theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΩΣ ΣΤΕΦΑΝΟ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣ [Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος]



Γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, όπου πέρασε και τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Μετά τον θάνατο του δικηγόρου πατέρα του το 1943, η οικογένειά του πέρασε δύσκολες ημέρες. Όπως έγραψε ο ίδιος αργότερα, από ανάγκη σπούδασε στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το 1949 έως το 1955.

Από το 1959 έως 1968, υπηρέτησε στην Καβάλα. Εκεί έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα με το διήγημα «Ο φρακασάνες», το οποίο δημοσίευσε με ψευδώνυμο στο καβαλιώτικο περιοδικό Αργώ το 1962.[2] Συνεργάσθηκε επίσης με τα περιοδικά Σκαπτή Ύλη (Καβάλα), Ταχυδρόμος (Καβάλα), Διάλογος (Θεσσαλονίκη), Διάλογος (Λεχαινά), ΑντίΧάρτηςΧρονικό και Το Τέταρτο. Επίσης διετέλεσε για πολλά χρόνια διευθυντής σύνταξης στο περιοδικό Ιατρική Επιθεώρησις Ενόπλων Δυνάμεων. Από τον Στρατό παραιτήθηκε το 1983 με τον βαθμό του ανωτέρου γενικού αρχίατρου.

Το έργο του, που κατατάσσεται στην μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία, διακρίνεται από λιτότητα του λόγου,[3] λεπτή ειρωνεία και τρυφερή νοσταλγία για τα δύσκολα χρόνια της νεότητας. Η αναγνώριση ήρθε το 1995 με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω.

Αρθρογραφούσε περιστασιακά στις εφημερίδες Καθημερινή[4] και Ελευθεροτυπία, ενώ επιμελήθηκε και την έκδοση βιβλίων λιγότερο γνωστών λογοτεχνών, όπως ο Όμηρος Πέλλας (1921–1962).[5] Σ' αυτόν οφείλεται και η πρώτη κριτική παρουσίαση στην Ελλάδα του έργου του Νίκου Καχτίτση με μια ιδιωτική έκδοση το 1974. Τα πιο πρόσφατα έργα του είναι η συλλογή διηγημάτων Ο θησαυρός των Αηδονιών (2009) και το αφήγημα Συγκοπή πλατάνου (2010).

Το 2007 γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ «Σπίτι δίπλα στη θάλασσα» με θέμα τον ίδιο και σκηνοθέτη τον Λευτέρη Ξανθόπουλο.[6]

Διηγήματά του έχουν μεταφρασθεί και στα γαλλικά.

Απεβίωσε στις 29 Νοεμβρίου 2024, σε ηλικία 94 ετών.[7]

  • Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη. Θεσσαλονίκη, Τραμ, 1973. Αναφορές στο έργο του πεζογράφου Νίκου Καχτίτση. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1974.
  • Θερμά θαλάσσια λουτρά. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1980.
  • Επιστολαί προς μνηστήν (με τον Ηλία Πετρόπουλο). Αθήνα, Γράμματα, 1980.
  • Παρακείμενα (δοκίμια). Αθήνα, Κέδρος, 1983.
  • Βουστροφηδόν (δοκίμια). Αθήνα, Ύψιλον, 1987.
  • Ο γενικός αρχειοθέτης. Αθήνα, Κείμενα, 1989.
  • Επί πτίλων αύρας νυχτερινής (πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη). Αθήνα, Νεφέλη, 1992.
  • Α/Π Ελένη. Πάτρα, Δήμος Πατρέων, 1994.
  • Ροζαμούνδη. Αθήνα, Νεφέλη, 1995.
  • Τόποι τέσσερεις. Αθήνα, Στιγμή, 1996.
  • Αποκείμενα (δοκίμια). Αθήνα, Νεφέλη, 2000.
  • Τόποι τέσσερεις συν τρεις. Αθήνα, Στιγμή, 2001.
  • Ο οβολός και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Νεφέλη, 2004.
  • Ο θησαυρός των Αηδονιών. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2009.
  • Συγκοπή πλατάνου. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2010.
Διαβάστε και αυτά 
ΚΑΙ ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΦΤΕΙ/ ΤΟ ΒΗΜΑ //ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ //ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

 ΕΝΑ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΙ
 Ο Οβολός
http://navarino-s.blogspot.com
Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.
-- Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.
-- Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.
-- Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.
Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.
-- Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.
Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μου δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.
Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.
-- Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.
Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο, και ακολουθούσαμε εμείς.
Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.
Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.
Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.
Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.
Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.
Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.
Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στη τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:
-- Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.
Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:
-- Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!

ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ

Θερμὰ θαλάσσια λουτρὰ

1980
ΣΤΟ ΧΤΗΜΑ ΜΑΣ, ὅταν οἱ ζέστες ἔπιαναν γιὰ τὰ καλά, ἄρχιζαν οἱ προετοιμασίες γιὰ τὴ θάλασσα. Πρώτη ἡ θειά μου πού, ἀφ’ ὅτου χήρεψε, ὑπέφερε ὁλόκληρο τὸν χειμώνα ἀπὸ ρευματισμούς, κατέβαζε ἀπὸ τὴν ἀποθήκη ἕνα μεγάλο στρογγυλὸ κουτί, ἀπὸ ὅπου ἔβγαζε τὸ μαῦρο καλοκαιρινό της καπέλο, ἀγορασμένο πρὶν χρόνια καὶ χρόνια ἀπὸ τὸν μακαρίτη, σὲ ἕνα του ταξίδι ἀστραπὴ στὴν Τεργέστη. Τὸ ταξίδι ἐκεῖνο, ποὺ ἀναφερόταν σπάνια, πάντοτε δὲ μὲ κάποιο δέος, φαίνεται ὅτι πραγματοποιήθηκε ὑπὸ συνθῆκες ποὺ χαρακτηρίστηκαν ὡς ἔκτακτες, ἂν μὴ καὶ μυστηριώδεις. Ἡ θειά μου βούρτσιζε προσεχτι­κὰ τὸ καπέλο καὶ ὕστερα τὸ καθάριζε μὲ ἕνα ἐκχύλισμα φύλλων κισσοῦ. Μὲ τὸ ἴδιο ὑγρό, βρασμένο ἐλαφρά, σχεδὸν ἀφέψημα, καθάριζε καὶ τὴ μαύρη της μαντήλα, τὴν ἐσάρπα της, κα­θὼς καὶ ἕνα ψάθινο καλαθάκι μὲ καπάκι, ποὺ προοριζόταν γιὰ τὰ τρόφιμα τοῦ ταξιδιοῦ. Ἡ πιὸ μεγάλη φασαρία ἦταν ὥσπου νὰ συμφωνήσει μὲ τὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς δυὸ ταξιτζῆδες τῆς πόλης (τοὺς σωφέρ, καθὼς τοὺς ἔλεγαν) τὶς μέ­ρες καὶ τὶς ὧρες ποὺ θὰ μᾶς παραλάμβανε μὲ τὸ φορτάκι του ἀπὸ τὸν σταθμό. Τὸ τραῖνο ἀνα­χωροῦσε κάθε πρωὶ στὶς δέκα καὶ δέκα.
Ὁ σταθμὸς βρισκόταν στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλης, σὲ ἕνα πέτρινο διώροφο σπίτι, μὲ ὡραῖα μπαλκόνια, πολλὲς πόρτες, γκισέδες καὶ κιγκλι­δώματα. Διέθετε τρεῖς αἴθουσες ἀναμονῆς, ἀνά­λογες μὲ τὴ θέση ποὺ ταξίδευε ὁ κάθε ἐπιβάτης.
Ἡ θειά μου ἔβγαζε ἕνα εἰσιτήριο διαρκείας, πρώτης θέσεως, μὲ τὴν πρόσθετη ἔνδειξη «θερ­μὰ θαλάσσια λουτρά», γραμμένη μὲ καφὲ λο­ξὰ γράμματα. Ἕνα εἰδικὸ βαγόνι, μὲ τὴν ἴδια ἔνδειξη στοὺς ὑαλοπίνακες, ἐξυπηρετοῦσε ἀπο­κλειστικὰ αὐτὴ τὴν κατηγορία τῶν λουομένων. Ἦταν ἕνα ἀληθινὸ ἄδυτο, ὅπου κανεὶς τρίτος δὲν διενοεῖτο οὔτε νὰ διέλθει κάν, ὄχι νὰ καθίσει, ἢ νὰ τολμήσει νὰ ἀνοίξει τὸ παράθυρο.
Δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ πιὸ τρυφερὴ ἀναχώρηση τραίνου. Στὶς δέκα παρὰ τέταρτο χτυ­ποῦσε τὸ πρῶτο καμπανάκι τοῦ σταθμοῦ, μὲ ἕναν γλυκύ, μαλακό, ἀλλὰ καὶ ἀρκετὰ ἰσχυρὸ ἦχο. Οἱ πιὸ ἡλικιωμένοι ἔσπευδαν ἤδη στὸ βαγόνι τους. Στὶς δέκα παρὰ πέντε χτυποῦσε τὸ δεύτερο, ὁπότε ἡ κίνηση, τὰ τρεχάματα καὶ ὁ ἀναβρασμὸς ἐπιτείνονταν, καὶ στὶς δέκα καὶ δέκα ἀκριβῶς χτυποῦσε τὸ τρίτο καμπανάκι, μὲ τὸ ὁποῖο ὅλοι πιὰ καταλάμβαναν, μέσα σὲ μιὰ πραγματικὴ ἀναταραχή, τὶς θέσεις τους. Τότε ἐμφανιζόταν ὁ Θύμιος. Φοροῦσε μιὰ πο­λὺ σκούρα μπλὲ στολὴ καὶ πηλήκιο μὲ πολλὰ χρυσὰ σειρήτια, ἐνῶ ἀπὸ τὸν ἀριστερό του ὦμο κρεμόταν μιὰ καφὲ δερμάτινη τσάντα, μὲ τὰ εἰσιτήρια καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα ὄργανα τοῦ ἐλέγχου. Ἀπὸ τὴ ζώνη τοῦ πανταλονιοῦ του, μὲ μιὰ χοντρὴ ἁλυσίδα, εἶχε ἀναρτήσει μιὰ μικρὴ σάλπιγγα, ἄψογα γυαλισμένη καὶ ἰδιαίτερα κυρτή, σὰν κέρας. Ὁ Θύμιος ἔριχνε μιὰ βλοσυρὴ ματιὰ κατὰ μῆκος τοῦ συρμοῦ, καὶ ἐπέπληττε ὅσους κωλυσιεργοῦσαν νὰ ἀνέβουν. Στυλωμένος περὶ τὸ μέσον τοῦ τραίνου, ἀνέκραζε στεντορείᾳ τῇ φωνῇ: Ἔς, κύριοι! Κανεὶς δὲν ἔμαθε ποτὲ τὸ ἀκριβὲς νόημα τῆς φράσης, ἀλλὰ ἀμέσως, πατεῖς με πατῶ σε οἱ βραδυποροῦντες, σκαρφάλωναν στὰ βαγόνια. Οἱ ἐπιβάτες τῆς πρώτης θέσεως, καθισμένοι σὲ περίτεχνα καθίσματα ἀπὸ ψάθα προελεύσεως ἐξωτερικοῦ, δυσφοροῦσαν. Ὅλα τὴν τελευταία στιγμή, ἔλεγαν.
Ὁ Θύμιος στρεφόταν ἀκολούθως στὸν μηχανοδηγό. Ἐκεῖνος τὸν προσέβλεπε πειθήνια στὰ μάτια, ἐνῶ μὲ τὸ δεξί του χέρι ἔψαυε τὴ σειρήνα τοῦ τραίνου. Ἕτοιμος; τοῦ φώναζε. Ὁ μηχανοδηγὸς ἔγνεφε καταφατικά, χωρὶς νὰ ἀποσύρει τὸ παράπαν τὸ βλέμμα του. Τότε ὁ Θύμιος ἀνασποῦσε τὴ σάλπιγγα καὶ σάλπιζε ἕναν ὀξύ, μακρότατον καί, μπορῶ νὰ πῶ, μουσικὸν ἦχο, ποὺ ἔσβηνε σιγὰ σιγά, σὰν σιωπητήριο. Ἕνα εὐχάριστο ρίγος διέτρεχε τοὺς ἐπι­βάτες. ῞Ολα ἕτοιμα πλέον, πρὸς ἀναχώρησιν. Τὸ τραῖνο σφύριζε καὶ ξεκινοῦσε ἀργὰ ἀργά, μέσα σὲ θορύβους καὶ γδούπους. Ὁ Θύμιος πλησίαζε καὶ αὐτὸς καὶ σαλτάριζε στὸ τελευταῖο βαγόνι. Τὸ ταξίδι ἄρχιζε.
Ἡ θάλασσα ἀπεῖχε περὶ τὰ δεκατρία χιλιόμετρα καὶ μέχρι τὴν Ἀλκυώνα, ὅπου κατέβαιναν οἱ κανονικοὶ λουόμενοι, μεσολαβοῦσαν τρεῖς σταθμοὶ καὶ μιὰ προαιρετικὴ στάση. Σὲ κάθε ἀναχώρηση ἀπὸ τοὺς ἐνδιάμεσους σταθμούς, ἡ διαδικασία μὲ τὸν Θύμιο ἐπαναλαμβανόταν μὲ τὴν ἴδια ἀκρίβεια – μόνο στὴν προαιρετικὴ στά­ση παρέλειπε τὶς ἐκφωνήσεις. Τὸ τραῖνο περνοῦ­σε μέσα ἀπὸ σταφιδαμπέλους, ἀγρεπαύλεις, μετόχια μοναστηριῶν καὶ ἀμμόλοφους. Στοὺς σταθμοὺς οἱ νέοι κατέβαιναν καὶ ἅρπαζαν ἀπὸ τὰ παρακείμενα κλήματα τσαμπιὰ μαύρης στα­φίδας, ἢ καὶ χοῦφτες ὁλόκληρες ἀπὸ τὰ ἁλώνια, ὅπου ἅπλωναν τὸν καρπὸ γιὰ νὰ ξεραθεῖ.
Ὁ μεγάλος ὅμως σαματὰς γινόταν στὴν Ἀλ­κυώνα. Πρὶν ἀκόμη σταματήσει τὸ τραῖνο, πηδοῦσαν ἀρκετοὶ ἀπὸ τὰ βαγόνια καὶ ἄρχιζαν νὰ τρέχουν δαιμονιωδῶς πρὸς τὴ θάλασσα. Εἶ­χαν νὰ διανύσουν περίπου δύο χιλιόμετρα, ὥσπου νὰ φθάσουν στὴν ἀμμουδιὰ μὲ τὶς μπα­νιέρες. Πολλοὶ προτιμοῦσαν νὰ κατέβουν στὴν ἑπόμενη στάση, μπροστὰ στὰ θερμὰ λουτρά, ἀπὸ ὅπου ἡ ἀπόσταση ὣς τὶς μπανιέρες ἦταν πολὺ μικρότερη, σχεδὸν μηδαμινή. Τὶς ἔβρισκαν ὅμως κατειλημμένες ἀπὸ τοὺς πρώτους, ποὺ εἶχαν σαλτάρει ἀπὸ τὸ τραῖνο καὶ διατρέξει τὴ διαδρομὴ μὲ τὰ πόδια.
Τὸ κτήριο τῶν θερμῶν λουτρῶν, βαμμένο κίτρινο, περιβαλλόταν ἀπὸ ἕνα ἄλσος μὲ εὐκάλυπτους. Ἡ θειά μου δὲν μὲ ἄφηνε νὰ μπῶ μέσα στοὺς λουτῆρες. Ἄνοιγε τὸ καλαθάκι, μοῦ ἔδινε ψωμί, τυρί, ἕνα αὐγὸ βραστὸ καὶ σταφύλια, καὶ μὲ παρότρυνε νὰ περπατήσω στὴν ἀμ­μουδιά, ἀφοῦ φοροῦσα προηγουμένως μιὰ κατάλληλη κάσκα γιὰ τὸν ἥλιο.
Πήγαινα στὴν ἀμμουδιὰ καὶ χάζευα. Μάζευα κοχύλια, ἀστερίες, ζωντανὲς ἄσπρες ἀχη­βάδες. Ἀνέβαινα ὕστερα στὶς μπανιέρες. Ἦταν ξύλινες, κατασκευασμένες ἀπὸ χοντροὺς σιδερένιους πασσάλους, ποὺ τοὺς εἶχαν μπήξει μέσα στὴ θάλασσα, χωριστὰ μιὰ σειρὰ μπανιέρες γιὰ τοὺς ἄντρες, χωριστὰ γιὰ τὶς γυναῖκες. Μιὰ γέφυρα, ἐπίσης ξύλινη, ἕνωνε τὸ κάθε συγ­κρότημα μὲ τὴν ξηρά.
Οἱ καμπίνες ἦταν στενές, ὑγρὲς καὶ μύριζαν μούχλα καὶ κάτουρο. Ἡ ἑταιρεία τοῦ τραίνου τὶς εἶχε χτίσει πρὶν χρόνια, ἀλλὰ σιγὰ σι­γὰ τὶς ἐγκατέλειψε καὶ ρήμαζαν. Ἔλειπαν ἀρ­κετὰ σανίδια καὶ ἔτσι φαινόταν ὁ ἀμμουδερὸς πυθμένας τῆς θάλασσας, καθὼς καὶ οἱ σπασμένοι πάσσαλοι, γεμάτοι φύκια καὶ ὄστρακα. Μιὰ σκαλίτσα ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τῆς κάθε καμπίνας κατέβαζε στὰ βαθιά, ὅπου τὸ βάθος τοῦ νεροῦ ξεπερνοῦσε τὸ μέτρο. Παιδιὰ δὲν ἄφηναν νὰ κολυμπήσουν ἐκεῖ. Οἱ ἄντρες φοροῦσαν μακριὰ μπανιερά, ἂν καὶ μερικοὶ νοικοκυραῖοι κατέβαιναν τὴ σκαλίτσα τελείως γυμνοί. Μὲ πολλὴ σοβαρότητα τοποθετοῦσαν τὸ ἀριστερό τους χέρι ἀνοιχτό, μπροστὰ ἀπὸ τὰ ἀπόκρυφα μέλη τους, ἐνῶ μὲ τὸ δεξί, μόλις τὸ πόδι τους ἄγγιζε τὸ νερό, ἔκαναν ἀργὰ ἀρ­γὰ τὸν σταυρό τους. Κατόπιν βουτοῦσαν.
Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο, οἱ μπανιέρες εἶ­χαν ἀρχίσει νὰ ξεχαρβαλώνονται τελείως. Τότε ἦταν ποὺ ἔφθασαν στὸν τόπο μας μερικοὶ πρόσφυγες ἀπὸ τὴν Ρωσία, δικοί μας, ἢ καὶ Λευκορῶσοι. Θυμᾶμαι ἕνα ξανθὸ παλληκαράκι ψηλό, μὲ γαλανὰ μάτια. Κολυμποῦσε περίφημα. Ἔφερνε γύρα ὅλη τὴν ἀκτή. Μὲ ὡραῖες ἁπλωτὲς πήγαινε στὰ βαθιά, παρέκαμπτε τὸ εἰδικὸ σύρμα ποὺ χώριζε τὰ χωρικὰ ὕδατα τῶν γυναικῶν καὶ κολυμποῦσε στὰ νερά τους. Τσι­ρίδες καὶ φωνές, ἐκεῖνες. Οἱ δικοί μας τὸν κύτ­ταζαν ζηλόφθονα, διαμαρτύρονταν, ἀλλὰ ποῦ νὰ τολμήσουν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν, σὲ κεῖνες τὶς ἀκτὲς μὲ τὰ ρηχὰ νερά, κανεὶς δὲν κατάφερ­νε νὰ μάθει κολύμπι τῆς προκοπῆς.
Μιὰ Κυριακὴ ὁ νεαρὸς Ρῶσος, ἀφοῦ ἔκανε κάμποσους γύρους, ἐπέστρεψε κολυμπώντας πρὸς τὶς ἀνδρικὲς μπανιέρες. Ἀνέβηκε τὴ σκαλίτσα καὶ σκαρφάλωσε ἐπάνω στὴ στέγη, ἀπὸ ὅπου μποροῦσε νὰ γίνει ὁρατὸς ἀπὸ τὴν πλευ­ρὰ τῶν γυναικῶν. Ὁ καιρὸς εἶχε λίγο ψυχράνει, ἡ θάλασσα ἦταν ἀρκετὰ φουρτουνιασμένη καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐρημώνει κάπως. Πάνω στὴ στέγη ὁ Ρῶσος ἔμεινε ἀρκετὴ ὥρα, κυττάζοντας πότε δεξιὰ καὶ πότε ἀριστερά του. Ὕστερα ζυγίστηκε ἀργά, ἄνοιξε τὰ χέρια καί, πηδώντας μὲ φόρα στὴ θάλασσα, ἔκανε μιὰ θεαματικὴ βουτιά. Ἔμεινε ἐκεῖ, καρφωμένος σὲ κάποιον σπασμένο πάσσαλο. Ἔτρεξε κόσμος καὶ κοσμάκης, ἀλαλάζοντας. Τελικὰ ἦρ­θαν δυὸ ψαράδες καὶ τὸν τράβηξαν.
Πέθανε μόλις τὸν ἀκούμπησαν στὴν ἀμ­μουδιά. Θυμᾶμαι ἀκόμη τὸ πρόσωπό του, κα­θὼς καὶ τὰ γαλανά του μάτια, ποὺ μᾶς κύτταζαν ὀρθάνοιχτα. Ἔμοιαζε νὰ μὴν καταλαβαίνει τίποτα ἀπολύτως.
ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΙΔΩΣ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ
Ιδού η κηδεία του [3-12-24], στη γενέτειρά
τον Πύργο που με τόση λατρεία τον αγάπησε
και και τον τίμησε με το έργο του!!
Η ΠΑΤΡΙΣ μιλάει για π λ ή θ ο ς
 και ήταν καμιά εικοσαριά άτομα, 
και οι μισοί ξένοι όπως καταγγέλλει 
με οργή ο Θανάσης.
Ούτε ο δήμαρχος δεν αξιώθηκε
Θανάση να αγιάσει το στόμα σου.
                              Α Ι Δ Ω Σ   Π Υ Ρ Γ Α Ι Ο Ι 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου