτυχε σε μια από τις πολλές απόπειρες να μονιάσουν και κάπου να τα βρουν. Μα τι να ‘λεγα κι εγώ σαν μάρτυρας; Έπλεξα, βέβαια, το εγκώμιο του ανδρός και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, μίλησα για την ανιδιοτέλεια, το κτηνιατρικό λειτούργημα, την επιστημονική δεοντολογία, την ιδιαιτερότητα, το καθήκον και για άλλα τέτοια ... μπουρδουκλώματα. Η δικαστίνα όμως –πρόσκαιρα διαζευγμένη - δεν μάσαγε από τέτοια. Η απόφαση ήταν καταπέλτης για το φίλο μας.
Θέλετε να μάθετε τη συνέχεια της ιστορίας; Ακούστε την, να δείτε εάν το βάθος της καρδιάς του ανθρώπου είναι μεγαλύτερο ή όχι από το βάθος του ωκεανού, όπως λέγει ο Λωτρεαμόν:
Ο κυρ Σπύρος και η κυρά Σοφά, σε ένα χρόνο μετά το διαζύγιο, ξαναπαντρεύτηκαν. Καινούργιος κουμπάρος ο υπογράφων. Ο Γάμος; Από τους λίγους!!! Με νταούλια, πίπιζες και πηνιώτικα άλογα. Τώρα έχουν δυο τσούπες δίδυμες που η μια παραβγαίνει την άλλη στην τσαχπινιά και στην ομορφάδα, εξοχικό πέρα στο Κουνουπέλι της Μανωλάδας, οχήματα γήινα και θαλάσσια, συν τις σχετικές περιουσίες και βάλε. Περασμένα ξεχασμένα που λένε. Ρε να μην υπήρχε το προικιό της κυρά Σοφίας, 100 στρέμματα περιβόλια στον κάμπο που αποφέρουν ετησίως μερικά εκατομμυριάκια μαζί και κάνα δυο οικοπεδάκια και δη το ένα παραθαλάσσιο και θα βλέπαμε πού και πώς θα ήταν τώρα ο κουμπάρος. Σπύρος θα λεγόταν ή Σπυρέτος;
Ας επανέλθουμε όμως στη βραδιά τ΄ Αγιαντριός.
Όλοι πλέον είχαμε απογειωθεί. Δεν πήγαινε τίποτε άλλο. Εκείνη τη στιγμή ξάφνου ακούγεται η βροντερή φωνή του Βασίλου;
-Εεε ρι γυναίκ…. Για τσάκου κείν του δίσκου με τσι κούπς και πούχω πάνου στου νερουχύτ…
Μέχρι να τελειώσει ο ευλογημένος, η κυρά πλάκωσε με έναν ασημένιο δίσκο και 4 κούπες ξέχειλες με κράσο. Τον βουτάει ο Βασίλος με το ‘να χέρι (με τ΄ άλλο κρατούσε τη γκλίτσα του, λες και ήταν η πριγκίπισσα Ιζαμπώ του δοξασμένου πριγκιπάτου της Ανδραβίδας) και λέγει:
-Ουρέ λεβέντς κι μουρφουνιές… ίχω κι ιγώ δικαίουμα να διαάαξ’ τούτα τα κουπάρια.
Αρπάζει τις κούπες και αφού έκανε τις προπόσεις νέτες, σκέτες, τις κατέβασε λες και έπινε νερό μετά από πεντάωρη αυγουστιάτικη πεζοπορία ή τον βασάνιζε η ανίδρωση των αλόγων. Στο τέλος ο αθεόφοβος προσκαλεί ως εξής:
-Γεια σου Θοδουράκη για να προυσέχς τα πράτα μ΄.
Εγώ τ΄ άκουσα δεν τ΄ άκουσα, ούτε που θυμάμαι. Ήμουνα λιώμα. Δεν πρέπει να κατάλαβα τίποτα. Ο Βασίλαρος όμως το βιολί του. Με όλη τη σοβαρότητα που έχει η ντομπροσύνη, επέμενε ότι εάν δεν τα έπινα θα το ‘παιρνε σαν μεγάλη προσβολή.
Να τα μας!!!
Εκεί πάνω στις διαβουλεύσεις, κάποιος του λέει με ύφος παρακαλετό:
-Άστο  ρε Βάσο. Δεν τον βλέπεις πώς είναι; Δεν μπορεί. Άμα τα πιει θα αποθάνει.
-Ναι ουρέ συφωριασμέν΄ να απουθάν… λέει ο Βασίλος.
Οι τρίχες της κεφαλής του είχαν σηκωθεί όρθιες σαν τα αγκάθια του σκατζόχοιρα. Και χτυπώντας τη γκλίτσα του συνεχίζει:
-Ο κράσος δεν είν πιχνιδάκ΄. Είν ιερό πράμα. Του πίν ο διάουλος ούλη μέρα, αλλά κι Θιός κρυφά. Κι άγιοι νάσαστε δη κάνου πίσου.
Άγιε μου Ηλία που πιάνεις τα όρη και τα βουνά.
Ποιος είδε το Θεό και δε φοβήθηκε. Δε ξέρω αν με λυπήθηκε, πάντως σε λίγο έδειχνε πιο συγκαταβατικός…
-Αλλά να μουρέ,  ας του πάρ΄ το πουτάμ΄. Μια κι είστ΄ στουπι,   να του πιει όποιους θέλ΄ κι βλέπμε. Ιδώ είμαστ΄.
Ποιος να τα έπινε; Εύκολο ήταν; Ο κράσος δεν παίρνει αστεία. Και τ΄ άλλο, ο άτιμος δεν στουπιέται. Είχε ξεχειλίσει και έβγαινε από τη μύτη και τα μάτια μας.
….Πάνω που τα πράγματα έπαιρναν άλλη τροπή, ακούγεται ένα παρατεταμένο κορνάρισμα. Την ίδια στιγμή μπαίνει μέσα ο Χολέβας[4], που είχε βγει προς νερού του και λέγει κεκεδίστικα από το πολύ κρασί και το φούμο:
-Παι…διά… κα..κα..κάποιος εεε…εχει έρθει και… ζζζητάει κτηνίαα…τρο. Έπεσε η αγελάδα του φρεσκογεννημένη και κάνει σαν τρελός...
Ήταν το μάνα του ουρανού. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε να απαγκιστρωθούμε. Ο Βασίλος έστεκε στην πόρτα φρουρός σαν τον τρομερό Πολύφημο. Δεν περνούσε ούτε μύγα. Χτυπούσε τη γκλίτσα του στο πάτωμα και έτριζε όλο το σπίτι.
Έτσι που λέτε εκείνο το βράδυ τ΄ Αγιαντριός.
Μπράβο ρε φίλε που το σκέφτηκες ΄΄ως απομηχανής θεός΄΄ και μας γλύτωσες, όπως η Παλλάδα τον Οδυσσέα, γιατί αλλιώς ακόμη εκεί θα είμαστε.
Αυτά είναι τα κατά συνθήκη ψέματα. Ο άνθρωπος το έχει στο πετσί του να δέχεται τέτοια μαγειρέματα, αρκεί όλα, από τις αγαθές γαλιφιές μέχρι τις πιο λαϊκές μαλαγανιές, να είναι άδολα και αγνά όπως το κουλό του Καραγκιόζη. Όχι μόνο του αρέσουν, αλλά τα εκτιμά κιόλας. Και έτσι μένει η εκτίμηση και η φιλία. Την μπαμπεσιά όμως την ξεχωρίζει. Την πίκρα την αναπληρώνει η αγανάκτηση και η εχθρότητα.
Αν και είχα πολλή σκοτούρα εκείνο το βράδυ, τα θυμάμαι όλα, λες και συνέβησαν χθες. Ακόμη βλέπω την κυρά Βασίλαινα με την μπροστέλα και τα χέρια σηκωμένα να χτυπιέται. Μας καλούσε να επιστρέψουμε τουλάχιστον να γευθούμε τη γιαούρτη της με το μέλι. Το έπαιρνε κατάκαρδα να πάνε ξένοι στο κονάκι της και να μη δοκιμάσουν την τέχνη της. Με όλο της το δίκαιο. Είχε πήξει στην τσαντήλα δυο τετζέρια και δυο τέσες. Το δε Βασίλο τον βλέπω λες και ήταν χθες, μέχρι που σκαπετήσαμε, να τρίβει με την παλάμη το πηγούνι του και δυνατά να μονολογεί:
-Α! ρι μπαγάσδις μ΄ τη φέρατ΄. Την άλλ΄ βουλά ιάν δη σας κοιμής΄ ούλους στου μαντρί, να μη μι λέν Βασίλου.
Να είσαι καλά ορέ Βασίλο με όλο σου το συγγενολόι, ανθρώπους, σκυλιά και γιδοπρόβατα. Κάποτε με χρόνους και καιρούς θα τα πιω και τα τέσσερα κουπάρια σου. Κι αν εδώ δεν το επιτρέψει ο Από Πάνω, στον άλλο κόσμο σίγουρα. Η αφεντιά σου, πάλι τσοπάνος θα ‘ναι στα λιβάδια του παραδείσου. Εγώ και απολωλός πρόβατο να ‘μαι, η γκλίτσα σου κάποτε θα λάχει να μου γραπώσει τα ποδάρια.

Άντε και γεια χαρά νταν, όπως έλεγε  κι ο φίλος μου
ο Βασίλος, ο Βλάχος, ο  Έλληνας!!!







[1] Ο κυρ Κώστας ήταν ο α/α Νομοκτηκτηνίατρος στο αντίστοιχο αφήγημα.
[2] Κάθε χρόνο οι προβατοτρόφοι κρατούν από το κοπάδι τους μερικές αρνάδες, περίπου 10% του αριθμού των ζώων του κοπαδιού, με καλό γεννότυπο και φαινότυπο δηλαδή από καλό σόι και γερή κορμοστασιά για αναπαραγωγή. Για κριάρια συνήθως παίρνουν αρσενικά αρνιά από άλλα κοπάδια επειδή γνωρίζουν τα προβλήματα της αιμομηξίας.
[3] Κουπάρια:¨ Έθιμο διαδεδομένο σε κάθε τραπέζι γάμων, βαπτίσεων, εορτών στα χωριά της νότιας Ολυμπίας. Τον πρώτο λόγο τον έχει ο κουμπάρος εκτός από το τραπέζι της νύφης το Σάββατο πριν το γάμο, που το γενικό πρόσταγμα το έχει ο φορτωματιάρης, ο απεσταλμένος από τη μεριά του γαμπρού μαζί με το σχετικό κανίσκι (κρέας, ψωμί, κρασί). Επειδή το κανίσκι φορτωνόταν σε ένα άλογο γι αυτό και το όνομα φορτωματιάρης.     . 
[4] Όλα τα αναφερόμενα πρόσωπα είναι υπαρκτά, της ίδιας κλάσης με μένα περίπου και ζουν και βασιλεύουν στην  ΄΄πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου του Μορέως΄΄ την Ανδραβίδα. Άνθρωποι τσίφτες με καρδιά περιβόλι και ψυχή γαλιάντρα όπως τα τραπουλόχαρτα και τα ζάρια.
Το κοινωνικό μικροκλίμα και η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων σ΄ αυτά τα μέρη διαφέρουν κατά πολύ απ’ αυτά που χαρακτηρίζουν τους περισσότερους ανθρώπους στην επαρχία. Αυτοί αντιμετωπίζουν τη ζωή με έναν ιδιαίτερο τρόπο και τις ανάγκες τους τις έχουν ιεραρχήσει ανάλογα. Στην πρώτη θέση και με διαφορά βρίσκεται η καθημερινή απόλαυση και ικανοποίηση με αποτέλεσμα η ραθυμία και η ραστώνη να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά ιδιώματα. Η ραθυμία συνεπάγεται γλέντια , χαρές και ξεφαντώματα και η ραστώνη επιφέρει καταστάσεις ψυχοτρόπους από τη ψυχοπλάκωση στην ευωχία. Ο αδηφάγος χρόνος δολοφονείται ανάμεσα στο καπνό της μιας και στις αναθυμιάσεις της άλλης. Σημειωτέον  η όλη κατάσταση εξελίχθηκε από αλλοτινές εποχές. Από τα χρόνια των δεκαετιών του εξήντα και εβδομήντα η Ανδραβίδα διέθετε  λαϊκά κέντρα όπου είχαν παρελάσει ρεμπέτες και ντίβες της καλής παλιάς εποχής. Τσιτσάνης, Πόλυ Πάνου, Καζαντζίδης, Περπινιάδης, Μενιδιάτης και σία.         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου