Ο πλανόδιος μανάβης ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ’ αυτό δεν συντελούσε μόνο η εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην οικογένεια του χωρικού αλλά η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Ο μανάβης ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος ενημέρωνε τις νοικοκυρές για όσα γίνονταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν τα ΜΜΕ και ο μανάβης αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετάφερε και τα διάφορα νέα από χωριό σε χωριό.
Το επάγγελμα του μανάβη πέρασε και αυτό διάφορα στάδια εξέλιξης.
Τα πρώτα χρόνια ο πλανόδιος μανάβης χρησιμοποιούσε ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα, το γαϊδουράκι που από εδώ και πέρα θα το βλέπουμε όλο και πιο σπάνια.
Τα πρώτα χρόνια ο πλανόδιος μανάβης χρησιμοποιούσε ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα, το γαϊδουράκι που από εδώ και πέρα θα το βλέπουμε όλο και πιο σπάνια.
Το φόρτωνε με κοφίνια και από τις δυο πλευρές του. Μέσα είχε διάφορα ζαρζαβατικά. Πιπεριές, μελιτζάνες, ντομάτες, κολοκυθάκια και ό,τι άλλο έβγαζε ένας μπαξές.
Τότε δεν υπήρχαν θερμοκήπια και το χειμώνα δεν υπήρχαν λαχανικά. Έτσι ο πλανόδιος μανάβης δεν έβγαινε στα χωριά το χειμώνα. Την άνοιξη άρχιζε τη δουλειά του.
Αργότερα, το γαϊδουράκι έσερνε κι ένα κάρο, μικρό και δίτροχο. Βλέπετε το συμπαθητικό ζωάκι δεν είχε μεγάλη δύναμη για κάτι παραπάνω.
Μετά από λίγα χρόνια και σε συνδυασμό με την οικονομική επιφάνεια του πλανόδιου μανάβη το γαϊδουράκι αντικαταστάθηκε από το άλογο και το δίτροχο κάρο από το τετράτροχο.
Την εποχή εκείνη η αξία ενός αλόγου και ενός τετράτροχου κάρου ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Όσο αξίζει σήμερα ένα αυτοκίνητο! Τώρα ο πλανόδιος μανάβης μπορούσε να μεταφέρει περισσότερα εμπορεύματα και πιο γρήγορα, αφού το άλογο μπορούσε να κινείται σαφώς πιο γρήγορα από ένα γαϊδουράκι
Ο μανάβης έπρεπε να φροντίζει για την καλή κατάσταση του ζώου και τη διατροφή του. Απαραίτητα εξαρτήματα του μανάβη ήταν ένας κουβάς για να πίνει νερό το άλογο κι ένα δισάκι με την τροφή του. Ο μανάβης έπρεπε να φροντίζει ιδιαίτερα για την καλή κατάσταση του αλόγου του. Να το ξεκουράζει συχνά, να το ξεπεζεύει από το κάρο, να το σκουπίζει από τον ιδρώτα του και να του δίνει νερό και τροφή.
Απαραίτητα εργαλεία: η ζυγαριά (κρεμαστή) οι οκάδες και τα δράμια που αργότερα έγιναν κιλά και γραμμάρια. Την εποχή πριν το 1940 οι άνθρωποι στα χωριά δεν πλήρωναν με χρήματα. Οι συναλλαγές γίνονταν με είδος. Για να αγοράσουν κάτι από το μανάβη έδιναν αυγά, κριθάρι, καλαμπόκι, σουσάμι και ό, τι άλλο μπορεί να έχει ένα σπίτι στο χωριό.
Ο κάμπος ήταν φυτεμένος με διάφορα οπωροφόρα δέντρα και καλλιεργούσαν κηπευτικά. Ήταν τα λεγόμενα περιβόλια του κάμπου. Εκεί κάθε κηπουρός ή περιβολάρης καλλιεργούσε τα προϊόντα: πατάτες, τομάτες, μελιτζάνες, φασολάκια κ.ά. καλλιέργειες φρούτων και ζαρζαβατικών. Επίσης χειμερινά κηπευτικά όπως κουνουπίδια λάχανα, σέλινα, μαρούλια, κρεμμύδια κ.ά.
Πώς τα πουλούσαν
Κάθε περιβολάρης μάζευε τα προϊόντα και τα τοποθετούσε σε διάφορα κοφίνια. Τα μεγάλα κοφίνια τα έλεγαν “ανδρικά” και τα πιο μικρά “καφάσια”.
Τα κηπευτικά αυτά κάθε πρωί τα φόρτωναν στα άλογα ή τα γαϊδούρια και πήγαιναν και τα πουλούσαν στα περίχωρα.
Είχαν μαζί τους και την “πελάντζα” δηλαδή τη ζυγαριά για τις μικρές ποσότητες. Για τις μεγάλες ποσότητες π.χ ένα τσουβάλι πατάτες, είχαν τα “καντάρια”.
Γύριζαν λοιπόν και διαλαλούσαν τα προϊόντα φωναχτά ώστε να βγουν οι νοικοκυρές να ψωνίσουν τα προϊόντα τους. Πουλούσαν την πραμάτεια τους στις καλύτερες τιμές διότι τα καλλιεργούσαν μόνοι τους και δεν μεσολαβούσαν οι έμποροι.
Είχαν μεγάλη πελατεία σε κάθε γειτονιά επειδή όλοι ήξεραν ότι ήταν φρέσκα και φτηνά. Όταν ξεπουλούσαν πήγαιναν στις ταβέρνες δυο-δυο μανάβηδες φίλοι, έπαιρναν ένα μεζέ και τέλος έκαναν διάφορα ψώνια για τις ανάγκες της οικογένειας.
Κατά το μεσημεράκι γύριζαν πάλι στη δουλειά τους. Αυτό γινόταν καθημερινά και έτσι ήταν το επάγγελμα τους.
Ένα χρονογράφημα παλιάς εφημερίδας
Η Αθήνα ξυπνά το πρωί.
Εικόνες και αναμνήσεις από το παρελθόν.
Ο μανάβης που βγαίνει με το γαϊδουράκι για να πουλήσει
την πραμάτεια του και οι διάλογοι με τις νοικοκυρές
Οι ύμνοι προς τα σταφύλια «πούνε ζάχαρι»
και τα πεπόνια που «ανασταίνουνε νεκρό».
«Το πρώτο «πουλί» πού μας ξυπνά είνε ο πλανόδιος μανάβης. Πριν ο ήλιος βγή οι λαχανόκηποι και τα περιβόλια γύρω στην Αθήνα στέλλουν εις την πρωτεύουσαν όλα τα αγαθά τους, φορτωμένα εις το γαϊδουράκι.
Οι μανάβηδες εισέρχονται έξ όλων των μερών εις την πόλιν σαν κατακτηταί, αρχίζουν τα ξεφωνητά και αμέσως τα κοιμισμένα σπίτια το ένα μετά το άλλο ανοίγουν τα μάτια των -τα παράθυρα που βλέπουν προς το δρόμο, και η νοικοκυρά προβάλλει.
Δεν υπάρχει κανένας ρωμαντισμός εις τας σκηνάς που εξελίσσονται κατά το πρωϊνον αυτό ξύπνημα. Τα κορίτσια τα οποία γύρισαν από τον κινηματογράφο ή το θέατρο αργά, κοιμούνται βαθειά.
Θα προβάλη η μαμά πίσω από τα σφαλιχτά παράθυρα. Αν το σπίτι έχη πεθερά θα προβάλη η πεθερά, διότι είνε η μόνη που ξέρει ν’ αντιμετωπίση τον μανάβη.
Εμφανίζεται εις το παράθυρο του ισογείου, όπως είνε από το κρεββάτι, πράγμα το οποίον εις τας περισσοτέρας περιπτώσεις είνε φοβερόν. Ο μανάβης βλέπει ότι δεν βλέπει ίσως και ο καθρέπτης.
Η γηραιά κυρία είνε με το νυχτικό της, μόλις αποσπασθείσα από τας αγκάλας του Μορφέως. Ο μανάβης περιμένει στο πεζοδρόμιο εμπρός στο παράθυρο και αρχίζει η ιερά εξέτασις.
-Η μπάμιες χθες δεν άξιζαν τίποτε. Σπάγκοι. Η Λούλα μου ούτε της έβαλε στο στόμα της. Τι θα μου δώσεις σήμερα;
-Μελιτζάνες, ντομάτες ψελλίζει ο μανάβης.
-Τι να φάμε σήμερα; Λέγει η γηραιά κυρία.
Ο μανάβης σκέπτεται μια στιγμή.
Σκέπτεται και ο γάιδαρος κοιτάζοντας τη γή.
-Μελιτζάνες, ντομάτες ψελλίζει ο μανάβης.
-Τι να φάμε σήμερα; Λέγει η γηραιά κυρία.
Ο μανάβης σκέπτεται μια στιγμή.
Σκέπτεται και ο γάιδαρος κοιτάζοντας τη γή.
Επί τέλους λύεται το πρόβλημα του καθημερινού φαγητού. Ντομάτες παραγεμιστές. Και αρχίζει το παζάρεμα. Η κυρία δεν αφίνει ούτε την πεντάρα.
Ο μανάβης ζυγίζει τις ντομάτες, δίνει και τον σχετικό μαϊντανό και έπειτα ο γάιδαρος ο οποίος ευρίσκεται εις τελείαν συνεννόησιν με τον μανάβη χωρίς να περιμένη ν’ ακούση λέξιν προχωρεί.
Παρακάτω μια συριστική, οξεία φωνή ακούεται καθώς ανοίγει γρήγορα ένα παράθυρο από το επάνω πάτωμα. Είνε μια γρηά, η οποία παζαρεύει από κει πάνω.
Ο μανάβης ζυγίζει, και έρχεται το δουλάκι να παραλάβη τα ψώνια. Η δούλα είνε αφράτη. Ο μανάβης σκοντάφτει πάνω στο πεζοδρόμιο, ο γάϊδαρος κυττάζει πονηρά μ’ ένα μάτι, η δούλα χαμογελά εις τον νεαρόν χωρικόν και του λέει απλώνοντας τα χέρια της προς τα λαχανικά που κρατεί στην αγκαλιά του ο μανάβης.
-Φέρτα μέσα καημένε. Τι στέκεσαι αυτού;
-Φέρτα μέσα καημένε. Τι στέκεσαι αυτού;
Καμιά φορά η κυρία δεν έχει ξυπνήσει. Ο μανάβης πλησιάζει προς το παράθυρο και αρχίζει η περίεργη πατινάδα. Τεντώνοντας το λαρύγγι του, με τα μάτια ψηλά αρχίζει να διαλαλή το εμπόρευμά του.
Δεν καταλαβαίνετε τίποτα. Σας θυμίζει μουεζίνη όταν ανεβαίνη στο τζαμί και καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν. Το παραθύρι ανοίγει γρήγορα. Η κυρία με μισοκλεισμένα μάτια καθώς την χτυπά το φώς, με σιγανή φωνή λέγει: «Τι φωνάζεις; Θα ξυπνήσουν τα κορίτσια!»
Κάποτε αντί γαϊδουριού, ο μανάβης χρησιμοποιεί σούστα. Αλλά το γαϊδούρι είνε ο συνηθέστερος συνεργάτης του πρωινού μανάβη. Αθόρυβος, σιωπηλός, απαθής, μη εκπλησσόμενος με τίποτε, δεν ανησυχεί κανένα.
Καμιά φορά ο μανάβης, ιδίως όταν ντεμπουτάρει εις την γειτονιά, προσπαθεί να προσελκύση την προσοχήν και το ενδιαφέρον των γυναικών εγκωμιάζων ποιητικώτατα τα λαχανικά και τα φρούτα του.
Κάθε τόσο σταματά στη μέση του δρόμου, απόλυτος κύριος, ακουμβά την παλάμη του στη ράχη του γαιδάρου, ο οποίος σταματά αμέσως τεντώνει ψηλά το κεφάλι και αρχίζει με οξείαν φωνήν ύμνους προς τα σταφύλια «πούνε ζάχαρι, απ’ τ’ αμπέλι», για τα πεπόνια που «ανασταίνουνε νεκρό», για τα «κρύα τα καρπούζια πούνε σαν παγωτό».
Αλλά καμιά φορά η φωνή του καλύπτεται καθώς από το αντίθετο μέρος της οδού προβάλλει άλλος γάϊδαρος φορτωμένος και μια φωνή μπάσου ακούεται:
-Ντομάτες, μπάμιες, μελιτζάνες…
-Ντομάτες, μπάμιες, μελιτζάνες…
Τα περισσότερα σπίτια προμηθεύονται τα λαχανικά και τα φρούτα των από τον πλανόδιον μανάβη. Και μ’ αυτά καταρτίζεται της περισσότερες φορές το μενού της ημέρας.
Πολλές φορές βλέπετε δύο παιδιά να κρατούν ένα καλάθι και να φωνάζουν:
-Κρύα σύκα!
Τι κρύα, τι αρωματισμένα, τι γλυκά, τι νόστιμα τα σύκα το πρωί. Θαρρεί κανείς πως έγιναν για να τρώγονται το πρωί.
-Κρύα σύκα!
Τι κρύα, τι αρωματισμένα, τι γλυκά, τι νόστιμα τα σύκα το πρωί. Θαρρεί κανείς πως έγιναν για να τρώγονται το πρωί.
(«Αθηναϊκά Νέα», 1931 )
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος) / Παλιά Αθήνα
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος) / Παλιά Αθήνα
Κάντε κλικ εδώ για Απάντηση ή Προώθηση
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου