Η συμμετοχή της Δημοκρατικής Αριστεράς στην κυβέρνηση έγινε με στόχο την αποφυγή της χρεοκοπίας και την προώθηση μιας εξόδου από την κρίση στη βάση ενός προγράμματος εθνικής συνεννόησης. Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές το συμφέρον του έθνους εξαρτάται από τη θετική συμβολή της Αριστεράς. Η συμμετοχή της Δημοκρατικής Αριστεράς στην κυβέρνηση δε σημαίνει ότι παραγνωρίζει τη διάκριση αριστεράς-δεξιάς ή ότι ξεχνάει τις πολιτικές διαφορές της με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Ομως επιδιώκει να αξιοποιήσει τη δυναμική που προέκυψε από το εκλογικό αποτέλεσμα και την αντικειμενική ανάγκη για ευρύτατη πολιτική συνεννόηση, ώστε να αναθεωρηθούν πολιτικές και να υπάρξει ένας νέος δρόμος αντιμετώπισης της κρίσης με οικονομική αποτελεσματικότητα, συντεταγμένη κοινωνική προσαρμογή και δίκαιο επιμερισμό των βαρών.
Θεμέλιος λίθος αυτής της προσπάθειας είναι η προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων που αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό μια σύνθεση πολιτικών με έντονη της παρουσία των προγραμματικών θέσεων της Δημοκρατικής Αριστεράς. Χωρίς καμιά υποτίμηση στο ρόλο των άλλων κομμάτων η ΔΗΜΑΡ επιχειρεί να υπερβεί το εκλογικό της μέγεθος και να συμβάλλει σημαντικά στο χαρακτήρα των λύσεων που θα προωθηθούν. Είναι δεσμευμένη στη σταδιακή εφαρμογή του προγραμματικού πλαισίου και θα εργαστεί για την επιτυχία της κυβέρνησης.

Η κυβέρνηση πρέπει να αντιμετωπίσει επείγοντα ζητήματα, να εργαστεί για την επαναφορά του προγράμματος προσαρμογής σε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο αναφοράς με τους εταίρους και ταυτόχρονα να ξεκινήσει τη διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης. Στον πυρήνα της προγραμματικής συμφωνίας βρίσκονται συγκεκριμένες διεκδικήσεις τροποποιήσεων του μνημονίου με βασικούς άξονες τη χρονική επιμήκυνση, την αλλαγή του χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής, την αντικατάσταση της πολιτικής λιτότητας με μια αναπτυξιακή πολιτική και την άρση των αδικιών στα εργασιακά και κοινωνικά ζητήματα.
Η αναδιαπραγμάτευση θα είναι σκληρή και διαρκής. Για αυτό προεκλογικά η ΔΗΜΑΡ μίλησε για τροποποίηση του μνημονίου και σταδιακή απαγκίστρωση από τους επαχθείς όρους του, χωρίς να καλλιεργεί αυταπάτες ότι είναι δυνατή μια μονομερής καταγγελία και απαλλαγή από αυτό. Για να γίνουν οι θέσεις, που αποτυπώνονται στην προγραμματική συμφωνία, πραγματικότητα χρειάζεται σταθερή πολιτική βούληση, διαρκής αγώνας, συνδυασμός με την προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Η αναδιαπραγμάτευση είναι φυσικό να έχει δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο είναι η επιβεβαίωση της επαναφοράς του προγράμματος με ορίζοντα έως το Δεκέμβριο, η αποκατάσταση της ροής των εκταμιεύσεων και η αναπτυξιακή έγχυση μέσω ΕΣΠΑ και ΕΤΕ. Για να γίνει αυτό η χώρα πρέπει, εκτός από τη διαβεβαιώσεις, να κάνει πρακτικά βήματα σε τομείς προτεραιότητας (φορολογικό νομοσχέδιο, ανασυγκρότηση φοροελεγκτικών μηχανισμών, πρόγραμμα μείωσης δαπανών με συγκεκριμένους κωδικούς κ.λπ.). Το δεύτερο στάδιο είναι η αναδιαπραγμάτευση για ένα νέο πρόγραμμα με ορίζοντα τετραετίας που θα εμπεριέχει σημαντικές αλλαγές στις ασκούμενες πολιτικές, όπως περιγράφονται στην προγραμματική συμφωνία. Αυτό το πρόγραμμα θα πρέπει να είναι αναλυτικό και να περιλαμβάνει τη δημοσιονομική διάσταση, δηλαδή να διατηρεί το στόχο της επίτευξης πλεονασμάτων το 2016.
Αναλαμβάνουμε την ευθύνη σε αυτό το δύσκολο δρόμο να μιλήσουμε καθαρά στο λαό. Προσβλέπουμε στο λαϊκό παράγοντα, στη στήριξη μιας νέας προσπάθειας που πρέπει να προσλάβει προοδευτικό χαρακτήρα.