----------------------------------Ήρθαν τα χρόνια της
ανάπτυξης και της τεχνολογίας
και έγινε ευνουχισμός και άλλαξαν το φύλο
Θύμα της άγνοιας των πολλών και της απληστίας
τα φυτοφάρμακα τα
λιόζουμα όλα εξ αγχιστείας
--------------------------
Ευτυχώς εκεί ψηλά και
πριν πάρει τα κάμπη
είναι αυστηρή απόμακρη
και απομονωμένη
και έτσι έμεινε αλώβητη
και η θωριά της λάμπει
κι απλώνεται η δόξα της
σε όλη την οικουμένη
------------------------------------------
Τώρα κλαίει και οδύρεται και τα νερά της μαύρα
Καλύτερα μη ζήσουμε
τη φοβερή τη λαύρα
Όταν η Νεδα βγει και θα
μας κατακλύσει
Θα κλαίνε οι μάνες τα
παιδιά και τα παιδιά τις μάνες
Θεόδωρος Κόλλιας
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΝΕΔΑΣ
Γιώργος Παπακυριακόπουλος
Απ το Τετράζι ως το γιαλό λέει το
τραγούδι η νέδα!
περνάει φαράγγια ανήλιαγα, βουνά,
λαγγάδια, κάμπους
αφροκοπούνε οι οχτες της, μιλούν τα
κρύα νερά της
και της ζωής τον άναρχο
βροντολαλούν παιάνα.
Ποτίζει θάμνα ταπεινά, δέντρα,
στοιχεία κι ανθρώπους
κι απλόχερα τα κάλλη της μοιράζει
και το βίος της.
Γενιές ήρθαν κι εφυγανε, γενιές θα
'ρθουν, θα φύγουν
και η Νεδα πάντα νιονυφη κι
αγέραστη κι ωραία,
γιατί απ΄ αθάνατους θεούς κρατά η
σειριά της, κι έχει
στο μέγα θάμα της ζωής, στο θάμα
του θανάτου.
Κι αν κάπου πνίξει ένα φτωχό, δεν
είναι πως το θέλει…
στα κλώσματά της τον γυρνά, στους
καταγούς τον λούζει,
του πλένει τις λαβωματιές σε
γαλατένιες λίμνες,
τον πιάνει απλά σαν αδελφή και
τρυφερά σαν μάνα
κι ανάμεσα από λυγαριές, μυρείκια,
πικροδάφνες
-μαυρολογούν οι λυγαριές, ροδοπλημμύρα
οι δάφνες-
τον προβοδιζει στο στερνό κι
αμίλητο ταξίδι
Με σιγονανουρίσματα τον πάει και με
κανάκια
κι ύστερα σ' ενός πλάτανου τον
αποθάει τη ρίζα
πνιγμένον μες τα ονείρατα, στο θάμα
αλλοπαρμένο
Κει θα τον βρουν όσοι δκοί τον
κλαιν και δεν τον βρίσκουν,
μοσχοπλυμμέο θα τον βρουν, λουσμένο
θα τον πάρουν
...Εκεί ήβρανε κι εσένανε, λεβέντη Θεοδωράκη
που εχύθης πέρα να διαβείς καβάλα
στ' άλογο σου,
κι έλαχες μέγα αλαλητό μες τα νερά
της Νέδας,
που σ' έπαιρναν και σου ΄λεγαν, κι
άκουγες, κι εδεχόσουν
τα λόγια, που όσοι φεύγανε μονάχα
ακούν και νιώθουν…
Και τώρα, να σε, ξαπλωτός στης
ποταμιάς την όχτη,
κι έχεις τα ματιά ορθανοιχτα σαν να
κοιτούν αντίκρα
το θάμα αντίκρα που είδανε και το
κοιτούν ακόμα….
Και η Νεδα, δίπλα σου όμορφη, σε
γλυκονανουρίζει,
χαϊδεύει το κεφάλι σου, μυρώνει τις
πληγές σου
κι ένα τραγούδι, σαν χρησμό
σημαδιακό, αργολέει
-Άνθρωποι, δώρο τ΄ουρανού είναι η
ζωή, μα ακούστε:
====================================
[1] Τα ποτάμια στη χώρα μας έχουν πάρει το όνομα από τους μυθικούς ήρωες και τους ημίθεους.
Κανένα ποτάμι δεν έχει πάρει το όνομα των Δώδεκα Θεών, ίσως για λόγους σεβασμού και ιεροσυλίας,
ούτε από νύμφες, μούσες ή …Αμαζόνες. Η μοναδική εξαίρεση είναι η Νέδα.
Η Ρέα γέννησε το Δία στο Λύκαιον όρος. Το βουνό όμως ήταν άνυδρο γι αυτό χτύπησε με το σκήπτρο
της και ανέβλυσαν άφθονα νερά που σχημάτισαν ένα ποτάμι. Οι νύμφες Νέδα, Θεισόα και Αγνώ που συμπαραστάθηκαν στη γέννα έριξαν τα λύματα του καθαρμού της Ρέας σε έναν παραπόταμο, που γι’ αυτό
ονομάσθηκε Λύμαξ (Κοντά στο χωριό Δραγώγιείναι ένα ρέμα που οι κάτοικοι το λένε ακόμη Λύμακα).Το
νεογέννητο, για να μην το καταβροχθίσει ο πατέρας του ο Κρόνος, γιατί από αρσενικό παιδί του θα έχανε
την παντοκρατορία του, η Ρέα το εμπιστεύθηκε στη Νέδα για να το αναθρέψει κρυφά. Γι αυτό το λόγο της
δώρισε το ποτάμι που πήρε και το όνομά της.
[2] Ο Θοδωράκης Κόλλιας, παππούς που πήρα το όνομά του στις 7-1-1944 καθώς πήγαινε μαζί με τους Θεόδωρο Βλάμη, Γιάννη Βλάμη, Ανδρέα
Γαλάνη και Χρήστο Δούφα, με τα άλογα στο Κοπανάκι, που τότε ήταν το εμπορικό
κέντρο της περιοχής, πνίγηκε στην παλιά γέφυρα της Νέδας και άφησε πίσω του οχτώ
παιδιά: Νίκο [πατέρας μου] 18 χρονών και τα υπόλοιπα κουστούβελα 4 έως 14, Θανάση, Σπύρο, Γιάννη, Κώστα, Σοφία, Λουκία και Τρύφωνα. Τέλος
πάντων, από τότε, η Νέδα τον κρατά σφικτά, ανάμεσα στα δυο της σκέλια. Σημάδι
από εκείνα τα σκουζμάρια και τη βοή της συφοράς έμεινε εκείνο το κάτι της Λούκος,
της μικρότερης κόρης. Για αυτό ο συνταρακτικό γεγονός γράφτηκε το παραπάνω ποίημα του αείμνηστου γυμνασιάρχη Γιώργου Παπακυριακόπουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου