Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΔΑ [1]
"ΔΥΣΒΑΤΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ"
από το πρώτο αφήγημα με τίτλο: {Από την "Μανδάνισσα" στον "Προυσσό"}, μια διαδρομή που μας μάγεψε από την καταπληκτική περιγραφή. Συγκεκριμένα στο απόσπασμα περιγράφονται τα "Αραποκέφαλα", μια θρυλική και δύσβατη περιοχή:
......................Έπειτα, διατρέχοντας το τελευταίο κάπως ανηφορικό
ανοιχτοπάτι θωρούσαμε να ξεδιπλώνεται αναπάντεχα μπροστά μας ένα τοπίο σχεδόν
απόκοσμο με απάτητες ράχες, μια άγρια ομορφιά, τ' Αραποκέφαλα. Ήμασταν πια
στο μέρος με το μεγαλύτερο υψόμετρο. Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα τούτης δω
της βίγλας" ήταν το πανόραμα της περιοχής που απλωνόταν ολόγυρά μας με
τον Κατελάνο, την άγρια κορφή του Παναιτωλικού τυλιγμένη στις αντάρες, να
δεσπόζει. Το κρατάγαμε, οπλίζοντας μ' αυτό την υπομονή μας και την αντοχή μας, γιατί
είχαμε δρόμο μπροστά μας.
Αυτό που χαρακτηρίζει, όμως, τα ανεμοδαρμένα πλάγια εδώ
είναι οι τραχείς και θεόγυμνοι ορεινοί σχηματισμοί, δημιούργημα της γεωλογικής
ιδιομορφίας του εδάφους. Στην ντοπιολαλιά τους, τούτο το έδαφος λέγεται
«μελίστρα», ένα είδος, ας πούμε, μολυβοκοκκινωπής διαολόπετρας που τρίβεται εύκολα και γίνεται ψιλή και κοφτερή σαν λεπίδι, με αποτέλεσμα να γλιστράει
αφάνταστα και να σου κόβει ξουράφι την πατούσα. Τα σκληρότερα κομμάτια του
σαθρού πετρώματος που απομένουν μετά το τρίψιμο, συνήθως μοιάζουν με μπάλες.
Μια ανεξήγητη φυσική μαγεία, σαν και τούτη εδώ, αρκεί πολλές φορές για να
οργιάσει η φαντασία του καθενός μας και να περάσει ακόμα και τις πέτρες αυτές
για κεφάλια «αραπάδων», αραποκέφαλα.
Για τους ντόπιους, μάλιστα, η παράδοση θέλει την εικόνα της
Παναγίας της Προυσιώτισσας, σαν τ' αποφάσισε κατά την περίοδο της εικονομαχίας
να εγκαταλείψει την Προύσα, να επιλέγει από μόνη της τη δυσπρόσιτη σχισμή του
βράχου, που χρόνια και χρόνια έστεκε έρημη στην άκρη του Προυσού, και να
φωλιάζει εκεί. Αργότερα, λένε, κάποιοι «αραπάδες», σταλμένοι απ' τον τοπάρχη
της Προύσας, άρπαξαν την εικόνα και προσπάθησαν να την επιστρέψουν με τη βία
πίσω στην Προύσα. Με το που κάθισαν για μια ανάπαυλα στο μέρος αυτό, τους
παίρνει κατευθείαν ο ύπνος. Πάνω στον ύπνο τους, όμως, πέτρωσαν, τα δε
απολιθωμένα κεφάλια τους είναι αυτά που ο κόσμος λέει αραποκέφαλα, συμπληρώνει ο θρύλος συγχέοντας το παρόν με το παρελθόν. Στο μεταξύ η εικόνα,
και πάλι από μόνη της, γύρισε στην ίδια σχισμή και φανερώθηκε ξημερώνοντας 23
τ' Αυγούστου σ' ένα αγένειο καλογέρι, αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά την
επιθυμία της. Βλέποντας το θάμα οι χωριανοί, κατάλαβαν πια το θέλημα της Κυράς
και της έκαναν το χατίρι λαξεύοντας στα σπλάχνα του βράχου το ιερό της, αφι- ερωμένο
στα εννιάμερα της Παναγιάς.
Η Παναγία, μάνα κι αυτή, έστεργε πάντα μες στους αιώνες ν'
ακούει τις παρακλήσεις μας και να τις μεταφέρει κατευθείαν στο Χριστό. Να πώς έφτασε να γίνει η θαυματουργή εικόνα φάρος ελπίδας και προσκύνημα κατανυκτικό
των πιστών της Ευρυτανίας, της Αιτωλίας και Ακαρνανίας μαζί, και όχι μόνο.
Κατοπινά, κάπως παράμερα χωμένο μέσα στον απότομο βράχο, χτίστηκε το ονομαστό
μοναστήρι της Πρώτης Κυράς της Ρούμελης, της Παναγίας της Προυσιώτισσας, με
την τόσο μεγάλη επισκεψιμότητα ακόμα και σήμερα.
Α, και κάτι ακόμα για τ' Αραποκέφαλα. Εδώ το μονοπατάκι
χαραγμένο και σιασμένο με τις πατημασιές μας κοντά στην κορυφή του
κακοτράχαλου και απόκρημνου ορεινού όγκου, σε συνδυασμό με τις κοφτερές πέτρες
του που γλιστρούσαν πολύ για καμιά τρακοσαριά μέτρα, σου κοβε κυριολεκτικά την
ανάσα. Ήταν τόσο στενό κι απρόβλεπτο, ώστε μόλις και μετά βίας πέρναγε ένα
φορτωμένο ζώο. Είχαμε στ' αλήθεια να κάνουμε με το πιο επικίνδυ- νο κομμάτι της
διαδρομής. Η θέα του και μόνο σε προειδοποιούσε πως έτσι και παραπατήσεις, δε
θα 'βρει ο παπάς κόκκαλο για να θάψει. Κιοτεύαμε για λίγο. Η προνοητικότητα,
όμως, που είχαμε να επιδιορθώσουμε τα πατσούνια μας στο χάνι σε συνδιασμό με
το πάτημα των πατσουνιών των πισινών μας στις πατημασιές των μπροστινών μας,
στάθηκαν σωτήριες και αυτή τη φορά. Μ' αυτά και μ' αυτά καταφέραμε και να
αποφύγουμε την κακοτοπιά και να διαβούμε αλώβητοι το μονοπάτι, ρίχνοντας μονάχα
βιαστικές ματιές προς τον γκρεμό.
Με το που περνάγαμε τ' Αραποκέφαλα φτάναμε κιόλας στην
κούρμπα του δρόμου, στο Σταυρό, δηλαδή, της Αγίας Παρασκευής. Εδώ ο δρόμος
χωρίζει στα δύο. Ένας χωματόδρομος και μια χειρόγραφη ταμπέλα στα αριστερά σε
βγάζει κοφτά στη Βελουτά μετά τη Μεγάλη Βρύση και την Καταβόθρα, κι ένας άλλος
στα δεξιά τραβάει για Προυσό................
[1] Ο Γιάννης έφυγε στις 3 Μαϊου 2021, ήταν από τα πρώτα θύματα του COVID-19. Ρε γαμώτο και τα δυο μπατζανάκια, ένας από την πρώτη γυναίκα, ο Μάνος και ο άλλος από τη δεύτερη σαλπάρισαν νωρίς-νωρίς...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου