του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη
Το Ηπειρώτικο Θέατρο Σκιών"
Η προϊστορία της τέχνης αυτής, για τον κυρίως ελλαδικό χώρο, φαίνεται να εντοπίζεται στην Τρίπολη του 1799 και στα Γιάννινα του 1809, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση του Κ. Δημαρά ότι «ο Καραγκιόζης ήταν γνωστός στην Ελλάδα πριν από τον Αγώνα». Η μνεία του Πουκεβίλ για καραγκιοζοπαίχτες στο σαράι της Τρίπολης είναι μεν αξιόλογη, αλλά υστερεί από άποψη περιγραφικής έκτασης και ουσίας σε σύγκριση με την πολύ πιο σημαντική και κατά δέκα χρόνια μεταγενέστερη περιγραφή του Χομπχάουζ, για παράσταση Καραγκιόζη στην πόλη των Ιωαννίνων:
«Μια ή δυο βραδιές πριν από την αναχώρησή μας από τα Ιωάννινα, πήγαμε να δούμε τη μόνη πρόοδο που έχουν κάνει οι Τούρκοι ως προς το σκηνικό ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων. Αυτό ήταν ένα θέαμα με κούκλες, διευθυνόμενο από έναν Εβραίο που επισκέπτεται αυτό το μέρος κατά τη διάρκεια του Ραμαζανίου, μαζί με τους χάρτινους ηθοποιούς του. Το θέαμα, ένα είδος από κινέζικες σκιές, ήταν τοποθετημένο μέσα σε μία γωνία ενός πολύ βρώμικου καφενείου, το οποίο ήταν γεμάτο από θεατές, κυρίως νέα παιδιά. Η είσοδος ήταν δύο παράδες για ένα ποτήρι καφέ και δύο ή περισσότερα από αυτά τα μικρά νομίσματα, που τα έριχναν σε ένα πιάτο, που περιφερόταν μετά την παράσταση. Ο ήρωας του έργου ήταν ένα είδος Φασουλή, ονόματι Καραγκιόζης, ο οποίος είχε, όπως ο ταξιδιώτης το είχε εκφράσει καλά, το εφόδιο του “Θεού των Κήπων”, στηριγμένο με ένα σχοινί από το λαιμό του. Ο επόμενος στην ιεραρχία ήταν ένας κωμικός, ονόματι Χατζηαβάτης, ο σύντροφος του Καραγκιόζη. Ένας άντρας και μια γυναίκα ήταν οι υπόλοιπες φιγούρες, εκτός του ότι η καταστροφή του δράματος προκλήθηκε από την εμφάνιση του ίδιου του Διαβόλου στο κατάλληλο άτομο. Ο διάλογος, ο οποίος ήταν όλος στην τούρκικη γλώσσα, υποστηριζόταν σε διαφορετικούς τόνους από έναν Εβραίο και που εγώ δεν καταλάβαινα. Αυτό προκαλούσε δυνατές και συχνές εκρήξεις γέλιου από το κοινό. Αλλά η δράση, που ήταν τέλεια κατανοητή, ήταν πολύ φρικτή στο να περιγραφεί. Αν έχετε δει ποτέ έναν αγγλικό παραδοσιακό χορό σε μερικές υπαίθριες περιοχές της Αγγλίας, μπορεί να έχετε μια αμυδρή ιδέα για αυτό. Αν ο χαρακτήρας ενός έθνους, όπως έχει λεχθεί, μπορεί να εκτιμηθεί καλά από την εικόνα των μορφών διασκέδασης με τις οποίες αυτοί θέλγονται, αυτό το θέαμα με κούκλες θα μπορούσε να τοποθετήσει τους Τούρκους πολύ χαμηλά στην κρίση του κάθε παρατηρητή. Αυτοί δεν έχουν κανένα, όπως πληροφορηθήκαμε, πιο ευπρεπές είδος θεάματος».
Έχοντας πάντοτε ως βάση την παραπάνω περιγραφή, είναι δυνατό να διατυπώσουμε τα ακόλουθα συμπεράσματα: α) Τα Ιωάννινα ήταν μία από τις μεγάλες πόλεις των τότε Βαλκανίων, όπου δίνονταν παραστάσεις Θεάτρου Σκιών, κάτι πολύ λογικό για την εποχή εκείνη (των αρχών του 19ου αιώνα), κατά την οποία τα Γιάννινα ήταν ένα μεγάλο πνευματικό και εμπορικό κέντρο. β) Η συγκεκριμένη παράσταση δινόταν στα τούρκικα από Εβραίο καραγκιοζοπαίχτη. Ωστόσο, θεωρείται δεδομένη και η χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους μη Χριστιανούς κατοίκους των Ιωαννίνων εκείνης της εποχής, ενώ επίσης θεωρείται δεδομένο ότι το Θέατρο Σκιών, επί Τουρκοκρατίας, παιζόταν και στα ελληνικά από όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως εθνικότητας ή θρησκεύματος.
Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω συμπεράσματα, είναι δυνατό να ερμηνευτούν ορισμένες μαρτυρίες καραγκιοζοπαιχτών και ερευνητών, σύμφωνα με τις οποίες, κατά την εποχή του Αλή Πασά (στην περιοχή της Ηπείρου και με επίκεντρο τα Ιωάννινα), δραστηριοποιούταν καλλιτεχνικά ο καραγκιοζοπαίχτης Ιάκωβος. Επικαλούμενος προφορικές παραδόσεις παλιών καραγκιοζοπαιχτών, ο Τζούλιο Καΐμη αναφέρθηκε στον Εβραίο καραγκιοζοπαίχτη Ζακόμπ, ο οποίος ζούσε στα Ιωάννινα (την εποχή του Αλή Πασά) και κατόπιν εξορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο καραγκιοζοπαίχτης Δημήτρης Μόλλας, από την άλλη, επικαλούμενος, επίσης, μαρτυρίες παλιών καραγκιοζοπαιχτών, αναφέρεται στον Ρωμιό καραγκιοζοπαίχτη Ιάκωβο, που ήταν ο δάσκαλος του καραγκιοζοπαίχτη Ηλία. Η μαρτυρία του Χομπχάουζ, σε συνδυασμό με τις παραδόσεις που διασώζουν ο Καΐμη και ο Μόλλας, επιβεβαιώνουν τη θεωρία που πρωτοδιατύπωσε ο Κώστας Μπίρης (και που αρνήθηκαν άλλοι ερευνητές, όπως ο Γρηγόρης Σηφάκης) για το ηρωικό Ηπειρώτικο Θέατρο Σκιών, το οποίο άκμασε στην πόλη των Ιωαννίνων, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, έχοντας ως κύριο πρωτεργάτη τον Ιάκωβο.
Το Ηπειρώτικο Θέατρο Σκιών εξαπλώθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως μετά την προσάρτηση της νότιας Ηπείρου και της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, το έτος 1881. Κύριοι φορείς του Ηπειρώτικου μπερντέ ήταν οι μαθητές του καραγκιοζοπαίχτη Ηλία, όπως, π.χ., οι Γιάννης Ρούλιας, Μέμος Χριστοδούλου, Θωμάς Αρσενίου, Χαρίλαος Μπασιάκος, Βασίλης Τσιλιάς και Λιάκος Πρεβεζάνος.
Οι παραστάσεις της ηπειρώτικης παράδοσης είχαν κυρίως ηρωικό περιεχόμενο, κάτι που επιβεβαιώνεται από τη σχετική μαρτυρία του καραγκιοζοπαίχτη Παναγιώτη Μιχόπουλου: «Στις περιοδείες μου στην Ελλάδα, προ του πολέμου, απ’ όπου περνούσα, έπιανα κουβέντα με τους γεροντότερους που μου μίλαγαν για τα περασμένα. Μερικοί με βεβαίωναν πως οι παππούδες τους έβλεπαν Καραγκιόζη στα χρόνια της σκλαβιάς. (…) Στην Παραμυθιά, το 1933 ένας γέροντας ενενήντα χρονών, καλοστεκούμενος, μου είπε: - Καλούτσικα παίζεις κ’ η αφεντιά σου, μα δεν φτάνεις τους παλιούς καραγκιοζοπαίχτες που παίζανε τα βασανιστήρια των Χριστιανών από τον τύραννο Αλή Πασά μόνο με πέντε κουτσούνια (φιγούρες)».
Από το επικό κλίμα του Ηπειρώτικου Καραγκιόζη προέρχονται οι φιγούρες του Πασά και του Βεληγκέκα, το σαράι και η παράσταση του Μεγαλέξανδρου με το καταραμένο φίδι. Η παραπάνω ηρωική ηπειρώτικη παράδοση, μαζί με την τέχνη του κωμικού οθωμανικού μπερντέ, αξιοποιήθηκαν, μετά το 1890, από τον πατρινό καραγκιοζοπαίχτη Μίμαρο. Ο συγκερασμός αυτών των δύο καλλιτεχνικών τάσεων οδήγησε, τελικά, στην εμφάνιση του νεοελληνικού Καραγκιόζη και στη δημιουργία των ηρωικών έργων («Καπετάν Γκρης», «Χριστιανομάχος», «Κατσαντώνης» κτλ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου