Αρετή Πάνου
Στο βιβλίο του «Οι πόλεμοι της φωτιάς» ο ιστορικός κ. Χάγκεν Φλάισερ λέει ότι οι σύγχρονοι πόλεμοι δεν γίνονται στο πεδίο της μάχης αλλά στο πεδίο της μνήμης. Γίνονται για να ξεριζώσουν την αλήθεια και την αμεσότητα του ανθρώπινου βιώματος που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και να τα υποκαταστήσουν με πολιτικές και πολιτικάντικες ερμηνείες – αφηγήματα κατά πώς εξυπηρετούν τα συμφέροντα αυτών που τις επιχειρούν. Στοχεύουν τη μνήμη μας, δηλαδή στοχεύουν το μυαλό και την καρδιά μας. Θα τους έλεγα «πολέμους της γλώσσας», καθώς το βασικό τους όπλο είναι η γλώσσα που ισοδυναμεί με πυρηνική βόμβα πολλών μεγατόνων. Σιγά σιγά και ύπουλα πριονίζονται οι ρίζες της γλώσσας στο μυαλό και στην καρδιά μας και μετατρέπεται σε όργανο χειραγώγησης και καθυπόταξης, κατευθυνόμενης διαφήμισης ή απαξίωσης. Οι λέξεις αδειάζουν από το περιεχόμενό τους και γίνονται μαριονέτες ή ζόμπι. Και δε μιλώ για τα λοκντάουν, κλικαγουέι και λοιπές κενές περιεχομένου και ιστορίας αμερικανιές που στρογγυλοκάθισαν στην καθημερινότητά μας και για τις οποίες οι γλωσσολόγοι, ως αρμόδιοι, θα πρέπει να μιλήσουν.
Τα σκεφτόμουν αυτά καθώς άκουγα μια (κατ’ ευφημισμό) δημοσιογράφο να λέει «τα παιδιά επιστρέφουν στα σχολεία τους μετά από δύο μήνες τηλεκπαίδευσης», προς δόξα της κυρίας Κεραμέως. Παρασιωπώντας και παραποιώντας το γεγονός ότι για πάρα πολλά παιδιά στην Ελλάδα η τηλεκπαίδευση είναι αδύνατη ή ανύπαρκτη, ότι πρώτο και κύριο μέλημα της δημόσιας εκπαίδευσης είναι η ένταξη του παιδιού μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα, ότι χωρίς δημόσια εκπαίδευση υποχρεωτική και δωρεάν, ούτε δημοκρατία ούτε ελευθερία και ατομικά δικαιώματα μπορούν να υπάρξουν. Παραποιώντας ακόμα και το απλό ημερολογιακό γεγονός ότι εδώ και είκοσι μέρες τα παιδιά ήταν απλά σε διακοπές, όπου ίσως μπόρεσαν να πάρουν μια ανάσα από το μαρτύριο της τηλεκπαίδευσης μαζί με τους γονείς τους.
Αυτά σκέφτομαι και όταν ακούω τον καταιγισμό από νούμερα για την πανδημία που ανεβοκατεβαίνουν ανάλογα με τις διαθέσεις των κυβερνώντων. Φουσκώνουν όταν θέλουν να μας τρομάξουν πιο πολύ απ’ ότι είμαστε ήδη τρομαγμένοι, να μας πείσουν ότι για όλα φταίμε εμείς και κακό του κεφαλιού μας, εκείνοι μπορούν να νίπτουν τας χείρας τους. Ξεφουσκώνουν όταν θέλουν να χαλαρώσουμε, να καταναλώσουμε και λίγο ή να υποδεχτούμε ευγενικά τους τουρίστες, να τους αποθεώσουμε και να αφήσουμε με εμπιστοσύνη την τύχη μας στα χέρια τους. Και καθώς μάλιστα αυτά τα νούμερα και μιλάω κυρίως για τους αριθμούς των κρουσμάτων χωρίς καμιά αναφορά σε αριθμό τεστ, χωρίς αντιπροσωπευτικό δείγμα και στοχευμένα τεστ, ελάχιστη στατιστική αξία έχουν για την παρακολούθηση και την πρόληψη της μετάδοσης. Και όλα αυτά μπερδεμένα και ανάκατα με αποσπάσματα επιστημονικού λόγου και αντιεπιστημονικής φαντασίας. Με λίγα λόγια αντί να διαχειρίζονται την πανδημία, χειρίζονται εμάς.
Ζούμε σε μια εφιαλτική πραγματικότητα που διαμορφώνουν τα μμε, μμδ, μμμ χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε την αλήθεια από το ψέμα και την κατευθυνόμενη παραπληροφόρηση. Τουλάχιστον για την οικονομική κρίση έχουμε ένα κριτήριο αλάνθαστο καταδικό μας, την τσέπη μας, τι παίρνουμε και τι πληρώνουμε, τις τιμές στο σουπερμάρκετ, την ανεργία των παιδιών και των εγγονών μας.
Αυτά σκέφτηκα και σήμερα που άκουσα τον πρωθυπουργό να λέει το «βασικό θέμα» που πρέπει να διευθετηθεί με την Τουρκία, για κάτι που μέχρι πριν δυο εβδομάδες ήταν το «μόνο θέμα». Τι μας προετοιμάζει άραγε αυτή η μικρή αλλαγή στη διατύπωση;
Και επειδή μια εμμονή με τη γλώσσα την έχω και πολύ την πονάω, αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε να τη σώσει. Η λογοτεχνία ίσως, η ποίηση ή μήπως η σιωπή. Γιατί οι στίχοι του Ρίτσου «να πούμε πια τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη» μοιάζουν να μιλάνε για μια παλιά ουτοπία που απομακρύνεται όλο και πιο πολύ στο μέλλον μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου