theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΕΜΠΗ ΜΕ ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΥΛΙΚΟ ΜΠΕΜΠΗ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
 ΤΩΝ ΑΝAΦΟΡΩΝ κλικ ΕΔΩ & ΕΔΩ 

                          Είναι απόσπασμα από το βιβλίο "ΜΠΕΜΠΗΣ"
                                                         του   Θ ω μ ά   Κ ο ρ ο β ί ν η

      



Γιάννης Τσαρούχης
Χορεύουν ζεϊμπέκικο
.......Κάθε λαϊκό τραγούδι, ἃς είναι σύντομο, είναι ένα πλήρες έργο τέχνης, εἶναι μιὰ ὁλόκληρη ταινία, ένα μυθιστόρημα, μια παράσταση στο θέατρο, κάθε λαϊκό τραγούδι φυλάει ένα κομμάτι παρμένο μέσα ἀπ' τὴ ζωή, τὸ μπουζούκι, ὁ ἦχος ποὺ βγάζει, είναι τακίμι' μὲ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, γι' αὐτὸ κολλάνε μαζί του ἐκεῖνοι ποὺ σηκώνουν κάποιο σταυρό, οἱ ἄλλοι, ὅσοι εἶναι ἀναίσθητοι κι ὅσοι κάθονται στα πουγκιὰ καὶ δὲ λογαριάζουν τους κολασμέ νους τί να νιώσουν, ἕνας τέτοιος άνθρωπος, σακατεμένος ἀπ' τὰ βάσανα, βρέθηκε στο δρόμο μου καὶ μοῦ πρωτο μίλησε γιὰ τὴν ἀξία του μπουζουκιού, το 1939, δικτατο ρία Μεταξά είχαμε, τελειόφοιτος δημοτικοῦ, ἕνα ἀπόγεμα πῆρα σβάρνα τοὺς μαχαλάδες μὲ ξέρεις ποὺ ὅλο κυνηγάω την περιπέτεια, φίλε μου πιστέ, ἔτσι βρέθηκα στην περιοχὴ τοῦ Αι-Διονύση, εἶδα ένα μπουλούκι κι ἀνακατεύτηκα, ήταν 2 Οκτωβρίου, παραμονὴ τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου, κι είχαν μαζευτεί πα νηγυρτζήδες καὶ προσκυνητές, ξεχάστηκα κάνοντας χά- ζι, μὲ θάμπωναν πολλὰ πρωτόγνωρα καὶ παράξενα στα μάτια μου, ἕνας φακίρης που μάγευε μια φαρμακερή ἰνδικὴ νάγια, μιὰ ἀναπαράσταση τῆς μάχης Δαβὶδ και Γολιάθ, ποὺ τοὺς παρίσταναν ἕνα σαμιαμίθι κι ἕνας θεό. ρατος πρωτοπαλαιστής, μιὰ Τσιγγάνα χαρτορίχτρα, ντυ μένη μὲ ὅλα τὰ χρώματα τῆς γῆς, τόσο όμορφη ποὺ εἶπα αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ βασίλισσα τοῦ κόσμου, τριγύρισα μέχρι ποὺ κουράστηκα, ὥσπου, ἐκεῖ ποὺ ἔκανα νὰ γυρίσω πί- σω, κάπου παράμερα, στὴν ἄκρη ἑνὸς καλντεριμιοῦ, μοῦ τράβηξε τὴν προσοχὴ ἕνας γεροντάκος, εἶδες τὸ ἔνστι κτο, ἀδερφέ μου, γρατζουνούσε ένα ταμπουρομπούζου σὰν ἐκεῖνα ποὺ κρατοῦσαν οἱ φουστανελάδες του '21, κοντοστάθηκα νὰ τὸν ἀκούσω, πολὺ μπάνικο τὸ ἐργα λεῖο, μὲ καθήλωσε ἡ ὀμορφιά του, τὸ καστανόξανθο χρῶ μα του καὶ τὰ πλουμιστά του σχέδια, ἔριξα στὸ τσίγκι να τασάκι λίγες δεκάρες, μόλις ἀκούστηκε τὸ ντρίνη ντρίνγκ, σταμάτησε νὰ παίζει καὶ στράφηκε πρὸς τὰ μένα, εἶδα ὅτι ἦταν τυφλός, καὶ μοῦ εἶπε, σοῦ ἄρεσε ή μελωδία, ὅλες οἱ μελωδίες μ' αρέσουν, μερικές πιο πολύ, ἔχω μανία μὲ τὴ μουσική, σπουδάζω στὸ Ὠδεῖο, ἀπὸ ποῦ εἶσαι, λεβέντη μου, ἀπὸ δῶ ἀπ' τὸν Περαία, καὶ πῶς σὲ λένε, Δημήτρη ἀλλὰ ὅλοι με φωνάζουν Μπέμπη, ραῖο παρατσούκλι, χαριτωμένο, νὰ τὸ κρατήσεις, μὴ γε- λαστεῖς καὶ τ' ἀλλάξεις, εἶναι τραβηχτικό, καὶ πῶς ἔτσι μὲ τὴ μουσική, μ' έμπασε ὁ πατέρας μου ἀπὸ μικρό, παίζω μαντολίνο καὶ πιάνο, παιδεύομαι καὶ μὲ τὴν κα θάρα, τὴν καταφέρνω, τὸ μπουζούκι δὲν τὸ ἔμαθα ἀκόμη καλά, τώρα τὸ ψάχνω, θέλω νὰ μοῦ μιλήσεις γι' αυτή, πόσων χρονῶν εἶσαι, δώδεκα, μπράβο, εἶναι ἡ ὥρα ἡ καλὴ γιὰ νὰ τὸ κερδίσεις, αὐτὸ τὸ ἐργαλεῖο ποὺ παίζε εἶναι πανάρχαιο, τὸ ἔχω κληρονομήσει ἀπὸ ἕνα Συρια νάκι, τὸν Δὸν Λορέντζο ἀπ' τὴ Δελαγκράτσια, ήταν πλου σιόπαιδο καὶ ξέπεσε, τὸν ἔφερε στὰ μέρη μας τὸ κύμα, πολὺ προτοῦ νὰ ἔρθει ἐδῶ ὁ Μάρκος, Φράγκος κι αὐτός, στὸ τέλος κατάντησε ψωμοζήτουλας, ἡ μανούλα μου τὸν ψυχοπονοῦσε, τοῦ ἔστρωνε ἕνα χράμι στην παράγκα μας, εἴμαστε ἀπ' τὴ Μαγνησιὰ τῆς Σμύρνης, προσφυ γάκια, κι ἐγὼ ἐκεῖ γεννήθηκα τὸ 1850, πώ, πώ, δηλαδή εἶσαι ὀγδονταεννιά χρονῶ, ἓ ναί, Δόξα Σοι, μ' ἀξίωσε ὁ Παντοδύναμος νὰ γεράσω, κάτσε ἐδῶ νὰ σοῦ δείξω, ἔμεινα καμιά ώρα μαζί του, τὸ μπουζούκι αὐτὸ εἶναι ἀθάνατο, μοῦ λέει, ἀπὸ ξύλο πολὺ ἀνθεκτικό, ντουτιά, φτιαγμένο ἀπ' τὰ δοκάρια ἑνὸς γκρεμισμένου τζαμιοῦ, τὸ πῆρα ἀγκαλιὰ καὶ τὸ ἀσπάστηκα σὰν εἰκόνισμα, παῖ Σε μου κάτι, τὸν παρακάλεσα, θὰ σοῦ παίξω ἕνα μουρ μούρικο, τῆς φυλακῆς, ἅμα βρεθεῖς στὸ κέντρο τῆς πατ λιᾶς ᾿Αθήνας, στην Πλάκα, τράβα μια βόλτα ἀπ' τὴν πλατεία τῶν ᾿Αέρηδων, ἐκεῖ ὑπάρχει ἀκόμα μιὰ πόρτα ξύλινη, στηριγμένη σε κάτι πέτρινες κολόνες, σκαλισμέ νες με οθωμανική γραφή, αὐτὴ ἡ πόρτα εἶναι ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὸν τούρκικο μεντρεσέ, ποὺ ἀργότερα ἔγινε φυλακή, ὅλα τὰ καλὰ παιδιὰ ἐδῶ μέσα τὰ μάντρα ναν ἐπὶ Ὄθωνος, μέσα σ' ἐκεῖνα τὰ κελιὰ σκάρωσαν τη μορτάκια καὶ τὰ κουτσαβάκια τὰ πρῶτα μουρμούρικα, κι ἐγὼ ἀπὸ ἕναν τέτοιο φυλακόβιο δασκαλεύτηκα, ένας παλιό κατάδικο ποὺ μοῦ ἔκανε μαθήματα, ἄκου λοιπόν ἕνα ἀπ' αὐτὰ τὰ μουρμούρικα τῶν ἰσοβιτῶν:

 Να 'μουνα στὴ γῆς βελόνι,
 νὰ πατᾶς νὰ σ᾿ ἀγκυλώνει,
νά 'μουνα στὴ γῆς κλωνάρι,
νὰ μὲ κόβεις γιὰ καμάρι.

Θάλασσα βαρεῖς τὴν ἄμμο,
δὲ μοῦ λέτε τί νὰ κάνω.
Αναψέ το καὶ σβησέ το,
τὸ κερί, τὸ σπαρματσέτο.

 Κόλλα, μάγκα, στὸ πλεχτό
κι ἅρπαξε τὸ τραβηχτό,
σάλτα, μάγκα μου, στὴν τσακιστή,
κάνε ἕνα λεφτὸ τὸν τσιλιατζή.

 Πώ, πώ, ἔπαθα την πλάκα μου, φιλαράκι, ἅμα τον άκουγες, θὰ τρελαινόσουν, ή φωνή του έβγαινε μέσα ἀπό βαθιά σπηλιά, ανατρίχιαζες, ἐμένα, μοῦ λέει, που με θωρεῖς ἀόμματο, ἤμουν ὁ πιὸ ἀνοιχτομάτης, έμπλεξε σὲ μιὰ γυναικοδουλειά,

ἔφαγα κυνηγητὸ καὶ μὲ χώσανε στὴ στρούγκα, ἐκεῖ μέσα ἔχασα τὸ φῶς μου, τὸ ἄκουσες τὸ κομμάτι, θὲς νὰ δοκιμάσεις, παλικάρι μου, θὰ προσε παθήσω, μὲ ἄκουσε μὲ προσοχή, τὸ ἔσκισα, παιδί μου, δῶσε βάση, αὐτὸ εἶναι τὸ μέλλον σου, τὸ αὐτί σου εἶναι μαγνήτης, δὲ λάθεψες οὔτε μισὴ νότα, βάζεις καὶ ψυχή, πολλὴ ψυχή, μοῦ ἔδωσες μεγάλη χαρά, νὰ τοῦ παραδο θεῖς, θὰ ἀριστεύσεις, θὰ καζαντίσεις, μὴν ἀκούσεις και νένα, μπορεῖς νὰ γίνεις μοναδικός, θὰ ἔχεις τὴν πρωτιά στὸ εἶδος σου, κι ἂν τύχει καὶ μὲ θυμηθεῖς κάποτε, νὰ μὲ μνημονεύεις, ν' ἀνάβεις ένα κεράκι γιὰ τὴν ψυχούλα μου, Μάνθος Μπερμπέρογλου, καὶ μιὰ συμβουλὴ ἀπ' τὸν παππού, ὅταν ἀνεβεῖς καὶ φτάσεις, μὴ λησμονήσεις να ἀποκτήσεις μαθητές, τέχνη χωρίς διαδόχους ἔχει μισή ἀξία, κι ἐμεῖς οἱ παλιοὶ ἀπὸ δάσκαλο σὲ μαθητὴ πορευ- τήκαμε, τὸ μπουζούκι πρέπει ν' ἀλλάζει χέρια, νὰ μὴν κάθεται, τὸν θυμήθηκα ἀργότερα τον γέρο πρόσφυγα, ἀξιώθηκα κάποιους μαθητές κι ἐγώ, πρῶτος καὶ καλύ- τερος ένας Ανδρέας ᾿Ανδρούτσος, μὲ ἀκολουθοῦσε παν τοῦ καὶ τύπωνε τὰ πάντα, έπαιζε μαζί μου πρίμο σεγόν το, ἄλλαζε μὲ εὐχέρεια ακόρντα καὶ δρόμους, ὅταν γού- σταρε, φτυστὸς ἐγὼ δηλαδή, είναι μεγάλο μπερεκέτι τὸ μπουζούκι, συνέχισε ὁ μπαρμπα-Μάνθος, εἶναι κληρονο- μιὰ ἀπ' τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο καὶ θὰ μείνει εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων, τὸ μπουζούκι εἶναι δισέγγονο τῶν Μουσῶν, εἶναι θησαυροφύλακας τῆς μουσικῆς, τῆς ποίη σης, τῆς ἑλληνικῆς ὀμορφιᾶς, ἔρχεται ἀπὸ πολὺ παλιά, ἀπ' τὰ χρόνια τοῦ Ὁμήρου καὶ τῆς Σαπφῶς, ἐμεῖς οἱ Μικρασιάτες αὐτοὺς λογαριάζουμε για προγόνους, γι' αὐτὸ τὸ τραγούδι δὲ φεύγει στιγμὴ ἀπ' τὰ χείλη μας, τη ξέρω ἀπ' τοὺς παππούδες μου, κυρ-Μάνθο, τοῦ πατέρα μου οἱ γονεῖς, κι οἱ δυό τους ἀπὸ κεῖνα τὰ μέρη, κύρι μέρα τραγουδάνε, πικραμένα η χαρούμενα, ακόμη κα όταν μιλάνε τα λόγια τους τα λένε κάπως τραγουδιστή, καλὰ δὲν τοῦ μίλησα, φιλαράκι μου, κάθε κομμάτι της παίζουμε, λέει ὁ παππούλης, ἀφηγεῖται κι ἀπὸ μιὰ ἱστο ρία, ένα περιστατικό, μια χαρά, ἕνα ντέρτι, μιὰ πεθυμιά Ένα όνειρο, μια προδοσία, έναν σεβντά, ένα σεκλέτι, έναν θάνατο, κι ὅλα αὐτὰ μαζί, ἅμα τὰ σουμάρεις, γίνονται Ένα μωσαϊκό, εἶναι τὰ κομμάτια τῆς ψυχῆς τοῦ λαοῦ μας, μὲ ἐννοεῖς, παιδάκι μου, ἔτσι ποὺ λές, βούς, και μὴν κωλώνεις πουθενά, ἔχεις τὸ χάρισμα, με τέτοιο αυτο καὶ τέτοια δάχτυλα θὰ τοῦ δώσεις πνοὴ καὶ θὰ μαγενεις τον κόσμο, αὐτὸ εἶναι τὸ δαχτυλίδι σου το χρυσό, ἔπιασε ρίγος, ἀγαπημένε μου φίλε, ἀπ' τὰ θολά του μάτ τα έτρεχαν δάκρυα ποτάμι, σὰ νὰ ἔσταζε ἁγίασμα ἀπὸ μιὰ παλιοκαιρίσια εικόνα σεβάσμιου ἁγίου, κλαίω για μένα και για σένα, λεβέντη μου, μὴν κλαῖς, μὲ σφάζεις κλαίω γιὰ ὅλους τοὺς πονεμένους, γιὰ τοὺς ἀδικημένους. κλαίει γιὰ τὴ φωτιὰ ποὺ μᾶς ἄναψαν οἱ ξένοι και Ξεροκέφαλες. Ελλαδίτες στρατηγοὶ καὶ ποὺ τὴν πῆραν ο Τσέτες καὶ μᾶς ἔκαψαν ζωντανούς στα χωριά της Ανατολής, του, τώρα κι ένα τελευταῖο νὰ σοῦ τραγο Κύρου, γιὰ μιὰ χαμένη ἀγάπη μου, ἐκεῖ στὴν πατρίδα. · Αν μ' αγαπάς κι εἶν᾿ ὄνειρο ποτὲ ἂς μὴν ξυπνήσεις, με τη γλωσσα της χαραυγή, Θεέ μου ὡς ξεψυχήσω, έκλαψα και ἐγὼ πολύ, όμως μαζεύτηκα, νὰ μὴ μὲ νιώσει, τοῦ φίλησα τὸ δεξὶ καὶ ἔφυγα συγκλονισμένος, με τη σφραγίδα του μέσα μου για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου