Είναι κατά πολλούς το καλύτερο διήγημα
από τα εφτά διαμάντια του Όμηρου Πέλλα
Χαλάλι, τρισχαλάλι που έκατσα και το ...αντέγραψα ολόκληρο από το παλιό βιβλίο , έκδοση 1978, μια και τα δύο βιβλία του Πέλλα, "ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ" και "ΣΤΑΛΑΓΚ VI C"" είναι σπάνια και δυσεύρετα. Εκτός δε από αυτό το βήμα, συνάμα το αναρτώ και στο FB κάνοντας δε την επίκληση να το κοινοποιήσετε για να το διαβάσουν περισσότεροι. Δημ.Κουκουλάς
Πήγαινα στην πέμπτη τάξη του
Γυμνασίου. Είχα κιόλας ανακαλύψει ένα σωρό πράγματα όπως π.χ. το ηλιοβασίλεμα
στο Ιόνιο μέ τις πυρκαγιές που ἀνάβει πίσω ἀπό τή Ζάκυνθο ἐνῶ ἡ θάλασσα παίρνει
αμέτρητες αποχρώσεις ἀπό τό τριανταφυλλί ως τό μελί καί τό μαβί ή το καφέ,
λυπόμουνα την κάθε στιγμή που πέθαινε, τά ἀνεπίστροφα σχήματα ποὺ ἄλλαξαν τα
σύννεφα καί τά ἄλλα τέτοια. Ηταν μια μικρή επαρχιακή πόλη στη δυτική
Πελοπόννησο ἀνακαθισμένη στη ρίζα τοῦ βουνοῦ ἀκουμπισμένη ἀπό τή μέση κι
ἀπάνω στο βουνό και μὲ τὰ πόδια απλωμένα ως τη θάλασσα νά τά λούζει- έτσι έλεγε
ὁ Πώλ Φεβάλ για την Καλκούτα- μια μικρή πόλη γεμάτη αλογοκοπριές και περηφάνια,
καφενεία με λιθογραφίες Φάουστ και Ριγολέτο σε μεγάλες κατασκονισμένες
χρυσαλειμμένες κορνίζες, ένα παλιό κάστρο γιομάτο βρωμιές, σημάδια από ένα άλλο
κάστρο που το έχτισε ὁ Επαμεινώντας, ένα μουράγιο μισογκρεμισμένο όπου άραζε
που και που κανένας σκυλοπνίχτης, καί πολλά παλιά σπίτια αρχοντικά στην απάνω
ρούγα που ἐγκαταλείπονταν και νοικιάζονταν σε μας – φτωχάχωριατόπαιδα, 50-60
δραχμές το μήνα. Μαζί λοιπόν μέ τ' ἄλλα πράγματα εἶχα ἀνακαλύψει πώς κάτι σαν
ὁμίχλη κινιόταν μέσα μου, πού μέ μπέρδευε, μιά ἀχνούρα που κάποτε πύκνωνε καί
κάποτε ἀραίωνε γιά ν' ἀφήσει νά διαγραφεῖ ἕνα μελαχρινό ἀδύνατο κοριτσίστικο
πρόσωπο μ' ἀκίνητα μάτια - ὤ, πόσο θλιμμένα μάτια! Ηταν μια μαθήτρια τοῦ
Γυμνασίου σε κάποια τάξη παρακάτω ἀπό μένα - δέ θυμοῦμαι πιά τ᾿ ὄνομά της.
Καθόταν όπως στρίβαμε το πλάτεμα τοῦ δρόμου πού τό λέγαμε πλατεία κι ἄρχιζε τό
καλντερίμι γιά νά πάω στο σπίτι - εἶχα βρεῖ μιά σπιτονοικοκυρά πού τῆς
ζωγράφιζα τους προγόνους της, ὅσων βρίσκαμε φωτογραφίες, καί γλίτωνα το νοίκι
μάλιστα τά πρῶτα χρήματα πού πῆρα ἀπό δική μου δουλειά ἦταν ἕνα τάλιρο για να
γράψω στο κουτί τοῦ τάφου τοῦ πατέρα της... ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ. ἐτῶν 72,
συμβολαιογράφος - πέθανε ἡ καημένη ἀπό συγκοπή σέ μιά ἀνατίναξη του τρένου πού
ἦταν μέσα.
Στο σχολείο στην τάξη μου- πού δέν εἶχα με καμιά μαθήτρια, εἶχα πολλή πέραση ὡς μαθητης. Ζωγράφιζα καλά συνήθως ακουαρέλλα για τί οἱ λαδομπογιές ἦταν ἀκριβές ἀπέδιδα τόν Ἱππόλυτο τοῦ Εὐριπίδη σε στίχους που διαβάζονταν μετά την ἑρμηνεία κι έκανε εντύπωση στην τάξη, ἔγραφα στίχους για τη μοναξιά καί τή σιωπή, πεζά τραγούδια με πολλά «καί» διαβάζαμε τότε μεταφράσεις του Πόε καί τοῦ ντ' Ανούντσιο πού τούς συζητούσαμε στο πίσω μέρος ενός μπακάλικου -τί λέω! τοῦ μπακάλικου τοῦ πατέρα ἐκείνης, που ήταν κατ' ἀπ' τό σπίτι της. Παίρναμε ένα «διάφορο» (κοκτέιλ θα το λέγαμε σήμερα), βάναμε κι ἄλλο κι ἄλλο λαθραῖα ἀπό τά βαρέλια - εἴχαμε καί τά μέσα γιατί ὁ ὑπάλληλος ἦταν φίλος μας και μᾶς ἔφερνε καί χοῦφτες λουκούμια για μεζέ κρυφά – κι ἄναβε ἡ συζήτηση ἀπό τό συμβολισμό και - τούς σουρεαλιστικούς στίχους πού πρωτοφανερώνονταν τότε γιά νά περάσει στο Ροβεσπιέρο και να καταλήξει σέ ἀνθρωπογεωγραφικές θεωρίες για μετακίνηση τοῦ κέντρου τοῦ πολιτισμοῦ ὁλοένα και βορειότερα γιατί τό κρύο βοηθάει τήν ἀνάπτυξη τῆς λογικῆς, πού ὅσο πάει καί μπαίνει πιό πολύ ὡς κεντρικό στοιχεῖο πολιτισμοῦ. Σ᾽ ἕνα βαρέλι κρεμόταν μιά προσωπογραφία —ἀντίγραφο με μολύβι— τοῦ Βάγκνερ, ἔργο δικό μου. Νά τό εἶδε τάχα ἐκείνη; Τήν ἔνιωθα στό ἐπάνω πάτωμα —ἔτσι μέ τά μαλλιά ὁλόμαυρα, λυτά στούς ὤμους- νεράιδα πού ξεστράτισεν ἀπό τό λόγγο κι ἦρθεν, εἶχα γράψει — αὐτά ὅμως δέν τά διάβαζα στην παρέα. Αλήθεια, πῶς σκόρπισε κείνη ἡ παρέα! Ἤμαστε πέντε. Ὁ ἕνας εἶναι φυματικός, ἐξέδωσε μιά συλλογή διηγήματα «Αγέλαστα Νιάτα», δυό σκοτώθηκαν στην κατοχή, ἕνας εἶναι βοηθός ἐπιθεωρητοῦ σέ μιά επαρχιακή εκπαιδευτική περιφέρεια κι ἐγώ-ἀλλὰ ἄς ξαναγυρίσουμε πίσω.
Κάθε βραδάκι λοιπόν πού ἔστριβα ἀπό τήν πλατεία γιά νά μπῶ στο καλντερίμι τήν ἔβλεπα νά κάθεται σ' ἕνα παράθυρο και ν' αγναντεύει το Ιόνιο, πού εἶναι ἡ πιό γλυκιά θάλασσα το σούρουπο, σάν να περίμενε κάτι θλιμμένη, κάτι συνταρακτικό και ὡραῖο - ἔτσι ἔλεγα καί τά 'φτιανα αὐτά στίχους ὥς να φτάσω στο σπίτι κι ὕστερα το βράδυ ὅταν ἔσβηνα τή λάμπα ἔφτιανα ἱστορίες μ᾿ ἕνα ἄσπρο ἄλογο καβάλα - δέν ἤμουνα ποτέ καλός καβαλάρης- στο παράθυρό της ἐκείνη σκύβει, τό άλογο σηκώνεται στα πισινά, τήν ἁρπάζω καί χανόμαστε καπνός μέσα σ᾿ ἕν᾿ ἀπέραντο δάσος μέ πανύψηλα δένδρα φθινοπωρινά. "Αλλοτε πάλι ἐκείνη σ' ἕνα δένδρο ἀκουμπισμένη, ἡ γῆς στρωμένη φύλλα ξερά, ἐγώ προχωροῦσα ξιπόλυτος, ψηλός πολύ, σί μωνα κι ύστερα — δέν ξέρω ὕστερα, μόνο τα μάτια της μεγάλωναν, μεγάλωναν - τί χρῶμα είχαν, που τέ δέν μπόρεσα να μάθω, γιατί ποτέ δέν τά κατά φερα νά τήν κοιτάξω ἴσα ἀπό κοντά ὕστερα ὅλα παῖρναν μελί χρῶμα.
Ἕνα βράδυ, εἴχαμε πιεῖ 3-4 αδιάφορα» κι εἴχαμε παραζεσταθεῖ — φύγαμε κάπως αργά. Μπήκα στο καλντερίμι. Τό μάτι μου τήν πῆρε στο παρά θυρο. Δεν ξέρω γιατί, θέλησα να περάσω κρυφά να μη με καταλάβει, νά μήν καταλάβει τίποτα. 0μως ἦταν βλέπεις καί τά καρφιά στα παπούτσια βακετάκι ἄβαφο ἀπό μήνες- τή δραχμή πού ΄θελε το βάψιμο την ἔδινα στο βιβλιοπώλη και, συμπληρώνοντας την τιμή, ἀγόραζα ένα δυο βιβλία το χρόνο - κεῖνα λοιπόν τα έρημα τα καρφιά δεν καταλάβαιναν ἀπό καρδιοκτύπια και μόλις συνάντησαν τη γυαλισμένη πέτρα τοῦ καλντεριμιού, βάλ- θηκαν να σκούζουν, λές καί τά 'πιασε μεράκι νυχτιάτικα ν' ἀκοῦν τή φωνή τους. Κι ἦταν ἕνας ὀξύς ανατριχιαστικός ήχος, όπως κάνει το μαχαίρι τοῦ ατζαμή στο πιάτο όταν κόβει κρέας στο εστιατόριο. Μαζευόμουνα και προσπαθοῦσα να πατήσω απαλά και μ' όλο το πέλμα μονομιᾶς γιά νά μήν κάνω σαματά, μου φάνηκε πώς τα κατάφερα, όμως τα καρφιά κι οι πέτρες είχαν ἄλλη γνώμη και ξαφνικά ένα γαζζτ κι άλλο, κι ἄλλο, καί νάσου τόν καλό μου τραβώ ένα πέσιμο τοῦ καλοῦ καιροῦ, χτύπησα. Γέλασε κείνη; Δεν ξέρω. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι πώς ὅταν πῆγα στο σπίτι, χωρίς στίχους ἀπόψε, ἔβγαλα μέ μιά τανάλια όλα τα καρφιά ἀπό τά παπούτσια. Ὕστερα εἶπα πώς σίγουρα δέ με γνώρισε και παρηγορήθηκα. Ἔλα ὅμως πού βγάνοντας τα καρφιά, ξεκαρφώθηκαν κι οἱ σόλες τῶν παπουτσιῶν. Πῶς πᾶνε σχολεῖο αύριο; Καί τί λένε στον πατέρα τήν Κυριακή - τον καημένο τόν πατέρα πού κάθε Κυριακή, βρέχει - χιονίζει, ἐρχόταν 3 ώρες δρόμο να μου φέρει τά τρόφιμα τῆς βδομάδας - ἕνα ταψί ψωμί, το μπουκαλάκι μέ τό λάδι, τα φασόλια, τα πλυμένα ροῦχα πού μύριζαν σπιτικό σαπούνι μέσα σ' ἐκεῖνο τό πολύχρωμο κεν τημένο σακούλι, τό ὑφασμένο ἀπό τά χέρια τά ἄξια τῆς μητέρας - τήν ἄλλη χρονιά πέθανε ἡ μητέρα, ἔβρεχε, τό χῶμα ἦταν λάσπη, ὁ πατέρας ἔκλαιγε ἀμίλητος, τό χείλι της ἦταν πολύ κρύο, ὅ ταν ξανάφυγα γιά τό σχολειό ὁ πατέρας μέ φίλησε γιά πρώτη φορά, τήν ἄλλη μέρα - γράφαμε δια γωνισμούς - ἡ αἴθουσα μύριζε λιβάνι, τα χείλια μου ἦταν παγωμένα ὅπως ὅταν φίλησα τη μητέρα, τό ἄσπρο χαρτί μπροστά μου γινόταν ὠχρό, μαζευόταν και σχημάτιζε δυό κλειστά βλέφαρα, μια μύτη ὁλόισια και λεπτή, ένα σφιγμένο, πολύ πικραμένο στόμα. Μητέρα!
Εκείνη τη χρονιά ή Εθνική γιορτή της 25 Μαρτίου θα 'παιρνε ἐξαιρετική λαμπρότητα. Θα γίνονταν τ' ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἡρώου - μια κολό να μ' ἕνα ἀνάγλυφο καμωμένο δωρεάν ἀπό πατριώτη μας γλύπτη φρεσκοβαμμένο ἀπό τό Παρίσι, Ήταν ἵδαλμά μας κείνο τον καιρό - κρατάω ἀκόμα το φύλλο τῶν Beaux-arts που 'γραφε γι' αὐτόν: Νο- tons aussi les bustes de... κλπ., ὅπως καί τό πανηγυρικό αφιέρωμα τῆς τοπικῆς ἐφημερίδας, φω- τογραφίες ἔργων του καί τοῦ ἴδιου, δηλώσεις, συν νεντεύξεις, ἡ ζωή του - ένα φτωχόπαιδο (σάν ἐμᾶς) που «έφτασε» - ἀργότερα έκανε το φούρναρη στην κατοχή καί τώρα μου φαίνεται πώς έχασε το ένα του μάτι κάνοντας πειράματα χημείας στο Χαρτούμ.
Για μένα ιδιαίτερα ἡ μέρα αὐτή ἔπαιρνε τελείως ἐξαιρετικό χαρακτήρα. Ὕστερ᾽ ἀπό διαγώ νισμα ανάμεσα σ' ὅλους τούς μαθητές του Γυμνασίου εἶχα προκριθεῖ νά καταθέσω τό στεφάνι του σχολείου, ἀπαγγέλλοντας ἕνα δικό μου ποίημα. Το φθινόπωρο κείνης της χρονιᾶς εἶχα φορέσει τό πρῶτο μου κοστούμι με μακριά πανταλόνια και για πρώτη φορά στα μέτρα μου - ἕνα μαῦρο κουστούμι μέ θαμπές ρίγες. ῾Ο ἄθλιος ὁ ράφτης πέθανε ὁ καημένος ἀπό πείνα στην κατοχή τό 'χε κάνει πολύ στενό τό σακάκι γιά νά μέ κάνει κομψό. Καί ἦταν ήμουν πολύ κομψός μέχρι πού ἄρχισε να ξηλώνει πρῶτα στη μιά, ὕστερα καί στίς δυό μασχάλες, καί τό ξήλωμα ἀνέβαινε με κίνδυνο να χωρίσουν τα μανίκια ἀπό τόν κορμό. Το 'πιασα στην αρχή μέ μιά, ὕστερα, ἀνάλογα μέ τό ξήλωμα, με πολλές καρφίτσες πού κάθε βράδυ τακτοποιούνταν ἐπιμελῶς γιά τήν ἄλλη μέρα.
Το βράδυ, λοιπόν, τῆς παραμονῆς μετά τη σχετική συγκέντρωση στα βαρέλια, το «διάφορο» και τα λουκούμια - Αστην αὐτήν ἀπάνω, αύριο... πῆγα ζεστός στο σπίτι, εἶπα μια δυο φορές το ποίημά μου ἀπ' ἔξω - Κυλάει ὁ χρόνος στο βαρύ το πέρασμά του σέρνει, ή κάπως έτσι ἦταν ὁ πρῶττος του στίχος, ὕστερα δέ θυμοῦμαι τί τοῦ 'σερνα τοῦ χρόνου – τακτοποίησα με ιδιαίτερη επιμέλεια τις καρφίτσες στο σακάκι φροντίζοντας να κρυφτοῦν καλά τα κεφάλια κι οἱ μύτες, ἔβαλα τό παντελόνι προσεχτικά κάτω ἀπό τό στρώμα, ραφή με ραφή, έβαψα τα παπούτσια μου, τ' άχνιζα κι όλας μέ τό στόμα κι ὕστερα τα βούρτσιζα για να γυαλίζουν καλά κι ἔπειτα γιά ὕπνο. Αὔριο .... Τ' - σπρο άλογο ἔδινε κι ἔπαιρνε ὅλη νύχτα. Φυσικά, δεν καταλάβαινα πότε ήμουν κοιμισμένος και πότε ξύπνιος.
Τέλειωσε ἡ λειτουργία, ἡ δοξολογία καί ξεκινήσαμε γιά τό ἡρῶο - ἐγώ ἀκόμη ἀφανής καί ἀ- νώνυμος. Ὅταν ἡ κεφαλή τοῦ Γυμνασίου είχε φτάσει στο ἡρῶο και σταματήσαμε, ἐμεῖς ἡ οὐρά πάντα βρισκόμουνα μέ τούς τελευταίους γιατ' ήμουνα κοντός - σταθήκαμε στη μέση της πλατείας. Μόνο το νταούλι ἀκούγαμε ἀπό τή μουσική του συντάγματος πού παιάνιζε μπροστά – εἶχε έρθει Εξαιρετικά τη χρονιά ἐκείνη ἀπ' τήν Καλαμάτα, μαζί κι ὁ Νομάρχης κι ἄλλοι ἐπίσημοι. Ἐμεῖς κεῖ πίσω κουβεντιάζαμε. Κάποια στιγμή μόνο ἄκου σα τ' όνομά μου να έρχεται ἀπό στόμα σε στόμα. Βρέθηκα μπροστά. Θυμοῦμαι μόνο το γυμναστή, ἕναν πελώριο άντρα με ισχυρή φωνή. - Κοιμισμένε, μου 'πε καί μ' έσπρωξε μπροστά. Ανέβηκα δυο σκαλάκια και στάθηκα πίσω ἀπό τή Σημαία μας. Δυο κορίτσια - μαύρη σατέν ποδιά, γιακαδάκια Φλάσπρα - στεκόνταν «εκατέρωθεν» του σημαιοφόρου. Η μια ἦταν ἐκείνη. Μου 'δειξαν το στεφάνι.
Εκείνη γύρισε και με κοίταξε. Οὔτε καί τότε όμως μπόρεσα νά δῶ τό χρῶμα τῶν ματιών της για τί όλα μπερδεύτηκαν πάλι μέσα μου, τ' ἄλογο, τά μαλλιά της - πότε ξεπλέχτηκαν τα πλεξιδάκια της; τά ξερά φύλλα. Γρήγορα συνῆλθα, πῆρα ἕναν ἀέρα ἀνωτερικῆς σοβαρότητος καί περίμενα. Όλα πήγαιναν καλά. Επεξεργαζόμουν μάλιστα τα στολίδια τοῦ Δεσπότη πού ἄστραφταν στον ήλιο και σκεφτόμουν πῶς μπορεῖ ἀποδοθεῖ στή ζωγραφική ἡ λάμψη, οἱ στρατιῶτες «παρουσιάστε», κάτ ποιος κάτι ἔλεγε μπροστά στό ηρῶο κι ὁ γυμνα σιάρχης με σκούντησε λίγο στην πλάτη - ἕνας εὐθύτατος ὡραῖος ἄντρας με μικρό μούσι τόν ἔβλεπα συχνά μέχρι πριν 4-5 χρόνια συνταξιοῦχο στην Αθήνα, τώρα ποιός ξέρει, ζεῖ; Ἔσκυψα λίγο να πάρω το στεφάνι, ἅπλωσα το χέρι ύστερα ένα ρίγος σαν κρύος ιδρώτας στην πλάτη. Ἐκεῖ δεξιά πίσω, ἀνάμεσα στη μασχάλη και στον ώμο - ἐκείνη στεκόνταν δεξιά στη Σημαία κάτι λάσκαρε ἀπότομα καί ὅλο χαλάρωνε σιγά σιγά, ἀμείλικτα, ἀνελέητα. Οἱ καρφίτσες εἶχαν ξε καρφωθεῖ κι ὅπως τίς ἔβλεπα στο νοῦ μου - τό ὕφασμα ν' ἀνοίγει ἀργά αργά κι αὐτές να βγαίνουν ὀρθές μία μία σάν ἀγκάθια - μεγάλωναν, φεύγανε, μπήγονταν ὁλόισια ἐκεῖ στη ρίζα του κρανίου, στο «τρήμα» καί τό μυαλό ἀκινητοῦσε σὰν τὰ ἔν τομα τῶν συλλογών. Μου έρχονταν να κλάψω. Κατάπινα μόνο απανωτά μά ποῦ, ὁ κόμπος δεν πήγαινε κάτω, καί τό μέτωπό μου γέμισε θρόμβους -ιδρρώτα. Βγήκα μπροστά - ὁ Δεσπότης, οι Σημαίες, τ' αστέρια τῶν ἀξιωματικῶν, τεντωμένα γυαλιστερά κολάρα, ὁ τόπος γεμάτος μάτια, ἡ θάλασσα, ὁ οὐρανός, τα μηνίγγια καίνε - Έλεος, βουλιάζω, πῆγα ν' ἀρχίσω, κεῖνος ὁ κόμπος στο λαιμό δέ λέει να πάει κάτω, κάποιος μ' έσπρωξε ἄφησα το στεφάνι στη ρίζα στο ηρώο καί γύρισα - να φύγω, να φύγω. Τ' αὐτί μου πήρε ένα «χαμένο» τοῦ γυμναστη. Ήθελα αέρα, αέρα πολύ. Κι ήθελα πολύ - πάρα πολύ να κλάψω.
Το βράδυ, οὔτε στίχους οὔτε ὄνειρα. Μπήκα νωρίς στα ρούχα, σκέπασα το κεφάλι μου κι αγωνιζόμουνα να κοιμηθώ. Όμως κεῖνες οἱ ἔρμες οἱ καρφίτσες δέ λέγαν να ξεκολλήσουν από κεῖ. Τήν ἄλλη μέρα ανακάλυψα ένα άλλο δρομάκι που μέ βγανε ἀπό τό σπίτι στο σχολείο κι ἀπό τότε δέν ξαναπέρασα ἀπό τό δρόμο με το καλντερίμι, οὔτε ξαναφόρεσα στενό, κομψό κοστούμι. Ὅταν ἐπιμένω στούς ραφτάδες, πλατύ πλατύ τό σακάκι» με κοιτάζουν περίεργα. Που να ξέρουν οἱ ἄνθρωποι;
Στο σχολείο στην τάξη μου- πού δέν εἶχα με καμιά μαθήτρια, εἶχα πολλή πέραση ὡς μαθητης. Ζωγράφιζα καλά συνήθως ακουαρέλλα για τί οἱ λαδομπογιές ἦταν ἀκριβές ἀπέδιδα τόν Ἱππόλυτο τοῦ Εὐριπίδη σε στίχους που διαβάζονταν μετά την ἑρμηνεία κι έκανε εντύπωση στην τάξη, ἔγραφα στίχους για τη μοναξιά καί τή σιωπή, πεζά τραγούδια με πολλά «καί» διαβάζαμε τότε μεταφράσεις του Πόε καί τοῦ ντ' Ανούντσιο πού τούς συζητούσαμε στο πίσω μέρος ενός μπακάλικου -τί λέω! τοῦ μπακάλικου τοῦ πατέρα ἐκείνης, που ήταν κατ' ἀπ' τό σπίτι της. Παίρναμε ένα «διάφορο» (κοκτέιλ θα το λέγαμε σήμερα), βάναμε κι ἄλλο κι ἄλλο λαθραῖα ἀπό τά βαρέλια - εἴχαμε καί τά μέσα γιατί ὁ ὑπάλληλος ἦταν φίλος μας και μᾶς ἔφερνε καί χοῦφτες λουκούμια για μεζέ κρυφά – κι ἄναβε ἡ συζήτηση ἀπό τό συμβολισμό και - τούς σουρεαλιστικούς στίχους πού πρωτοφανερώνονταν τότε γιά νά περάσει στο Ροβεσπιέρο και να καταλήξει σέ ἀνθρωπογεωγραφικές θεωρίες για μετακίνηση τοῦ κέντρου τοῦ πολιτισμοῦ ὁλοένα και βορειότερα γιατί τό κρύο βοηθάει τήν ἀνάπτυξη τῆς λογικῆς, πού ὅσο πάει καί μπαίνει πιό πολύ ὡς κεντρικό στοιχεῖο πολιτισμοῦ. Σ᾽ ἕνα βαρέλι κρεμόταν μιά προσωπογραφία —ἀντίγραφο με μολύβι— τοῦ Βάγκνερ, ἔργο δικό μου. Νά τό εἶδε τάχα ἐκείνη; Τήν ἔνιωθα στό ἐπάνω πάτωμα —ἔτσι μέ τά μαλλιά ὁλόμαυρα, λυτά στούς ὤμους- νεράιδα πού ξεστράτισεν ἀπό τό λόγγο κι ἦρθεν, εἶχα γράψει — αὐτά ὅμως δέν τά διάβαζα στην παρέα. Αλήθεια, πῶς σκόρπισε κείνη ἡ παρέα! Ἤμαστε πέντε. Ὁ ἕνας εἶναι φυματικός, ἐξέδωσε μιά συλλογή διηγήματα «Αγέλαστα Νιάτα», δυό σκοτώθηκαν στην κατοχή, ἕνας εἶναι βοηθός ἐπιθεωρητοῦ σέ μιά επαρχιακή εκπαιδευτική περιφέρεια κι ἐγώ-ἀλλὰ ἄς ξαναγυρίσουμε πίσω.
Κάθε βραδάκι λοιπόν πού ἔστριβα ἀπό τήν πλατεία γιά νά μπῶ στο καλντερίμι τήν ἔβλεπα νά κάθεται σ' ἕνα παράθυρο και ν' αγναντεύει το Ιόνιο, πού εἶναι ἡ πιό γλυκιά θάλασσα το σούρουπο, σάν να περίμενε κάτι θλιμμένη, κάτι συνταρακτικό και ὡραῖο - ἔτσι ἔλεγα καί τά 'φτιανα αὐτά στίχους ὥς να φτάσω στο σπίτι κι ὕστερα το βράδυ ὅταν ἔσβηνα τή λάμπα ἔφτιανα ἱστορίες μ᾿ ἕνα ἄσπρο ἄλογο καβάλα - δέν ἤμουνα ποτέ καλός καβαλάρης- στο παράθυρό της ἐκείνη σκύβει, τό άλογο σηκώνεται στα πισινά, τήν ἁρπάζω καί χανόμαστε καπνός μέσα σ᾿ ἕν᾿ ἀπέραντο δάσος μέ πανύψηλα δένδρα φθινοπωρινά. "Αλλοτε πάλι ἐκείνη σ' ἕνα δένδρο ἀκουμπισμένη, ἡ γῆς στρωμένη φύλλα ξερά, ἐγώ προχωροῦσα ξιπόλυτος, ψηλός πολύ, σί μωνα κι ύστερα — δέν ξέρω ὕστερα, μόνο τα μάτια της μεγάλωναν, μεγάλωναν - τί χρῶμα είχαν, που τέ δέν μπόρεσα να μάθω, γιατί ποτέ δέν τά κατά φερα νά τήν κοιτάξω ἴσα ἀπό κοντά ὕστερα ὅλα παῖρναν μελί χρῶμα.
Ἕνα βράδυ, εἴχαμε πιεῖ 3-4 αδιάφορα» κι εἴχαμε παραζεσταθεῖ — φύγαμε κάπως αργά. Μπήκα στο καλντερίμι. Τό μάτι μου τήν πῆρε στο παρά θυρο. Δεν ξέρω γιατί, θέλησα να περάσω κρυφά να μη με καταλάβει, νά μήν καταλάβει τίποτα. 0μως ἦταν βλέπεις καί τά καρφιά στα παπούτσια βακετάκι ἄβαφο ἀπό μήνες- τή δραχμή πού ΄θελε το βάψιμο την ἔδινα στο βιβλιοπώλη και, συμπληρώνοντας την τιμή, ἀγόραζα ένα δυο βιβλία το χρόνο - κεῖνα λοιπόν τα έρημα τα καρφιά δεν καταλάβαιναν ἀπό καρδιοκτύπια και μόλις συνάντησαν τη γυαλισμένη πέτρα τοῦ καλντεριμιού, βάλ- θηκαν να σκούζουν, λές καί τά 'πιασε μεράκι νυχτιάτικα ν' ἀκοῦν τή φωνή τους. Κι ἦταν ἕνας ὀξύς ανατριχιαστικός ήχος, όπως κάνει το μαχαίρι τοῦ ατζαμή στο πιάτο όταν κόβει κρέας στο εστιατόριο. Μαζευόμουνα και προσπαθοῦσα να πατήσω απαλά και μ' όλο το πέλμα μονομιᾶς γιά νά μήν κάνω σαματά, μου φάνηκε πώς τα κατάφερα, όμως τα καρφιά κι οι πέτρες είχαν ἄλλη γνώμη και ξαφνικά ένα γαζζτ κι άλλο, κι ἄλλο, καί νάσου τόν καλό μου τραβώ ένα πέσιμο τοῦ καλοῦ καιροῦ, χτύπησα. Γέλασε κείνη; Δεν ξέρω. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι πώς ὅταν πῆγα στο σπίτι, χωρίς στίχους ἀπόψε, ἔβγαλα μέ μιά τανάλια όλα τα καρφιά ἀπό τά παπούτσια. Ὕστερα εἶπα πώς σίγουρα δέ με γνώρισε και παρηγορήθηκα. Ἔλα ὅμως πού βγάνοντας τα καρφιά, ξεκαρφώθηκαν κι οἱ σόλες τῶν παπουτσιῶν. Πῶς πᾶνε σχολεῖο αύριο; Καί τί λένε στον πατέρα τήν Κυριακή - τον καημένο τόν πατέρα πού κάθε Κυριακή, βρέχει - χιονίζει, ἐρχόταν 3 ώρες δρόμο να μου φέρει τά τρόφιμα τῆς βδομάδας - ἕνα ταψί ψωμί, το μπουκαλάκι μέ τό λάδι, τα φασόλια, τα πλυμένα ροῦχα πού μύριζαν σπιτικό σαπούνι μέσα σ' ἐκεῖνο τό πολύχρωμο κεν τημένο σακούλι, τό ὑφασμένο ἀπό τά χέρια τά ἄξια τῆς μητέρας - τήν ἄλλη χρονιά πέθανε ἡ μητέρα, ἔβρεχε, τό χῶμα ἦταν λάσπη, ὁ πατέρας ἔκλαιγε ἀμίλητος, τό χείλι της ἦταν πολύ κρύο, ὅ ταν ξανάφυγα γιά τό σχολειό ὁ πατέρας μέ φίλησε γιά πρώτη φορά, τήν ἄλλη μέρα - γράφαμε δια γωνισμούς - ἡ αἴθουσα μύριζε λιβάνι, τα χείλια μου ἦταν παγωμένα ὅπως ὅταν φίλησα τη μητέρα, τό ἄσπρο χαρτί μπροστά μου γινόταν ὠχρό, μαζευόταν και σχημάτιζε δυό κλειστά βλέφαρα, μια μύτη ὁλόισια και λεπτή, ένα σφιγμένο, πολύ πικραμένο στόμα. Μητέρα!
Εκείνη τη χρονιά ή Εθνική γιορτή της 25 Μαρτίου θα 'παιρνε ἐξαιρετική λαμπρότητα. Θα γίνονταν τ' ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἡρώου - μια κολό να μ' ἕνα ἀνάγλυφο καμωμένο δωρεάν ἀπό πατριώτη μας γλύπτη φρεσκοβαμμένο ἀπό τό Παρίσι, Ήταν ἵδαλμά μας κείνο τον καιρό - κρατάω ἀκόμα το φύλλο τῶν Beaux-arts που 'γραφε γι' αὐτόν: Νο- tons aussi les bustes de... κλπ., ὅπως καί τό πανηγυρικό αφιέρωμα τῆς τοπικῆς ἐφημερίδας, φω- τογραφίες ἔργων του καί τοῦ ἴδιου, δηλώσεις, συν νεντεύξεις, ἡ ζωή του - ένα φτωχόπαιδο (σάν ἐμᾶς) που «έφτασε» - ἀργότερα έκανε το φούρναρη στην κατοχή καί τώρα μου φαίνεται πώς έχασε το ένα του μάτι κάνοντας πειράματα χημείας στο Χαρτούμ.
Για μένα ιδιαίτερα ἡ μέρα αὐτή ἔπαιρνε τελείως ἐξαιρετικό χαρακτήρα. Ὕστερ᾽ ἀπό διαγώ νισμα ανάμεσα σ' ὅλους τούς μαθητές του Γυμνασίου εἶχα προκριθεῖ νά καταθέσω τό στεφάνι του σχολείου, ἀπαγγέλλοντας ἕνα δικό μου ποίημα. Το φθινόπωρο κείνης της χρονιᾶς εἶχα φορέσει τό πρῶτο μου κοστούμι με μακριά πανταλόνια και για πρώτη φορά στα μέτρα μου - ἕνα μαῦρο κουστούμι μέ θαμπές ρίγες. ῾Ο ἄθλιος ὁ ράφτης πέθανε ὁ καημένος ἀπό πείνα στην κατοχή τό 'χε κάνει πολύ στενό τό σακάκι γιά νά μέ κάνει κομψό. Καί ἦταν ήμουν πολύ κομψός μέχρι πού ἄρχισε να ξηλώνει πρῶτα στη μιά, ὕστερα καί στίς δυό μασχάλες, καί τό ξήλωμα ἀνέβαινε με κίνδυνο να χωρίσουν τα μανίκια ἀπό τόν κορμό. Το 'πιασα στην αρχή μέ μιά, ὕστερα, ἀνάλογα μέ τό ξήλωμα, με πολλές καρφίτσες πού κάθε βράδυ τακτοποιούνταν ἐπιμελῶς γιά τήν ἄλλη μέρα.
Το βράδυ, λοιπόν, τῆς παραμονῆς μετά τη σχετική συγκέντρωση στα βαρέλια, το «διάφορο» και τα λουκούμια - Αστην αὐτήν ἀπάνω, αύριο... πῆγα ζεστός στο σπίτι, εἶπα μια δυο φορές το ποίημά μου ἀπ' ἔξω - Κυλάει ὁ χρόνος στο βαρύ το πέρασμά του σέρνει, ή κάπως έτσι ἦταν ὁ πρῶττος του στίχος, ὕστερα δέ θυμοῦμαι τί τοῦ 'σερνα τοῦ χρόνου – τακτοποίησα με ιδιαίτερη επιμέλεια τις καρφίτσες στο σακάκι φροντίζοντας να κρυφτοῦν καλά τα κεφάλια κι οἱ μύτες, ἔβαλα τό παντελόνι προσεχτικά κάτω ἀπό τό στρώμα, ραφή με ραφή, έβαψα τα παπούτσια μου, τ' άχνιζα κι όλας μέ τό στόμα κι ὕστερα τα βούρτσιζα για να γυαλίζουν καλά κι ἔπειτα γιά ὕπνο. Αὔριο .... Τ' - σπρο άλογο ἔδινε κι ἔπαιρνε ὅλη νύχτα. Φυσικά, δεν καταλάβαινα πότε ήμουν κοιμισμένος και πότε ξύπνιος.
Τέλειωσε ἡ λειτουργία, ἡ δοξολογία καί ξεκινήσαμε γιά τό ἡρῶο - ἐγώ ἀκόμη ἀφανής καί ἀ- νώνυμος. Ὅταν ἡ κεφαλή τοῦ Γυμνασίου είχε φτάσει στο ἡρῶο και σταματήσαμε, ἐμεῖς ἡ οὐρά πάντα βρισκόμουνα μέ τούς τελευταίους γιατ' ήμουνα κοντός - σταθήκαμε στη μέση της πλατείας. Μόνο το νταούλι ἀκούγαμε ἀπό τή μουσική του συντάγματος πού παιάνιζε μπροστά – εἶχε έρθει Εξαιρετικά τη χρονιά ἐκείνη ἀπ' τήν Καλαμάτα, μαζί κι ὁ Νομάρχης κι ἄλλοι ἐπίσημοι. Ἐμεῖς κεῖ πίσω κουβεντιάζαμε. Κάποια στιγμή μόνο ἄκου σα τ' όνομά μου να έρχεται ἀπό στόμα σε στόμα. Βρέθηκα μπροστά. Θυμοῦμαι μόνο το γυμναστή, ἕναν πελώριο άντρα με ισχυρή φωνή. - Κοιμισμένε, μου 'πε καί μ' έσπρωξε μπροστά. Ανέβηκα δυο σκαλάκια και στάθηκα πίσω ἀπό τή Σημαία μας. Δυο κορίτσια - μαύρη σατέν ποδιά, γιακαδάκια Φλάσπρα - στεκόνταν «εκατέρωθεν» του σημαιοφόρου. Η μια ἦταν ἐκείνη. Μου 'δειξαν το στεφάνι.
Εκείνη γύρισε και με κοίταξε. Οὔτε καί τότε όμως μπόρεσα νά δῶ τό χρῶμα τῶν ματιών της για τί όλα μπερδεύτηκαν πάλι μέσα μου, τ' ἄλογο, τά μαλλιά της - πότε ξεπλέχτηκαν τα πλεξιδάκια της; τά ξερά φύλλα. Γρήγορα συνῆλθα, πῆρα ἕναν ἀέρα ἀνωτερικῆς σοβαρότητος καί περίμενα. Όλα πήγαιναν καλά. Επεξεργαζόμουν μάλιστα τα στολίδια τοῦ Δεσπότη πού ἄστραφταν στον ήλιο και σκεφτόμουν πῶς μπορεῖ ἀποδοθεῖ στή ζωγραφική ἡ λάμψη, οἱ στρατιῶτες «παρουσιάστε», κάτ ποιος κάτι ἔλεγε μπροστά στό ηρῶο κι ὁ γυμνα σιάρχης με σκούντησε λίγο στην πλάτη - ἕνας εὐθύτατος ὡραῖος ἄντρας με μικρό μούσι τόν ἔβλεπα συχνά μέχρι πριν 4-5 χρόνια συνταξιοῦχο στην Αθήνα, τώρα ποιός ξέρει, ζεῖ; Ἔσκυψα λίγο να πάρω το στεφάνι, ἅπλωσα το χέρι ύστερα ένα ρίγος σαν κρύος ιδρώτας στην πλάτη. Ἐκεῖ δεξιά πίσω, ἀνάμεσα στη μασχάλη και στον ώμο - ἐκείνη στεκόνταν δεξιά στη Σημαία κάτι λάσκαρε ἀπότομα καί ὅλο χαλάρωνε σιγά σιγά, ἀμείλικτα, ἀνελέητα. Οἱ καρφίτσες εἶχαν ξε καρφωθεῖ κι ὅπως τίς ἔβλεπα στο νοῦ μου - τό ὕφασμα ν' ἀνοίγει ἀργά αργά κι αὐτές να βγαίνουν ὀρθές μία μία σάν ἀγκάθια - μεγάλωναν, φεύγανε, μπήγονταν ὁλόισια ἐκεῖ στη ρίζα του κρανίου, στο «τρήμα» καί τό μυαλό ἀκινητοῦσε σὰν τὰ ἔν τομα τῶν συλλογών. Μου έρχονταν να κλάψω. Κατάπινα μόνο απανωτά μά ποῦ, ὁ κόμπος δεν πήγαινε κάτω, καί τό μέτωπό μου γέμισε θρόμβους -ιδρρώτα. Βγήκα μπροστά - ὁ Δεσπότης, οι Σημαίες, τ' αστέρια τῶν ἀξιωματικῶν, τεντωμένα γυαλιστερά κολάρα, ὁ τόπος γεμάτος μάτια, ἡ θάλασσα, ὁ οὐρανός, τα μηνίγγια καίνε - Έλεος, βουλιάζω, πῆγα ν' ἀρχίσω, κεῖνος ὁ κόμπος στο λαιμό δέ λέει να πάει κάτω, κάποιος μ' έσπρωξε ἄφησα το στεφάνι στη ρίζα στο ηρώο καί γύρισα - να φύγω, να φύγω. Τ' αὐτί μου πήρε ένα «χαμένο» τοῦ γυμναστη. Ήθελα αέρα, αέρα πολύ. Κι ήθελα πολύ - πάρα πολύ να κλάψω.
Το βράδυ, οὔτε στίχους οὔτε ὄνειρα. Μπήκα νωρίς στα ρούχα, σκέπασα το κεφάλι μου κι αγωνιζόμουνα να κοιμηθώ. Όμως κεῖνες οἱ ἔρμες οἱ καρφίτσες δέ λέγαν να ξεκολλήσουν από κεῖ. Τήν ἄλλη μέρα ανακάλυψα ένα άλλο δρομάκι που μέ βγανε ἀπό τό σπίτι στο σχολείο κι ἀπό τότε δέν ξαναπέρασα ἀπό τό δρόμο με το καλντερίμι, οὔτε ξαναφόρεσα στενό, κομψό κοστούμι. Ὅταν ἐπιμένω στούς ραφτάδες, πλατύ πλατύ τό σακάκι» με κοιτάζουν περίεργα. Που να ξέρουν οἱ ἄνθρωποι;
Σκύδρα, χειμώνας 1959
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου