Γιορτή, καθημερινή, ὅ,τι καιρό και να 'κανε, στις παγωνιές τοῦ χειμώνα καί στις χλιές αὐγηνάδες τοῦ καλοκαιριοῦ, τὴν ἴδια πάντα ὥρα, ἡ φωνὴ τοῦ Σταυρή γιόμιζε το χωριό: Οοοοχαα - δοοχαα. Βγάλτε τα γελάδια... Οἱ νοικοκυράδες μια μια βγάναν τὰ ζῶα ἀπὸ το στάβλο καὶ τὰ ᾿φερναν στο μικρό πλάτωμα ἀπ᾿ ὅπου τὰ ξεκίνας γιά τή βοσκή. Ἐκεῖνος μετά τη φωνή, ἔπαιρνε ἀργὰ τὸ ἀνηφοράκι κι ἔβγαινε στο σύρραχο στο δένδρο. Ήταν ἕνα καραγάτσι καψαλισμένο, δυό τρία κλωνάρια μόνο χλωρά. ᾿Ακούμπας σε δαῦτο – δὲν ξεχώριζες δένδρο κι ἄνθρωπο - κι ἄναβε τσιγάρο, ἔστριβε κάτι τσιγάρα πελώρια, κον τὰ ποῦρα. Ἴσαμε που να μαζευτοῦν τὰ ζῶα. Ηθελε νὰ τὰ βλέπει ἕνα ἕνα ὅπως τὰ ᾿φερναν. Δέν ἤξερε νὰ τὰ μετρήσει – σχολειό δὲν πῆγε ποτέ. Εἶχε γεννηθεῖ σ' ένα χωριό βαθιά στην ᾿Ανατολή, στην καταστροφή χάθηκε ὁ πατέρας του, τὸν ἔφερε ἡ μάνα του ἐδῶ, ἐκείνη ξαναπαντρεύτηκε ἕναν ἀπὸ τὰ ίδια τα μέρη, χῆρο, εἶχε κι αὐτὸς ἕνα παιδί, λίγο μεγαλύτερο, έκαναν καὶ μαζί ἄλλα τέσσερα, τοῦ τον τὸν εἶχαν σαν παραρηγμένο στο σπίτι, πῆρε τὰ γελάδια τοῦ χωριοῦ καὶ δὲν ἦταν βάρος – ἔφερνε καί κάθε βράδυ τσάκανα γιά προσανάματα. Δὲν ἤξερε, λοιπόν, νὰ τὰ μετρήσει τὰ γελάδια, μποροῦσε ὅμως κάθε στιγμή νὰ σοῦ πεῖ ποιό λεί πει, ποιά εἶναι νά γεννήσει, ποιό δὲ βόσκησε σή μερα, πότε γεννήθηκε το καθένα, εἶχαν περάσει λα ἀπὸ τὰ χέρια του – ἦταν ὁ μεγάλος του ρόλος. Ὅταν εἶχε γέννα, ἔτρωγε βιαστικά το βράδυ, γιό μιζε τή σακούλα του καπνό κι ἔβγαινε. Έχω δου λειά, ἀπαντοῦσε ἐπίσημα – στὴν ἀρχή ρωτούσαν, ὕστερα μάθαν, δὲν τὸν ρωτοῦσαν πιά. Δὲν ἄφηνε και νέναν κοντά στο ἑτοιμόγεννο ζῶο. Καθόταν μονά χος, το χάιδευε, τοῦ ᾿δινε κουράγιο τρυφερά, λέγαν πώς βογγοῦσε κι αὐτός μαζί του. Τὴν ἄλλη μέρα οἱ χωρικοί καταλάβαιναν – ἡ φωνή του ήταν σα θριαμβική. Το ἴδιο καταλάβαιναν ἄν εἶχε πάθει ζημιά το κοπάδι, ἦταν σπασμένη, σά βραχνή. Μιά φορά τοῦ ᾿χε φάει ὁ λύκος ἕνα μουσχάρι, μέρες το πρωί δὲν μποροῦσε νὰ φωνάξει. Ὅταν τέλειωνε το τσιγάρο του ἔβανε ξανά μιά φωνή καί κατηφόριζε. Τα μάζευε ἀπό γύρω γύρω καί τά 'βανε μπροστά, πότε κατά την Τσούκα, πότε κατά τήν Κρεμενίτσα, ἄρχιζε ἡ δική του μέρα. Ἕνας διηγόταν πώς τὸν ἔπιασε να κουβεντιάζει μια φορά μέ μιά δαμαλίτσα. Τῆς ἔλεγε πώς θα μεγαλώσει, πώς θα κάνει μουσκαράκια πολλά, νὰ μὴ φοβᾶται, αὐτός θά 'ναι πάντα κοντά της, τέτοια.
– Με ποιόν κουβεντιάζεις, Σταυρή; τον ρώτησε.
Ἐκεῖνος ξαφνιάστηκε, τόν κοίταξε μια θυμωμένος, ὕστερα ντράπηκε, κατέβασε τό κεφάλι καί κρύφτηκε ἀμίλητος μέσα στα δένδρα. Μπορεῖ νὰ μὴν ήταν ἀλήθεια, ὁπωσδήποτε στά βοσκοτόπια ὅλες οἱ πλάκες και ήταν χαραγμένες, κεφάλια βοδίσια με μεγάλα ματια.
Τά γελάδια κι η αδελφή του, ἡ Παρθενόπη. Ένα κοριτσάκι με μεγάλα ανατολίτικα μάτια - γι' αυτό που την αγαπούσε; Τα βράδια όταν γυρνούσε, άφηνε στην αυλή τα ξύλα που κουβαλούσε κι έμπαινε στό σπίτι. Η Παρθενόπη ήξερε, ερχόταν κοντά. Εκείνος άδειαζε τις τσέπες του, πράνα, φουντούκια, κούμαρα, γκόρτσα, ἀνάλογα με την εποχή. Η μεγάλη σπιτική του χαρά ήταν να βλέπει τα μάτια της χαρούμενα όπως έτρωγε ό,τι της έφερνε - τότε λάρωνε το μούτρο τοῦ Σταυρή. τὸν άλλο καιρό ήταν πάντα σκοτεινό. Ήταν ἕνας μελαχρινός άντρας, αξούριστος πάντα, μόνο με το ψαλίδι έκοβε κάθε τόσο τα γένια του, τα μαλλιά του αχτένιστα, φουσκωμένα – σα σκαντζόχοιρος, ἔλε γε ἡ Παρθενόπη καὶ γέλαγε, γέλαγε κι ὁ Σταυρής, μὲ τὰ μάτια μόνο. Δεν μπορούσες να μαναντέψεις την ηλικία του. Ήταν ἀπό κείνους τους χωριάτες πο που τοῦ φαίνεται πρόωρο νὰ τοὺς πεῖς γέρους, ὅμως πρέπει να βιάσεις πολύ τη φαντασία σου γιὰ νὰ τοὺς δεῖς παιδιά. Ο αδιάκοπος μόχθος κι ἡ στέρέρηση έχουν πετρώσει στο πρόσωπό τους μια άχρωμη, η έκφραση – εγκαρτέρηση ἢ ἀπελπισμένη ὑποταγή – καὶ μόνο κάποιες στιγμές διακρίνεις στη ματιά το τους μιαν ἀνθρώπινη μνήμη, ἕνα μακρινό παράπονο, μιά θαμμένη πίκρα, ένα κόμπο δάκρυ ξεχασμένο τόσον καιρό που στέγνωσε πιά.
Τὰ βράδια, ὅταν λείπαν οἱ ἄλλοι, ἡ Παρθενόπη τοῦ 'λεγε ἱστορίες που 'μαθε στο σχολειό, ἐκεῖνος άκουε - ήταν ή μακάρια ώρα του. Οἱ δικοί του, όταν τους έβρισκαν έτσι, μάλωναν.
– Τι κάθεσ᾿ ἐδῶ κι ἀκοῦς ἐρημιές, γράμματα θά μάθεις τώρα; Σήκω, κακομοίρη, νὰ βγεῖς κατά το χωριό νὰ δεῖς κανέναν ἄνθρωπο, νὰ ἰδεῖς κανένα κορίτσι. Κατέβαζε τότε πιο βαρύ το κεφάλι καί τράβαγε ἀπανωτές ρουφηξιές. Δὲν ἤθελε νὰ τοῦ μιλᾶν για γυναῖκες. Ἡ μάνα του το 'χε καημό νὰ τὸν παντρέψει. Κάποτε βρέθηκε ἕνα ὀρφανό κορίτσι, κουτσό, ἀπ᾿ ἕνα πλαϊνό χωριό καί τούς πάντρεψαν. Λίγο καιρό ἀργότερα ἔφυγε. Εἶπαν πώς τὸν παράτησε, ἔφυγε κορίτσι ὅπως ἦρθε. "Αλλοι λέγαν πώς μια φορά θάρρεψε λίγο ὁ Σταυρής τη νύχτα κι άπλωσε τὸ χέρι νὰ τῆς κάμει χάδια, βρῆκε ὅμως τα πόδια της μπερδεμένα μέ τά πόδια τα τοῦ μεγάλου του ἀδερφού – κοιμοῦνταν όλοι μαζί στρωματσάδα στό ένα ὅλο κι ὅλο δωμάτιο πο που 'χε το σπίτι – προσωρινή στέγαση προσφύγων ἀγροτῶν που κράτησε ὁλόκληρη ζωή – ποῦ νὰ βρεῖς ἄκρη; Οπωσδήποτε ἡ γυναίκα ἔφυγε κι ὁ Σταυρής, θυμωμένος, τῆς κράτησε ἀπὸ τὴν προίκα της ἕνα καλό πάπλωμα. Ὅταν βρίσκονταν ὅλοι στο σπίτι, προπαντός το χειμώνα που ἄναβε ἡ σόμπα, πέρναγε τή βραδιά καπνίζοντας συνέχεια. Κάποτε τον πείραζαν.
–Ἐσὺ δὲ λές τίποτα Σταυρή;
-Ο Σταυρής δέν ξέρει να μιλάει, κάθεται σα χαϊβάνι, ἔλεγε ἡ μάνα του. Μόνο τσάκανα ξέρει να μαζεύει, να καπνίζει και να φτύνει πλίτς-πλίτς σαν τῆς κότας τὸν κ... το στόμα του φαρμακωνόταν ἀπὸ τὰ τσιγάρα κι ἔφτυνε ἀδιάκοπα. Ἐκεῖνος τὴν κοίταε μια φορά σκοτεινά καί ξανάρχιζε το κάπνισμα.
Ὕστερα ἦρθε ὁ πόλεμος. "Ακουε τα βράδια που μίλαγαν για μάχες στην Αλβανία, για Ιταλούς, χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, τα παιδιά εἶχαν φύγει κι έστελναν γράμματα ἀπό τὸ μέτωπο – φανταζόταν ἕναν τόπο μακρινό κάτασπρο ἀπό χιόνια κι ἀνθρώπους που σαλεύουν σαν άν κατσαρίδες κι ὅποιος μπο ρέσει σκοτώνει τὸν ἄλλο. Ἔτσι πέρασε ὁ χειμώνας. Μια μέρα, τὸν ᾿Απρίλη, τον φώναξαν στην ᾿Αστυνομία, τοῦ ᾿δωσαν «κατάσταση» κι ἔφυγε γιά τή Φλώρινα, παρουσιάστηκε καί τὸν ντύσαν στρατιωτικά – ἄκουσε που μίλαγαν για πόλεμο μὲ τοὺς Γερμανούς. Ἔμεινε 2-3 μέρες, ὕστερα τον φώναξαν σ' ἕνα γραφεῖο καί τοῦ ᾿παν νὰ φύγει, δὲν τὸν χρειάζονταν πιά, ὁ πόλεμος τέλειωσε. Σπρωχνόταν μιά ὁλόκληρη μέρα νὰ μπεῖ σε κανένα τρένο, δέν τά κατάφερε, ξεκίνησε με τα πόδια – σε δυό μέρες ἦταν στο χωριό. Ἐκεῖ ὅλα ἦταν ἄνω-κάτω. Ἡ ᾿Αστυνομία εἶχε φύγει, ἀεροπλάνα περνοῦσαν ἀράδα κατά το Νοτιά, οἱ Γερμανοί, λέγαν, προχωροῦσαν γιὰ τὴν ᾿Αθήνα, ὅλοι ἦταν τρομαγμένοι, ὅλοι περίμεναν κάτι φοβερό να 'ρθει. Στό τέλος οἱ Γερμανοί δὲν ἦρθαν στο χωριό, τοὺς εἶδαν, λέγαν, στην πόλη – τα παιδιά ποὺ εἶχαν πάει στον πόλεμο ξα- ναγύριζαν ἕνα ἕνα, οἱ δικοί τους ἦταν χαρούμενοι. Μόνο ὁ Θανάσης τοῦ Σωφρόνη γύρισε λίγο αργότερα κουτσός κι ὁ ξάδελφός του ὁ Νικόλας δὲ θὰ γύριζε ποτέ, σκοτώθηκε στην ᾿Αλβανία κι ἡ μάνα του έκλαιγε. Σιγά σιγά ὁ κόσμος συνήθισε, ξανά πιασε τίς δουλειές του κι ὁ Σταυρής τά γελάδια του – πέρασε το καλοκαίρι.
Το χειμώνα, ἀραιά στήν ἀρχή, πιό πυκνά ΰστερα, φτάναν στο χωριό ἄνθρωποι ἀπό τίς πόλεις, ἀδύνατοι καί φοβισμένοι, φορτωμένοι πράγματα τοῦ νοικοκυριοῦ τους ποὺ τὰ πουλοῦσαν για ψωμί. Διηγοῦνταν φοβερά πράγματα για τις πολιτεῖες. Λέγαν γιὰ τὴν πείνα – οἱ ἄνθρωποι γυρνοῦσαν ὅλη τὴ μέρα γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί, παιδάκια καὶ γέροντες πεθαίναν στους δρόμους δρόμους ἀπὸ ἐξάντληση, γιὰ τὸν τρόμο λέγαν, πού πλάκωνε τις γειτονιές ὅταν ἄρχιζε να βραδιάζει, καὶ τὰ μάτια τους ἦταν πάντα σκιαγμένα.
Ὅλα αὐτὰ ὁ κόσμος τ' ἄκουε σα μακρινά και ξένα. Ἴσαμε πού ὁ φόβος ἦρθε πιο κοντά. Οἱ Γερμανοί μπήκαν σ' ἕνα κοντινό χωριό, ἄρπαξαν πράγματα ἀπὸ τὰ σπίτια, τουφεκοῦσαν στον αέρα, σκότωσαν κι έναν πού πήγαινε να φύγει κρυφά. Οἱ ἄνθρωποι δὲ βγαίναν πιὰ τὴν νύχτα, στο παζάρι πήγαιναν φοβισμένοι κι ὅλο περίμεναν πάλι κάτι να 'ρθει κακό μέρα με τη μέρα, ὥρα μὲ τὴν ὥρα. Ένα πράγμα σκοτεινό και πελώριο, κρεμασμένο στὸν ἀέρα, βάραινε, προπαντός τη νύχτα, την ψυχή τοῦ Σταυρῆ. Δὲν ἤξερε καλά νὰ πεῖ τί ἦταν, ἦταν σίγουρος ὅμως πώς πλανιόταν πάντα ἐκεῖ φοβερό, ἕτοιμο νὰ τὸν πλακώσει.
Καί μια μέρα γέμισε ὁ τόπος βουητό, μοτοσικλέτες, αὐτοκίνητα, οἱ Γερμανοί πιάσαν το χωριό γύρω γύρω, ὁ Σταυρής ἦταν στο δέντρο καί περίμενε νὰ μαζευτοῦν τὰ γελάδια, τοὺς εἶδε. Μάζεψαν ὅλα τὰ ζῶα στην πλατεία, τὰ περνοῦσαν ἕνα ἕνα μπροστά ἀπό ἕναν κοκκινομάλλη Γερμανό κι ἐκεῖνος διάλεγε τα νέα και τὰ χώριζε στὴν ἄκρη. Κατέβηκε και ζύγωσε, τὸ μάτι του έτρεξε ἀμέσως. Ἡ ταν μιά δαμαλίτσα κοντά δυό χρονῶν, παρδαλή με κανελιά μπαλώματα καί τριανταφυλλιά μάτια ομορφότερο πράμα δὲν εἶχε περάσει ἀπό τα χέρια του. Τοῦ χρόνου θα γεννοῦσε, την περίμενε νὰ τοῦ ἄλλη,άλλη μια δαμαλίτσα όμορφη σαν και εκείνη κι άλλη ,κι άλλη- ἕνα ὄνειρο: το λιβάδι μπροστά του σάν και κείνη κι γεμάτο γελάδια μέ κανελιά μπαλώματα καί τριανταφυλλιά μάτια. Τώρα ὅμως πάει, θὰ τὴν παῖρναν, ἦταν σίγουρος. Πήγε κοντά, τὴν ἔσπρωχνε, τή χάιδευε. Ο Γερμανός την τράβηξε στὴν ἄκρη μὲ τὰ νέα ζώα.
– Αὐτή μή... πῆγε νὰ πεῖ, ὁ ἄλλος τὸν ἔσπρωξε, πῆγε νὰ ἐπιμείνει, ἐκεῖνος φώναξε ἄγρια και σήκων σε το κοντάκι – εἶδε τὰ μάτια του: ἦταν πλημμυρισμένα αἷμα. Πρώτη φορά ἔβλεπε τέτοια κόκκινα μάτια. Μαζεύτηκε σε μια ἄκρη, ἡ καρδιά του κουβάρι, στο λαιμό ἕνας κόμπος, τράβαγε τσιγάρο, και τάπινε, ἐκεῖνος ὁ κόμπος δὲν ἔλεγε να πάει κάτω, μπούκωνε στις ρίζες τῶν ματιῶν, ἤθελε νὰ βγεῖ ἀ πό κεῖ. Οὔτε γύρισε να κοιτάξει που τα ξεκίνησαν, μάζεψε τ' ἀπομεινάρια, ὅλα τὰ γέρικα κι ἔφυγε. Όλη τη μέρα το κεφάλι του βούιζε σα να 'ταν τ' αὐτιά του βουλωμένα. Ἔνοιωθε σά νά'χε πεθάνει ἡ Παρθενόπη. Τὴν ἄλλη μέρα δὲ ρώτησε κανείς γιατί δὲν ἀκούστηκε ἡ φωνή του.
Ἔτσι πέρασε καιρός, βαρύς, σκιαγμένος... Κι ὕστερα κάπως ὅπως ἔγινε κι ἄλλαξαν πάλι τα πράγματα. Τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ἦταν πάλι νοιασμένα μά ὄχι σκιαγμένα πιά, ζωηρά στο σπίτι μπαινόβγαι ναν τα βράδια πρόσωπα ξένα, κάτι ἔλαμπε στα μάτια τους, μίλαγαν σιγανά, ὁ ἀδελφός του ὁ μεσια- νός ἄλλαξε ἀπότομα, ἦταν κοφτός στα λόγια του, σοβαρός, στέρεος. Οἱ ἄλλοι τὸν ἔλεγαν «συναγωνιστή», τὸ Σταυρή τὸν κοίταζαν μὲ ὑποψία, τοῦ και κοφαινόταν – ἔφευγε ὅμως καὶ τοὺς ἄφηνε μόνους. Ἦταν ἀλλιώτικος ὁ κόσμος, ὅλοι ἔγιναν ἀγνώριστοι, τά παιδιά τραγουδοῦσαν, χόρευαν κιόλας τις Κυριακές στήν πλατεία.
Ἦταν δυό μέρες ποὺ ἦταν σὲ τοῦτο το χωριό.
Κεῖνο τὸ βραδάκι ὅπως γύριζε ἀπὸ τὴ βοσκή τον σταμάτησαν κάτι ένοπλοι καὶ τοῦ ᾿παν: Είχαν χτυπήσει τους Γερμανούς στη γέφυρα, σκότωσαν μερικούς, έκαψαν δυό αὐτοκίνητα - θυμήθηκε τους πυροβολισμούς ποὺ εἶχε ἀκούσει τ' ἀπόγευμα. Υστερα ἦρθαν πολλοί Γερμανοί καὶ πιάσαν το χωριό, δὲν ἄφηναν κανένα να βγεῖ οὔτε νὰ μπεῖ, αὐτὸς μάλιστα ὅπως φοροῦσε τὸ στρατιωτικό χιτώνιο ποὺ τοῦ ᾿χαν δώσει στη Φλώρινα, ἔτσι ἀξούρστος κι ἄκουρος δὲν τὴ γλίτωνε. "Αφησε τα γελάδια νὰ πᾶνε μόνα τους και τράβηξε σὲ τοῦτο τὸ χωριό πού 'χε κάτι συγγενεῖς. Χτές το βράδυ ἕνας μικρός κατάφερε καί ξέφυγε καί τούς ἔφερε τα νέα τοῦ χωριοῦ του. Οἱ Γερμανοί μπαῖναν στα σπίτια κι ἄρπαζαν, τα βράδια γυρίζουν στούς δρόμους περίπολοι, ντουφεκᾶν ὅπου φεγγίζει στο παράθυρο φῶς, οἱ κάτοικοι μὲ τὸ ἡλιοβασίλεμα κλειοῦνται στα σπίτια, χτές το πρωί σκότωσαν το γερο-Κυριάκο πού ὁ γιός του εἶναι ἀντάρτης, οὔτε ἄφησαν νὰ τὸν θάψουν, τὸν ἔχουν στην πλατεία γιὰ νὰ τὸν βλέπουν. Τι θα γίνουν τα γελάδια του, ἡ Παρθενόπη – πῶς θὰ κάνει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους μέ τὰ μάτια γεμάτα αἷμα; Πῶς θὰ ἡσυχάσει ἡ ψυχή της τις νύχτες; Βαριά, βαριά ἡ καρδιά του οὔτε μπόρεσε να κλείσει μάτι, μόνο κάπνιζε, κάπνιζε καί κατάπινε.
Καθόταν σε μιά αὐλή καί τσοκάναγε πολλή ώρα μιά πέτρα ἀμήχανα, ὅταν ἦρθε ἕνα παιδί καὶ τὸν φώναξε – τὸν ἤθελε ὁ καπετάνιος, στο χωριό εἶχε ἀντάρτες. Κίνησαν μαζί. Ἕνας μεσόκοπος ἄντρας μέ μουστάκι παχύ καὶ μικρά ζωηρά μάτια τὸν περίμενε στο σπίτι που πῆγαν. Τοῦ ᾿παν ἤρεμα να καθίσει καὶ τοῦ μίλησε ίσια καὶ μὲ μπιστοσύνη που δὲν τοῦ 'χε δείξει καινείς ὡς τώρα. Θα χτυποῦσαν τους Γερμανούς να τοὺς διώξουν ἀπὸ τὸ χωριό του, ἦταν ὅμως ἀνάγκη να συνεννοηθούν μὲ τοὺς μέσα. Επρεπε τὸ ἴδιο βράδυ να πάει ένα σημείωμα στὸν ὑπεύθυνο, τον ἀδελφό του κι αὐτό μόνο αὐτός - μόνο ἐσὺ τοῦ πε - θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πάει. Κανείς ἄλλος δέν ξέρει τὰ μονοπάτια ὅπως αὐτός. Χρειάζεται ὅμως προσοχή, οἱ Γερμανοί ἔχουν φυλάκια σ' ὅλους τοὺς δρόμους γύρω στο χωριό. Δεν πρέπει νὰ τὸν πιάσουν. Το σημείωμα πρέπει να φτάσει. Η δουλειά κρέμεται ἀπό αὐτόν. Δὲν τὰ ᾿κουσε ὅλα ὅσα τοῦ ᾿πε. Ήταν ἄνω-κάτω. Μόνο γιά τσάκανα εἶναι ἄξιος, ἔλεγε ἡ μάνα του. – Μόνο εσύ, τό χωριό κρέμεται ἀπό σένα, τοῦ ᾿λεγε τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, τά 'χε χαμένα, ὅλα στριφογύριζαν ἀνακατωμένα μέσα του, μόνο τα σκιαγμένα μάτια τῆς Παρθενόπης τον κοίταζαν παραπονεμένα, ἀκίνητα. – Μόνο ἐσύ.
Εἶπε μόνο «καλά» κι ἔφυγε, ὅλο τ' ἀπόγεμα τσοκάνιζε ξανά την πέτρα.
Ὅταν νύχτωσε πῆγε ὅπως τοῦ ᾿χαν πεῖ καὶ πῆρε το σημείωμα. Ο καπετάνιος τὸν κοίταξε ἴσια καὶ τοῦ τὸ 'δωσε. Τοῦ ᾿σφιξε το χέρι. – Συναγωνιστή, στο καλό καί πρόσεχε, τοῦ ᾿πε. Ὅποιος σε ρωτήσει δέν ξέρεις τίποτα γιὰ μᾶς. Καλή τύχη.
Ὅταν πλησίασε στο χωριό, ἦταν καμιά ώρα μακριά, πῆρε ἕνα μονοπάτι που μόνος του το 'χε βρεῖ – τοῦ ἄρεζε να περπατάει σε δρόμους που δέν τοὺς πάτησε ἄλλος. Βγῆκε ἀγνάντια. Θεοσκότεινο το χωριό, το μάντεψε μόνο. Φοβισμένο οὔτε ἀνάσαινε. Στάθηκε λίγο, έβγαλε το χαρτάκι ἀπό τὸν κόρφο του καί τό 'χωσε στο ζερβί του τσαρούχι.
Ἔπρεπε ν᾿ ἀνεβεῖ καὶ νὰ περάσει το δρόμο κι ὕστερα θὰ ᾿παιρνε τή ρεματιά – λίγες δρασκελιές, το σπίτι του ἦταν ἀπό τ᾿ ἀκρινά. ᾿Ανέβηκε στο δρόμο, τ᾿ αὐτιά βούιζαν. Μιά φωνή, ἕνας κρότος, ἕνα φῶς τοῦ ᾿πεσε στὰ μάτια, δὲν πρόφτασε να κινηθεῖ, βρέθηκε τριγυρισμένος ἀπό 2-3 ἴσκιους. Τὸν ἔψαξαν, τοῦ ᾿δεσαν πίσω τα χέρια καὶ τὸν βάλαν κατά το χωριό. Περπατοῦσε σα χαμένος, μόνο το ζερβί του ποδάρι ἦταν βαρύ δὲν τοῦ ᾿χαν βρεῖ τὸ σημείωμα- τί θα γινόταν ὅμως;
Φτάσαν ἔξω ἀπό τὸ σπίτι του τί να κάνουν μέσα; – το πόδι του ἦταν ἀσήκωτο. Σά φίδι τινάχτηκε δεξιά κατά το σπίτι, βρέθηκε κάτ᾿ ἀπό τὸ δρόμο, κάτι ἔτριξε πίσω του, τὸ αὐτόματο κροτά λισε, τσιριξιές ἀκούστηκαν μέσα στο σπίτι, ἕνα πράμα τὸν ἔκαψε στο ζερβί μπούτι ἔπεσε. Οἱ ἄλλοι ζύγωναν, ἔκανε νὰ σουρθεῖ, τα χέρια δεμένα. Μιά ἀστραπή. Το δεξί πόδι δούλεψε κι ἔβγαλε τό ζερβί τσαρούχι – ἦταν κάτ᾿ ἀπό τὸ παράθυρό τους. Τον ξανάπιασαν. Τὸ αἷμα ἔτρεχε στο ποδάρι ἦταν ὅμως τόσο λαφρύ πιά, ἡ ψυχή τὸ ἴδιο.
Τόν πῆγαν στο σχολειό, ἦταν ἕνας κοκκινο- πρόσωπος ξανθός κι ἄλλοι ὅλοι ξανθοί κι ἕνας μελαχρινός, τοῦτος τοῦ μίλαγε Ἑλληνικά. Τόν ξαννάψαξαν καὶ τὸν ρώτησαν γιατί εἶχε ἕνα τσαρούχι. Τοὺς εἶπε πώς το 'χασε στο δάσος πού ἐρχόταν. Τοὺς εἶπε πῶς τὸν λένε, τί δουλειά κάνει, πῶς βρέθηκ᾿ ἔξω ἀπό τό χωριό καί σήμερα εἶπε νὰ ξανάρθει.
– Καί ποῦ ἤσουν τόσες μέρες;
– Στο Πολυδένδρι.
-Ἔχει ἀντάρτες ἐκεῖ;
– Δεν ξέρω – τοῦ ᾿χε πεῖ ὁ καπετάνιος
-Ποῦ ἔχει ἀντάρτες;
-Δεν ξέρω.
- Ποιός εἶναι ὑπεύθυνος στο χωριό;
- Δέν ξέρω.
Ἐκεῖ ἀπάνω τὸν χτύπησαν. Τόν ξαναρώτησαν καὶ τὸν ξαναχτύπησαν πιο πολύ. Κάτι ἔλεγε ὁ γερμανός ἀγριεμένος, τὸν κοίταε ἀπό πάνω μέχρι κάτω, κοίταε τα μαλλιά του, τοῦ ᾿δειχνε το στρατιωτικό του χιτώνιο ὕστερα τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὰ μαλλιά καὶ τὸν χτυποῦσε μ' ἕνα ξύλο. Σε μιά στιγμή το κεφάλι του κουδούνισε, τα μάτια του γέμισαν σπίθες πού τινάζονταν καί χόρευαν καί στο πρόσωπό του κύλησε ἕνα πράμα ζεστό. Ε λεγε μόνο – Πιλμέμ*, ἴσαμε ποὺ ἔσβησε κι αὐτό σιγά σιγά.
Ὅταν συνῆρθε βρισκόταν σ' ἕνα μικρό δωματιά κι τό γραφεῖο τοῦ σχολείου. Ἔξω ἦταν ὅμορφος ὁ καιρός. Ἕνα κλωνάρι τῆς μουριᾶς ἔλαμπε στο παράθυρο, τρυφερά πού ἦταν τα φυλλαράκια. Να τά 'χε ἡ Κοκκίνω τοῦ Κούτρου θά χόρταινε, πού δέν κόβουν τα δόντια της. Μπορεῖ νὰ ψοφήσει τώρα κλεισμένη χωρίς χλωρασιά. Κι ὕστερα τοῦ ᾿ρθαν κι ἄλλα, ὅλα τά γελάδια του. Στό λιβάδι ἁπλωμένα βοσκᾶν, μαλακώνει ἡ ψυχή. Πῶς ἄλλαξ᾽ ἔτσι γρήγορα ὁ κόσμος. Μέχρι προχθές, μέχρι ψές το βράδυ ἐκεῖ στὸ δρόμο, δύο δρασκελιές ἀκόμη – να να το βρῆκαν τὸ σημείωμα; Δερνόνταν το μυαλό του μέ τὴν ἀγωνία μέχρι ποὺ ἄνοιξε ἡ πόρτα. Μπῆκε κεῖνος ὁ μελαχρινός. Τόν ἔλυσε, τοῦ ᾿πε να μή φοβᾶται κι αὐτός εἶναι Ἕλληνας, τοῦ ᾿δωσε καί τσιγάρο, το 'θελε πολύ, εἶχε ἀπὸ τὰ χτές να καπνίσει.
* Δεν ξέρω, τούρκικα.
Μέ τις πρώτες ρουφηξιές ζαλίστηκε, ὁ ἄλλος μιλοῦσε. Τοῦ ἔλεγε γιὰ τοὺς Γερμανούς, πώς εἶναι καλοί, δὲν πειράζαν τους ἥσυχους ἀνθρώπους μόνο κάτι κακούς Ἕλληνες δὲν τοὺς ἀφήνουν ἥσυχους, αὐτούς κυνηγᾶνε. Αὐτός νὰ μὴ φοβᾶται φαίνεται καλός ἄνθρωπος, μόνο νὰ τοῦ πεῖ ποιόν τοῦ ᾿παν νὰ βρεῖ στὸ χωριό – τοῦ μίλαγε μαλακά, τοῦ 'δωσε κι ἄλλο τσιγάρο. Δὲν τὰ ᾿κουγε ὅλα, τοῦ φαινόταν παράξενο τί σοι Ἕλληνας εἶναι τοῦτος, ὅσο πήγαινε τὸν σιχαινόταν. Στὴν ἀρχή κάτι ἀπαντοῦσε, ὕστερα σφάλιξε το στόμα κι οὔτε τὸ ξανάνοιξε. Ὁ ἄλλος κατάλαβε – Καλά τοῦ ᾿πε, θα μετανοιώσεις. Σκέψου το καλά, θά ξανάρθω, κι ἔφυγε.
Το κορμί του πονοῦσε, ἔνιωθε κι ἐξάντληση, πεινοῦσε κιόλα. Τό ἀπόγεμα τόν ξαναπῆραν μέσα, τὸν χτύπησαν ξανά. Μὲ τὰ πρῶτα χτυπήματα ζαλίστηκε. Ὅλα χάνονταν σ' ἕνα σύννεφο σταχτί, μόνο ἡ γλώσσα του εἶχε κολλήσει ἐκεῖ κι ἀνάδευε πάντα: Πιλμέμ... Πιλμέμ...
Τη νύχτα τον ξαναπῆραν, τὰ ἴδια. Τήν ἄλλη μέρα το πρωί ξανάρθε ὁ «Ἕλληνας», τὸ ἴδιο τροπάρι, καλοπιάσματα, ἔφυγε φοβερίζοντας.
Το μεσημέρι ἄνοιξε ἡ πόρτα καί μπῆκε ἡ Παρθενόπη, ξαφνιάστηκε πού εἶδε τὸ κορίτσι ἐκεῖ μέσα. Ἐκείνη μπῆκε, εἶπε μονάχα - Σταυρή – κι ἀπόμεινε κοκαλωμένη, μέ τό φαγητό στο χέρι. Σήκω- σε ἐκεῖνος τό κεφάλι καί τήν κοίταξε, ἦταν καταγῆς δεμένος. "Ήθελε να τή μαλώσει, ὅταν εἶδε τὰ μάτια της ἔμεινε ἀμίλητος. Η καρδιά του ἦταν ζεστή ὅπως κάτι χειμωνιάτικες μέρες που 'χε λιακάδα, ἕνα χλιόν ἥλιο σαν χάδι.
Ο Γερμανός που περίμενε στην πόρτα κάτι μουρμούρισε σε λίγο κι ἔδειξε στο κορίτσι πώς πρέπει να φύγει. Τότε ἐκεῖνο σὰ νὰ ξύπνησε, ρίχτηκε ἀπάνω στο κουλουριασμένο καταγῆς κορμί, τον φιλοῦσε κι ἔκλαιγε. Ο Γερμανός ξαναφώναξε, ὕστερα μπῆκε καὶ τὴν τράβηξε. Πιάστηκε ἡ Παρθενόπη ἀπὸ τὴν κασόπορτα, φώναξε και τραβοῦσε ὁ Γερμανός, ἀντιστεκόταν ἐκείνη καὶ δὲν ἔλεγε να ξεκολλήσει. Σήκωσε τότε ἐκεῖνος τ' ὅπλο κι ἔδωσε μιά κοντακιά στο γαντζωμένο χέρι. "Ακουσε το κράκ ὁ Σταυρής, το κορίτσι οὔρλιαξε ἀπό τὸν πόνο, ἔκλεισε ἡ πόρτα, οἱ σκληριές και τ᾿ ἀναφυλλητά μάκρυναν ἴσαμε πού ἔσβησαν. Ἡ καρδιά του ἔσταζε αίμα, τὰ σχοινιά ἔσφιγγαν πολύ τὰ χέρια του πίσω, δὲν πονοῦσε ὅμως.
Ξανάρθε σε λίγο ὁ «Ἕλληνας». Τοῦ ᾿λυσε τά χέρια, τοῦ ᾿δωσε τσιγάρο και ξανάρχισε νὰ τοῦ λέει ξανά το τροπάρι. Οἱ Γερμανοί εἶναι καλοί – ένα βουητό μεγάλωνε ὁλοένα στ' αὐτιά τοῦ Σταυρῆ, ἔγινε καμπάνες, καμπάνες πολλές, ἕνα κορίτσι μέ μεγάλα φοβισμένα μάτια οὔρλιαζε μακριά, σπαραχτικά, το κεφάλι τοῦ ἀντικρινοῦ μεγάλωνε, μεγά λωνε κι ὁ λαιμός του γινόταν μακρύς, μακρύς – σήκωσε τα χέρια. Τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν ἔσφιγγε, τον ἔσφιγγε, εἶδε τὰ μάτια του που γούρλωναν, γούρλωναν κι ή γλώσσα του ἀνάδευε μέσα σ' ἕνα πνιγμένο ροχαλητό. Όταν χαλάρωσε τα χέρια του ὁ ἄλλος γδούπησε στο πάτωμα. Δέν Δέν ἔνιωθε τίποτα, ἄφη- σε τα χέρια του να πέσουν – ·ἔτσι τὸν βρῆκαν όταν μπῆκαν οἱ Γερμανοί. Οὔτε κουνήθηκε, τὸν ἔδεσαν, τὸν χτύπησαν πολύ.
Βασίλευε ὁ ἥλιος ὅταν τὸν πῆραν σέρνοντας σχε δὸν καὶ τὸν πῆγαν στη ράχη κατά το δέντρο. Το χωριό ἦταν ἔρημο ὅπως περνοῦσαν. Πίσω ἀπό ἕννα παράθυρο πῆρε τὸ μάτι του δυό μάτια ποὺ τὸν κοίταζαν μ' ἀγάπη ὅπως δὲν τὸν κοίταξαν ποτέ ὡς τώρα μάτια ἀνθρώπινα. Κι ὕστερα ὅλα τὰ παρά θυρα ἔγιναν μάτια, ἀδελφικά μάτια που τον κοίταζαν με στοργή.
Ὅταν ἔφτασαν στη ράχη κοίταξε κάτου τό χωριό, τον κάμπο, τα βουνά ποὺ ἦταν τριανταφυλλιά σα μάτια δαμαλίτσας. Γλύκανε ἡ καρδιά του τοῦ 'ρθε να φωνάξει όοοχα - όοοο ... Τα χέρια του πόνεσαν, κοίταξε μιά το καψαλισμένο δέντρο κι ύστερα ἦρθε το βαθύ σκοτάδι.
Τη νύχτα οἱ ἀντάρτες χτύπησαν το χωριό, ὁ ἀδελφός του εἶχε βρεῖ τὸ τσαρούχι μὲ τὸ σημείωμα, τὴν κονταυγή οἱ Γερμανοί ἀναγκασμένοι ἄφησαν κάμποσους νεκρούς, ὑλικό κι ἔφυγαν.
Ὅταν πῆρε ἡ μέρα τον ξέκριναν το Σταυρή. Ήταν στη θέση του ἐκεῖ στὸ καψαλισμένο δέντρο. Μόνο που τώρα δέν κάπνιζε, οὔτε μποροῦσε νὰ φωνάξει σαν πρίν – ὅοοοχα-οοοο... Ἔμοιαζε μ' ἕνα τσακισμένο παράξενο κλαδί που το σάλευε πέρα- δῶθε ὁ ἀέρας ἐνῶ τὰ πεταμένα του μάτια ἦταν καρφωμένα στα πόδια του ὅπου ἔλειπε τὸ ζερβί του τσαρούχι.
Θάσος, 18-21.4.62
– Με ποιόν κουβεντιάζεις, Σταυρή; τον ρώτησε.
Ἐκεῖνος ξαφνιάστηκε, τόν κοίταξε μια θυμωμένος, ὕστερα ντράπηκε, κατέβασε τό κεφάλι καί κρύφτηκε ἀμίλητος μέσα στα δένδρα. Μπορεῖ νὰ μὴν ήταν ἀλήθεια, ὁπωσδήποτε στά βοσκοτόπια ὅλες οἱ πλάκες και ήταν χαραγμένες, κεφάλια βοδίσια με μεγάλα ματια.
Τά γελάδια κι η αδελφή του, ἡ Παρθενόπη. Ένα κοριτσάκι με μεγάλα ανατολίτικα μάτια - γι' αυτό που την αγαπούσε; Τα βράδια όταν γυρνούσε, άφηνε στην αυλή τα ξύλα που κουβαλούσε κι έμπαινε στό σπίτι. Η Παρθενόπη ήξερε, ερχόταν κοντά. Εκείνος άδειαζε τις τσέπες του, πράνα, φουντούκια, κούμαρα, γκόρτσα, ἀνάλογα με την εποχή. Η μεγάλη σπιτική του χαρά ήταν να βλέπει τα μάτια της χαρούμενα όπως έτρωγε ό,τι της έφερνε - τότε λάρωνε το μούτρο τοῦ Σταυρή. τὸν άλλο καιρό ήταν πάντα σκοτεινό. Ήταν ἕνας μελαχρινός άντρας, αξούριστος πάντα, μόνο με το ψαλίδι έκοβε κάθε τόσο τα γένια του, τα μαλλιά του αχτένιστα, φουσκωμένα – σα σκαντζόχοιρος, ἔλε γε ἡ Παρθενόπη καὶ γέλαγε, γέλαγε κι ὁ Σταυρής, μὲ τὰ μάτια μόνο. Δεν μπορούσες να μαναντέψεις την ηλικία του. Ήταν ἀπό κείνους τους χωριάτες πο που τοῦ φαίνεται πρόωρο νὰ τοὺς πεῖς γέρους, ὅμως πρέπει να βιάσεις πολύ τη φαντασία σου γιὰ νὰ τοὺς δεῖς παιδιά. Ο αδιάκοπος μόχθος κι ἡ στέρέρηση έχουν πετρώσει στο πρόσωπό τους μια άχρωμη, η έκφραση – εγκαρτέρηση ἢ ἀπελπισμένη ὑποταγή – καὶ μόνο κάποιες στιγμές διακρίνεις στη ματιά το τους μιαν ἀνθρώπινη μνήμη, ἕνα μακρινό παράπονο, μιά θαμμένη πίκρα, ένα κόμπο δάκρυ ξεχασμένο τόσον καιρό που στέγνωσε πιά.
Τὰ βράδια, ὅταν λείπαν οἱ ἄλλοι, ἡ Παρθενόπη τοῦ 'λεγε ἱστορίες που 'μαθε στο σχολειό, ἐκεῖνος άκουε - ήταν ή μακάρια ώρα του. Οἱ δικοί του, όταν τους έβρισκαν έτσι, μάλωναν.
– Τι κάθεσ᾿ ἐδῶ κι ἀκοῦς ἐρημιές, γράμματα θά μάθεις τώρα; Σήκω, κακομοίρη, νὰ βγεῖς κατά το χωριό νὰ δεῖς κανέναν ἄνθρωπο, νὰ ἰδεῖς κανένα κορίτσι. Κατέβαζε τότε πιο βαρύ το κεφάλι καί τράβαγε ἀπανωτές ρουφηξιές. Δὲν ἤθελε νὰ τοῦ μιλᾶν για γυναῖκες. Ἡ μάνα του το 'χε καημό νὰ τὸν παντρέψει. Κάποτε βρέθηκε ἕνα ὀρφανό κορίτσι, κουτσό, ἀπ᾿ ἕνα πλαϊνό χωριό καί τούς πάντρεψαν. Λίγο καιρό ἀργότερα ἔφυγε. Εἶπαν πώς τὸν παράτησε, ἔφυγε κορίτσι ὅπως ἦρθε. "Αλλοι λέγαν πώς μια φορά θάρρεψε λίγο ὁ Σταυρής τη νύχτα κι άπλωσε τὸ χέρι νὰ τῆς κάμει χάδια, βρῆκε ὅμως τα πόδια της μπερδεμένα μέ τά πόδια τα τοῦ μεγάλου του ἀδερφού – κοιμοῦνταν όλοι μαζί στρωματσάδα στό ένα ὅλο κι ὅλο δωμάτιο πο που 'χε το σπίτι – προσωρινή στέγαση προσφύγων ἀγροτῶν που κράτησε ὁλόκληρη ζωή – ποῦ νὰ βρεῖς ἄκρη; Οπωσδήποτε ἡ γυναίκα ἔφυγε κι ὁ Σταυρής, θυμωμένος, τῆς κράτησε ἀπὸ τὴν προίκα της ἕνα καλό πάπλωμα. Ὅταν βρίσκονταν ὅλοι στο σπίτι, προπαντός το χειμώνα που ἄναβε ἡ σόμπα, πέρναγε τή βραδιά καπνίζοντας συνέχεια. Κάποτε τον πείραζαν.
–Ἐσὺ δὲ λές τίποτα Σταυρή;
-Ο Σταυρής δέν ξέρει να μιλάει, κάθεται σα χαϊβάνι, ἔλεγε ἡ μάνα του. Μόνο τσάκανα ξέρει να μαζεύει, να καπνίζει και να φτύνει πλίτς-πλίτς σαν τῆς κότας τὸν κ... το στόμα του φαρμακωνόταν ἀπὸ τὰ τσιγάρα κι ἔφτυνε ἀδιάκοπα. Ἐκεῖνος τὴν κοίταε μια φορά σκοτεινά καί ξανάρχιζε το κάπνισμα.
Ὕστερα ἦρθε ὁ πόλεμος. "Ακουε τα βράδια που μίλαγαν για μάχες στην Αλβανία, για Ιταλούς, χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, τα παιδιά εἶχαν φύγει κι έστελναν γράμματα ἀπό τὸ μέτωπο – φανταζόταν ἕναν τόπο μακρινό κάτασπρο ἀπό χιόνια κι ἀνθρώπους που σαλεύουν σαν άν κατσαρίδες κι ὅποιος μπο ρέσει σκοτώνει τὸν ἄλλο. Ἔτσι πέρασε ὁ χειμώνας. Μια μέρα, τὸν ᾿Απρίλη, τον φώναξαν στην ᾿Αστυνομία, τοῦ ᾿δωσαν «κατάσταση» κι ἔφυγε γιά τή Φλώρινα, παρουσιάστηκε καί τὸν ντύσαν στρατιωτικά – ἄκουσε που μίλαγαν για πόλεμο μὲ τοὺς Γερμανούς. Ἔμεινε 2-3 μέρες, ὕστερα τον φώναξαν σ' ἕνα γραφεῖο καί τοῦ ᾿παν νὰ φύγει, δὲν τὸν χρειάζονταν πιά, ὁ πόλεμος τέλειωσε. Σπρωχνόταν μιά ὁλόκληρη μέρα νὰ μπεῖ σε κανένα τρένο, δέν τά κατάφερε, ξεκίνησε με τα πόδια – σε δυό μέρες ἦταν στο χωριό. Ἐκεῖ ὅλα ἦταν ἄνω-κάτω. Ἡ ᾿Αστυνομία εἶχε φύγει, ἀεροπλάνα περνοῦσαν ἀράδα κατά το Νοτιά, οἱ Γερμανοί, λέγαν, προχωροῦσαν γιὰ τὴν ᾿Αθήνα, ὅλοι ἦταν τρομαγμένοι, ὅλοι περίμεναν κάτι φοβερό να 'ρθει. Στό τέλος οἱ Γερμανοί δὲν ἦρθαν στο χωριό, τοὺς εἶδαν, λέγαν, στην πόλη – τα παιδιά ποὺ εἶχαν πάει στον πόλεμο ξα- ναγύριζαν ἕνα ἕνα, οἱ δικοί τους ἦταν χαρούμενοι. Μόνο ὁ Θανάσης τοῦ Σωφρόνη γύρισε λίγο αργότερα κουτσός κι ὁ ξάδελφός του ὁ Νικόλας δὲ θὰ γύριζε ποτέ, σκοτώθηκε στην ᾿Αλβανία κι ἡ μάνα του έκλαιγε. Σιγά σιγά ὁ κόσμος συνήθισε, ξανά πιασε τίς δουλειές του κι ὁ Σταυρής τά γελάδια του – πέρασε το καλοκαίρι.
Το χειμώνα, ἀραιά στήν ἀρχή, πιό πυκνά ΰστερα, φτάναν στο χωριό ἄνθρωποι ἀπό τίς πόλεις, ἀδύνατοι καί φοβισμένοι, φορτωμένοι πράγματα τοῦ νοικοκυριοῦ τους ποὺ τὰ πουλοῦσαν για ψωμί. Διηγοῦνταν φοβερά πράγματα για τις πολιτεῖες. Λέγαν γιὰ τὴν πείνα – οἱ ἄνθρωποι γυρνοῦσαν ὅλη τὴ μέρα γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί, παιδάκια καὶ γέροντες πεθαίναν στους δρόμους δρόμους ἀπὸ ἐξάντληση, γιὰ τὸν τρόμο λέγαν, πού πλάκωνε τις γειτονιές ὅταν ἄρχιζε να βραδιάζει, καὶ τὰ μάτια τους ἦταν πάντα σκιαγμένα.
Ὅλα αὐτὰ ὁ κόσμος τ' ἄκουε σα μακρινά και ξένα. Ἴσαμε πού ὁ φόβος ἦρθε πιο κοντά. Οἱ Γερμανοί μπήκαν σ' ἕνα κοντινό χωριό, ἄρπαξαν πράγματα ἀπὸ τὰ σπίτια, τουφεκοῦσαν στον αέρα, σκότωσαν κι έναν πού πήγαινε να φύγει κρυφά. Οἱ ἄνθρωποι δὲ βγαίναν πιὰ τὴν νύχτα, στο παζάρι πήγαιναν φοβισμένοι κι ὅλο περίμεναν πάλι κάτι να 'ρθει κακό μέρα με τη μέρα, ὥρα μὲ τὴν ὥρα. Ένα πράγμα σκοτεινό και πελώριο, κρεμασμένο στὸν ἀέρα, βάραινε, προπαντός τη νύχτα, την ψυχή τοῦ Σταυρῆ. Δὲν ἤξερε καλά νὰ πεῖ τί ἦταν, ἦταν σίγουρος ὅμως πώς πλανιόταν πάντα ἐκεῖ φοβερό, ἕτοιμο νὰ τὸν πλακώσει.
Καί μια μέρα γέμισε ὁ τόπος βουητό, μοτοσικλέτες, αὐτοκίνητα, οἱ Γερμανοί πιάσαν το χωριό γύρω γύρω, ὁ Σταυρής ἦταν στο δέντρο καί περίμενε νὰ μαζευτοῦν τὰ γελάδια, τοὺς εἶδε. Μάζεψαν ὅλα τὰ ζῶα στην πλατεία, τὰ περνοῦσαν ἕνα ἕνα μπροστά ἀπό ἕναν κοκκινομάλλη Γερμανό κι ἐκεῖνος διάλεγε τα νέα και τὰ χώριζε στὴν ἄκρη. Κατέβηκε και ζύγωσε, τὸ μάτι του έτρεξε ἀμέσως. Ἡ ταν μιά δαμαλίτσα κοντά δυό χρονῶν, παρδαλή με κανελιά μπαλώματα καί τριανταφυλλιά μάτια ομορφότερο πράμα δὲν εἶχε περάσει ἀπό τα χέρια του. Τοῦ χρόνου θα γεννοῦσε, την περίμενε νὰ τοῦ ἄλλη,άλλη μια δαμαλίτσα όμορφη σαν και εκείνη κι άλλη ,κι άλλη- ἕνα ὄνειρο: το λιβάδι μπροστά του σάν και κείνη κι γεμάτο γελάδια μέ κανελιά μπαλώματα καί τριανταφυλλιά μάτια. Τώρα ὅμως πάει, θὰ τὴν παῖρναν, ἦταν σίγουρος. Πήγε κοντά, τὴν ἔσπρωχνε, τή χάιδευε. Ο Γερμανός την τράβηξε στὴν ἄκρη μὲ τὰ νέα ζώα.
– Αὐτή μή... πῆγε νὰ πεῖ, ὁ ἄλλος τὸν ἔσπρωξε, πῆγε νὰ ἐπιμείνει, ἐκεῖνος φώναξε ἄγρια και σήκων σε το κοντάκι – εἶδε τὰ μάτια του: ἦταν πλημμυρισμένα αἷμα. Πρώτη φορά ἔβλεπε τέτοια κόκκινα μάτια. Μαζεύτηκε σε μια ἄκρη, ἡ καρδιά του κουβάρι, στο λαιμό ἕνας κόμπος, τράβαγε τσιγάρο, και τάπινε, ἐκεῖνος ὁ κόμπος δὲν ἔλεγε να πάει κάτω, μπούκωνε στις ρίζες τῶν ματιῶν, ἤθελε νὰ βγεῖ ἀ πό κεῖ. Οὔτε γύρισε να κοιτάξει που τα ξεκίνησαν, μάζεψε τ' ἀπομεινάρια, ὅλα τὰ γέρικα κι ἔφυγε. Όλη τη μέρα το κεφάλι του βούιζε σα να 'ταν τ' αὐτιά του βουλωμένα. Ἔνοιωθε σά νά'χε πεθάνει ἡ Παρθενόπη. Τὴν ἄλλη μέρα δὲ ρώτησε κανείς γιατί δὲν ἀκούστηκε ἡ φωνή του.
Ἔτσι πέρασε καιρός, βαρύς, σκιαγμένος... Κι ὕστερα κάπως ὅπως ἔγινε κι ἄλλαξαν πάλι τα πράγματα. Τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ἦταν πάλι νοιασμένα μά ὄχι σκιαγμένα πιά, ζωηρά στο σπίτι μπαινόβγαι ναν τα βράδια πρόσωπα ξένα, κάτι ἔλαμπε στα μάτια τους, μίλαγαν σιγανά, ὁ ἀδελφός του ὁ μεσια- νός ἄλλαξε ἀπότομα, ἦταν κοφτός στα λόγια του, σοβαρός, στέρεος. Οἱ ἄλλοι τὸν ἔλεγαν «συναγωνιστή», τὸ Σταυρή τὸν κοίταζαν μὲ ὑποψία, τοῦ και κοφαινόταν – ἔφευγε ὅμως καὶ τοὺς ἄφηνε μόνους. Ἦταν ἀλλιώτικος ὁ κόσμος, ὅλοι ἔγιναν ἀγνώριστοι, τά παιδιά τραγουδοῦσαν, χόρευαν κιόλας τις Κυριακές στήν πλατεία.
Ἦταν δυό μέρες ποὺ ἦταν σὲ τοῦτο το χωριό.
Κεῖνο τὸ βραδάκι ὅπως γύριζε ἀπὸ τὴ βοσκή τον σταμάτησαν κάτι ένοπλοι καὶ τοῦ ᾿παν: Είχαν χτυπήσει τους Γερμανούς στη γέφυρα, σκότωσαν μερικούς, έκαψαν δυό αὐτοκίνητα - θυμήθηκε τους πυροβολισμούς ποὺ εἶχε ἀκούσει τ' ἀπόγευμα. Υστερα ἦρθαν πολλοί Γερμανοί καὶ πιάσαν το χωριό, δὲν ἄφηναν κανένα να βγεῖ οὔτε νὰ μπεῖ, αὐτὸς μάλιστα ὅπως φοροῦσε τὸ στρατιωτικό χιτώνιο ποὺ τοῦ ᾿χαν δώσει στη Φλώρινα, ἔτσι ἀξούρστος κι ἄκουρος δὲν τὴ γλίτωνε. "Αφησε τα γελάδια νὰ πᾶνε μόνα τους και τράβηξε σὲ τοῦτο τὸ χωριό πού 'χε κάτι συγγενεῖς. Χτές το βράδυ ἕνας μικρός κατάφερε καί ξέφυγε καί τούς ἔφερε τα νέα τοῦ χωριοῦ του. Οἱ Γερμανοί μπαῖναν στα σπίτια κι ἄρπαζαν, τα βράδια γυρίζουν στούς δρόμους περίπολοι, ντουφεκᾶν ὅπου φεγγίζει στο παράθυρο φῶς, οἱ κάτοικοι μὲ τὸ ἡλιοβασίλεμα κλειοῦνται στα σπίτια, χτές το πρωί σκότωσαν το γερο-Κυριάκο πού ὁ γιός του εἶναι ἀντάρτης, οὔτε ἄφησαν νὰ τὸν θάψουν, τὸν ἔχουν στην πλατεία γιὰ νὰ τὸν βλέπουν. Τι θα γίνουν τα γελάδια του, ἡ Παρθενόπη – πῶς θὰ κάνει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους μέ τὰ μάτια γεμάτα αἷμα; Πῶς θὰ ἡσυχάσει ἡ ψυχή της τις νύχτες; Βαριά, βαριά ἡ καρδιά του οὔτε μπόρεσε να κλείσει μάτι, μόνο κάπνιζε, κάπνιζε καί κατάπινε.
Καθόταν σε μιά αὐλή καί τσοκάναγε πολλή ώρα μιά πέτρα ἀμήχανα, ὅταν ἦρθε ἕνα παιδί καὶ τὸν φώναξε – τὸν ἤθελε ὁ καπετάνιος, στο χωριό εἶχε ἀντάρτες. Κίνησαν μαζί. Ἕνας μεσόκοπος ἄντρας μέ μουστάκι παχύ καὶ μικρά ζωηρά μάτια τὸν περίμενε στο σπίτι που πῆγαν. Τοῦ ᾿παν ἤρεμα να καθίσει καὶ τοῦ μίλησε ίσια καὶ μὲ μπιστοσύνη που δὲν τοῦ 'χε δείξει καινείς ὡς τώρα. Θα χτυποῦσαν τους Γερμανούς να τοὺς διώξουν ἀπὸ τὸ χωριό του, ἦταν ὅμως ἀνάγκη να συνεννοηθούν μὲ τοὺς μέσα. Επρεπε τὸ ἴδιο βράδυ να πάει ένα σημείωμα στὸν ὑπεύθυνο, τον ἀδελφό του κι αὐτό μόνο αὐτός - μόνο ἐσὺ τοῦ πε - θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πάει. Κανείς ἄλλος δέν ξέρει τὰ μονοπάτια ὅπως αὐτός. Χρειάζεται ὅμως προσοχή, οἱ Γερμανοί ἔχουν φυλάκια σ' ὅλους τοὺς δρόμους γύρω στο χωριό. Δεν πρέπει νὰ τὸν πιάσουν. Το σημείωμα πρέπει να φτάσει. Η δουλειά κρέμεται ἀπό αὐτόν. Δὲν τὰ ᾿κουσε ὅλα ὅσα τοῦ ᾿πε. Ήταν ἄνω-κάτω. Μόνο γιά τσάκανα εἶναι ἄξιος, ἔλεγε ἡ μάνα του. – Μόνο εσύ, τό χωριό κρέμεται ἀπό σένα, τοῦ ᾿λεγε τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, τά 'χε χαμένα, ὅλα στριφογύριζαν ἀνακατωμένα μέσα του, μόνο τα σκιαγμένα μάτια τῆς Παρθενόπης τον κοίταζαν παραπονεμένα, ἀκίνητα. – Μόνο ἐσύ.
Εἶπε μόνο «καλά» κι ἔφυγε, ὅλο τ' ἀπόγεμα τσοκάνιζε ξανά την πέτρα.
Ὅταν νύχτωσε πῆγε ὅπως τοῦ ᾿χαν πεῖ καὶ πῆρε το σημείωμα. Ο καπετάνιος τὸν κοίταξε ἴσια καὶ τοῦ τὸ 'δωσε. Τοῦ ᾿σφιξε το χέρι. – Συναγωνιστή, στο καλό καί πρόσεχε, τοῦ ᾿πε. Ὅποιος σε ρωτήσει δέν ξέρεις τίποτα γιὰ μᾶς. Καλή τύχη.
Ὅταν πλησίασε στο χωριό, ἦταν καμιά ώρα μακριά, πῆρε ἕνα μονοπάτι που μόνος του το 'χε βρεῖ – τοῦ ἄρεζε να περπατάει σε δρόμους που δέν τοὺς πάτησε ἄλλος. Βγῆκε ἀγνάντια. Θεοσκότεινο το χωριό, το μάντεψε μόνο. Φοβισμένο οὔτε ἀνάσαινε. Στάθηκε λίγο, έβγαλε το χαρτάκι ἀπό τὸν κόρφο του καί τό 'χωσε στο ζερβί του τσαρούχι.
Ἔπρεπε ν᾿ ἀνεβεῖ καὶ νὰ περάσει το δρόμο κι ὕστερα θὰ ᾿παιρνε τή ρεματιά – λίγες δρασκελιές, το σπίτι του ἦταν ἀπό τ᾿ ἀκρινά. ᾿Ανέβηκε στο δρόμο, τ᾿ αὐτιά βούιζαν. Μιά φωνή, ἕνας κρότος, ἕνα φῶς τοῦ ᾿πεσε στὰ μάτια, δὲν πρόφτασε να κινηθεῖ, βρέθηκε τριγυρισμένος ἀπό 2-3 ἴσκιους. Τὸν ἔψαξαν, τοῦ ᾿δεσαν πίσω τα χέρια καὶ τὸν βάλαν κατά το χωριό. Περπατοῦσε σα χαμένος, μόνο το ζερβί του ποδάρι ἦταν βαρύ δὲν τοῦ ᾿χαν βρεῖ τὸ σημείωμα- τί θα γινόταν ὅμως;
Φτάσαν ἔξω ἀπό τὸ σπίτι του τί να κάνουν μέσα; – το πόδι του ἦταν ἀσήκωτο. Σά φίδι τινάχτηκε δεξιά κατά το σπίτι, βρέθηκε κάτ᾿ ἀπό τὸ δρόμο, κάτι ἔτριξε πίσω του, τὸ αὐτόματο κροτά λισε, τσιριξιές ἀκούστηκαν μέσα στο σπίτι, ἕνα πράμα τὸν ἔκαψε στο ζερβί μπούτι ἔπεσε. Οἱ ἄλλοι ζύγωναν, ἔκανε νὰ σουρθεῖ, τα χέρια δεμένα. Μιά ἀστραπή. Το δεξί πόδι δούλεψε κι ἔβγαλε τό ζερβί τσαρούχι – ἦταν κάτ᾿ ἀπό τὸ παράθυρό τους. Τον ξανάπιασαν. Τὸ αἷμα ἔτρεχε στο ποδάρι ἦταν ὅμως τόσο λαφρύ πιά, ἡ ψυχή τὸ ἴδιο.
Τόν πῆγαν στο σχολειό, ἦταν ἕνας κοκκινο- πρόσωπος ξανθός κι ἄλλοι ὅλοι ξανθοί κι ἕνας μελαχρινός, τοῦτος τοῦ μίλαγε Ἑλληνικά. Τόν ξαννάψαξαν καὶ τὸν ρώτησαν γιατί εἶχε ἕνα τσαρούχι. Τοὺς εἶπε πώς το 'χασε στο δάσος πού ἐρχόταν. Τοὺς εἶπε πῶς τὸν λένε, τί δουλειά κάνει, πῶς βρέθηκ᾿ ἔξω ἀπό τό χωριό καί σήμερα εἶπε νὰ ξανάρθει.
– Καί ποῦ ἤσουν τόσες μέρες;
– Στο Πολυδένδρι.
-Ἔχει ἀντάρτες ἐκεῖ;
– Δεν ξέρω – τοῦ ᾿χε πεῖ ὁ καπετάνιος
-Ποῦ ἔχει ἀντάρτες;
-Δεν ξέρω.
- Ποιός εἶναι ὑπεύθυνος στο χωριό;
- Δέν ξέρω.
Ἐκεῖ ἀπάνω τὸν χτύπησαν. Τόν ξαναρώτησαν καὶ τὸν ξαναχτύπησαν πιο πολύ. Κάτι ἔλεγε ὁ γερμανός ἀγριεμένος, τὸν κοίταε ἀπό πάνω μέχρι κάτω, κοίταε τα μαλλιά του, τοῦ ᾿δειχνε το στρατιωτικό του χιτώνιο ὕστερα τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὰ μαλλιά καὶ τὸν χτυποῦσε μ' ἕνα ξύλο. Σε μιά στιγμή το κεφάλι του κουδούνισε, τα μάτια του γέμισαν σπίθες πού τινάζονταν καί χόρευαν καί στο πρόσωπό του κύλησε ἕνα πράμα ζεστό. Ε λεγε μόνο – Πιλμέμ*, ἴσαμε ποὺ ἔσβησε κι αὐτό σιγά σιγά.
Ὅταν συνῆρθε βρισκόταν σ' ἕνα μικρό δωματιά κι τό γραφεῖο τοῦ σχολείου. Ἔξω ἦταν ὅμορφος ὁ καιρός. Ἕνα κλωνάρι τῆς μουριᾶς ἔλαμπε στο παράθυρο, τρυφερά πού ἦταν τα φυλλαράκια. Να τά 'χε ἡ Κοκκίνω τοῦ Κούτρου θά χόρταινε, πού δέν κόβουν τα δόντια της. Μπορεῖ νὰ ψοφήσει τώρα κλεισμένη χωρίς χλωρασιά. Κι ὕστερα τοῦ ᾿ρθαν κι ἄλλα, ὅλα τά γελάδια του. Στό λιβάδι ἁπλωμένα βοσκᾶν, μαλακώνει ἡ ψυχή. Πῶς ἄλλαξ᾽ ἔτσι γρήγορα ὁ κόσμος. Μέχρι προχθές, μέχρι ψές το βράδυ ἐκεῖ στὸ δρόμο, δύο δρασκελιές ἀκόμη – να να το βρῆκαν τὸ σημείωμα; Δερνόνταν το μυαλό του μέ τὴν ἀγωνία μέχρι ποὺ ἄνοιξε ἡ πόρτα. Μπῆκε κεῖνος ὁ μελαχρινός. Τόν ἔλυσε, τοῦ ᾿πε να μή φοβᾶται κι αὐτός εἶναι Ἕλληνας, τοῦ ᾿δωσε καί τσιγάρο, το 'θελε πολύ, εἶχε ἀπὸ τὰ χτές να καπνίσει.
* Δεν ξέρω, τούρκικα.
Μέ τις πρώτες ρουφηξιές ζαλίστηκε, ὁ ἄλλος μιλοῦσε. Τοῦ ἔλεγε γιὰ τοὺς Γερμανούς, πώς εἶναι καλοί, δὲν πειράζαν τους ἥσυχους ἀνθρώπους μόνο κάτι κακούς Ἕλληνες δὲν τοὺς ἀφήνουν ἥσυχους, αὐτούς κυνηγᾶνε. Αὐτός νὰ μὴ φοβᾶται φαίνεται καλός ἄνθρωπος, μόνο νὰ τοῦ πεῖ ποιόν τοῦ ᾿παν νὰ βρεῖ στὸ χωριό – τοῦ μίλαγε μαλακά, τοῦ 'δωσε κι ἄλλο τσιγάρο. Δὲν τὰ ᾿κουγε ὅλα, τοῦ φαινόταν παράξενο τί σοι Ἕλληνας εἶναι τοῦτος, ὅσο πήγαινε τὸν σιχαινόταν. Στὴν ἀρχή κάτι ἀπαντοῦσε, ὕστερα σφάλιξε το στόμα κι οὔτε τὸ ξανάνοιξε. Ὁ ἄλλος κατάλαβε – Καλά τοῦ ᾿πε, θα μετανοιώσεις. Σκέψου το καλά, θά ξανάρθω, κι ἔφυγε.
Το κορμί του πονοῦσε, ἔνιωθε κι ἐξάντληση, πεινοῦσε κιόλα. Τό ἀπόγεμα τόν ξαναπῆραν μέσα, τὸν χτύπησαν ξανά. Μὲ τὰ πρῶτα χτυπήματα ζαλίστηκε. Ὅλα χάνονταν σ' ἕνα σύννεφο σταχτί, μόνο ἡ γλώσσα του εἶχε κολλήσει ἐκεῖ κι ἀνάδευε πάντα: Πιλμέμ... Πιλμέμ...
Τη νύχτα τον ξαναπῆραν, τὰ ἴδια. Τήν ἄλλη μέρα το πρωί ξανάρθε ὁ «Ἕλληνας», τὸ ἴδιο τροπάρι, καλοπιάσματα, ἔφυγε φοβερίζοντας.
Το μεσημέρι ἄνοιξε ἡ πόρτα καί μπῆκε ἡ Παρθενόπη, ξαφνιάστηκε πού εἶδε τὸ κορίτσι ἐκεῖ μέσα. Ἐκείνη μπῆκε, εἶπε μονάχα - Σταυρή – κι ἀπόμεινε κοκαλωμένη, μέ τό φαγητό στο χέρι. Σήκω- σε ἐκεῖνος τό κεφάλι καί τήν κοίταξε, ἦταν καταγῆς δεμένος. "Ήθελε να τή μαλώσει, ὅταν εἶδε τὰ μάτια της ἔμεινε ἀμίλητος. Η καρδιά του ἦταν ζεστή ὅπως κάτι χειμωνιάτικες μέρες που 'χε λιακάδα, ἕνα χλιόν ἥλιο σαν χάδι.
Ο Γερμανός που περίμενε στην πόρτα κάτι μουρμούρισε σε λίγο κι ἔδειξε στο κορίτσι πώς πρέπει να φύγει. Τότε ἐκεῖνο σὰ νὰ ξύπνησε, ρίχτηκε ἀπάνω στο κουλουριασμένο καταγῆς κορμί, τον φιλοῦσε κι ἔκλαιγε. Ο Γερμανός ξαναφώναξε, ὕστερα μπῆκε καὶ τὴν τράβηξε. Πιάστηκε ἡ Παρθενόπη ἀπὸ τὴν κασόπορτα, φώναξε και τραβοῦσε ὁ Γερμανός, ἀντιστεκόταν ἐκείνη καὶ δὲν ἔλεγε να ξεκολλήσει. Σήκωσε τότε ἐκεῖνος τ' ὅπλο κι ἔδωσε μιά κοντακιά στο γαντζωμένο χέρι. "Ακουσε το κράκ ὁ Σταυρής, το κορίτσι οὔρλιαξε ἀπό τὸν πόνο, ἔκλεισε ἡ πόρτα, οἱ σκληριές και τ᾿ ἀναφυλλητά μάκρυναν ἴσαμε πού ἔσβησαν. Ἡ καρδιά του ἔσταζε αίμα, τὰ σχοινιά ἔσφιγγαν πολύ τὰ χέρια του πίσω, δὲν πονοῦσε ὅμως.
Ξανάρθε σε λίγο ὁ «Ἕλληνας». Τοῦ ᾿λυσε τά χέρια, τοῦ ᾿δωσε τσιγάρο και ξανάρχισε νὰ τοῦ λέει ξανά το τροπάρι. Οἱ Γερμανοί εἶναι καλοί – ένα βουητό μεγάλωνε ὁλοένα στ' αὐτιά τοῦ Σταυρῆ, ἔγινε καμπάνες, καμπάνες πολλές, ἕνα κορίτσι μέ μεγάλα φοβισμένα μάτια οὔρλιαζε μακριά, σπαραχτικά, το κεφάλι τοῦ ἀντικρινοῦ μεγάλωνε, μεγά λωνε κι ὁ λαιμός του γινόταν μακρύς, μακρύς – σήκωσε τα χέρια. Τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν ἔσφιγγε, τον ἔσφιγγε, εἶδε τὰ μάτια του που γούρλωναν, γούρλωναν κι ή γλώσσα του ἀνάδευε μέσα σ' ἕνα πνιγμένο ροχαλητό. Όταν χαλάρωσε τα χέρια του ὁ ἄλλος γδούπησε στο πάτωμα. Δέν Δέν ἔνιωθε τίποτα, ἄφη- σε τα χέρια του να πέσουν – ·ἔτσι τὸν βρῆκαν όταν μπῆκαν οἱ Γερμανοί. Οὔτε κουνήθηκε, τὸν ἔδεσαν, τὸν χτύπησαν πολύ.
Βασίλευε ὁ ἥλιος ὅταν τὸν πῆραν σέρνοντας σχε δὸν καὶ τὸν πῆγαν στη ράχη κατά το δέντρο. Το χωριό ἦταν ἔρημο ὅπως περνοῦσαν. Πίσω ἀπό ἕννα παράθυρο πῆρε τὸ μάτι του δυό μάτια ποὺ τὸν κοίταζαν μ' ἀγάπη ὅπως δὲν τὸν κοίταξαν ποτέ ὡς τώρα μάτια ἀνθρώπινα. Κι ὕστερα ὅλα τὰ παρά θυρα ἔγιναν μάτια, ἀδελφικά μάτια που τον κοίταζαν με στοργή.
Ὅταν ἔφτασαν στη ράχη κοίταξε κάτου τό χωριό, τον κάμπο, τα βουνά ποὺ ἦταν τριανταφυλλιά σα μάτια δαμαλίτσας. Γλύκανε ἡ καρδιά του τοῦ 'ρθε να φωνάξει όοοχα - όοοο ... Τα χέρια του πόνεσαν, κοίταξε μιά το καψαλισμένο δέντρο κι ύστερα ἦρθε το βαθύ σκοτάδι.
Τη νύχτα οἱ ἀντάρτες χτύπησαν το χωριό, ὁ ἀδελφός του εἶχε βρεῖ τὸ τσαρούχι μὲ τὸ σημείωμα, τὴν κονταυγή οἱ Γερμανοί ἀναγκασμένοι ἄφησαν κάμποσους νεκρούς, ὑλικό κι ἔφυγαν.
Ὅταν πῆρε ἡ μέρα τον ξέκριναν το Σταυρή. Ήταν στη θέση του ἐκεῖ στὸ καψαλισμένο δέντρο. Μόνο που τώρα δέν κάπνιζε, οὔτε μποροῦσε νὰ φωνάξει σαν πρίν – ὅοοοχα-οοοο... Ἔμοιαζε μ' ἕνα τσακισμένο παράξενο κλαδί που το σάλευε πέρα- δῶθε ὁ ἀέρας ἐνῶ τὰ πεταμένα του μάτια ἦταν καρφωμένα στα πόδια του ὅπου ἔλειπε τὸ ζερβί του τσαρούχι.
Θάσος, 18-21.4.62
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου