theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

ΕΛΕΝΗ ΣΚΑΒΔΗ: Δεν είναι το δώρο για τα γενέθλια της πόλης... Μια απλή προθέρμανση

Κλείνω τον Γενάρη  και καλωσορίζω τον Κουτσοφλέβαρο
 με μια Κυρία και Αρχόντισσα του νομού μας, τ
ην Ελένη Σκάβδη,
 Εβρίτισα παντρεμένη στην Αμαλιάδα. Αισθάνομαι μεγάλη τιμή που
έχει προλογίσει το βιβλίο μου "ΑΛΛΟΤΙΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ" Ελπίζω ότι
αυτό θα επαναληφθεί και στο νέο μου βιβλίο
"ΑΝΔΡΑΒΙΣ & ΑΝΔΡΑΒΙΔΑΡΑΙΟΙ"
με το καλό το καλοκαίρι, μια και είναι έτοιμο προς έκδοση ..
αλλά πανδημίας παρούσης ...παυσάτω!
Είθε! [δείτε κι αυτό για την Ελένη]

..... Στη συνέχεια καμάρωνα αυθάδικα που μονάχα εγώ από τη φαμίλια είχα γεννηθεί στην πόλη κι όχι στο χωριό. Μου άρεσε η Αλεξανδρούπολη, καμάρωνα για τα σχολεία, για τη γειτονιά, τις εκκλησιές μας…
 Σπούδαζα τα παρόντα, μάθαινα την πόλη, τα παλιά δεν με ένοιαζαν… Άλλωστε, κανείς στο σπίτι δεν μπορούσε να αφηγηθεί μια αμιγώς αλεξανδρουπολίτικη παλιά ιστορία. Αντίθετα έλεγαν παραμύθια ικαριώτικα και μικρασιάτικα καμιά φορά. «Ξένοι», νιόφερτοι σε καινούρια πόλη, δεν ήξεραν βλέπεις, ρωτούσαν, μάθαιναν γρήγορα κι ύστερα απάγγελλαν τις ιστορίες σαν ραψωδοί, για ανθρώπους, λαϊκούς και κληρωτούς, ζωντανούς και πεθαμένους, για σπίτια, αυλές και κτίρια, εκκλησιές και μπαξέδες. Κι άργησαν να μάθουν. Ο Παντελής πρώτος και καλύτερος τα έμαθε όλα απ’ έξω κι ανακατωτά. Μου τ’ αράδιαζε στα ώριμα χρόνια του, όμορφα και χαμογελαστά, κι εγώ όλο τον προκαλούσα. «Για πες μου τώρα, πού ήρθες εδώ μέσα στον Εμφύλιο, τι θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια, πώς ήταν η πόλη, οι άνθρωποι…» κι εκείνος άρχιζε… 

Μεγαλώνοντας και φευγάτη πια από την γενέθλια πόλη, οριστικά, (πάντα ήξερα ότι δεν θα επέστρεφα) άρχισα να νοιάζομαι για το παρελθόν. Όλα όσα ήξερα είχαν όρια. 14 Μάη 1920, η αρχή που τη γιορτάζαμε κιόλας με παρελάσεις και πανηγυρικούς, απαγγελίες και κύκλιους χορούς στο ρυθμό της Σουφλιωτούδας, αλλά και του θρακιώτικου εθνικού χορού «στης Θράκης μας τ’απάτητα βουνά, που η δόξα βασιλεύει…» Πιο πριν δεν είχε. Η μάλλον είχε μονάχα εκείνη τη λέξη: «Δεδέαγατς». Έτσι φεύγοντας το 1970, κρατούσα στις αποσκευές το δικό μου παρελθόν, τη βιωμένη εικόνα, που με βία έφτανε-ένα παππού πριν- μέχρι το 1936, ημερομηνία του γάμου της Σουφλιώτισσας θείας Νίνας, με τον θείο Γιώργο Σκάβδη που δυστυχώς έφυγε νωρίς, μόλις το 1957 από καρδιά. Ήταν σαν να μην είχα παρελθόν! Η μάλλον σαν να είχα μια σταλιά θρακιώτικο παρελθόν, σαν να φύτρωσα σε μια καινούρια πόλη, που κάθε βράδυ μου τραγουδούσε μυστικούς ήχους. Από το σπίτι που γεννήθηκα, δίπλα στο φούρνο του Σούλιου, ένα μακρινάρι με παράθυρο στην οδό Αίνου, δύο δωμάτια, μια κουζινίτσα κι ένα εξωτερικό απόπατο, ένας δρόμος μας χώριζε από την «Ηλεκτρική», που κάθε βράδυ η γεννήτρια της με νανούριζε τρυφερά… Στο προηγούμενο σπίτι, ένα δωμάτιο και μια κουζίνα, «εσωτερικοί» στης κυρά Δέσποινας, η αφέντρα από το διπλό της κρεβάτι στη μεγάλη σάλα παρακολουθούσε τον ύπνο του ζευγαριού σαν ιησουίτισσα. Εκεί μέσα συνελήφθην στη γαστέρα της δύστυχης μάνας μου που ήταν ξένη στην πόλη, μιλούσε σαν «ξένα» τα ικαριώτικα, μια τραγουδιστή προφορά χλεύη στους συντοπίτες της που είχαν μάθει αλλιώς να λένε και ν’ ακούνε… Υποθέτω πως ο σπόρος μου άνθισε στη γαστέρα της μάνας, ένα βράδυ του Οκτώβρη του 1951, την ώρα που η κυρά Δέσποινα στο διπλανό δωμάτιο με ορθάνοιχτη την πόρτα του δωματίου που πλάγιαζε ο Παντελής και η Καλλιώ ροχάλιζε του καλού καιρού, κι έτσι δεν άκουσε ούτε βαριές ανάσες, ούτε μικρές πορδίτσες των τριών κοριτσιών που κοιμόντουσαν στο διπλανό ντιβανάκι.
Γι΄αυτό όταν η κοιλιά της μάνας άρχισε να φουσκώνει η κυρά Δέσποινα απόρησε και με αυστηρότητα προτεσταντική τη μάλωνε: «τι κάνατε κυρά παπαδιά;;;» Εκεί σ΄αυτό το σπίτι της οδού Ζυμβρακάκη, μας νανούριζαν τα τρένα που περνούσαν ένα δρόμο πιο πάνω. «Του-τουϊτ» και «τσαφ-τσούφ» οι πρώτοι ήχοι που άκουσα, οι πρώτοι φθόγγοι που προσπάθησα να ψελλίσω πριν ακόμα μάθω να λέω λέξεις.

Προσπαθώντας να μυθολογήσω την πόλη μου άρχισαν να ψάχνω. Εν πρώτοις να θυμηθώ φράσεις, στιγμές, εικόνες που φώτιζαν κάτι από τα παλιά… «Τι ήταν εδώ πριν το ’20;» ρώτησα κάποια στιγμή τον Παντελή, λίγο μετά τη συνταξιοδότησή του το 1985. «Τίποτε…μονάχα τάφοι και δάσος» μου είχε απαντήσει… «Που το ξέρεις» τον ξαναρώτησα… «Έτσι λένε…» Το ποιος το έλεγε δεν είχε σημασία. Το πού το έγραφε θα ήταν σημαντικό… Από εκεί άρχισα να ψάχνω και να μαζεύω…
Νεκροταφεία-Φαντάσματα
Θα ήταν το 1956 όταν πήραμε απόφαση να ταπώσουμε το πηγάδι τη αυλής, «για να μην πέσει κανένα παιδί μέσα», όπως φοβόταν η Καλλιώ. Εβδομάδες ολόκληρες κουβαλούσαμε πετραδάκια από τριγύρω, οι μεγαλύτεροι με ένα κουβά, εγώ με μια μικρή κανίστρα. Μέχρι να γεμίζει ιδρώσαμε. Τελευταία ρίξαμε μέσα τις πέτρες από το φιλιατρό και τσιμεντάραμε το λάκκο. Λίγο μετά ανοίξαμε ένα άλλο λάκκο για βόθρο στο κέντρο της πίσω αυλής, για λόγους υγιεινής… Έσκαβε ο εργάτης δυο μέρες, τον έκανε βαθύ. Στις τελευταίες σκαψιές ο κασμάς σκόνταψε σε ένα σκληρό όγκο, που με το πρώτο κτύπημα έγινε κομμάτια. Ανατρίχιασε όταν ανακάλυψε πως είχε θρυμματίσει ένα ανθρώπινο κρανίο. Όταν το μεσημέρι ήρθε ο πατέρας μου, το εύρημα στέκονταν στον πάτο του λάκκου, ο σκαφτιάς είχε ανασύρει κι άλλα κομμάτια ανθρώπινου σκελετού και η Καλλιώ είχε έτοιμο το θυμιατό για τα περαιτέρω. Ο Παντελής έβαλε πετραχήλι, έψαλλε τρισάγιο, θυμιάτισε, εμείς στηθήκαμε στο πλάι του και ψάλλαμε μαζί το «αιωνία σου η μνήμη αξιομακάριστε αδερφέ ημών…» Ο λάκκος έγινε βόθρος κανονικός, σκεπάστηκε, τσιμεντώθηκε, η αυλή στρώθηκε και αυτή με χάρτζι κι εγώ απέκτησα την πρώτη νεύρωση της ζωής μου…
«Ποιος να ήταν ο πεθαμένος;» ρωτούσα επίμονα τη μαμά κάθε τόσο. «Όποιος και να ήταν ο θεός να τον αναπαύσει…» απαντούσε προσευχητικά εκείνη και σταυροκοπιόταν. «Κι αν ήταν Τούρκος, ή Εξαρχικός;» ξαναρωτούσα «το ίδιο κάνει, αφού πέθανε… ο καημένος, τον σκεπάσανε χωρίς κάσα και σάβανα…», ανταπαντούσε… «Λες να είχε κι άλλους πιο κάτω, παραδίπλα;» αναρωτιόμουν…
Ο άγνωστος εκείνος συγκάτοικος μου στην Παπαφλέσσα 15 της Αλεξανδρούπολης, έγινε ένας γκεστ του βίου μου, όλα τα χρόνια που βρισκόμουν στο πατρικό σπιτάκι. Τις νύχτες που φυσούσε νοτιάς, και θρόϊζαν τα αειθαλή και τα φυλλοβόλα, νόμιζα πως έβγαινε από το λάκκο ντυμένος, στολισμένος κι έκανε βόλτες στην αυλή. Έλεγα πως θα τον έβλεπε ο γάτος μου ο Σάχης, ή τα κοκόρια μας. Κάποτε-κάποτε ραθυμούσαν κι αυτά κι έβγαζαν βρυκολακικές κραυγές. Όταν ο αγέρας έκανε τα τζαμάκια να τρίζουν, ή την πορτάρα της μεγάλης τζαμαρίας να βροντά αγριευτικά, νόμιζα πως μας κτυπάει να ανοίξουμε… Έτσι έζησα όλα τα χρόνια σε εκείνη την αυλή, με ένα συγκάτοικο που ήμουν σίγουρη πως ήταν αρσενικός… Έφηβη κάποια στιγμή, στα 17 και καθώς ετοιμαζόμουν φουριόζα να εγκαταλείψω την πόλη, μου αποκαλύφθηκε.
Χιόνιζε το χειμώνα του 1970, ένα χιόνι καταιγιστικό, πυκνό, απαλό, που νόμισες πως ψιθύριζε παραμύθι. Ο Σάχης είχε παγώσει από το κρύο, απελπισμένος, νιαούριζε επίμονα σκαλωμένος στο περβάζι της τζαμαρίας. Τον λυπήθηκα, σηκώθηκα να του ανοίξω να λουφάξει κάτω από την ζεστή μασίνα. Κι έτσι καθώς άνοιξα την πορτάρα είδα τον συγκάτοικο μέσα στη λευκή απαστράπτουσα νύχτα. Το πυκνό χιόνι σχημάτιζε μια επιβλητική μορφή, πάνω στο σώμα της μικρής δαμασκηνιάς. Κανονικός άνθρωπος, με μακριά πόδια, μακριά χέρια, λευκοντυμένος, μ ένα γούνινο σκούφο σαν Ρώσος στρατηγός. Έμεινα να κοιτάζω εμβρόντητη το σχέδιό του, να σταυροκοπιέμαι να απαγγέλλω το Ιησούς Χριστός νικά… Ο γάτος πήδηξε με λαχτάρα στην αγκαλιά μου κι εγώ έκλεισα με πανικό τη τζαμαρία, διπλοκλείδωσα και χώθηκα κάτω από το βαρύ πάπλωμα… Το βράδυ εκείνο η θερμοκρασία έπεσε στους -15 βαθμούς, το έδειξε και το μεγάλο μπλε θερμόμετρο που ήταν κρεμασμένο στη μεσοτοιχία μεταξύ του καφενείου Κέντρου και του παλιού φαρμακείου του Φαράτση, στην οδό 14ης Μαΐου. Το χιόνι είχε παγώσει στους δρόμους, τα δένδρα είχαν κοκαλώσει, ο συγκάτοικος πάγωσε κι εκείνος πάνω στη χιονισμένη δαμασκηνιά, το ξημέρωμα φαινόταν σαν να άστραφτε στο κρύο. Το πρωί η Καλλιώ άνοιξε την τζαμαρία κι έδιωξε το γάτο που ροχάλιζε κάτω απ΄τη μασίνα. Εκείνος νιαούρισε άναρθρα και δυστυχισμένα και ξανασκαρφάλωσε παρακλητικά στο περβάζι. Πήρα ένα μάλλινο κασκόλ και το κρέμασα επάνω του. «Να μη κρυώσουν τα λαιμά του» κορόιδεψε η Καλλιώ κι έβαλε ξύλα στη φωτιά. Ο συγκάτοικος έμεινε τρία μερόνυχτα στον πάνω κόσμο στο χιονιά του 1970 στην Αλεξανδρούπολή μου. Την τρίτη μέρα άρχισε να λιώνει αργά, να στάζει, μέχρι που αναλήφθηκε στους ουρανούς. Η δαμασκηνιά εκείνη τη χρονιά έκανε τα πιο ζουμερά και ωραία δαμάσκηνα. Τα κάναμε μαρμελάδα, κατά το σύνηθες. Κι εγώ το καλοκαίρι μετά τη συγκομιδή έφυγα για την πρωτεύουσα. Όσες φορές ξαναγύριζα για διακοπές, έβγαινα τις νύχτες και προκαλούσα τον πεθαμένο να στείλει κανένα νεύμα. Εις μάτην. Κι όταν μετά από χρόνια, ώριμη πια, θυμάμαι εκείνη την ιστορία για τη σχέση μου με τον ίσκιο του λάκκου με πιάνει μια νοσταλγία και γελάω ταυτόχρονα, ξεκαρδίζομαι μέχρι δακρύων. Ποιος να ήταν αλήθεια εκείνος πεθαμένος, που συγκατοίκησα μαζί του 18 ολόκληρα χρόνια;
Όποιος και να ήταν μου έκανε παρέα… Τον έκανα και παραμύθι. Κι όταν το σπιτάκι μας δόθηκε αντιπαροχή και μπήκαν οι μπουλντόζες και σκάψανε στα τρίσβαθα για τα θεμέλια της 5ὀροφης, δεν ήμουν εκεί να επιβλέψω, να ψάξω, να δω το υπόλειμμα της φαντασίωσής μου που γεννήθηκε τυχαία, από μια σειρά συμπτώσεων… Συμπτώσεις που μου φανέρωσαν τη «συνέχεια του τόπου», της «πατρίδας», τη «σειρά της», την εξέλιξη της «άτυπης» πολεοδομίας της. Ο πεθαμένος-θαμμένος της αυλής έδωσε «νήμα» για το παραμύθι που χρειάζεται κανείς για να τολμήσει αθανασία, αιωνιότητα. Πριν από τις συμπτώσεις που σφράγισαν το βίο μου, υπήρξε ζωή και θάνατος, χώμα και ύλη, που ανακατεύτηκαν για να φτιάξουν μαζί με την πόλη και τη μυθολογία της. Ύστερα διαβάζοντας τον Εβλιγιά Τσελεμπή, που πέρασε από τα μέρη μου 300 χρόνια πριν, επιβεβαίωσα τις μεταφυσικές μου βεβαιότητες, τις έκανα ορθό λόγο. Κάπου ανάμεσα στις γραμμές και την ακτή η γεωγραφία ήταν καταφύγιο ανθρώπων που αναζητούσαν τη θέωση τους, έναν παράδεισο… Διάλεξαν εξ επί τούτου τον τόπο για αιώνια κατοικία στο τέλος. Έγιναν τα θεμέλιά της… Η φύτρα της. Εγώ στην Αλεξανδρούπολη δεν επιδίωξα καμιά θέαση, είχαν αλλάξει οι καιροί. Κι αν την αναζητώ τώρα που μεγάλωσα τη βρίσκω στα όνειρα αλλά και στα βιβλία, στους παλιούς περιηγητές που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα σε Πόλη και Σαλονίκη, Φιλιππούπολη, Αίνο και Διδυμότειχο, Μπουργάζ και Μοναστίρ. Όλα αυτά με καραβάνια ή με τα μουλάρια τους, άλλοτε ποδαροδρομικώς. Κι εγώ ήθελα να ταξιδέψω σαν κι αυτούς… Μου προσφέρθηκε το τρένο γενναιόδωρα, εμβρυουλκός της μικρής πολιτείας των οσίων Μπεχτασί και Σούφι, που μόνασαν στην ακτή, κυνηγήθηκαν από τις εξουσίες και στο τέλος άγιασαν… Αγίασε νομίζω κι ο Παντελής κι η Καλλιώ που υπηρέτησαν με το ίδιο σφρίγος και μια μεταφυσική πίστη την πόλη μου. Εγώ αποκλείεται να αγιάσω… Οσο με παίρνει όμως θα ψάχνω τη φύτρα μου στα υπόγεια και τα υπέργεια της, της πόλης που ποτέ δεν απομυθοποίησα. Ο καθείς και οι αυταπάτες του! Σ΄εκείνη τη γεωγραφία άλλωστε έβγαλα την πρωτογενή κραυγή, στο νοσοκομείο που κατασκεύασαν Οθωμανοί τεχνοκράτες, την εποχή του Τανζιμάτ, που αντέχει ακόμα. Τα χέρια του θείου Γιώργη με κρέμασαν μόλις βγήκα απ’την κοιλιά για την πρώτη ανάσα, εκείνα τα χέρια μου έκοψαν τον ομφάλιο λώρο… Εκεί έγιναν όλα τα θαύματα του έφηβου βίου μου… Εκεί η «θέωση» η δική μου με παρόντα πάντα τον ίσκιο του λάκκου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου