....... Σε μια από τις σπάνιες στιγμές στη ζωή της που σκέφτηκε το θάνατο. Είχε έρθει ένας πλασιέ με ασπρόρουχα στο σπίτι. «Να πάρω ένα άσπρο σεντόνι για σάβανο. Θα ξέρεις πού είναι και θα μου κάνεις και τον επικήδειο», μου είπε. Μέχρι να φύγει όμως ο πλασιέ, είχε κιόλας ξεχάσει γιατί το ήθελε το σεντόνι και του ζητούσε να ‘χει λάστιχο γύρω γύρω, για να πιάνει καλά στο στρώμα. Συνήθως την απασχολούσαν άλλα πράγματα. Τι κάνουν τα εγγόνια της, αν πάνε καλά στα μαθήματά τους και πότε θα της κάνουν δισέγγονα. Επίσης την απασχολούσε η κρίση στην Ελλάδα αλλά και σ’ όλο τον κόσμο. Πήγαινε να τους πεις, μου έλεγε, ότι η μάνα σου είναι ενενήντα πέντε χρονών και δεν επιτρέπεται να της κόβουν τη σύνταξη, είναι ανήθικο, σαν να έλεγε ήρωας πολέμου με πολλά παράσημα.
Και πάντα της έκανε σχέδια. Πότε θα βάλει λίπασμα στα δέντρα, πότε θα κλαδέψει τις ορτανσίες, τι θα μαγειρέψει αύριο, μεθαύριο, την άλλη εβδομάδα. Αν και τώρα τελευταία είχε κάπως χαλαρώσει. Ακόμα και τα γραμματικά λάθη που έκανε το Μαράκι τα παράβλεπε. Μάλλον κατάλαβε ότι υπάρχουν άλλες αρετές πολύ ανώτερες από τις σχολικές. Μαζί της είχα χαλαρώσει κι εγώ. Παίζαμε το σχολείο, αλλά με τους ρόλους αντεστραμμένους, εκείνη ήταν τώρα το παιδί κι εγώ η δασκάλα. Το ευχαριστιόταν πολύ αυτό το παιχνίδι.
Γιατί η μάνα μου αγαπούσε πάντα πολύ τη δουλειά της και ήταν καλή δασκάλα.
Όταν οι δάσκαλοι έπαιρναν μια τάξη, την ακολουθούσαν για δυο τρεις χρονιές, γιατί τους διευκόλυνε να δουλεύουν με τα ίδια παιδιά που τα ήξεραν ήδη από τα προηγούμενα χρόνια. Τότε το πιο σημαντικό πράγμα ήταν να γνωρίζει ο δάσκαλος το παιδί, τις αδυναμίες και τα προβλήματά του και τα οικογενειακά του ακόμα. Αλλά ήταν και κουραστικό συνάμα, ήθελε ψυχή. Στη μάνα μου έδιναν κάθε χρόνο την πρώτη τάξη. Έπρεπε να δουλεύει συνέχεια με καινούρια παιδιά, να τα γνωρίζει απ’ την αρχή και να τους μαθαίνει από το τίποτα τα βασικά, γραφή κι ανάγνωση και μέτρημα, τα θεμέλια για να έρθουν μετά όλα τα άλλα, ιστορίες και μαθηματικά και γεωγραφίες. Και το πιο βασικό απ’ όλα, να τα κάνει ν’ αγαπήσουν το σχολείο και να θέλουν ν’ αφήνουν την ποδιά της μάνας τους και να ‘ρχονται κάθε μέρα για μάθημα στη δική της ποδιά.
Φαίνεται ότι τα κατάφερνε καλά, γιατί πολλά από κείνα τα πρωτάκια κρατούσαν μέχρι τώρα επικοινωνία μαζί της. Ιδίως τα παιδιά από το χωριό στα Μέθανα. Εκεί οι άνθρωποι, πριν πάει δασκάλα πρωτοδιόριστη, δεκαεννιά χρονών, δεν ήξεραν καλά καλά ελληνικά και για να κάνει τη δουλειά της έπρεπε να μάθει εκείνη λίγα αρβανίτικα, για να συνεννοηθεί μαζί τους και το έκανε. Το σχολείο ήταν μονοτάξιο, δηλαδή όλες οι ηλικίες σε μια τάξη. Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη μία αίθουσα με τα μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στο καμπαναριό της εκκλησίας και τα ξύλινα θρανία που τα παιδιά κάθονταν τρία τρία πάνω τους, όπως θυμάμαι και τη μυρωδιά από το ψωμί που ψηνόταν στους χωριάτικους φούρνους με τα ξύλα. Θυμάμαι τη διαδρομή πάνω στο μονοπάτι, με τα ζώα, από το λιμάνι που έπιανε το πλοίο, μέχρι πάνω στο χωριό και μια φορά που πέσαμε μαζί με την Αθανασία από ένα πεισματάρικο γαϊδουράκι. Θυμάμαι τις αναμνήσεις της μάνας μου, πάντα ένα κομμάτι της μνήμης μου θα είναι δικό της. Στέκεται όρθια μέσα στην τάξη και με κρατάει αγκαλιά. Κάτι δείχνει στον πίνακα και μιλάει. Βλέπω το στόμα της ν’ ανοιγοκλείνει, απλώνω το χέρι μου να το εξερευνήσω και μου πατάει μια δυνατή δαγκωνιά στα δάχτυλα. Το μάθημα διακόπτεται από κλάματα, γίνεται παιχνίδι με κούκλες, το μωρό αλλάζει χέρια, πηγαίνει από τη μια αγκαλιά στην άλλη και παρηγοριέται αμέσως.
.......Αλλά και μας σα μαθητές της μας είχε. Δε μας παραχάιδευε, αντίθετα είχε απαιτήσεις. Θυμάμαι όταν έκανε ο Αντώνης μας εκείνη τη δύσκολη εγχείρηση. Έμεινε μαζί του στο νοσοκομείο, αλλά παρ’ όλη την αγωνία της του έκανε και μαθήματα αριθμητικής για να μη μείνει πίσω στο σχολείο. Φαίνεται ότι το μητρικό και το δασκαλικό φίλτρο ανακατεύονταν μέσα της κι όπως αισθανόταν και κάπως μάνα στο σχολείο, αισθανόταν και κάπως δασκάλα στο σπίτι. Όταν έλεγε «τα παιδιά μου», έπρεπε να περιμένουμε ν’ ακούσουμε τα συμφραζόμενα για να καταλάβουμε αν εννοούσε εμάς ή τους μαθητές της. Και παρ’ όλο που ποτέ της δεν μας πήρε στην τάξη της, ούτε καν στο ίδιο σχολείο με κείνη, άλλη μια αρχή για να μπορεί ο δάσκαλος να κάνει τη δουλειά του ανεπηρέαστα και απερίσπαστα, μας έμαθε πολλά. Πράγματα που με συντροφεύουν ακόμα στη ζωή μου. Μάθαμε τη μαγειρική σα σύστημα, με αρχές και μεθόδους κι όχι εντυπωσιακές συνταγές και ανακάτεμα υλικών. Η ίδια ήταν εξαιρετική μαγείρισσα. Όλοι εκτιμούσαμε το φαί από τα χέρια της, πράγμα που είχε βέβαια και τις συνέπειές του. Μάθαμε να παίζουμε, υπήρχε πάντα μια μεγάλη παρέα από θείους και ξαδέλφια, γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, όπου μετά το τραπεζομάντιλο για το γεύμα στρωνόταν η τσόχα. Παίζοντας, έκανα λογικές σκέψεις, μάθαινα να διαχειρίζομαι την κακοτυχία και την ήττα και να περιμένω καλύτερες ευκαιρίες. Μου έδειξε ακόμα τα άγρια χόρτα και πώς να τα μαζεύω. Και τώρα ξέρω πως άμα μου λείπει, αρκεί να βγω μια βόλτα στην εξοχή και ν’ αρχίσω να ψάχνω για ραδίκια, ζοχούς και κουφολαχανίδες και θα ‘ναι κι αυτή μαζί μου.
Η μάνα μου προερχόταν από μια μεγάλη και συνδεδεμένη οικογένεια. Ήταν πολλά αδέλφια που αγαπιόντουσαν και επικοινωνούσαν μεταξύ τους ακόμα κι όταν ανάμεσά τους μεσολαβούσε ολόκληρος Ατλαντικός. Κι αυτό ήταν μεγάλη ευτυχία. Έζησε με τον πατέρα μου, έναν άνθρωπο πολύ τρυφερό κι αυτό ήταν επίσης ευτυχία. Δέθηκε με τους δικούς του και η ευρύτερη οικογένεια μέσα στην οποία ζούσε και κινιόταν μεγάλωσε κι άλλο. Όχι ότι δεν υπήρχαν βάσανα. Υπήρχαν πολλά βάσανα και πολύ μεγάλα. Υπήρχαν όμως και άνθρωποι να τα μοιραστείς και να τα φέρεις βόλτα. Κι αυτό μαλάκωνε τον πόνο στις καρδιές. Στο τέλος όμως είχε την ατυχία να μείνει μόνη από την κλάση της. Δεν είχε με ποιον να μοιραστεί τις αναμνήσεις της, τη ζωή της. Όλοι οι άλλοι της σειράς της, άντρας, αδέλφια, συγγενείς, φίλοι, γείτονες και συνάδελφοι είχαν φύγει. Όσο κι αν ήταν αναμενόμενο πονούσε. Το δράμα, όμως, ήταν όταν κάποιος παραβίαζε τη φυσική ουρά της αποχώρησης και βιαζόταν να φύγει πριν την ώρα του. Τους χαιρετούσε όλους καθώς έφευγαν ένας ένας και εξακολουθούσε να μιλάει μαζί τους. Καμιά φορά τους έβλεπε στον ύπνο της. Τι κάνεις Κούλα, γιατί αργείς, τη ρωτούσαν. Μη με περιμένετε, τους έλεγε, έχω δουλειές, πρέπει να μαζέψω τα χαλιά, έρχεται καλοκαίρι και θα πάω στη θάλασσα......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου