Αυτό το διήγημα είναι πολύ πρόσφατο
και γράφτηκε κατά τη δική μου δοκιμασία.
O γερo-Πανάγος, ψηλός αδύνατος με μια άγρια χαρακωμένη φάτσα και λίγα μαλλιά γκριζόασπρα με μόνιμο σήμα κατατεθέν τη γλίτσα του και την καπελαδούρα του κατέβαινε στο χωριό από εκεί πάνω τη στάνη του κάθε μέρα λίγο μετά το απομεσήμερο.Ήταν η ώρα που οι γέροντες έβγαιναν στο μικρό καφενεδάκι για το απογευματινό τους καφεδάκι. Ο γερο- Πανάγος καθόταν στο μικρό τραπεζάκι αμίλητος και σοβαρός, απόμακρος. Γύρω στη μισή ώρα έπαιρνε πάλι την ανηφοριά για κει πάνω στα ριζά του πέρα βουνού, που ήταν ολόκληρο το βιος του, το μαντρί με τα τόσα γίδια και δίπλα η καλύβα του που στέγαζε τη μικρή του οικογένεια. Τη γρια γυναίκα του, κουτσή κι ονειροπαρμένη και τον γιος τους, το Μάρκο, το αγρίμι του βουνού, τον ασβό. Όπως όλοι οι τσοπάνηδες δεν έλεγε σε κανέναν πόσα γίδια είχε. Τόχαν μεγάλη γρουσουζιά να ξέρουν οι άλλοι πόσα ζωντανά έχουν. Ούτε και τα μαντρόσκυλα δεν μαρτύραγαν. Όμως οι ίδιοι τις γίδες τις γνώριζαν μία - μία από τούς όζους στα μαστάρια τους.
Κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος μέσα στη φτώχεια και στην κακοτυχιά, και η καθημερινότητα ίδια και απαράλλαχτη πνιγμένη στους αέρηδες και στη λάσπη του χειμώνα και στα λιοπύρια με τον μπουχό του καλοκαιριού. Ο γερο-Πανάγος τα γίδια του και το βιολί του, ο Μάρκος τα δικά του, η Κουτσοβασίλω διπλωμένη στα δύο από την οστεοπόρωση να βογκάει μέρα νύχτα και οι χωριανοί άλλος έτσι κι άλλος αλλιώς πάλευαν στον δύσκολο αγώνα της βιοπάλης να ξεπεράσουν τα δεινά της ζωής, που έτριζε τα δόντια της. Ευτυχώς που ο τόπος ήταν γεμάτος αγριόχορτα και σαλιγκάρια οπότε ικανοποιούσαν αρκετά την πείνα τους, την πρώτη ανάγκη.
Ώσπου μια καλοκαιρινή μέρα, ντάλα μεσημέρι το χωριό σείστηκε από τη φωνή του γερο-Πανάγου γεμάτη σπαραγμό κι απόγνωση.
"Βοήθεια-βοήθεια χωριανοί" ακούστηκε πρώτα από τα ακρινά σπίτια του χωριού. Οι νεότεροι γυναίκες και άντρες τούτη την ώρα έλειπαν στο θέρο και στο χωριό ήταν τα γερόντια και αρκετά τσιρομπίλια. Οι περισσότεροι έπαιρναν τον υπνάκο τους και πετάχτηκαν άρον-άρον ταραγμένοι και εμβρόντητοι και σε λίγο έτρεξαν στο καφενεδάκι, που ήταν το κέντρο του χωριού να δούνε τι συμβαίνει. Πάνω σε μια λινάτσα ήταν ξαπλωμένος ο Μάρκος και ρουλιόταν από τον πόνο, κρατούσε την κοιλιά του και διπλωμένος στα δύο χτυπιόταν σαν το άλογο με κολικό. Κανείς δεν είχε δει τέτοιο πράγμα.
Ώσπου μια καλοκαιρινή μέρα, ντάλα μεσημέρι το χωριό σείστηκε από τη φωνή του γερο-Πανάγου γεμάτη σπαραγμό κι απόγνωση.
"Βοήθεια-βοήθεια χωριανοί" ακούστηκε πρώτα από τα ακρινά σπίτια του χωριού. Οι νεότεροι γυναίκες και άντρες τούτη την ώρα έλειπαν στο θέρο και στο χωριό ήταν τα γερόντια και αρκετά τσιρομπίλια. Οι περισσότεροι έπαιρναν τον υπνάκο τους και πετάχτηκαν άρον-άρον ταραγμένοι και εμβρόντητοι και σε λίγο έτρεξαν στο καφενεδάκι, που ήταν το κέντρο του χωριού να δούνε τι συμβαίνει. Πάνω σε μια λινάτσα ήταν ξαπλωμένος ο Μάρκος και ρουλιόταν από τον πόνο, κρατούσε την κοιλιά του και διπλωμένος στα δύο χτυπιόταν σαν το άλογο με κολικό. Κανείς δεν είχε δει τέτοιο πράγμα.
Η συνέχεια στο επόμενο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου