Όταν είσαι για εκτέλεση,
έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο.
Ήρθε η κακομοίρα η μάνα μου
την πρώτη μέρα να με δει.
Για να πάω στο στρατοδικείο,
μου είχαν φέρει ένα κουστούμι
του αδερφού μου, γιατί εγώ
δεν είχα καλά ρούχα.
Αφού είδα τη μάνα μου,
την αγκάλιασα και της λέω:
''Αύριο που θα έρθεις,
να μου φέρεις τα παλιά μου
τα ρούχα να φορέσω, γιατί, ε,
αφού μεθαύριο θα μας σκοτώσουν,
να μην πάει τζάμπα και το κουστούμι.''
Μπαμ η μάνα μου, κάτω, ξερή.
Κάναμε επισκεπτήριο μαζί με
τον Μαύρο, οπότε μου λέει:
''Τι λες βρε τσόγλανε στη μάνα σου;
Είναι κουβέντες αυτές;''
Όχι, δεν το έκανα επίτηδες.
Τα είχα χαμένα κι εγώ ο φουκαράς,
δεν ήξερα τι να της πω
όπως σπάραζε στην αγκαλιά μου.
Το κακό είναι πως,
ποτέ δε μπόρεσα να της εξηγήσω
μερικά πράγματα,
όπως να πούμε
πόσο πολύ την αγαπούσα,
και τι καταφύγιο ήταν
στα μεγάλα μου ζορίσματα.
Αλλά έτσι είναι πάντα.
Ποτέ δεν προλαβαίνουμε να πούμε
τα πιο ουσιαστικά πράγματα,
και το καταλαβαίνουμε
μόνο σαν χαθούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου