Το κείμενο είναι από το βιβλίο μου
"ΑΛΛΟΤΙΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ"
Το δε βίντεο είναι προχτεσινό.
Το δε βίντεο είναι προχτεσινό.
Δημοτικό Σχολείο - Χωροφυλακή - Εκκλησία
Για τη διάπλαση των συνειδήσεων η πρώτη επίδραση οφείλεται στην
οικογένεια και ειδικότερα στην άμεση τροφό, τη μητέρα. Η επιβλητική
προστακτική με το να και με το μη και η συνεχής έκκληση του πρέπει, του μη σηκώνεις
χέρι, του σκεπάσου θέτουν τις βάσεις του πλέγματος του δικαίου και της ηθικής και
αναπλάθουν ή αναπαράγουν τα χρηστά ήθη και τις ίδιες αντιλήψεις περί καλού και κακού
από την αρχαιότητα και δώθε.
Στη συνέχεια επεμβαίνει η γνώση, το σχολείο, που δίνει πλέον συγκεκριμένους στόχους και κατευθύνσεις, με τελικό αποτέλεσμα την απόλυτη υπακοή και προσήλωση και
έρχεται καπάκι ο πειθαναγκασμός του νόμου. Για τυχόν παρεκκλίσεις και αμφισβητήσεις το κατασταλτικό τρίγωνο κλείνει νομοτελειακά με τη ρομφαία της τελικής κρίσης
στη Δευτέρα Παρουσία από την πλευρά της εκκλησίας.
Επομένως η συμβολή της εκκλησίας ή της θρησκείας, αν θέλετε, στη διαμόρφωση
της συνείδησης και του χαρακτήρα είναι σχετική. Περισσότερο επιδρά στις κοινωνίες
με χαρακτηριστικά πρωτογονισμού. Έτσι ήΤαν εκείνα τα χρόνια στο χωριό (1920 -
1950).
Τα επόμενα χρόνια για την προσήλωση και την πρόνοια προστέθηκαν και άλλοι
παράγοντες, όπως: ή εύκολη επικοινωνία (ράδιο, τύπος, τηλεόραση), η επαφή και ο συγχρωτισμός με καινούργιους ανθρώπους, πρωτόγνωρες κουλτούρες κ.τλ.
Παρά ταύτα πρώτο μέλημα του ανθρώπου και ίσως υπαρξιακό καθήκον σε μια νέα
εγκατάσταση, είναι η αναζήτηση ή η ανέγερση του χώρου εκτέλεσης των θρησκευτικών
του υποχρεώσεων. Η εκκλησία προηγείται των πάντων. Ακόμη και οι “πρωτόγονες
φυλές’’ αισθάνθηκαν την ανάγκη του μάγου και των ιερατείων.
Πάντως για την εξημέρωση των ηθών, τη μετουσίωση του ανθρώπου σε επί γης ειρήνη και ευτυχία και τη θεοποίηση του, μέσω της ολοκλήρωσης και της πνευματικής
ανάτασης, ο βασικότερος παράγοντας για άλλους είναι η καλλιέργεια, η γνώση και η
αρμονία μέσω της τέχνης και της επιστήμης, για άλλους είναι η πίστη και για άλλους ο
έρωτας με την ευρεία κλασική έννοια. Ίσως και τα τρία, ανάλογα με τον άνθρωπο.Και πάμε στο τρίτο σκέλος του βάθρου της υψηλής υπόληψης στα χωριά.
Παπάς - Χωροφύλαξ και Δάσκαλος.
Πριν το ’40 το πρώτο σχολείο ήταν στο σπίτι του Θοδωράκη Κόλλια με δασκάλα την Πολυζωπούλου Ελένη. Το δε πρώτο επίσημο δημοτικό σχολείο του χωριού ήταν στου
Κανελλόπουλου το σπιτάκι. Εκεί που είναι τώρα το σπίτι του Κώστα Τριγάζη.
Πρώτος δάσκαλος, από το ’43 έως το ’46, ήταν ο Γεώργιος Αγγελόπουλος από τη
Λυνίστενα. Μετά από αυτόν σε διάφορα σπίτια, των Ανδρέα Μπάκα, Παν. Γαλάνη,
Θ. Κόλλια, Νιόνιου Τσίγγανου και Γιαν. Γεντίμη έκανε το δάσκαλο ο Αναστάσιος Κόλλιας. Ο δεύτερος δάσκαλος ήταν κάποιος Παπαγεωργίου, από τον Κακόβατο και
μετά ο Ιωάννης Γιωργούλιας από την Καλαμάτα.
Ο επόμενος δάσκαλος, ο Θανάσης Αρβανίτης από τη Ζαχάρω, ήταν αυτός με τη
μεγαλύτερη θητεία στον χωριό. Πρέπει να πρωτοήρθε το 1947 ή ΄48. Τα μετέπειτα χρόνια και λίγο μετά οι δάσκαλοι και δασκάλες που έκαναν στο χωριό ήταν: Βαγγελιώ Τζαμαλούκα από τη Ζαχάρω
. Γεώργιος Βάγιας από τη Ζούρτσα
. Κνσταντίνος Λουριδάς από τον Κακόβατο
. Αγησίλαος Γιωργούλιας από την Άλβενα
. Δημήτριος Νικολόπουλος από τη Ζαχάρω
. Μήτσος Νικολόπουλος από τη Ζαχάρω … και λοιπά. Ο Γιαν. Γιωργούλιας αν και είχε πολυσυστηματική αναπηρία σε μεγάλο βαθμό, είχε μια ωραία γυναίκα, τη Σταυρούλα Οι μεγαλύτεροι συγχωριανοί λένε ότι ήταν τόσο πολύ αυστηρός που έβαζε τα άτακτα παιδιά, κυρίως τους Βασ. Διαμαντόπουλο, Φώτη Κανελλόπουλο και Ζώη Φωτίου, γονατιστά πάνω σε μυτερά χαλίκια με τις ώρες, κάτω από τη θρυλική αγριλιά. Καλούσε δε όλους τους μαθητές να φέρουν μια ψαχνή τσιγαρίδα για τη Σταυρούλα και όταν την περίμενε από την Καλαμάτα, τους έστελνε να βάλουν τα κεφάλια τους στις ράγες της γραμμής για να ακούσουν μήπως έρχεται το τραίνο. Καψούρα και νταλκάς ή ζήλια και φόβος; Το πιθανότερο είναι να ήταν και τα δύο. Για πολλά χρόνια το σχολείο ήταν μονοθέσιο. Με την ανάπτυξη του χωριού και την αύξηση των μαθητών, το 1959 έγινε διθέσιο με πρώτη δασκάλα τη Βαγγελιώ Τζαμαλούκα, από τη Ζαχάρω. Τιτάνιος ο αγώνας των δασκάλων την εποχή εκείνη. Το μέσο επίπεδο των μαθητών ήταν πολύ κάτω από τη βάση. Πράγμα φυσιολογικό, αν αναλογισθούμε ότι από τη λήξη του εμφυλίου είχε περάσει μόνο μια δεκαετία. Ο κόσμος προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές του και έψαχνε από δω και από εκεί να εξασφαλίσει τον επιούσιο. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τι όρεξη για γράμματα να έχουν τα παιδιά και πώς να αντεπεξέλθουν οι δάσκαλοι στο βαρύ και δύσκολο λειτούργημα της εκπαίδευσης; Το ένα πρόβλημα πάνω στ’ άλλο. Μέσα διδασκαλίας ανύπαρκτα. Βοήθεια και συγκατάθεση γονέων και κοινωνίας μηδενική. Μια αίθουσα για όλες τις τάξεις, ένας μαυροπίνακας, κιμωλίες, ένα απλό τραπεζάκι, θρανία και οι απαραίτητες βέργες. Οι μαθητές πολλοί, γύρω στους 55- 65, τρεις - τρεις στα θρανία και κάθε σειρά δυο τάξεις. Μια κρύα αίθουσα, αφιλόξενη και αποκαρδιωτική. Ευτυχώς που τα θρανία ήσαν γερά, ξύλινα έπιπλα. Ατέλειωτες ιστορίες υπάρχουν στη μνήμη όλων από εκείνα τα μαθητικά χρόνια. Τι να πρωτογράψουμε και ποιους ήρωες και αντιήρωες να πρωτομνημονεύσουμε; Τον Καραφώτη, το ντερβίση, που δεν μπορούσε να γράψει με το δεξί, γιατί ήταν αριστερόχειρας και τον Αρβανίτη που του έριχνε ξύλο όπου προλάβαινε; Το Νιόνιο, το Γκέκο, τον μετέπειτα Μπρέσνιεφ, που από τότε ήταν ίσιο και αγνό άτομο; Τότε, λοιπόν ο Νιόνιος αν και είχε νικήσει τον μπούρμπουλα σε όλες τις αλάνες του χωριού και είχε πάρει ένα εικοσάρι, εντούτοις έλεγε συνέχεια τα ευζωνάκια “εζωνάκια” και δώστου ο δάσκαλος με τη λούρα στα αφράτα του ποδάρια! Το Μάρκο, το Μαρινάκη, το Λα, που έχωσε τη ρέγκα μέσα στο σώβρακο, για να μην τη βρει ο δάσκαλος που έψαχνε μανιωδώς γιατί βρωμούσε όλη η τάξη;
Για το Μαρκούλη, τον αγαπητό εξάδελφο, αξίζει να αναφέρουμε το εξής περιστατικό, που μου το υπενθύμισε τώρα τελευταία ο Θεόδωρος Βλάμης, ο καλός συμμαθητής Ροίκος: ….Η κυρά Βαγγελιώ, λοιπόν, μπαίνει στη μοναδική αίθουσα που είχαμε τότε στο σχολείο, φορτσάτη και χαμογελαστή. Είχε πάει προς νερού της βλέπετε και επέστρεφε ανακουφισμένη. Μέσα στη φούρια της όμως, η πλισέ φούστα της είχε πιαστεί πίσω στο λάστιχο του εσώρουχου ….κι έτσι τα τορνευτά, άσπρα της οπίσθια λαμπύριζαν στα γουρλωμένα μάτια των μαθητών. Αγόρια και κορίτσια δεν ξέραμε τι να κάνουμε μια και το κυρίαρχο ήταν ο φόβος και η τρομάρα. Τότε η βέργα ήταν το κύριο μέσον αγωγής και διαπαιδαγώγησης στο σχολείο. Σιγή, παγωμάρα αλλά και κρυφοχαχανητά. Ξαφνικά ακούγεται η άγαρμπη, χοντρή φωνή του Μάρκου:“Κυρία-Κυρία φαίνεται ο κώλος σου...” Ποιος είδε την κυρία και δεν φοβήθηκε. Άναψε, κοκκίνισε…γούρλωσε τα μάτια της… σηκώνει το Μαρκούλη στον πίνακα και… τον έκανε μαύρο και ασήκωτο στο ξύλο. Δεν πειράζει ρε Μαρκαντάν. Ξυλαράκι ήταν και πέρασε. Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια! τη λύσσα του δάσκαλου, όχι όμως κι από το εξηγημένο ντεχνέκι της Παγώνας που βρήκε τη ξεχασμένη ρέγκα το μεσημέρι. Το Γιώργο το Σερίφη, που τράβηξε το νεροπίστολο και έριξε μια ριπή στα οπίσθια της κυρίας γιατί φανταζόταν τον εαυτόν του εκπρόσωπο του νόμου στο Φαρ Ουέστ, από τα πολλά τέτοια περιοδικά που διάβαζε; Αναφέρομαι στο Γιώργο Βλάμη που τώρα κατοικοεδρεύει και προοδεύει στη Σπάρτη στα μονοπάτια της μουσικής. Τότε το σχολείο είχε πολλά παιδιά και όμως δεν είχε μια τουαλέτα. Αλλά θα μου πεις είχαν τα σπίτια; Ούτε εντός ούτε εκτός. Αλλού υπήρχαν αυλές με καλαμιές, αλλού σωροί από ξύλα με απόμερες, κρυφές μεριές και αλλού κατώγια, που έβαζαν το σανό και το άλογο. Κυρίως τα γυναικόπαιδα εκεί βολεύονταν. Οι δε άνδρες ξεπλήρωναν τις φυσικές τους ανάγκες σε διάφορες λούζες και συστάδες θάμνων ή δένδρων, στα ρέματα και στα κουφώματα. Για τις ανάγκες των μαθητών παραδίπλα από το σχολείο, υπήρχε ένα ρέμα. Τώρα και αυτό έχει ακολουθήσει την ίδια μοίρα με όλα τα άλλα ρέματα του χωριού, που οδηγούσαν τα νερά στον κάμπο και από εκεί στη θάλασσα. Έχει μπαζωθεί και από πάνω περνά ασφαλτοστρωμένος δρόμος που οδηγεί στην εθνική οδό. Δυστυχώς αυτό το εγκληματικό φαινόμενο παρατηρείται σε όλη την νεοελληνική επικράτεια. Ας φυλάξει ο Θεός. Αλλά τι να φυλάξει; Τη μια φορά χώσαμε το ένα λόγω άγνοιας και αβλεψίας, την άλλη καταργήσαμε το άλλο λόγω βλακείας και αδιαφορίας και την άλλη λόγω αναισθησίας. Ε.. δεν είναι και λίγα! Το φαινόμενο είναι οξύτερο στις πόλεις που κτίζουν επάνω στα ρέματα, άλλοι για κερδοσκοπικούς λόγους και άλλοι που αποζητούν μια κάμαρη για να στήσουν το φτωχό νοικοκυριό τους. Από τον κοσμάκη, με χίλια μα έστω … αλλά από τους άλλους όμως; Πώς να χαρακτηρίσουμε και να δικαιολογήσουμε τους αδηφάγους οικοπεδοφάγους των πόλεων και τα ποταπά τρωκτικά της επαρχίας; Δυστυχώς όμως στηρίζονται στην αδιαφορία και στην ανοχή μέχρι αναισθησίας των αρμόδιων οργάνων της πολιτείας. Αλλιώς ποιος θα έκανε τέτοιες αυθαιρεσίες και καταπατήσεις δημοσίων εκτάσεων; Αυτή η αρνητική αντίδραση που είναι το προκαταρκτικό στάδιο της διαφθοράς και της διαπλοκής πάσης φύσεως είναι η Λερναία Ύδρα της σύγχρονης κοινωνίας. Καταλήστευση και αυθαιρεσία δεν είναι η κοπή και η εξαφάνιση των θεόρατων λεύκων και ευκαλύπτων που για πολλούς αιώνες συντρόφευαν τη Νέδα στο πέρασμά της κάτω από τη γέφυρα και χάριζαν απλόχερα το βαθύ τους ίσκιο στα μαθητούδια των γύρω χωριών κατά τις συχνές εκδρομές των σχολείων;
Το μεγάλο ντεγνέκι
Σε εκείνο το ρέμα, δίπλα στο δημοτικό που λέγαμε, υπήρχαν σκίντα, ξιφάρες, και
καλαμιές. Κατέβαζε λίγο νερό της βροχής και όλο το χειμώνα μέχρι πέρα το Πάσχα, από
τις λάσπες, τα απορρίμματα, τις προσχώσεις και τα …απόβλητα ήταν δράμα. Στη κάτω
μεριά πηγαίναμε τα αγόρια και στην επάνω πήγαιναν τα κορίτσια. Αξίζει να αναφέρουμε ένα περιστατικό με πρωταγωνιστές την κυρία Βαγγελιώ και
καμιά εικοσαριά μαθητές από διάφορες τάξεις, που σκιαγραφεί την όλη κατάσταση.
Πρέπει να ήταν το ’63 προς το ’64, τον καιρό που άρχισε η γκαστριά της Αθήνας.
Τότε που αντί να καταλαγιάσουν τα πράγματα, έφεραν την μεγάλη αντάρα σε όλη τη
χώρα. Στην πρωτεύουσα γινόταν το σώσε και εμάς εδώ κάτω, μας έφερνε η διαβολιά,
πρωί - πρωί, στο ρέμα-τουαλέτα. Είχαμε λόγους και δεν πηγαίναμε, ούτε για... ψιλό στα
σπίτια μας. Ξεκινάγαμε μια ώρα πριν να μπούμε μέσα και κατευθείαν τρέχαμε στο ρέμα. Τοποθετούσαμε ένα ντενεκέ στη μέση και όλοι γύρω - γύρω παραβγαίναμε ποιος θα
τον γεμίσει. Ένας - ένας και με καμπύλη. Είχαμε χωριστεί σε ομάδες, Ολυμπιακός και
Παναθηναϊκός (αεκατζήδες είχαμε λίγους κι αυτοί πήγαιναν με τους λιγότερους, τους
παναθηναϊκούς). Επί ένα μήνα, κάθε πρωί γινόταν διαγωνισμός μέχρι εσχάτων αντοχών
της ουροδόχου κύστης.
Τότε οι δάσκαλοι έμεναν στο χωριό, λόγω της έλλειψης συγκοινωνίας και όλοι ξέραμε ότι ερχόταν στο σχολείο δέκα με δεκαπέντε λεπτά πριν το κουδούνι. Να όμως που
ένα πρωί η κυρία μας ήρθε πολύ γρηγορότερα. Αργότερα, λακριντεύοντας με κάτι φίλους
για τα παλιά, έμαθα ότι το πράγμα δεν έγινε τυχαία, αλλά είχε πέσει καρφί από κάποιο
γονέα. Κάνει έτσι, λοιπόν, η κυρία και τι να δει: Γύρω - γύρω όλοι και στη μέση ο
“Μανόλης”, έτσι λέγαμε τον τενεκέ.
Αμέσως, όταν μπήκαμε μέσα στην αίθουσα, μας λέγει:
– Όλοι αυτοί που ήταν το πρωί στο ρέμα να έρθουν επάνω.
Αμάν και έτυχε εκείνη την ημέρα στο ρέμα να έχουμε πλήρη απαρτία... Ο μόνος που
έλειπε ήταν ο Νιόνιος, ο Βλάχος, γιατί είχε πέσει τη χθεσινή βραδιά από την ταράτσα
των Γιακουμαίων, καθώς έπαιζε και έτσι τη γλίτωσε.
– Δε μου λέτε παλικάρια, τι κάνατε εκεί;
Τσιμουδιά εμείς. Ποιος είχε τότε το κουράγιο ακόμη και το κεφάλι να σηκώσει; Όταν
σε πλάκωνε η κυρία αναστέναζαν και τα θρανία.
– Παναγιώτη τρέξε και φέρε δυο λούρες, χοντρές, όπως ξέρεις και σε δέκα λεπτά να
είσαι πίσω.
Ο Παναγιώτης, επειδή ερχόταν από τα Κατσικαρονέικα, λίγο έξω από το χωριό,
ποτέ δεν ήταν πρωινός επισκέπτης του ρέματος και του …“Μανόλη”. Κάθε φορά, αυτός
και ο Λουκάς ο Φάμελος, ο Γουρτσές ήσαν οι ειδικοί στον εφοδιασμό του σχολείου με
τα πειθαναγκαστικά μέσα της απόδοσης της ποινής, όπως αποκαλούσε τις θρυλικές λούρες ο Αρβανίτης, ο δάσκαλος. Τρέχει λοιπόν ο Μπάνης
και σε λίγο έρχεται λαχανιασμένος και
κρατώντας δυο
βέργες με κάτι
γρόντζους, που
όταν τους είδαμε χεστήκαμε από το φόβο
μας. Μόνον ο
Καραφώτης
κρυφογέλαγε
και αυτό γιατί
από το πολύ ξύλο που είχε φάει, μας είχε όλους άχτι. Και αρχίζει η κυρία. Στην αρχή ένας - ένας στα
χέρια. Χάσαμε το μέτρημα. Και δώσε πάλι από την αρχή. Και δώσε με τη λούρα στα
γυμνά πόδια, ώσπου τα χέρια πρήσθηκαν και τα πόδια από τις λουριές γέμισαν μελανιές
και καρούλες. Η
κυρία εκτός εαυτού. Από το κακό
της άφριζε και ξεμαλλιασμένη χτυπούσε όπου τύχαι--
νε, σε σημείο που
και άλλες δυο βέργες έγιναν κομμάτια. Ένας Θεός ξέρει, πώς δεν υπήρξαν και τραυματισμοί τότε!
Αφού πλέον είχαν περάσει τρεις
ώρες, η δασκάλα τους υπόλοιπους μαθητές τους έδιωξε και εμάς τους δράστες και μαζί θύματα της
βάρβαρης οργής της, μας κλείδωσε νηστεία μέσα στο σχολείο ως τιμωρία. Πάντως
πρέπει να έγινε σούσουρο στο χωριό γιατί μετά το μεσημέρι πλάκωσαν δυο εξαγριωμένες μανάδες και άρχισαν τις φωνές. Παρόλα αυτά μείναμε κλειδωμένοι μέχρι το απόγευμα. Οι περισσότεροι μαθητές έκαναν μια βδομάδα να ξανάρθουν στο σχολείο και
μερικοί το έκοψαν εντελώς γι’ αυτή τη χρονιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου