Ήταν ένας παπάς και πνιγόνταν στην θάλασσα και περνάει ένα καράβι:
- Παπά, έλα, πιάσε το σωσίβιο να σωθείς.
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ο παπάς.
Περνάει άλλο καράβι:
- Έλα, παπά, να σε σώσουμε! Θα πνιγείς!
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει πάλι ο παπάς.
Περνάει τρίτο καράβι:
- Παπά, έλα να σε σώσουμε!
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ξανά ο παπάς.
Με αυτά και με αυτά ο παπάς πνίγεται, πάει στον παράδεισο και λέει στον Θεό:
- Περίμενα να με σώσεις, και εσύ τίποτα!
- Ρε μαλάκα, τρία καράβια σου έστειλα να σε σώσουνε, και εσύ με έγραψες!
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ο παπάς.
Περνάει άλλο καράβι:
- Έλα, παπά, να σε σώσουμε! Θα πνιγείς!
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει πάλι ο παπάς.
Περνάει τρίτο καράβι:
- Παπά, έλα να σε σώσουμε!
- Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ξανά ο παπάς.
Με αυτά και με αυτά ο παπάς πνίγεται, πάει στον παράδεισο και λέει στον Θεό:
- Περίμενα να με σώσεις, και εσύ τίποτα!
- Ρε μαλάκα, τρία καράβια σου έστειλα να σε σώσουνε, και εσύ με έγραψες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου