theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ......σαν παραμύθι

  Ιστορία βεβαίως έχουν τα άτομα, οι οικογένειες, τα χωριά, οι κοινωνίες, τα κράτη, η ανθρωπότητα. Σε όλες τις περιπτώσεις το  κοινό  σκηνικό είναι το παρελθόν με τα διαδραματιζόμενα γεγονότα, όπου οι βασικοί πρωταγωνιστές είναι τα πρόσωπα.   Κι αυτά τα πρόσωπα μέσα από τη δράση τους αναδεικνύονται σε ήρωες, ηγέτες. Είναι οι ιστορικές προσωπικότητες. Τα πρόσωπα είναι οι μοχλοί της ιστορίας. Όπως τα κύτταρα δημιουργούν την ύλη , τη ζωή, έτσι και κάπως αντίστοιχα τα πρόσωπα δημιουργούν την ιστορία. Και έτσι από το μερικό πάμε στο γενικό, από τις συνιστώσες στη συνισταμένη.  Με αυτή την έννοια λοιπόν οι ιστορίες των προσώπων είναι  πρωτογενείς, οι υπόλοιπες είναι δευτερογενείς. 
   Αυτές οι ιστορίες κατά κύριο λόγο στηρίζονται σε  ενθυμήματα που καταγράφονται είτε από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές ως  αυτοβιογραφία είτε από άλλους κατόπιν αφήγησης ή αναμνήσεων. Σημαντικό ρόλο ενέχουν οι φωτογραφίες, οι οποίες αυξάνουν την αντικειμενικότητα, που πάντα είναι σχετική και συντελούν στη μη μυθοπλασία.    Από την τελευταία περίπτωση, όταν αναφέρονται λεπτομέρειες  των εμπειριών και των χαρακτήρων, προκύπτουν οι βιογραφίες, αλλιώς  τα ιστορικά  βιβλία.    
 Όμως  το βιβλίο "ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ...σαν παραμύθι" που λάβαμε   στις γιορτές  από μια φίλη μας, την Δήμητρα Νζιάνη-Κολοβού, είναι συνδυασμός και των δύο. Το βιβλίο αυτό  για μένα ήταν μια μεγάλη  έκπληξη αν και η Δήμητρα χαίρει μιας εξαιρετικής αισθητικής και ποιότητας στην όλη εικόνα της προσωπικότητάς της π.χ συμπεριφορά, ενδυμασία, δραστηριότητα. 
    Και επειδή πιστεύω ακράδαντα ότι δεν χρειάζεται να έχεις ειδικές γνώσεις και να είσαι  στοχαστής ή διανοούμενος  για να κρίνεις ή και να αξιολογήσεις ένα έργο, ευθαρσώς και δημόσια δηλώνω ότι το βιβλίο της Δήμητρας περιλαμβάνεται στα σπουδαία αυτής της κατηγορίας και με συγκλόνισε από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία. Φυσικό ήταν να το διαβάσω σε μια βραδιά. Για τη γραφή, την πλοκή, την επιλεκτική και πλούσια φρασεολογία διανθισμένη με τη σωστή χρήση ιδιωματικών όρων της τοπικής διαλέκτου και εμπειριών, εκτός από τη δική μου θετική γνώμη, εύκολα από μόνοι σας μπορείτε να συμπεράνετε με  ένα  απλό διάβασμα των δυο μικρών αποσπασμάτων από το βιβλίο που στη συνέχεια παρατίθενται.
1]              ..... Αυτή τη φορά, η Μαρούλα, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, γιατί μέσα σ’ αυτό το κουτί αντίκρισε τα ανέμελα παιδικά χρόνια της, το φρέσκο αεράκι της ζωής της. Τελευταία, άλλωστε, οι αναμνήσεις, όταν την επισκέπτονταν, δεν έρχονταν μόνες τους. Ένα ποτάμι δάκρυα κουβάλαγαν μαζί τους. 
Τους έβγαλε έναν-έναν απ’ 
το κουτάκι και με ευλάβεια τους τοποθέτησε μπροστά τους, πάνω στο τραπέζι. Έμειναν αμίλη­τοι, βουβοί, για πολλή ώρα, να κοιτάνε και οι δυο μαζί τη χαμέ­νη τους νιότη, σκορπισμένη τώρα πάνω σ’ ένα τραπέζι. Ήταν οι χωμάτινοι πολύχρωμοι βόλοι που, κάποτε, το παιδί Μαρούλα χάρισε στο παιδί Ανδρέα. Ήταν οι βόλοι που για να τους πλά­σει πολύχρωμους γύρισε όλο το χωριό. Ήθελε να μαζέψει όσο πιο πολλά χρωματιστά χώματα μπορούσε. Κοκκινοπήλι βρήκε στην κόκκινη ράχη, απέναντι απ’ το σπίτι της, αμμόιο* πρασι­νωπό κοντά στη ρεματιά και ασπρόχρωμα εκεί που η μάνα της άδειαζε τα κατακάθια του ασβέστη!
Όλα αυτά τα θυμήθηκε, η Μαρούλα, καθώς έβγαζε τους πολύχρωμους βόλους έναν – έναν απ’ το κουτάκι και μαζί μ’ αυ­τούς ξέθαβε και μία - μία τις μικρές χαρές της ζωής της, αυτές που θάφτηκαν μέσα της, βαθιά, όταν άλλα αφάνταστα φοβερά γεγονότα ήρθαν να σκεπάσουν ό,τι χάρηκε, ό,τι έζησε, προτού το γάμο της!
Την παρατεταμένη σιωπή την έσπασε ο Αντρέας που, με κα­τεβασμένο κεφάλι, σήμερα αποφάσισε να της μιλήσει, να της πει ό,τι δεν αποτόλμησε τόσα χρόνια!
«Αυτοί οι χωμάτινοι βόλοι, Μαρούλα μου, ήτανε η συντροφιά μου, η χαρά μου, ολόκληρη η ζωή μου. Τους κράτησα από τότε που τους απίθωσες στο χέρι μου, σαν φυλαχτό, γιατί, κάτι μου ’λεγε μέσα μου, πως μόνο μ’ αυτούς θα ζήσω. Αργότερα, όταν απροσδό­κητα γεγονότα γύρισαν ανάποδα τη ζωή σου, πήρα ένα κομματάκι εφημερίδα της χρονιάς εκείνης, του 1919 -απ’ αυτές που διάβαζαν οι γέροντες στο πλατάνι από κάτω-, και τους τύλιξα. Γιατί, ούτε και τότε αποτολμούσα να σε κοιτάξω. Ήμουνα φτωχός, πολύ φτω­χός και συνάμα μικρός! Τώρα όμως, που τα πράγματα άλλαξαν και για τους δυο μας, ας ξεκινήσουμε τη ζωή μας από εκεί που την αφήσαμε, στη χωματένια μας αυλή που παίζαμε με τους βόλους! Μικρή αστραπή είναι η ζωή μας, Μαρούλα, μα προφταίνουμε να τη ζήσουμε!»
Τα λόγια του Αντρέα ήταν σπαθιά, όπως άλλωστε ήταν και ολόκληρη η ζωή του. Ολόισια, πεντακάθαρη, σπαθάτη.
Όσο ο Αντρέας μίλαγε, μπροστά απ’ τα μάτια της Μαρού­λας άρχισε να περνοδιαβαίνει ολόκληρη η ζωή της, μέχρι και σήμερα που ο Τάκης της έφυγε για την Αθήνα, φοιτητής πλέον της Νομικής. Δεν δοκίμασε ποτέ της μούρο, αλλά τώρα το είχε ανάγκη, αφού σε λίγο θα μιλούσε για τα απόκρυφά της, για το βαθύ της πόνο και τα συναισθήματα που την έκαιγαν, αλλά τόσα χρόνια δεν τα ξεδίπλωσε ποτέ σε κανέναν, ούτε καν στον εαυτό της τα ψιθύρισε! Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε τον άντρα της, το Χρήστο, στην κρεμασμένη στον τοίχο αρραβω­νιασμένη τους φωτογραφία, πήρε μερικές βαθιές ανάσες και άρχισε:
«Τα πρώτα δέκα χρόνια, Αντρέα, αφότου έχασα το Χρήστο μου, κεφάλι δεν σήκωσα. Η ζωή μου όλη στριφογύριζε γύρω απ’ το παιδί μου και τις τρεις πεζούλες μας, που είναι κάτω από το σπίτι μας. Αυτός ήτανε όλος μου ο κόσμος! Δεν βαρυγκώμησα ποτέ, αλλά ούτε και έδειχνα σε κανέναν τον αβάσταχτο πόνο μου. Δέχτηκα τη ζωή μου έτσι, όπως η μοίρα μου ’ταξε να τη ζήσω. Μόνη μου! Τίποτα δεν αποζητούσα, ούτε και λαχταρούσα. Οι επι­θυμίες του κορμιού μου θάφτηκαν μαζί με το Χρήστο. Το κορμί μου δεν πονούσε, περισσότερο πονούσε η ψυχή μου, που μάταια πιεζόταν να χωρέσει το μεγάλο κτύπημα της ζωής μου. Αλλά και για την αδελφή μου πονούσα, που έμεινε κι αυτή έρμη, για να μου συμπαρασταθεί στο μεγάλωμα του παιδιού μου. Τώρα πια δεν με ενδιαφέρει τίποτα. Η ψυχή μου σκάλωσε στα μαύρα, συνήθισε πλέον. Τα υπόλοιπα είναι πολυτέλειες για μένα. Κι αυτή τη λέξη δεν έμαθα να τη βάζω ποτέ στο στόμα μου».
Ο Ανδρέας, μόλις ξεπέρασε τη βαθιά συγκίνηση που πήρε από τα λόγια της Μαρούλας, σηκώθηκε και τα μάτια του καρ­φώθηκαν στο μάνταλο της πόρτας, αυτό που για χρόνια έβλε­πε στον ύπνο του να το ανοίγει, αλλά στον ξύπνιο του βρισκό­ταν απέναντι, στο φτωχικό του χαμόσπιτο, μόνος του…, με τη μάνα του παρέα.
Η Μαρούλα θα έμενε στο διηνεκές! Ο πρώτος έρωτας της ζωής του! Ο μόνιμος μεγάλος του πόνος…
…γιατί η Μαρούλα πλέον επέλεξε τη σιωπηλή μοναξιά…, ως νέο της σύντροφο.
*σαουριάζω = μένω ακούνητος και δε μιλάω
*αμμόιο, το = αργιλώδες ποταμίσιο χώμα με άμμο 100

 2]                Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον,

                                                  που έδυ σου το κάλλος;

    Μέρα τ’ Απρίλη ήτανε, όπως και τότε, είκοσι πέντε Απρίλη­δες πριν, όταν πήραν την ανηφόρα, μέσα στην ολάνθιστη και καταπράσινη φύση. Άφησαν το αυτοκίνητο στο χωριό, στους πρόποδες της πλαγιάς και προχώρησαν με τα πόδια. Μπρο­στά ο Ζαχαρίας και πίσω… η μικρή «πομπή», κρατώντας ένα άδειο ξύλινο κουτί στα χέρια. Ένα σκαλιστό κουτί σε ξύλο καρυδιάς!
Ο Ζαχαρίας δεν έψαξε… Τα φρέσκα νεανικά του μάτια, αν και πέρασαν τόσα χρόνια, τα κράτησαν όλα. Όλα όσα έπρεπε να μη ξεχαστούν! Όλα όσα είδε και έζησε εκείνη την αποφράδα ημέρα!
Καθώς πλησίαζε, όμως, δύσκολα μπορούσε να τιθασεύσει τα απανωτά χτυπήματα της καρδιάς του, σε αντίθεση με την ψυχή του που μετρούσε τα δευτερόλεπτα αργά, καθυστερώ­ντας έτσι να πλησιάσει προς τα ’κει. Μόνο το μυαλό του με­τρούσε σωστά τα εκατό μέτρα που τον χώριζαν από τον τόπο του μαρτυρίου! Κοίταξε τριγύρω. Τίποτα δεν άλλαξε! Μονάχα ο τόπος γύρω απ’ το ξωκλήσι γέμισε μικροθάμνους, πατλιές και κουμαριές. Χορταριασμένη και η αυλή του, αφού έμεινε αλει­τούργητο για τόσα χρόνια!
Και, ξαφνικά, εκεί που οι οδυνηρές αναμνήσεις ξεφύτρωναν η μία μετά την άλλη, ένα βουητό ακούστηκε! Ο Ζαχαρίας, αλα­φιασμένος, έπιασε το κεφάλι του με τις δυο του χούφτες και έπεσε μπρούμυτα στο χώμα. Έμεινε ακούνητος! Ασάλευτος! Η αναπνοή του σταμάτησε. Τα δευτερόλεπτα που πέρασαν του φάνηκαν χρόνος, ώσπου σιγά σιγά να σηκώσει το κεφάλι του στο διάφανο, καταγάλανο, ουρανό. Όχι, δεν ήταν βομβαρδιστι­κά! Ο πόλεμος τελείωσε πριν από χρόνια! Ήταν τα πολύβουα άγρια μελίσσια που γυρόφερναν τις πανέμορφες κουμαριές και τις ανθισμένες πατλιές! Ο Ζαχαρίας επανήλθε αμέσως στην πραγματικότητα, αφού έζησε για ακόμα μια φορά σκηνές αλλο­φροσύνης, ψυχολογικά κατάλοιπα από εκείνες τις δραματικές στιγμές!
Το ξωκλήσι, καρφωμένο στην πλαγιά, τον περίμενε. Ερει­πωμένο! Τρεις τοίχοι όλο κι όλο. Χαλάσματα… όπως τ’ άφησε, μετά από ’κείνον τον ανελέητο και εκκωφαντικό βομβαρδισμό. Μετά από εκείνη την κόλαση! Η πελώρια πατλιά ήταν κι αυτή στη θέση της. Πλησίασε, τη χάιδεψε, την ευχαρίστησε! Ίσως και να μη γνώριζε πως η μεγάλη και φιλόξενη αγκαλιά της, έγινε το «φιλί» για τη συνέχεια της ζωής του! Γερασμένη πια, αλλά ακόμα εκεί, λες και τον περίμενε, συντροφιά με το μισο­ερειπωμένο ξωκλήσι. Πιστοί, ακοίμητοι φρουροί δίπλα στον Τάκη, για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια!
Ο Ζαχαρίας, πρώτα, άρχισε να χαϊδεύει το χώμα και μετά να …σκάβει. Συνέχισε μέχρι το τέλος, μόνος του, μέχρι που το χώμα νότισε απ’ τα δάκρυά του.
Η μπαλάσκα του ήταν ακόμα εκεί, μαζί και η τσατσάρα του. Την κράταγε πάντα μαζί του. Ο Τάκης ήταν περήφανος, όμορφος, «αντίφκιαστος ο πατέρας του, ο Χρήστος», όπως τον έβλεπε η γιαγιά του, η Κατερίνη….
Η μάνα, ο μπάρμπας κι ο ξάδερφος, ο μαραγκός, που έμει­ναν παράμερα ακουμπισμένοι πάνω στο ξύλινο άδειο κουτί, έδειχναν αμέτοχοι, παγωμένοι, βουβοί. Τίποτα δεν κατάλαβαν από τους φοβερούς εφιάλτες του Ζαχαρία. Πεδικλώθηκε είπαν και οι τρεις μαζί, καθώς τον έβλεπαν να πέφτει μπρούμυτα στο χώμα! Κι, ακούνητοι, ακουμπισμένοι στο «κάρινο», περίμε­ναν το νεύμα του.
Η Μαρούλα, ζύγωσε πρώτη. Κοίταζε προς τα «εκεί» με μάτια ανέκφραστα, με τα μάτια του ανθρώπου που έχασε τα πάντα. Μέσα σ’ αυτό το μνήμα είδε όλη της τη ζωή. Το Χρήστο της και το Χρηστάκη της, τον άνδρα της και το παιδί της.
Έβγαλε το μαύρο της μαντήλι, έριξε κάτω τα άσπρα της μαλλιά και σε στάση προσοχής απήγγειλε το παρακάτω τετρά­στιχο:

«Αν είσαι Τούρκος διάβαινε 

κι εχθρός μου πάτησέ με.

Αν είσαι και η μανούλα μου,

σκύψε και φίλησέ με»

Μετά, έσκυψε, απίθωσε ένα μπουκέτο αγριολούλουδα της ανοιξιάτικης φύσης, «τους» κράτησε στην αγκαλιά της, «τους» φίλησε…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου