Σαββόπουλος Πάνος /slpress.gr
Ο μάγκας μισούσε την ψευτιά, την αδικία και την κακούργα κενωνία! Προστάτευε τον αδύναμο και είχε λατρεία στη μάνα του. Αν κάποιος του την έβριζε, είχε κακά ξεμπερδέματα μαζί του. Κάποιοι σκληροί μάγκες αντί να επιλέξουν να ρίξουν δύο φάσκελα στον ασεβήσαντα στη μάνα, εξήγαγαν εκ του θύλακος το τέμνον όργανον και τον …σημάδευαν δια βίου. Του έλεγαν κιόλας "από τώρα σε ονομάζω σημαδεμένο" και του ‘μενε! Αν υπήρχαν πολλοί σημαδεμένοι, τότε χρειαζόταν προσδιοριστικό:
Ο σημαδεμένος απ’ τα Ταμπούρια, ο σημαδεμένος απ’ τη Δραπετσώνα κ.λ.π. Ο Απόστολος Χατζηχρήστος έγραψε το τραγούδι "Η μανούλα" (1937), πολύ αγαπητό στην εποχή του. Αξιομνημόνευτο είναι ότι το βράδυ που πέθανε η μητέρα του, ο Απόστολος ήταν στο πάλκο και μάλιστα από μία οδυνηρή γι’ αυτόν σύμπτωση, του ζητούσαν επίμονα να πει αυτό το τραγούδι. Αργότερα τον ειδοποίησαν για το συμβάν... Σήμερα, καρντάσια και καρντασίνες μου, δε γράφονται τραγούδια για τη μάνα, γιατί το θέμα θεωρείται très banal!
Έξω από καπνό και ποτά, ο μάγκας γευόταν απαραίτητα χασίς. Κάποιοι μάγκες δοκίμαζαν και σκληρά, αλλά αυτούς τους απόφευγαν οι σωστοί μάγκες, γιατί τους θεωρούσαν "κουρέλια". Το φουμάρισμα γινόταν σε οποιοδήποτε ασφαλές μέρος, αλλά σε περιπτώσεις ανάγκης χρησιμοποιούταν ακόμα και πλεούμενο για να πλευρίσουν τίποτε απόκρημνα βραχάκια (ή σπηλιά) όπου δεν τολμούσαν να πλησιάσουν τα καρακόλια του λιμενικού. Χαρακτηριστικό "ρεπορτάζ" είναι το «Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο» (1934), του Γιώργου Μπάτη, στο οποίο αναφέρονται και τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην χασισική τελετουργία.
Επίσης αναφέρεται η «Σπηλιά του Δράκου», που κάποιοι λένε ότι
βρισκόταν στα …ποδάρια της Δραπετσώνας, ενώ κάποιοι άλλοι στο Κερατσίνι-Πέραμα.
Έχω ακούσει και το εξής "ιστορικό" (που έχει την πλάκα του, βέβαια),
ότι δηλαδή η Σπηλιά του Δράκου ήταν μία από τις σπηλιές (απέναντι από την
Ψυτάλλεια;) στις οποίες κατέφυγαν οι νικημένοι πολεμιστές του Ξέρξη (Ναυμαχία
Σαλαμίνας, 480 π.Χ.), ο οποίος εμπάνιζε από το όρος Αιγάλεω το τραγικό γι’
αυτόν πανηγύρι!
Φυλακές
και τεκέδες
Μήτρες των ρεμπέτικων τραγουδιών ήταν οι φυλακές και οι τεκέδες.
Οι τεκέδες ήταν φανεροί και κρυφοί. Τώρα, το πώς λειτουργούσαν οι φανεροί
τεκέδες δεν είναι δύσκολο να το καταλάβετε, γιατί όπως ξέρετε σ’ αυτόν τον
τόπο, όσα απαγορεύονται, συχνά επιτρέπονται μέσα από διάφορα παραθυράκια,
δηλαδή λάδωμα, βύσμα, συγγένεια, κουμπαριά, σεξ και αλληλούια!
Πάντως οι μάγκες φουμέρνανε όσο θέλανε κι ο νόμος δε μπορούσε να
κάνει πολλά πράγματα, αφού στους τεκέδες σύχναζαν και "πλούσιοι,
βιομήχανοι… και όλα τα ανφάν γκατέ" (με "άκρες", προφανώς)
σύμφωνα με το τραγούδι "Παραπονούνται οι μάγκες μας" (1935) του
Γιοβάν Τσαούς. Υπάρχουν πολλά ρεμπέτικα για τεκέδες, στα οποία αναφέρονται τα
ονόματά τους!
Απαραίτητο αντικείμενο της εμφάνισης του μάγκα, ήταν το κομπολόι.
Έχω γράψει τα πάντα για το μάγκικο κομπολόι στο βιβλίο "Οι ρίζες των
ρεμπέτικων" (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, 2018). Το διασημότερο τραγούδι για κομπολόι είναι
το ομώνυμο του Μητσάκη, με αφορμή την απώλεια του αγαπημένου του κομπολογιού
μέσα στην Κατοχή.
Το όνομα
μάγκας
Να σας πω και για το όνομα "μάγκας". Εδώ οι γραφικοί
αρχαιόπληκτοι δεν έχουν άποψη κι έτσι γλιτώσαμε να ακούμε για αρχαιόμαγκα με
μανδραγόρα και χλαμύδα! Έχουν ακουστεί διάφορα, αλλά το πιθανότερο είναι ότι η
λέξη "μάγκας" προέρχεται από τη λέξη "μάγκα",
τουρκοαλβανικής προέλευσης, που σημαίνει "ομάδα περίπου 30 άτακτων
πολεμιστών". Ήδη από την εποχή του απελευθερωτικού αγώνα του ’21, οι
οπλαρχηγοί σχημάτιζαν ομάδες των 30 ατόμων και κάθε ομάδα ονομαζόταν
"μάγκα" και ο επικεφαλής της, "μαγκατζής".
Αξίζει τον κόπο να σας πω ότι τα μέλη από τις "μάγκες"
που έφτιαξε ο περιβόητος Κωλέττης όταν έσπασε στα δύο η εθνική συνέλευση στο
Άστρος το 1831, ήταν τραμπούκοι. (Τον λέω περιβόητο γιατί είναι ένα από τα
"μπουμπούκια" που ευθύνονται για το σημερινό χάλι της ψωροκώσταινας).
Φανταστείτε ότι οι αγνοί οπλαρχηγοί, οι αγνοημένοι από πολλούς αλλά με καθαρά
τα χέρια τους, τα μέλη από τις "μάγκες" του Κωλέττη, τους ονόμαζαν
"μοσχομάγκες". Η λέξη μοσχομάγκας έχει περάσει και σε ένα ρεμπέτικο
τραγούδι, το δε σχετικό στιχάκι λέει: «Μου ‘παν είσαι μοσχομάγκας είσαι και
μπελαλής, εξηγιέσαι στους τεκέδες είσαι και νταβατζής».
Η γυναίκα
της μαγκιάς
Πάντως, σήμερα, έναν άνδρα πετυχημένο στη ζωή του (αλλά μετά από
δουλειά), τον λένε "μάγκα"! Εκτός από τη λέξη μάγκας και τα παράγωγά
της, στην αργκό της μαγκιάς, υπήρχαν κι άλλες λέξεις, ωραιότατες,
περιεκτικότατες και με την ιστορία τους κάποιες. Κι αν αναρωτηθείτε γιατί τόσες
πολλές λέξεις, σας βεβαιώνω ότι χρειαζόντουσαν στην οικογένεια της μαγκιάς. Οι
υποκριτές, οι καθώς πρέπει, οι κοινωνικώς κομπλεξάρες, αλλά και οι πονηροί,
αποκαλούσαν τους μάγκες αλήτες (πολύ άσχημη λέξη για τη μαγκιά) και τελείωναν.
Οι μάγκες όμως, ήθελαν ακριβείς περιγραφές για το σινάφι τους. Λέξεις λοιπόν
της μαγκιάς κάπως συνώνυμες με τη λέξη μάγκας, είναι:
Κάτι μοναδικό στη ρεμπέτικη δισκογραφία, είναι το τραγούδι «Ο
ξέμαγκας», σύνθεση του Βαγγέλη Παπάζογλου από το 1930; Ξέμαγκας, είναι ο πρώην
μάγκας, πράγμα σπάνιο στον κόσμο της μαγκιάς! Το πρώτο στιχάκι λέει: «Βαρέθηκα
τον αργιλέ, σιχάθηκα τη μαύρη, θ’ αφήσω το κορμάκι μου αλλού νταλκάδες να
‘βρει». Το τελευταίο στιχάκι πάντως λέει πολλές αλήθειες, αφού ο δημιουργός
του τραγουδιού ήξερε ιδιαίτερα καλά την πιάτσα της μαγκιάς: «Γιατί όσο
σε φουμάριζα κι έπαιζα και το ζάρι, μπροστά με λέγαν έξυπνο και πίσω
παλαβιάρη».
Η γλώσσα της μαγκιάς ήταν η νεοελληνική, αλλά κάποιες φορές
χρησιμοποιούσαν λέξεις ή και φράσεις από την καθαρεύουσα. Αυτό το έκαναν ή για
φιγούρα ή για πλάκα. Το σημαντικό είναι ότι η μάγκικη αργκό περιέχει πολλές συνθηματικές
λέξεις που χρησιμοποιούσαν καθημερινά οι μάγκες μεταξύ τους. Λυπάμαι που δεν
έχουν ασχοληθεί τα πανεπιστήμια με τη γλώσσα της μαγκιάς και την καταγραφή της,
όμως τα καλά παιδιά του διαδικτύου έχουν φροντίσει να παρουσιάσουν σχεδόν ό,τι
έχει δημοσιευτεί γι’ αυτήν.
Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί πόσες ιδιαίτερες λέξεις
χρησιμοποιούσε η μαγκιά στην καθημερινότητα, που φυσικά δεν καταλάβαιναν οι
υπόλοιποι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο πρωτοπόρο βιβλίο του "ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ" (1968), παρουσιάζει 550 λέξεις. Το 1950, ο Βρασίδας Καπετανάκης
κυκλοφόρησε το λεξικό της πιάτσας με 820 λέξεις. Από κάποια μικρή γνώση που έχω
για "γλωσσάρια συντεχνιών", η άποψή μου είναι ότι οι απαραίτητες
καθημερινές λέξεις της μαγκιάς, μπορεί να μην ήταν ούτε 100 !
Και πού να προλάβω να σας γράψω για τον τρόπο που μιλούσε η
μαγκιά, δηλαδή για τους ήχους, τις χειρονομίες, τις γκριμάτσες, ας πούμε
απλούστερα την προσωδία! Ο χαρακτηριστικός διάλογος μεταξύ Β. Παπάζογλου και Σ.
Περπινιάδη στην αρχή του τραγουδιού "Η φωνή του αργιλέ" είναι
μοναδικός στη δισκογραφία των 78 στροφών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου