theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Διήγημα του Ανδρέα Φουσκαρίνη: Ερωτας και θάνατος στα χρόνια του μεγάλου πόνου

   Βρισκόμαστε στην Ανδραβίδα του 1815. Η παλιά πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας,  ένα μικρό και ρυπαρό χωριό πλέον, που ζει, όπως και ολόκληρη η Πελοπόννησος και οι υπόλοιπες ελληνικές περιοχές, άλλωστε, εδώ και αιώνες, κάτω από τη σκληρή και απάνθρωπη τυραννία των Οθωμανών Τούρκων, ετοιμάζει και αυτή την επανάστασή της, αφού όλα τα σημάδια δήλωναν πως πλησίαζε η ώρα της. Στο σπίτι του δημογέροντα Αθανάσιου Καραθανασόπουλου, στην ευρύχωρη αυλή
του καλύτερα, μεγαλώνουν μαζί δύο παιδιά, σαν αδέλφια, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς προβλήματα. Η κόρη του δημογέροντα, η Ειρήνη, η μονάκριβη και πολυαγαπημένη του πατέρα της και ο μοναχογιός του φτωχού πλην τίμιου γείτονά του, του παπά-Φώτη, του παπά του χωριού, ο Γιάννης. Έχουν την ίδια πάνω κάτω ηλικία και μόνο κάτι μήνες είναι μεγαλύτερο το αγόρι.

   Δύσκολα εκείνα τα χρόνια, πολύ δύσκολα για όλους, και για τους άρχοντες, αλλά κυρίως για τη φτωχολογιά που έπρεπε να βρίσκει τρόπους να πληρώνει στην ώρα τους τούς φόρους και τα δοσίματα και συνάμα να συμμετέχει ενεργά στις αγγαρείες που την υποχρέωνε να εκτελεί η δημογεροντία. Η οθωμανική καταπίεση όλο και μεγάλωνε και ο κόσμος υπόφερε όλο και περισσότερο και η ζωή όλων χειροτέρευε μέρα με τη μέρα. Όταν μάλιστα το πρώτο παλικάρι του χωριού, ο ανυπότακτος και ανυπάκουος παλικαράς, ο κατοπινός Καπετάν Κωνσταντής Ανδραβιδιώτης, σκότωσε μέρα μεσημέρι, στη μέση της αγοράς, τον Τούρκο αγά που είχε το χωριό υπό την εξουσία του, γιατί τον είχε προσβάλλει δημόσια, σκαιότατα και προπάντων αδικαιολόγητα, κάτι που δεν το σήκωνε η περηφάσνεια και η παλικαριά του, τότε η κατάσταση χειροτέρεψε ακόμη πιο πολύ και, όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις, τη νύφη, σύμφωνα με την παροιμία, την πληρώνει πάντοτε ο απροστάτευτος λαός, εκείνος που φταίει λιγότερο από όλους δηλαδή.

   Βέβαια δεν μπορούμε να πούμε πως ολόκληρο το φταίξιμο ήταν του Κωνσταντή και μόνο, το παλικάρι, είναι αλήθεια, ήταν αψύ και νευρικό, δεν λέω, δεν ανεχόταν ούτε μύγα στο σπαθί του, κι όταν ο υπερφίαλος Σουλεϊμάν αγάς, ο ανόητος, που το πλήρωσε αμέσως με τη ζωή του, τον πρόσταξε να κάνει στην άκρη για να περάσει εκείνος με τον σεΐζη του πρώτος, ο Κωνσταντής, όχι μόνο δεν παραμέρισε ούτε ένα εκατοστό από το δρόμο του, αλλά άδειασε αμέσως την κουμπούρα του στο κεφάλι του αγά και, γρήγορος καθώς ήταν, το έβαλε στα πόδια και εξαφανίστηκε από μπροστά τους. Μέχρι να συνέλθει από το ξάφνιασμα ο σεΐζης ο Κωνσταντής είχε γίνει άφαντος. Κανείς δεν τον είδε ξανά στην περιοχή, Έλληνας ή Τούρκος. Αργότερα πληροφορήθηκαν όλοι πως μπήκε σε καΐκι, στην Κυλλήνη και  είχε καταφύγει στην αγγλοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο με ασφάλεια, όπως έκαναν πάντοτε όλοι οι κυνηγημένοι από τους Τούρκους, όπου και κατατάχτηκε αμέσως στον αγγλικό στρατό, στο τάγμα που διοικούσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Εννοείται ότι αυτοί που έμειναν πίσω τράβηξαν τον αλλοίμονο, αλλά η παρέμβαση των ισχυρών προεστών του τόπου και η δωροδοκία κάποιων Τούρκων αξιωματούχων εξομάλυναν σύντομα την κατάσταση και το χωριό απέφυγε τα χειρότερα.

   Τα βάσανα και οι καημοί όμως δεν έλεγαν να τελειώσουν. Στο τέλος ακριβώς αυτής της χρονιάς, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, πέρασε από το χωριό ένα μικρό τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, που έκανε όμως τόση ζημιά στην ευρύτερη περιοχή, όση θα έκανε ένα πολύ μεγαλύτερο εκστρατευτικό σώμα. Λένε πως ρήμαξαν τον τόπο, κυριολεκτικά, με τις λεηλασίες, τις κλοπές, κάποιους βιασμούς και δολοφονίες χωρικών που έτυχε να βρεθούν μπροστά τους απρόσκλητοι και τη στιγμή που δεν έπρεπε να είναι εκεί. Είχαν έλθει, έλεγαν, για να επιβάλλουν την τάξη που είχε διασαλευτεί, να επιβάλλουν τυφλή πειθαρχία και υπακοή στους ταλαίπωρους ραγιάδες, κυρίως γιατί είχαν διαδοθεί κάποιες φήμες που έφτασαν αμέσως στα αυτιά των ηγητόρων τους, και τους είχαν ανησυχήσει ιδιαίτερα, τόσο την κεντρική διοίκηση όσο και τον πασά της Τρίπολης, πως τάχα κάτι γινόταν τότε στον τόπο, κάτι κακό που το ετοίμαζαν προσεκτικά οι ραγιάδες και για το οποίο  έπρεπε οι ίδιοι να μάθουν τα πάντα, και μάλιστα με κάθε λεπτομέρεια, για να κοιμούνται όλοι τους ήσυχοι στο μέλλον.

   Είχαν παρατηρήσει λοιπόν ότι εκείνη την εποχή, σε όλα σχεδόν τα χωριά του Κάμπου της Ηλείας, γίνονταν κάποιες περίεργες κινήσεις των ραγιάδων, κάποιες ανεξήγητες νυχτερινές επισκέψεις στα σπίτια των αρχόντων, και όχι μόνο, από άγνωστα στον τόπο πρόσωπα, κάποιες συζητήσεις των ραγιάδων μεταξύ τους που κόβονταν απότομα, με το μαχαίρι, χωρίς να ολοκληρώνονται, κάθε φορά που εμφανιζόταν απρόσκλητος κάποιος Τούρκος ή Έλληνας που δεν τον εμπιστεύονταν οι ντόπιοι. Αυτοί οι άγνωστοι, που δεν τους ήξερε κανένας εδώ, άλλοι φουστανελοφόροι κι άλλοι, λιγότεροι αυτοί, ντυμένοι ευρωπαϊκά, οι ψαλιδόκωλοι, όπως τους έλεγαν για να τους περιγελάσουν οι υπόλοιποι, ήταν ολοφάνερο πως έρχονταν από κάπου μακριά, με άγνωστους για την εξουσία σκοπούς, αφού, στην πραγματικότητα, δεν έμοιαζαν καν με εμπόρους, και η απόδειξη ήταν πως μόλις έφευγαν από τον τόπο, δεν έπαιρναν τίποτα μαζί τους, για να το πουλήσουν αλλού, ούτε άφηναν κάτι πίσω τους, κάποιο εμπορεύσιμο προϊόν και για όσο χρόνο παρέμεναν στην περιοχή επιδίδονταν μονάχα σε συζητήσεις, σε μυστικές συναντήσεις και ανταλλαγές μηνυμάτων με ακατανόητους πολλές φορές κώδικες.

   Αυτό γινόταν βέβαια σε ολόκληρο το Μοριά, αλλά στην περιοχή του Κάμπου το κακό φαινόταν πως είχε παραγίνει. Ήταν φανερό πως κάτι ανησυχητικό γινόταν εδώ και λίγους μήνες που ήταν απαραίτητο  να διερευνηθεί το συντομότερο δυνατόν από τα κατάλληλα όργανα της διοίκησης. Σε όλα αυτά που συνέβαιναν τότε μπροστά στα μάτια τους, δήλωναν πως δεν μπορούσαν να δώσουν εξηγήσεις οι τοπικοί αξιωματούχοι του καθεστώτος, ενώ οι ντόπιοι προεστοί αρνούνταν κατηγορηματικά πως γνώριζαν οτιδήποτε σχετικό που θα έπρεπε να το φανερώσουν αμέσως στους κατακτητές. Γι’  αυτό και ζήτησαν τότε από το πολιτικό τους κέντρο να τους προστατέψει, ελέγχοντας σε βάθος και σε πλάτος την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί κρυφά και κάτω από τα βλέμματά τους. Αλλά αυτοί, αντί για κάποιους που θα ερευνούσαν το γεγονός, έστειλαν αυτούς τους σκληρούς και βάρβαρους πλιατσικολόγους που δεν δίσταζαν να ληστεύουν ακόμη και τους ομοεθνείς τους, όταν τους τελείωνε η λεία που είχαν μαζέψει με αρπαγή από τους ραγιάδες. Γι’ αυτό στο τέλος προσπάθησαν  να τους εξαναγκάσουν να φύγουν, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, από τον τόπο τους.

   Έτσι είχαν τα πράγματα τότε που τα δύο παιδιά μεγάλωναν μαζί και, όπως προστάζει συνήθως η φύση και η ηλικία σε αυτές τις περιπτώσεις, έβλεπαν το ένα το άλλο με απέραντη αγάπη και τρυφερότητα, που δεν την έκρυβαν άλλωστε. Κανένας όμως δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται πού μπορούσαν να τα οδηγήσουν αυτά τα συναισθήματα. Βρίσκονταν συνεχώς μαζί και κάθε φορά που χωρίζονταν, όπως τις νύχτες για παράδειγμα, αδημονούσαν πότε θάρθει το πρωί για να ξανασυναντηθούν. Στο τέλος εκείνου του χρόνου όμως, του 1815,  έγινε το μεγάλο κακό, το αγόρι, ο Γιάννης, άγνωστο πώς, αφού κανείς δεν είδε κι ούτε άκουσε τίποτα, εξαφανίστηκε, χάθηκε από το πρόσωπο της γης. Το γεγονός αυτό συνέβη  τις ημέρες ακριβώς που έφευγε το απόσπασμα από τον τόπο. Κανείς δεν το ξανάδε από τότε. Όλοι φοβούνταν πως τον σκότωσαν οι Τούρκοι και τον έθαψαν κάπου πρόχειρα, όμως ποτέ δεν βρέθηκε το πτώμα του στην περιοχή ώστε να είναι βέβαιοι πως έγιναν όλα έτσι, όπως το υποψιάζονταν. Βέβαια κυκλοφόρησαν και άλλες φήμες τότε, κάποιες ιστορίες που κανείς δεν ήξερε αν έγιναν έτσι όπως ακριβώς τις άκουγαν, υποψίες στην πραγματικότητα και πλάσματα της φαντασίας των φαντασιόπληκτων, που δεν αξίζει τον κόπο να τις διηγηθούμε εδώ, γιατί δεν θα γίνουν πιστευτές ούτε και από σας. Μονάχα κάποιοι σκέφτηκαν, κάτι που γινόταν συχνά άλλωστε, πως ίσως οι Τούρκοι στρατιώτες να το έκλεψαν το παιδί, είτε για να κάνουν το κέφι τους είτε για να το πουλήσουν ως δούλο, αλλά και πάλι κανένας δεν έμαθε τίποτα σίγουρο ούτε και τότε, όταν ο πονεμένος πατέρας, ο παπά-Φώτης ακολούθησε το ασκέρι μέχρι την Αρκαδιά, στα χώματα της Μεσσηνίας, όπου έμειναν για καιρό οι Τούρκοι, επειδή είχαν ξεσπάσει φασαρίες με τους Ντρέδες, την ανυπότακτη οικογένεια που δεν έλεγε ποτέ να κάτσει ήσυχη, στα αυγά της, χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στους καταπιεστές, ούτε και αργότερα έμαθαν τίποτα περισσότερο. Το παιδί χάθηκε για πάντα, δεν το ξανάδε ποτέ κανείς κι ούτε ακούστηκε τίποτα γι’ αυτό. Ο παπά-Φώτης κόντεψε να τρελαθεί από τον πόνο, αφού δεν είχε κανένα άλλο πρόσωπο στην οικογένειά του για αποκούμπι. Ήταν απελπιστικά μόνος και έτσι θα έμενε ως το θάνατό του, αφού και η αγαπημένη του γυναίκα, η μάνα του Γιάννη, είχε πεθάνει πάνω στη γέννα, από κάποια επιπλοκή της και γιατρός δεν υπήρχε για να την αντιμετωπίσει.

   Έτσι το κορίτσι, η Ειρήνη, έχασε για πάντα τον αγαπημένο σύντροφο της παιδικής της ηλικίας, αυτόν που στα παιχνίδια που παίζανε καθημερινά υποδυόταν τον άνδρα της. Όμως δεν τον ξέχασε ποτέ κι ας μην τον ανέφερε συχνά, στην κουβέντα της, στα χρόνια που ακολούθησαν. Πάντα τον θυμόταν με αγάπη και τρυφερότητα και πάντα ονειρευόταν πως κάποια ημέρα θα γυρνούσε πίσω και θα ήταν οι δυο τους για πάντα μαζί. Τώρα που μεγάλωσε μάλιστα, είχαν περάσει ήδη δέκα χρόνια, και είχε γίνει μία πολύ όμορφη και ελκυστική γυναίκα, τον έφερνε συνέχεια στο μυαλό της και με τη μεγαλύτερη δυνατή συγκίνηση. Τελευταία μάλιστα έπιανε τον εαυτό της να νιώθει κάποια άλλα, καινούρια και άγνωστα στην ίδια συναισθήματα που δεν μπορούσε να τα εξηγήσει, ούτε και να τα ελέγξει, όπως θα το επιθυμούσε, και γι’ αυτό γινόταν ευερέθιστη και τα έβαζε με όποιον τύχαινε να βρίσκεται κοντά της. Πολλές φορές ήθελε να κλάψει γοερά, να αφήσει τα δάκρυα να τρέξουν ελεύθερα στα μάγουλά της, αλλά πάντα προσπαθούσε να συγκρατηθεί, όπως την είχε διδάξει από παιδί η αρχοντική της καταγωγή, ιδιαίτερα όταν βρίσκονταν άλλοι μπροστά και κυρίως ο πατέρας της, που τον αγαπούσε και τον σεβόταν υπέρμετρα. Και αυτό το κατόρθωνε σχεδόν πάντα.

   Έτσι πέρασαν τα χρόνια, το 1821, όπως είναι γνωστό, κηρύχτηκε η επανάσταση των Ελλήνων κατά των Τούρκων, ο Κωνσταντής, το παλικάρι που είχε καταφύγει στη Ζάκυνθο, επέστρεψε και πάλι στο Μοριά, μαζί με τον Κολοκοτρώνη και άλλους φυγάδες της θηριωδίας των Οθωμανών και είχε γίνει καπετάνιος,  και πολεμούσε με δικό του στρατιωτικό σώμα, που το αποτελούσαν παλικάρια από τον τόπο του, όπως οι Τσιλιμηγκραίοι, ο Πέτρος Φουσκαρίνης και ο παπά-Χρηστόπουλος. Ο πόλεμος είχε ανάψει για τα καλά και δεν έλεγε να τελειώσει, ο τόπος φλεγόταν από τη μία άκρη του έως την άλλη, οι εμφύλιοι που ακολούθησαν σε λίγο έφεραν τα πάνω κάτω και κάποια στιγμή, στα 1825, με την επέμβαση των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, η επανάσταση φαινόταν ότι πέθαινε και μόνο χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες του Κολοκοτρώνη και των παλικαριών του κρατιόταν ακόμη ζωντανή σε κάποια σημεία της Πελοποννήσου, στα ορεινά για την ακρίβεια. Οι στρατιώτες του Ιμπραήμ, οργανωμένοι από Γάλλους αρνησίθρησκους αξιωματικούς σε τακτικό στρατό κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους,  βιάζοντας, σκοτώνοντας, ή κλέβοντας ανθρώπους, για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, λεηλατώντας και καίγοντας ολόκληρες περιουσίες και χωριά που δεν ήθελαν να υποταχτούν. Μία κόλαση πραγματική ήταν ο Μοριάς εκείνα τα χρόνια, ιδιαίτερα τα πεδινά του τμήματα που ήταν και τα πλουσιότερα, αλλά και τα πιο εύκολα στη λεηλασία.

 

                  -----------------------------------------

 

   Βρισκόμαστε λοιπόν στα 1825. Ο φόβος και η αγωνία για το αύριο απλώθηκε παντού όταν έφτασε η είδηση πως τα στρατεύματα του Ιμπραήμ βρίσκονταν ήδη στην Ηλεία και μάλιστα πλησίαζαν επικίνδυνα στην περιοχή. Σε λίγο έφτασαν και στην Ανδραβίδα αλλά, ευτυχώς για τον τόπο, έφυγαν γρήγορα, την προσπέρασαν, ανεξήγητο γιατί, μάλλον για να προλάβουν κάποιο κίνημα στην Πάτρα, και μόνο μία μικρή ομάδα ατάκτων παρέμεινε για λίγο ακόμη στο χωριό, για να μην στερηθεί, ίσως, ο ντόπιος πληθυσμός την ευγενική επέμβαση αυτών των ατόμων και των βιαιοπραγιών τους. Οι άνδρες βρίσκονταν στα χωράφια εκείνη την ημέρα, ήταν εποχή θερισμού, κι έτσι την άμυνα του χωριού ανέλαβαν οι γυναίκες που οχυρώθηκαν στη Φράγκικη εκκλησία της Αγίας του Θεού Σοφίας και τους απέκρουσαν με επιτυχία. Το βράδυ που γύρισαν κατάκοποι οι άνδρες από τα χωράφια η πολιορκία είχε λήξει και οι Αιγύπτιοι ήταν φευγάτοι. Κατάφεραν όμως και πήραν αιχμαλώτους μαζί τους όσους ξεμονάχιασαν στο δρόμο τους.

   Εκείνη ακριβώς την ημέρα ήταν που η Ειρήνη, η νεαρή κόρη του δημογέροντα Καραθανασόπουλου πήγαινε στα χτήματά τους, όπου δούλευαν κάμποσοι εργάτες για τη συγκομιδή του σιταριού. Είχε πολλά στο μυαλό της αλλά κυρίως μία σκέψη ήταν που της τριβέλιζε το νου από το πρωί και βάδιζε αργά, όσο πιο αργά μπορούσε. Ήταν η εικόνα του Γιάννη που της ερχόταν ξανά και ξανά τον τελευταίο καιρό και την προβλημάτιζε. Πάσχιζε να την σχηματίσει μέσα της, πράγμα παντελώς δύσκολο, πώς να φανταστεί πώς θα ήταν σήμερα δέκα χρόνια από τότε που τον είδε για τελευταία φορά. Αλλά αυτό της ήταν αδύνατο, όσες προσπάθειες και αν έκανε πάντα της ερχόταν στο νου όπως ήταν τότε, ένα καλό και όμορφο παιδί. Όμως τώρα θα έπρεπε να είναι, αν ζούσε βέβαια, ένας ωραίος και δυνατός άνδρας. Αλλά πώς να ήταν άραγε;

   Στο χωριό δεν ήξερε τι γινόταν μετά την αναχώρησή της, γιατί το πρωί που έφυγε δεν είχαν φανεί ακόμη στον ορίζοντα οι ορδές των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Έτσι δεν γνώριζε τίποτα για το στράτευμα που προσπέρασε την Ανδραβίδα τα χαράματα και χάθηκε γρήγορα πέρα κατά τα Λεχαινά, ούτε για τους άτακτους που πολιορκούσαν τις γυναίκες στη φράγκικη εκκλησία, γι’ αυτό και βάδιζε σχεδόν ξένοιαστη, αν και είχε συνηθίσει από μικρή να έχει πάντοτε τεταμένη την προσοχή της, ιδιαίτερα όταν περπατούσε μονάχη στις ερημιές που περιέκλειαν από παντού το χωριό. Αυτή τη φορά όμως είχε το νου της αλλού κι έτσι ξαφνιάστηκε, σχεδόν φοβήθηκε, όταν είδε να πετάγεται από το πουθενά μπροστά της ένας νεαρός Τούρκος στρατιώτης, οπλισμένος σαν αστακός, που της έφραξε μάλιστα το δρόμο με το κορμί του, εμποδίζοντάς την έτσι να προχωρήσει.

   Η Ειρήνη ήταν από τη φύση της ένα γενναίο κορίτσι, γι’ αυτό και πολύ γρήγορα έβγαλε από πάνω της το φόβο που ένιωσε στην αρχή και προσπάθησε να διερευνήσει τις προθέσεις του νεαρού και να σκεφτεί πώς θα αντιμετώπιζε την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί και κυρίως το νεαρό πολεμιστή που βρισκόταν πάνοπλος μπροστά της χωρίς να γνωρίζει τις διαθέσεις του, αν και τις υποψιαζόταν. Ο πατέρας της την είχε εκπαιδεύσει αρκετά καλά στη χρήση των όπλων, αφού δεν είχε άλλωστε άλλο παιδί και την είχε εφοδιάσει μάλιστα με ένα κοφτερό μαχαίρι, στιλέτο από τη Βενετία, που το κουβαλούσε πάντοτε μαζί της ώστε να προστατεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον εαυτό της από τους τόσους κινδύνους που περιτριγύριζαν τότε τα νεαρά και όμορφα κορίτσια των ραγιάδων.

   -Ειρήνη, άκουσε τον Τούρκο πριν προλάβει να πει οτιδήποτε να της λέει σε άπταιστα ελληνικά, δεν με γνώρισες;

   Τον κοίταξε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, αλλά η μορφή του και τα ρούχα που φορούσε την εμπόδιζαν να τον αναγνωρίσει. Η φωνή του όμως, αυτή η φωνή και τα μάτια, ναι τα μάτια, κάτι της θύμιζαν από το παρελθόν, αόριστο και μακρινό. Μα τι;

   -Είμαι ο Γιαννάκης, της είπε εκείνος, χωρίς να χρονοτριβήσει, ο γιος του παπά-Φώτη, που μεγαλώναμε μαζί, όταν είμασταν παιδιά.

   Για μια στιγμή πάγωσε η Ειρήνη, ένιωσε τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια της κι ύστερα να ξανάρχεται, όπως ήταν πριν και χειρότερος. Απίστευτο αυτό που έβλεπαν τα μάτια της, ο Γιάννης, ο δικός της ο Γιάννης, αυτός που τον σκεφτόταν μέρα νύχτα με λαχτάρα και ονειρευόταν πως κάποτε θα γινόταν άντρας της, αν το επέτρεπαν οι περιστάσεις, ήταν εκεί, μπροστά της. Αλλά δεν ήταν ο ίδιος ακριβώς, αλλά ένας άλλος Γιάννης, ένας Γιάννης Τούρκος που το μόνο που του έμεινε από την παλιά του τη ζωή ήταν η γλώσσα, που τη μιλούσε ακόμη πολύ καλά, τα ελληνικά.

   Οι απορίες έρχονται η μία μετά την άλλη. «Ναι, αλλά πού ήσουνα όλα αυτά τα χρόνια», τον ρωτάει,» πού χάθηκες και δεν έδωσες ποτέ σου κάποια σημεία ζωής; Και γιατί τούρκεψες; Ήταν ανάγκη; Και γιατί;» «Με είχαν απαγάγει οι Τούρκοι στρατιώτες, τότε που είχαν έλθει εδώ», της αποκρίνεται, «και με πήραν μαζί τους στην Καβάλα και από εκεί κάποιοι άλλοι, που με αγόρασαν, στην Αίγυπτο, στην αυλή του Μωχάμετ Άλη. Όλα έγιναν γρήγορα, ήμουνα μικρός και δεν μπόρεσα, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Δεν ήταν εύκολο άλλωστε. Μικρό παιδί, αδύναμο, μόνο του σε ξένο τόπο. Τι να πω!»

   Οι δύο νέοι μένουν για λίγο σιωπηλοί, το ξάφνιασμα είναι μεγάλο. Ο νους τους τρέχει ελεύθερος και αλλόφρων στα περασμένα, ως εκεί που μπορεί να θυμηθεί ο καθένας τους, τις στιγμές της παιδικής τους ηλικίας, όλα αυτά που περνούσαν πάντα μαζί, δίχως έγνοιες και σκοτούρες, μόνο με αγάπη και λατρεία. Ύστερα εντελώς ξαφνικά, σαν να ήταν συνεννοημένοι από πριν, εντελώς αυθόρμητα, πέφτει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και φιλιούνται με πάθος, τέτοιο πάθος, σαν να ήθελαν με αυτό τους το αγκάλιασμα να ζήσουν όλες τις στιγμές της ευτυχίας που έχασαν όλα αυτά τα χρόνια που ζούσαν μακριά ο ένας από τον άλλο.

   Εκεί, στην εξοχή, στα γόνιμα χωράφια του τόπου που γεννήθηκαν δίνονται ο ένας στον άλλο χωρίς να το πολυσκεφτούν, ευτυχισμένοι προς στιγμήν, σαν να ζουν σε κάποιον άλλο κόσμο, σε έναν κόσμο ονειρικό και παραδείσιο. Ύστερα όμως τα πράγματα έρχονται και πάλι στη θέση τους, η Ειρήνη, την ώρα της υπέρτατης ηδονής, σαν να ξυπνά, αναλογίζεται με σπαραγμό και με πόνο απροσμέτρητο το γεγονός, την πραγματικότητα, και, γεμάτη απελπισία, του καρφώνει το βενετσιάνικο στιλέτο που της είχε χαρίσει ο πατέρας της για την προστασία της, στο στήθος.

   -Γιατί το έκανες αυτό, Ειρήνη μου; Ψέλλισε με σπαραγμό ο άντρας. Πώς το μπόρεσες;

   -Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω σαν Ελληνίδα και χριστιανή, του αποκρίθηκε αμέσως η νεαρή Ρωμιά, αυτό που μου επέβαλλε το καθήκον μου και η πατρίδα μου που βρίσκεται σε πόλεμο μαζί σας. Νομίζεις πως θα μπορούσα να ζήσω με έναν αρνησίθρησκο και εχθρό που μάχεται με μίσος την πατρίδα μου; Πώς θα μπορούσα; Όσο και να σ’ αγαπώ θα μου ήταν αδύνατο να ζήσω.

   Τα λόγια της ήταν ψυχρά, η φωνή της όμως σπασμένη. Ήταν ολοφάνερο πως ήταν μπερδεμένη και μιλούσε με τη γλώσσα της λογικής, πασχίζοντας να αποβάλλει κάθε συναίσθημα από τη φωνή της. Αν ήταν δυνατόν!

   -Μα δεν είναι έτσι, της είπε με μεγάλο κόπο και με ένα τόνο παράπονου στη φωνή ο νεαρός αρνησίθρησκος, ενώ ήταν φανερό πως από στιγμή σε στιγμή η ψυχή του θα εγκατέλειπε για πάντα το τυραννισμένο του κορμί, δεν είναι όλα όπως φαίνονται, κι εγώ δεν είμαι πια στο στρατό του Ιμπραήμ, το έσκασα μόλις φτάσαμε εδώ, στα μέρη που τα θυμόμουνα πολύ καλά και ήξερα πού να κρυφτώ, και περίμενα να φύγουν για να φανερωθώ. Στο μεταξύ μίλησα κρυφά με τον πατέρα μου και ντου είπα τα πάντα. Θα συνεννοηθεί, μου είπε,  με τον δεσπότη για να δούμε τι πρέπει να κάνουμε από εδώ και πέρα για να ξαναγίνω χριστιανός.

   -Γιατί δεν το έλεγες νωρίτερα λοιπόν, άμοιρε, ξέσπασε σε κλάματα, με συνεχή αναφυλλητά η Ειρήνη κι άφησες να γίνει τούτο το κακό;

   -Δεν πρόκαμα, Ειρήνη μου, αγκαλιαστήκαμε αμέσως, πριν προλάβω να σου μιλήσω και να σου πω περισσότερα αλλά…

   Η φωνή του κόπηκε απότομα, σημάδι πως η ψυχή του Γιαννάκη ή όπως αλλιώς τον έλεγαν, με το μουσουλμανικό του όνομα, είχε πετάξει ήδη μακριά από το κορμί που την κρατούσε δέσμια. Ο Γιαννάκης του παπά-Φώτη βρισκόταν πλέον άψυχος, νεκρός, πάνω στο άγιο χώμα της γενέτειράς του, εκεί ακριβώς που πριν από λίγες μόλις στιγμές είχε νιώσει τη μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής του, χωρίς να περιμένει τίποτα άλλο πια, ενώ η Ειρήνη, η λατρεμένη κόρη του προύχοντα Καραθανασόπουλου, έκλαιγε ασταμάτητα, με λυγμούς σπαρακτικούς και αναφυλλητά, που την τάραζαν σύγκορμα. Ύστερα, πήρε τους δρόμους μοναχή και χάθηκε από τα μάτια όλων για καιρό. Τη βρήκαν μετά από μερικούς μήνες σε κάποια λαγκαδιά του Κάστρου, δίπλα στο λιοστάσι που της είχε δώσει ο πατέρας της για τα μικροέξοδά της, με ένα στιλέτο καρφωμένο στο μέρος της καρδιάς και το κορμί σε πλήρη αποσύνθεση. Την αναγνώρισαν από αυτό το στιλέτο και από τα ρούχα που φορούσε, τα απομεινάρια καλύτερα των ρούχων που φορούσε.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου