Χτες - πριν τη μεγαλειώδη συγκέντρωση για τα Τέμπη- έγινε ένα κοινωνικό μνημόσυνο, λογοτεχνικό, στον καταπληκτικό χώρο, ΒιβλιοΚαφέ των εκδόσεων Εύμαρος, 25ης Μαρτίου ή Κύπρου,1Ταύρος. αφιέρωμα για τον Δημήτρη Κουκουλά, που χάσαμε τον περασμένο Νοέμβριο.
Φίλιππος Φιλίπου
Μαίρη Κακολύρη και η
Συντονιστής ήταν ο εκδότης Πέτρος Κακολύρης.
Προσεχώς θα αναρτήσουμε όλες τις ομιλίες και τις τοποθετήσεις φίλων του. τις οποίες βιντεσκόπησα.
Πρέπει να αναφέρω ότι και Σωτήρης Δημητρίου και Ο Πέτρος Κακολύρης τόνισαν ότι τα βιβλία του Κουκουλά δεν έχουν λάβει τη γενική αναγνώριση που τους αξίζουν!!!
Πάντως η πλέον συγκλονιστική ήταν η Τάνια, σύζυγος του Δημητράκη. Χαρείτε τη!!!
Σήμερα, έτσι για "άρτυμα", δημοσιεύουμε ένα μικρό αλλά πολύ αντιπροσωπευτικό του αλησμόνητου φίλου μας.
Mατούλα
Τη Ματούλα τη γνώρισα στο Ρέθυμνο το ’72. Με τη φράση αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινάει μια νουβέλα αισθηματικού περιεχομένου, ακόμη και ένα διήγημα τέτοιο. Ή γιατί όχι; Και ένα μυθιστόρημα με πλοκή και απρόβλεπτες εξελίξεις, ίντριγκες και υποχθόνια πάθη με αλλεπάλληλους φόνους μέσα σε αυτήν την υποβλητική ατμόσφαιρα του βενετσιάνικου κάστρου, των μιναρέδων και των στενών σοκακιών, όπως συμβαίνει άλλωστε και στο βιβλίο της Γιαννακάκη.
Θα μπορούσε, λέω, γιατί η πρόταση είναι ανοιχτή ακόμη. Δεν έχει αποσαφηνίσεις και προσδιορισμούς. Ότι η Ματούλα ήτανε πουτάνα, δηλαδή, και εγώ στρατιώτης. Οπότε πάμε αυτόματα στο ανηφορικό δρομάκι κάτω από τη Φορτέτσα με τα δυο μπορντέλα. Το άλλο –το πρώτο όπως ανεβαίναμε- ήτανε της Τζένης. Αλλά και το ρήμα «γνώρισα» στερείται βάθους και συντακτικής μόνο αξίας τυγχάνει αφού είναι γνωστό το γρανιτένιο κέλυφος που περιβάλλει αυτές τις ψυχές.
Σε πρώτο πρόσωπο μάλιστα: «γνώρισα», μόνο ένας τότε θα μπορούσε, ίσως, να το χρησιμοποιήσει. Ο δεκανέας Μπαράχος. Που ήτανε και η μεγάλη αγάπη της. Όχι μόνο δεν του έπαιρνε χρήματα, τον χαρτζιλίκωνε κι’ από πάνω! Της υποσχότανε γάμο μετά το στρατό. Όταν απολύθηκε της είπε ότι θα πήγαινε για λίγες μέρες στο χωριό του, θα τακτοποιούσε τα χαρτιά και το σπίτι και αμέσως μετά θα ερχότανε να την πάρει. Θα της έγραφε κάθε μέρα της υποσχέθηκε. Αλλά γράμμα δεν ήρθε. Είχε περάσει πάνω από χρόνος και ούτε φωνή ούτε ακρόαση ο Μπαράχος. Δεν είχε διεύθυνση του. Μακεδονία ήξερε μόνο.
Εμείς, όσοι από το Λόχο Διοικήσεως είχαμε έξοδο, απλώς πηγαίναμε στη Ματούλα. Όχι «επαγγελματικά». Γιατί η Ματούλα ήτανε μεγάλη. Πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα. Κοντούλα και στρουμπουλή σαν μπαλόνι. Φορούσε διάφανο μπέιμπυ-ντολ εσώρουχα σε έντονα χρώματα και από πάνω μια μαύρη βελούδινη ρόμπα με ζώνη που τις πιο πολλές φορές δεν την έδενε. Είχε έντονα βαμμένα χείλη και νύχια. Και όταν μιλούσε έδειχνε να έχει ένα πρόβλημα με κάποιο μασελάκι ή γέφυρα. Σπιτάκι με ένα μικρό σαλόνι, μια κουζινίτσα απ’ τη μια μεριά και μια κρεβατοκάμαρα απ’ την άλλη. Στη μέση ένα μαγκάλι με κάρβουνα και γύρω-γύρω καρέκλες.
Μας έψηνε πάντα καφέ και μας έδινε κουλουράκια. «Τα έφτιαξα με τα χεράκια μου» μας δήλωνε με καμάρι. Και γι’ αυτό πηγαίναμε. Ιδίως τις νύχτες του χειμώνα που ήταν μεγάλες, κυλούσαν οι ώρες αργά και έκανε κρύο. Αυτή από τη μεριά της μας φρόντιζε με μια κρυφή λαχτάρα: μήπως και μάθει κάτι για τον Μπαράχο. «Μάθατε κάνα νέο από το Μπαράχο μου; Πήρατε γράμμα του;» Ρωτούσε με λαχτάρα κάθε φορά. Απαντάγαμε πάντα αρνητικά παρ’ όλο που ξέραμε ότι αλληλογραφούσε με τον επιλοχία.
«Ξέρω ρε μπαγάσηδες ότι το 50άρι το δίνουτε στη Τζένη!». Μας έλεγε χαμογελαστή και έπεφτε μέσα. Γιατί η Τζένη ήτανε νέα λεπτή και ψηλή με μακριά μαύρα μαλλιά σαν την Έλενα Ναθαναήλ, που έπαιζε τότε στις ονειρώξεις μας. Παρ’ όλο που ήτανε στριμμένο άντερο και όλο μας μάλωνε: να κάνουνε γρήγορα, να μη μιλάμε να μην της πιάνουμε τα βυζιά και την ώρα της «πράξης» έμενε τελείως ακίνητη ενώ γύριζε το κεφάλι στο πλάι σε μια έκφραση … μπλιαχ!
«Δεν πειράζει όμως» συνέχιζε η Ματούλα «να είναι καλά οι κτηνοτρόφοι και οι ζωοκλέφτες που κατεβαίνουν το πρωί απ’ τα βουνά. Με πληρώνουν διπλό». Και εμείς καταλαβαίναμε ότι αυτούς θα τους έδιωχνε λόγω οσμής η Τζένη. «Έχετε χάρη που σας συμπαθώ ρε παλιόπαιδα γιατί μου θυμίζετε τον Μπαράχο μου!» συμπλήρωνε πάντα. Και μας διηγόταν ιστορίες γύρω από το μαγκάλι. Μας έλεγε ότι είχε κάνει και στην Τρούμπα του Πειραιά και ότι είχε αγαπήσει έναν μηχανικό του εμπορικού ναυτικού που της είχε τάξει ότι θα έβγαινε στην Αμερική και θα της έκανε πρόσκληση αλλά «χάθηκε». Ποτέ δεν μας έλεγε κάτι για την καταγωγή της. Που γεννήθηκε και που μεγάλωσε. «Από την Πελοπόννησο» απάντησε αόριστα μια φορά που τη ρώτησε κάποιος.
Πιο πολύ μας μιλούσε για τον Μπαράχο που μόνο οι πολύ παλιοί τον είχαν προλάβει. Το πόσο λεβέντης ήταν. Άντρακλας! Ψηλός και γεροδεμένος! Και πάντα κατέληγε με τη δήλωση ότι είναι σίγουρη πως θάρθει μια μέρα ο καλός της. Θα έρθει σαν έκπληξη, μας έλεγε, και γι’ αυτό δεν της γράφει.
Σπάνια τα βράδια ερχόταν πραγματικός πελάτης. Πιο πολύ δούλευε την ημέρα. Και αν τύχαινε κανείς αργοπορημένος μας έκανε νόημα και αποχωρούσαμε. Στη γωνία είχε και μια τηλεόραση. Μόνιμα ανοιχτή και μόνιμα στο στρατιωτικό κανάλι της ΥΕΝΕΔ. Όταν έπαιζε τον «Άγνωστο Πόλεμο» μας έδειχνε με το δάχτυλο πάνω στην οθόνη το Γιώργο Τζώρτζη. «Τέτοιας λεβέντης είναι ο Μπαράχος μου» μας έλεγε. Και όταν στις 11 η ώρα τελείωνε το πρόγραμμα με τον Εθνικό Ύμνο, σηκωνότανε η Ματούλα όρθια σε στάση προσοχής κάτι που κάναμε ασυναίσθητα και μεις από συνήθειο. Μετά φεύγαμε καληνυχτώντας!
Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που έγινε το μοιραίο! Τότε που ένας οδηγός απαντώντας στη γνωστή ερώτηση, είπε: «Ναι έγραψε στον επιλοχία!». Έπεσε η Ματούλα πάνω του κρεμάστηκε από το λαιμό του. «Τι λέει αγόρι μου;» «Πως είναι;»
«Είναι πολύ καλά.» απάντησε ατάραχος αυτός. «Παντρεύτηκε λέει και μια κοπέλα»
Κατέρρευσε η Ματούλα στο πάτωμα, ξέπνοη, αναποδογυρίζοντας το μαγκάλι. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Άλλοι μαζεύαμε από κάτω τις θράκες και άλλοι πιάνανε τη λιπόθυμη Ματούλα. Ένας του υγειονομικού της έκανε αέρα. Τη βόηθησε και σηκώθηκε. Την έβαλε στην καρέκλα. Μας κοίταζε στο πρόσωπο έναν-έναν και το βλέμμα της όλο σκοτείνιαζε. Κάποια στιγμή άρχισε να χτυπάει τα χέρια πάνω στα μπούτια της, να τινάζει το κεφάλι της πέρα-δώθε και να ουρλιάζει…να ουρλιάζει! Με ένα ουρλιαχτό που σαν πυρακτωμένη μπάλα πρέπει να κατρακύλησε στο κατηφορικό δρομάκι να σύρθηκε μεσ’ στο Μακρύ Στενό του τουρκομαχαλά και αφού πέρασε μπροστά απ’ το τζαμί να βγήκε με ορμή πέρα στο παλιό λιμάνι μέχρι το φάρο, πέφτοντας με ορμή και καπνούς στη μαύρη και άγρια θάλασσα: «Έξω κωλόπαιδα από το σπίτι μου! Έξωωωωωωωωω! Να πάτε να γαμηθείτε εσείς και ο Μπαράχος! Έξω ρεεεεε πούστηδεεεεεες!»
Δεν ξαναπήγαμε από εκεί. Μάθαμε όμως πως δεν άνοιξε πια σε φαντάρους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου