πόρτα, μόνο του, με το λευκό κλιπ και τις λευκές κάλτσες, γυμνό, με φιλέ στα επιμελώς χτενισμένα μαλλιά, κρατώντας το μπουζούκι να στέκεται σχεδόν ακίνητος, ή μάλλον να προσπαθεί να βρει τη σωστή στάση μπροστά σ' έναν ολόσωμα καθρέφτη. Δίπλα του σε μια καρέκλα είχε απλωμένο προσεκτικά, στοργικά, το κατάλευκο λινό κοστούμι του και δίπλα τα άλογα βαμμένα με στουπέτσι λευκά, θερινά παπούτσια του.
Έστριψα να φύγω - με πλησίασε και μου λέει ο μαγαζάτορας,
ο Μπαρμπίδης, που με είδε, χαμηλόφωνα:
«Έτσι κάνει πάντα, μια ώρα προπόνηση πριν ανεβεί στην πίστα. Το πώς θα είναι το σώμα του στην πιο σωστή στάση. Μια ολόκληρη ώρα, σχεδόν ακίνητος με το σλιπ - το πιστεύεις. Συγκεντρώνεται. Και το κοστούμι το φοράει δυο λεπτά πριν βγει, για να μην τσαλακωθεί, αφού πρώτα ξαναφτιάχνει τέλεια τη χωρίστρα του με "Μπριλ γκρίμ". Θέλει πάντα να είναι απόλυτα άψογος. "Αυτός μου ζήτησε και του ΄βαλα τον καθρέφτη". Κούνησα το κεφάλι απορημένος και μπήκα στην τουαλέτα.
«Είναι το καλύτερο μπουζούκι στην Ελλάδα. Ο περίφημος
Μπέμπης. Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης. Ο Θεός, ο άρχοντας, ο δαίμονας. Χτυπιέται με τον Χιώτη, που έχει πει: Εγώ παίζω όσο γρήγορα μπορώ κι ο Μπέμπης όσο
γρήγορα θέλει". Συχνά κάνουνε συναγωνισμό οι δυο τους δένοντας τα υπόλοιπα
δάχτυλα και παίζοντας μόνο με το ένα».Ρούφηξε μια τζούρα απ' το τσιγάρο του και συμπλήρωσε:"Είναι ο μεγαλύτερος μύθος του μπουζουκιού, από καταβολής
ρεμπέτικου. Αλλά, ξέρεις, ε; Είναι ....
"Τι;"
«Αλκοολικός...»
«Ε, άμα δεν έχεις κάποια πληγή, τίποτα δεν γίνεται».
Κοίταζα
σιωπηλός τον Μπέμπη που έκανε να καθίσει - ο Χιώτης μόλις τον είδε τον χαιρέτισε μ' ένα νεύμα
του κεφαλιού κι άρχισε, προς τιμήν που θαρρείς, ένα αδιανόητο ταξίμι. Έπαιζε,
έπαιζε, αυτοσχεδίαζε σ' όλες τις κλίμακες, αλλάζοντας δρόμους, συνδυάζοντας
μακάμια με έξοχη ακρίβεια και ρυθμό, περνώντας από διάφορους τόνους,
συνδυάζοντας αισθήματα και ταχύτητα, καθαρότητα, εκλέπτυνση, σαφήνεια και τόλμη
Το ταξίμι είχε κρατήσει πάνω από δέκα λεπτά μια εμπειρία για μας ανεπανάληπτη. Ο Χιώτης, λάμποντας μέσα
στη δόξα του, άφησε δίπλα του το όργανο, κατέβηκε απ' αυτοσχέδια πίστα, πήγε
και στάθηκε προκλητικά μπροστά στον Μπέμπη, δίπλα μας δηλαδή, την βγάζοντας ένα
χοντρό μάτσο χρήματα που είχε στην τσέπη κι αφήνοντάς τα στο τραπέζι, μπροστά του, ακούω να του λέει: «Μπέμπη, όλα αυτά τα λεφτά δικά σου, άμα μπορέσεις να κάνεις το ίδιο ταξίμι». Ο Μπέμπης, ψύχραιμος, σώπασε για κλάσματα. Μετά έγειρε, έβγαλε κι αυτός ένα μεγάλο, χοντρό μάτσο λεφτά απ' τη δική του τσέπη, τ' αφήνει στο τραπέζι και λέει στον Χιώτη:
«Κι αυτά δικά σου, αν εσύ το ξανακάνεις».
Με τις πρώτες πενιές που είχαν εκείνο το μοναδικό χρώμα και στιλ του Χιώτη, ο κόσμος ξέ- σπασε σε χειροκροτήματα. Ήταν αληθινά ασύγκριτος. Η λάμψη και το ταλέντο του φάνταζαν πολλαπλασιασμένα μέσα σ' αυτό το φτωχομάγαζο τητς Κάτω Τούμπας. Έλαμπε σαν πολυέλαιος της «Murano» μέσα σε υποβρύχιο.
Το πρόγραμμα είχε προχωρήσει, ήμασταν όλοι στα επουράνια, όταν κάποια στιγμή ήρθε να καθίσει δίπλα μας, στο κρατημένο τραπέζι, μια παρέα με επικεφαλής έναν πολύ όμορφο, ψηλό, μελαχρινό άντρα με μουστάκι. Φαινόταν πολύ σοβαρός, μυστικοπαθής, ιδιόρρυθμος, με αυτοπεποίθηση, πανέμορφα χέρια και τεράστια λεπτά δάκτυλα.
Ο Βύρων με σκούντησε και δείχνοντάς τον μου είπε: "τον ξέρεις;
«Όχι».
Ξεκίνησε αργά, με νότες αρμοσμένες προσφυώς, κλειδωτές,
πέρασε σ' ένα ύφος ταπεινό και δια περαστικό της καρδιάς, μετά έπεσε στο
κεχηνός και το χαύνο, για να εκτραπεί, για λίγο, στο φοι- λικτίρμον και το
θρηνώδες. Στράφηκε μετά, κλιμακωτά, στο εξορμητικό και το επιθετικό, σαν
κλαγγή οπλιτικής φάλαγγας, για να λοξοδρομήσει στο θελκτικό, το τρυφηλό, το
ηδονικό και το ελκυστικό στα πάθη. Ύστερα έκλινε καθ' υπακοήν, γλιστρώντας
ανεπαίσθητα στο σεμνό και το εμβριθές, για να περάσει στο αξιωματικό και το μεγαλοπρεπές
και να τελειώσει σε μια κορύφωση θρυμματισμένης υπερέξαρσης και να σβήσει
απαλά, ταπεινά, τρυφερά, σαν έσχατη πνοή σπουργιτιού που ξεψύχησε. Ο κόσμος όλος σηκώθηκε στο ποδάρι
και χειροκροτούσε σαν παλαβός, σφύριζε, χτυπούσε τα τραπέζια – μέχρι κι ο
Αγησίλαος, η μαϊμού, είχε αλλοφρονήσει τσιρίζοντας τρελά και πηδώντας στα
κλαδιά.
Βγαίνοντας έξω είδα τον Αγησίλαο. τη μαϊμού ναπηδαει από κλαδί σε κλαδί πάνω στη μουριά, μα σκούζει, ενώ ο κόσμος τον χειροκροτούσε.
Κάθισα και σε λίγο βγήκε ο Χιώτης με την ορχήστρα, σύνολο τέσσερα άτομα. Ήταν ντυμένος στα λευκά, άψογος, άστραφτε ολόκληρος σαν μαχαραγιάς από πάνω ως κάτω, λες και δεν τραγουδούσε σε λαϊκή ταβέρνα αλλά στο «Χίλτον». Κύριος με τα όλα του – συν ένα χρυσό δαχτυλίδι στο αριστερό που ξάστραφτε, ενώ το χέρι του περπατούσε επιδέξια, δαιμονικά, στο μάνικο του οργάνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου