ΝΤΑΛΙΑ
ΜΠΙΛΙ {ΤΣΕΛΙΚΙ, ΞΥΛΙΚΙ, ΤΣΙΛΙΚΑ}
Ήταν ένα παιχνίδι δύσκολο, απαιτητικό και αρκετά
επικίνδυνο. Όμως πολύ αγαπητό και ελκυστικότατο στα παιδιά.
Τα οργανικά στοιχεία του παιχνιδιού ήταν η ντάλια και το μπίλι. Η ντάλια ήταν ένα ξύλο, ραβδί, μήκους ογδόντα πόντους περίπου και διαμέτρου λίγο μικρότερης από το σκουπόξυλο. Το δε μπίλι ένα μικρό ξύλο της ίδιας διαμέτρου αλλά πολύ μικρότερου μήκους, περίπου είκοσι με εικοσιπέντε εκατοστά. Τα καλύτερα ήσαν από ξύλο σκληρό, συμπαγές, όπως η αγριελιά και το σφεντάμι και όχι μαλακό και εύκαμπτο, όπως η μουριά κι ο πλάτανος. Με ένα κοφτερό μαχαίρι, σουγιά ή φαλτσέτα έξυναν ένα μικρό ξύλο στις δύο άκρες του, όπως ξύνουμε το μολύβι για να γράψουμε. Και το μπίλι ήταν έτοιμο. Συνήθως έπαιζαν μονομαχίες, ένας εναντίον ενός και κυρίως ήταν αγορίστικο παιχνίδι, αλλά καμιά φορά συμμετείχαν και κορίτσια, ανάλογα με τις ανάγκες και τη σύνθεση της οικογένειας ή της γειτονιάς.
§
Σε άλλα μέρη παιζόταν με περισσότερα παιδιά,
όπου στην αρχή όλα μαζί τα υπόλοιπα, κρατώντας
κλάρες δένδρων προσπαθούσαν να
εμποδίσουν το μπίλι να πάει μακριά.
§
Η ντάλια μπίλι
είναι ένα από τα παλιότερα και πιο παραδοσιακά λαϊκά παιχνίδια. Στους χρόνους
του Βυζαντίου είχε μεγάλη εξάπλωση από τον Πόντο και την Αρμενία μέχρι τη
Πελοπόννησο, την Κρήτη και κάτω την Αίγυπτο.
§
Στη Δυτική
Ελλάδα τη ντάλια την έλεγαν ντέλια,
στη Μακεδονία τσιλίκα, το δε μπίλι στη Θράκη τσομάκι, στη Στερεά Ελλάδα τσιλικόνι, στη Μακεδονία τσουμάκι, αλλού τσαλικοπάρι και στην Κρήτη τηλέμαχο.
Τρόπος παιχνιδιού
Σε ένα σημείο περίπου στο κέντρο της αλάνας
χάραζαν ένα μικρό κύκλο ή ένα τρίγωνο με πλευρές 40Χ50 cm. Αυτό το τρίγωνο ήταν η βάση έναρξης του παιχνιδιού. Ο πρώτος παίχτης με το ένα πόδι στη βάση χτυπούσε με την ντάλια το μπίλι και το πετούσε μακριά. Βέβαια όχι δυνατά για να μην απομακρυνθεί πολύ, πάνω από δεκαπέντε με είκοσι μέτρα. Ο δε αντίπαλος παραμόνευε και προσπαθούσε να το πιάσει στον αέρα, οπότε κέρδιζε και έπαιζε αυτός με την Ντάλια. Εάν δεν το έπιανε, τότε προσπαθούσε να το ρίξει μέσα ή κοντά στο τρίγωνο. Εάν το μπίλι έστω ακουμπούσε τις γραμμές του τριγώνου ή έμπαινε μέσα τότε πάλι οι συμπαίκτες άλλαζαν μεταξύ τους ρόλο. Ενώ ο δεύτερος παίκτης έριχνε το μπίλι, ο πρώτος προσπαθούσε με την ντάλια να αποτρέψει να πέσει αυτό μέσα στο τρίγωνο. Γι’ αυτό ο άλλος το έριχνε όσο μπορούσε χαμηλότερα. Εάν παρά τις προσπάθειες ο πρώτος δεν πετύχαινε το μπίλι και αυτό έπεφτε έξω από το τρίγωνο, τότε είχε δικαίωμα να το διώξει με τρεις απόπειρες. Αρχικά χτυπούσε στη μύτη του μπιλιού με τη ντάλια για να ανασηκωθεί, και προσπαθούσε να το ξαναχτυπήσει για να το απομακρύνει ή να το παίξει στον αέρα, όπως παίζουν την μπάλα με το πόδι ή με το κεφάλι, μία, δύο και τρεις φορές, γιατί έτσι έπαιρνε πόντους (τα λεγόμενα τσιλικάκια στη Μακεδονία). Κάθε τσιλικάκι έπαιρνε εκατό πόντους, τη ξακουστή κατοστάρα.
Εάν όπως είπαμε ο αντίπαλος έπιανε το μπίλι στον
αέρα, στην αρχή του παιχνιδιού, όταν το χτυπούσε ο άλλος με την ντάλια για να
το απομακρύνει, όχι μόνο έπαιρνε τη θέση του πρώτου άλλα ο πρώτος έχανε και
όλους τους προηγούμενους πόντους που είχε. Γι αυτό το λόγο, επειδή το να πιάσεις το μπίλι στον αέρα ήταν μεγάλη
επιτυχία, όλα τα παιδιά το επιδίωκαν με μένος, χωρίς να έχουν τα περισσότερα
καν την αίσθηση του κινδύνου. Γι αυτό
πολλάκις έκαναν συμφωνία από την αρχή, εάν ισχύει το πιάσιμο ή όχι. Αλλά το original ήταν πιάσιμο
και σβήσιμο.
Στο τέλος του παιχνιδιού, όταν το μπίλι απομακρυνόταν
και ο πρώτος παίκτης είχε τελειώσει και τα τρία χτυπήματα, τότε ο αντίπαλος
προσπαθούσε με άλμα εις τριπλούν να καλύψει την απόσταση από το σημείο που
οριστικά ήταν το μπίλι μέχρι το τρίγωνο.
Αυτό μπορούσε να το προσπαθήσει μέχρι και τρεις φορές,
αλλιώς ξανάπαιζε ο ίδιος παίχτης.
Θα συμφωνήσετε ότι ήταν ένα σύνθετο παιχνίδι που
απαιτούσε διάφορες επιδεξιότητες και καλές επιδόσεις στο άλμα εις τριπλούν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου