ΑΡΕΤΗ ΠΑΝΟΥ
Στο
Καρπενήσι ο αέρας που αναπνεύσαμε είχε περισσότερο οξυγόνο κι ένα δικό του
άρωμα. Όλα βοήθησαν να ξελαμπικάρουμε. Ήταν οι χιονισμένες βουνοκορφές που
άστραφταν στον ήλιο σαν να υπόσχονταν έναν άλλο κόσμο γεμάτο φως. Ήταν οι
γυμνοί βράχοι που μιλούσαν μαζί τους.
Ήταν τα έλατα, σκούρα και στητά που σκαρφάλωναν ακούραστα να τις
φτάσουν. Ήταν τα ποτάμια που έτρεχαν ασταμάτητα κελαρύζοντας αντάρτικα
τραγούδια. Ήταν οι εκκλησίες και τα σπίτια από πέτρα και ξύλο που δεν ξεχώριζαν
από το φυσικό περιβάλλον. Ήταν τα λιανοτούφεκα κι η φουστανέλα του Καραϊσκάκη
στο μοναστήρι του Προυσού. Ήταν τα
μνημεία και τα μνήματα που φύτρωναν παντού. Στα Κοκάλια ο Βρένος και οι Γαλάτες του νικήθηκαν από την
αιτωλική συμπολιτεία το 270 π.Χ. και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σχέδιά
τους για πλιάτσικο. Στο Κεφαλόβρυσο σκοτώθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης το 1823. Έξω
από το Κρίκελο οι αντάρτες νίκησαν για πρώτη φορά τους Ιταλούς. Στο Μικρό Χωριό
ο δεκαοχτάχρονος που σκοτώθηκε στη μάχη
το σαράντα θαμμένος δίπλα στους
συγχωριανούς του που σκέπασε η κατολίσθηση του εξήντα. Ήταν η καλή παρέα κι η
καλή μας διάθεση. Και φυσικά ήταν το σχολείο στις Κορυσχάδες.
Δυσκολευτήκαμε
να το πετύχουμε, χρειάστηκε να πάμε και να ξαναπάμε, να επιμείνουμε. Αλλά αυτό
δε συμβαίνει με όλα τα καλά και τα ωραία; Λόγω περικοπών στα έξοδα του Δήμου,
ανοίγει μόνο τα Σαββατοκύριακα, έτσι το βρήκαμε κλειστό. Όμως η ατμόσφαιρα γύρω του μας συνεπήρε. Το
ίδιο το κτίριο όπως το ξέραμε από φωτογραφίες, το απέριττο μνημείο, η πέτρινη
πλατεία, η εκκλησία και τα σπίτια του χωριού. Καμιά παραφωνία. Την άλλη μέρα
ξαναπήγαμε. Θα μας άνοιγε ένας κύριος που έχει το κλειδί κι ένα μαγαζάκι δίπλα
στο σχολείο, αλλά κάτι του έτυχε και δεν μπορούσε. Την τρίτη φορά καταφέραμε να
μπούμε μέσα. Χάρη στον κύριο Χαλκιά, τον αντιδήμαρχο, που άνοιξε την πόρτα για
μας και τη Βιβή, τη νεαρή ιστορικό και εθελόντρια ξεναγό του μουσείου που άναψε
τα φώτα και μας είπε την ιστορία. Είχε πάρει να βραδιάζει και οι αίθουσες του
σχολείου βυθίζονταν σ’ ένα ημίφως που τις έκανε πιο υποβλητικές αλλά μας
εμπόδιζε να διακρίνουμε πρόσωπα και πράγματα στα εκθέματα. Ήρθε η Βιβή, πάτησε
το διακόπτη και εγένετο φως.
Να
η ιστορία που μας είπε. Από τις 14 ως τις 27 Μαΐου του 1944 σ’ αυτό το σχολείο έγινε λαϊκή εθνοσυνέλευση
με αντιπροσώπους από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Είχαν προηγηθεί μυστικές εκλογές
στις ελεύθερες περιοχές αλλά και στις κατεχόμενες πόλεις, εκτός από τη Θράκη
και την Ανατολική Μακεδονία, όπου η σκληρή Βουλγάρικη κατοχή δεν επέτρεπε να
γίνει κάτι τέτοιο. Οι εκλογές ήταν μαζικές, ψήφισε από 1.200.000 μέχρι
1.800.000 κόσμος και για πρώτη φορά στην Ελλάδα ψήφισαν και οι γυναίκες. Τις
εκλογές και την εθνοσυνέλευση οργάνωσε η ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής
Απελευθέρωσης), ένα είδος κυβέρνησης της ελεύθερης Ελλάδας, που δημιουργήθηκε
από το ΕΑΜ για να οργανώσει και να κατευθύνει τον εθνικό αγώνα για την
απελευθέρωση, να διοικήσει τις μέχρι τότε ελεύθερες περιοχές και να εξασφαλίσει τη λαϊκή κυριαρχία σε ολόκληρη
τη χώρα.
Η ΠΕΕΑ περιλάμβανε στους κόλπους της πολλούς
δημοκράτες και αντιφασίστες μη κομμουνιστές και πρόεδρος της ήταν ο καθηγητής
του Πανεπιστημίου της Αθήνας Αλέξανδρος Σβώλος, συνταγματολόγος. Ο Σβώλος δε
συμμετείχε στην εθνοσυνέλευση στις Κορυσχάδες, αλλά στις διαπραγματεύσεις που
γίνονταν παράλληλα στο Κάιρο για τη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που
δεν είχαν καλό τέλος και με τη βοήθεια των Άγγλων -«μην υποκύψετε σε ληστές», ήταν η παραίνεση
του Τσόρτσιλ προς το βασιλιά-, έγιναν ένα από τα σκαλοπάτια που οδήγησαν το λαό μας στο δράμα του
εμφύλιου και πολλούς έλληνες στρατιώτες και αξιωματικούς στη Μέση Ανατολή στον
αφανισμό. Με αυτές τις διαπραγματεύσεις πρέπει να ασχολιόταν κι ο Άρης εκείνη
την περίοδο, γιατί κι αυτός δεν ήταν
στις Κορυσχάδες, η φιγούρα του έλειπε από τις φωτογραφίες, κατά έναν περίεργο
τρόπο όμως ήταν παρούσα.
Αν
πιστέψουμε πάντως και τη Wikipedia, ο κ. Τσόρτσιλ είχε άδικο,
οι άνθρωποι δεν ήταν ληστές. «Μετά τις συνεχιζόμενες επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ, σε
μεγάλες περιοχές της ορεινής Στερεάς Ελλάδας οι αντάρτες αφοπλίζουν τη
χωροφυλακή και απόλυτοι κύριοι στα χωριά αρχίζουν να οργανώνουν την εξουσία του
ΕΑΜ. Σε κάθε χωριό όριζαν «υπεύθυνους» στις διάφορες δραστηριότητες. Έτσι στις
ορεινές περιοχές άρχισε να δημιουργείται ένα ελεύθερο κράτος με τη συνεργασία
αγροτών και ανταρτών. Στα χωριά άρχισαν να λειτουργούν νέοι θεσμοί που
προσπαθούσαν να εκσυγχρονίσουν τις οικονομικές και κοινωνικές δομές. Οι θεσμοί
αυτοί βασίζονταν στην αρχή της λαϊκής συμμετοχής για όλα τα θέματα που
αφορούσαν την κοινότητα. Η τοπική αυτοδιοίκηση απόκτησε ουσιαστικό περιεχόμενο.
Συγχρόνως η πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη, έστω και κατά υποτυπώδη τρόπο
στην αρχή, με τη μορφή του βιβλίου, του θεάτρου και της μουσικής εισβάλλει στην
ελληνική ύπαιθρο….».
Η
εθνοσυνέλευση που ονομάστηκε Εθνικό Συμβούλιο συνήρθε για πρώτη φορά στο χωριό
Κορυσχάδες της Ευρυτανίας. Η Βιβή μας εξήγησε τους λόγους που επιλέχτηκε το
χωριό. Στην καρδιά της ελεύθερης, ανταρτοκρατούμενης Ελλάδας, περιστοιχιζόταν
από φυσικά οχυρά, οροσειρές ολόκληρες που το έκαναν απρόσιτο στα στρατεύματα
κατοχής και φιλικούς πληθυσμούς που θα το
υπερασπίζονταν αν υπήρχε ανάγκη. Για να το κρύψουν ακόμα καλύτερα από τα
αεροπλάνα και τα μάτια των Γερμανών σκέπαζαν τη στέγη του σχολείου με κλαδιά.
Μέσα
όμως ήταν όλα φανερά. Από τις παλιές, βουβές φωτογραφίες μιλούσαν οι εθνικοί
αντιπρόσωποι, διάσημοι και άσημοι, με ταπεινά ρούχα και καθαρό βλέμμα, φλεγόμενοι αντάρτες κι
αντάρτισσες και ανταρτοπαπάδες. Έντονη ήταν και η παρουσία των
καλλιτεχνών. Οι πασίγνωστες φωτογραφίες
του Μελετζή που έγιναν σύμβολα του αγώνα για την ελευθερία και μπήκαν στο
συλλογικό μας υποσυνείδητο. Τα σκίτσα
του Μεγαλίδη, όπου σ’ ένα κομματάκι χαρτί με λίγες μολυβιές αποτυπώνονταν αυτά
τα πρόσωπα και οι εκφράσεις τους, φυσιογνωμίες και γεγονότα. Τα συνθήματα στους
τοίχους και οι τοιχογραφίες του Σεμερτζίδη με τους ήρωες του εικοσιένα και τους
αγωνιστές του σαράντα, ακόμα και μαχητές του αλβανικού με κομμένα πόδια. Η
σκηνή που είχε στηθεί στην πλατεία του χωριού, όπου καλλιτέχνες, χωριάτες και
μικρά παιδιά έδιναν παραστάσεις.
Προσπάθησαν
να κάνουν το χωριό να ξεχάσει αυτή την ιστορία. Μέχρι και όνομα του άλλαξαν για
κάποιο διάστημα. Ένας δάσκαλος μάλιστα, έβαψε το σχολείο και σκέπασε με ασβέστη
τα συνθήματα και τις τοιχογραφίες, ώστε τίποτα να μη τη θυμίζει. Το 1985 το
σχολείο και ολόκληρο το χωριό κηρύχτηκε μνημείο, οι ζημιές αποκαταστάθηκαν και
άρχισε να λειτουργεί ως μουσείο. Υπουργός Πολιτισμού τότε ήταν η Μελίνα
Μερκούρη. Οι τοιχογραφίες του Σεμερτζίδη ξαναεμφανίστηκαν πάνω στους τοίχους
σαν από θαύμα. Φαίνεται ότι το όραμα της
ελευθερίας και της δικαιοσύνης είναι χαραγμένο πολύ πιο βαθιά στους ανθρώπους,
από κει που μπορεί να φτάσει ο ασβέστης κάθε κοντόφθαλμης ή εκδικητικής
εξουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου